ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το χρώμα της στάχτης

0

Παραμύθι του Γιάννη Μπλέτα

Κάποτε, όταν ήμουν ακόμα πιο νέος,  είχα ακούσει πολλές ιστορίες για το ταίριασμα του ανθρώπου με διάφορα πλάσματα στη γη. Είχα διαβάσει για τη γοργόνα Ζοζεφίνα, που στο τέλος κατέληξε με πόδια και στο πλάι της, ένα όμορφο πριγκιπόπουλο. Κάθισα λοιπόν, και σκέφτηκα πώς μπορεί ένα πλάσμα, όπως είναι μια γοργόνα, να μπορεί να καταλήξει με έναν άνθρωπο.

Μια μέρα λοιπόν, αποφάσισα να γράψω κι εγώ το δικό μου παραμύθι. Οι ήρωές μου ήταν ένας ιπποπόταμος και μια αλεπού. Όταν το τελείωσα και με χαρά το απήγγειλα στα πουλιά, εκείνα άρχιζαν να με χλευάζουν και να με κοροϊδεύουν. Πώς είναι δυνατόν ένας ιπποπόταμος και μια αλεπού να ταιριάξουν; Αφού η αλεπού τρώει τον ιπποπόταμο.

Απογοητευμένος, αποφάσισα να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Κάτι που θα με έκανε πιο πολύ ευτυχισμένο και κάτι που θα μου έπαιρνε καιρό για να το πραγματοποιήσω. Γιατί τότε είναι που το απολαμβάνεις ακόμα πιο πολύ. Όταν το κατακτάς με περισσότερη προσπάθεια.

Άρχιζα, κάθε μέρα, να βουτάω τη σκέψη αυτή μέσα στην ελπίδα και στην αισιοδοξία. Δεν το είπα σε κανέναν αυτή τη φορά, για να είμαι σίγουρος ότι δε θα με κοροϊδέψουν και δε με χλευάσουν. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι άλλωστε, να θέλει ένα σκιάχτρο σαν κι εμένα να κάνει φίλο του έναν άνθρωπο; Άσε που αν το καλοσκεφτεί και κανείς ένας άνθρωπος με δημιούργησε. Αλλά η μοναξιά είναι αφόρητη. Ούτε τα πουλιά πλέον με πλησιάζουν γιατί μερικά λένε ότι τρομάζουν και λένε ότι απλά με βαρέθηκαν.

Περνούσαν οι μέρες δίχως κάποια ουσία. Ήμουν ένα δυστυχισμένο σκιάχτρο στη μέση του πουθενά, κάτω από τον ήλιο, μέσα στην βροχή, δίπλα στο χιόνι με διάπλατα τα μικρά χέρια μου για να μην πλησιάζει κανείς τους άγριο-φράουλες. Δεν είχα δύσκολη δουλειά, αλλά υπήρχαν και φορές που έκανα να μιλήσω μέρες. Εκεί ,κι όμως περίμενα κάποιον να έρθει και να μου κάνει παρέα, έστω για μια στιγμή. Ήθελα κάποιος να με προσέξει, όμως δεν είχα άλλο χρόνο για χάσιμο. Έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι πια για ‘μένα.

Άλλωστε, πόσο θα μπορούσα πια να αντέχω και να είμαι άνετος μέσα σε αυτά τα σκισμένα κουρέλια; Το άχυρό μου μέρα με την μέρα, γινόταν όλο και πιο τραχύ και έβγαζε μια άσχημη μυρωδιά. Ήθελα λίγο νερό, έστω για να δροσιστώ για μια στιγμή.  Μόνο μια στιγμή!

Μερικές φορές μου έρχονται κάτι παλιές εικόνες στο κεφάλι. Μου είχαν πει κάποτε, ότι αυτά είναι οι αναμνήσεις. Έβλεπα έναν κύριο κουρασμένο και ταλαιπωρημένο να μου γεμίζει το σώμα. Πολλές φορές με γαργαλούσε, όταν με άγγιζε κάτω από τα χέρια. Του πήρε αρκετός καιρός μέχρι να με γεμίσει. Όμως πολλές φορές με τρόμαζε γιατί άρχιζε να βγάζει ένα παράξενο υγρό , σα νερό, από τα μάτια του και από το κεφάλι του, αλλά μετά πάλι καθόταν και όλος διόλου του περνούσε. Όπως μου είχε πει, θα έπρεπε να παραμένω ακίνητος, για πολλά χρόνια μέχρι κάποιος να με κάψει. Τότε μόνο θα μπορούσα να περπατήσω και να είμαι ουσιαστικά ελεύθερος. Από τότε δεν ξαναήρθε. Μάλλον θα με βαρέθηκε και δε θα τρόμαζε κι αυτός πια όπως τα περισσότερα πουλιά. Μια φίλη μου καρδερίνα μου είχε πει κάποτε ότι πέθανε. Μου πήρε καιρό βέβαια να καταλάβω, τί εννοούσε. Μετά κατάλαβα ότι πέθανε είναι μάλλον, ότι δε θα ξαναρθεί.

Έτσι κι εγώ περίμενα την ημέρα, που θα με έκαιγαν , έστω και λίγο, για να μπορέσω να κατέβω και να περπατήσω χωρίς να έχω τον αχυρένιο δεσμό και να σκοντάφτω πάνω του, κάθε φορά που απομακρύνομαι. Μια μικρή γραμμή, τσουχτερά κίτρινη, ακουμπούσε στην πλάτη μου, ίσα- ίσα για να με γυρίζει πάντα πίσω. Είχα βαρεθεί να φτάνω μέχρι την κορομηλιά. Και παρακάτω τί;  Υπήρξαν και μέρες που παρακαλούσα τα πουλιά να με κάψουν, όμως εκείνα έλεγαν από τη μία ή ότι δε μπορούσαν ή ότι θα πονούσα. Μα είναι δυνατόν, ο άνθρωπος που με γέμιζε να θέλει να με πονέσουν για να περπατήσω;

Ήθελα συντροφιά. Μα πώς είναι δυνατόν να κατασκευάζεις κάτι με τόσο μεράκι και τόσο κόπο κι έπειτα να το παρατάς;  Στην αρχή, δε μπορώ να πώ, μου έδειχνε την αγάπη του. Όμως ξαφνικά όλα σταμάτησαν και δεν ξαναήρθε, χωρίς κάποια εξήγηση, απλά επειδή πέθανε.

Όλα αυτά πλέον ήταν κομμάτια των αναμνήσεων, όπως είχαν πει και τα πουλιά. Ήθελα να κοιτάξω μπροστά. Και το μοναδικό πράγμα που έβλεπα ήταν 5-6 μικρά σπιτάκια. Εκεί θα πήγαινα! Ναι, εκεί! Εκεί θα έβρισκα κάποιον να με αγαπά και να με φροντίζει μέχρι και αυτός να φύγει και να με βαρεθεί. Ένας άνθρωπος με μεράκι να μου κάνει παρέα, να μου ξαναγεμίσει το βρώμικο άχυρό μου. Μέχρι πάλι να εξαφανιστεί. Αν και με πονούσε, κατάλαβα ότι γι’ αυτό το πράγμα είχα κατασκευαστεί.

Ήταν τόσο περίεργο το αίσθημα του να προχωράς και να αφήνεις πίσω σου ,έστω και προσωρινά,ολόκληρους κόσμους: κόσμους που μέχρι πριν λίγο, νόμιζες ότι θα σου κρατούν συντροφιά για πάντα. Όμως τίποτα δεν κρατά για πάντα. Πάντα κάτι το καταστρέφει,σκέφτηκα και κοίταξα τον ολοκίτρινο δεσμό μου. Ωστόσο έτσι, ωριμάζεις, μεγαλώνεις, πας παρακάτω είτε το θες, είτε όχι. Μέχρι και τα αστέρια που είναι τόσο λαμπερά ,τα βλέπεις ορισμένες φορές να πιάνονται, να κουράζονται, να νιώθουν άβολα, να αρχίζουν να κουνιούνται, μέχρι που πέφτουν.  Ακόμη όμως κι αν πέσουν, ακόμη κι αν χαθούν για πάντα, ακόμη και τότε κάνουν εντύπωση. Μέχρι και την τελευταία στιγμή παραμένουν λαμπερά.

Ξεκίνησα, λοιπόν και πήγα στο πρώτο σπίτι, με τον αχυρένιο  δεσμό να με ακολουθεί και να μου υπενθυμίζει ότι  θα έπρεπε σε λίγο να γυρίσω πίσω. Εκεί έμενε μια φτωχή κοπέλα με τη μητέρα της. Όμως με το που μπήκα στην αυλή, εκείνη τρόμαξε κι άρχιζε να ουρλιάζει. Τότε βγήκε κι η μητέρα της. Προσπάθησαν με ένα φτυάρι να με χτυπήσουν. Τότε έτρεξα και χάθηκα μέσα στα χορτάρια. Μόνο λίγη παρέα ήθελα, τίποτα παραπάνω. Λίγη από τη συντροφιά τους. Άθελα μου, σκάλωσε στα πόδια μου κάτι μαλακό. Κοίταξα κάτω. Ήταν ένα μικρό πουλί. Μα επιτέλους το έπιανα και δεν έφευγε. Επιτέλους ένιωθα την υφή του. Τη ζεστασιά του. Πρέπει να ήταν τεμπέλικο, γιατί κοιμόταν όλη την ώρα. Δεν έλεγε να ανοίξει τα μάτια του. Από μακριά φαινόταν τόσο διαφορετικό, ενώ όσο το κρατούσα στην παλάμη μου τόσο πιο πολύ το συνήθιζα. Βαρέθηκα να περιμένω να ξυπνήσει,το άφησα και πάλι κάτω. Ίσα- ίσα που ξεχώριζαν τα σταχτιά φτερά του, από το υπόλοιπο σώμα. Κοίταξα τον ορίζοντα.

Τότε πήγα και στο δεύτερο σπίτι.  O αχυρένιος δεμός, αμίλητός μου εχθρός , συνέχιζε να είναι από πίσω μου. Από όσο μπορούσα να δω, κατοικούσε μια οικογένεια με ένα μικρό κοριτσάκι. Μπαίνοντας στην αυλή το πλησίασα. Εκείνο γεμάτο απορία ήρθε προς το μέρος μου. “Γεια σου, θέλω παρέα, θα μου την δώσεις;”, είπα αλλά δεν πήρα απάντηση. “ Θα μου κάνεις παρέα;”. Εκείνο έμενε και με κοιτούσε. Μέχρι που άνοιξε το στόμα του και άρθρωσε μερικές λέξεις : “ Εγώ θέλω αγάπη. Αν μου δώσεις αγάπη, εγώ θα σου κάνω παρέα.” Χάρηκα τόσο πολύ που επιτέλους κάποιος θα μου έκανε παρέα. Άλλωστε, πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν αυτό που μου ζητούσε;

“Ωραία, πάρε την αγάπη μου”, είπα και άπλωσα το χέρι μου. “ Τί; Έτσι; Δε θα με αγκαλιάσεις;” μου είπε εκείνη. Και βέβαια, θα την αγκάλιαζα. Μπορεί να μη το είχα ξανακάνει, αλλά πίστευα ότι δε θα με δυσκόλευε. Έτσι την πήρα στα χέρια μου και άρχισα να την σφίγγω, όπως έκαναν οι άνθρωποι που είχα δει. Την έσφιγγα, την έσφιγγα.  Έβαζα όλη μου τη δύναμη, όμως και πάλι δεν ένιωθα σαν κάποιος που έχει παρέα. Εκείνη άρχισε να βγάζει το παράξενο υγρό από τα μάτια της. Τότε άνοιξε η πόρτα και βγήκαν οι γονείς της. Πριν προλάβουν να έρθουν κοντά μου, έτρεξα και πάλι προς τα χορτάρια.

Μα πώς είναι δυνατόν να θέλω να δώσω αγάπη και να μην μπορώ; Αφού της έδινα όση μου ζήτησε. Γιατί άρχισε να κλαίει; Και χαμένος μέσα στις σκέψεις μου, σκόνταψα σε κάτι μαλακό. Αναγνώρισα και πάλι τα σταχτιά φτερά ενός πουλιού. Μα αυτό το πουλί ήταν ο τεμπέλης φίλος μου. Πώς βρέθηκε πάλι εδώ; Και από ό,τι φαίνεται δεν έλεγε ακόμα να ξυπνήσει.

Δε το έβαλα κάτω. Μόνο αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν, να θέλεις να δώσεις τόσο πολύ αγάπη και φροντίδα σε κάποιον και εκείνος από την πολύ αγάπη που παίρνει να αρχίσει να βγάζει, εκείνο το παράξενο υγρό από τα μάτια του. Κάποτε στεκόταν δίπλα μου, μια μαύρη τουλίπα. Την φρόντιζα κάθε μέρα, της μιλούσα, της τραγουδούσα, νοιαζόμουν πάντα για εκείνη. Μεριμνούσα έτσι ώστε να πίνει νερό 3 φορές τη μέρα, αφού το βράδυ κατέβαζα τα χέρια μου, έφτανα τον κουβά με το νερό που βρισκόταν στο χωράφι και την πότιζα. Μια ζεστή νύχτα μου είπε ότι διψούσε πολύ και έτσι της έδωσα νερό, της έδωσα και της ξαναέδωσα. Μέχρι που την επόμενη μέρα την είδα άρρωστη, ταλαιπωρημένη , έχοντας χάσει τη μυρωδιά της και την ομορφάδα της. Μέχρι που εξαφανίστηκε. Ενώ την αγαπούσα και της είχα δώσει τόσο αγάπη, εκείνη με παράτησε.

Στο τρίτο και στο τέταρτο σπίτι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου διαφορετικά. Ο δεσμός που βρισκόταν στην πλάτη μου, είχε αρχίσει να μπερδεύεται και με τραβάει να γυρίσω πίσω. Έψαχνα παρέα και έδινα ως αντάλλαγμα τα πάντα. Την αγάπη μου, την προστασία μου, την φιλία μου. Μόνο που όλοι έπαιρναν την ασχήμια μου. Τρόμαζαν και είτε κλείνονταν σπίτι, είτε με κυνηγούσαν με διάφορα γεωργικά εργαλεία. Στο τέταρτο μάλιστα σπίτι, στην αυλή συνάντησα ένα σκιάχτρο. Ίδιο περίπου με εμένα. Ήταν η μοναδική στιγμή που δεν ένιωθα τόσο μόνος. “ Ψάχνω παρέα. Θα μου την δώσεις; Μπορώ να σου δώσω την αγάπη μου, την φιλία μου, την συντροφικότητά μου.” είπα. “Μικρέ, αν θέλεις το καλό σου τρέξε από εδώ και πήγαινε στη θέση σου. Είσαι σκιάχτρο, όπως και εγώ. Η θέση σου είναι στα χορτάρια να τρομάζεις τα πουλιά και όχι να ψάχνεις για συντροφιά και παρέα. Κανείς δε θα θέλει για φίλο του ένα κομμάτι άχυρο. Άκουσέ με, που σου λέω.” είπε εκείνο.

“Μα εγώ δεν είμαι κομμάτι άχυρο. Είμαι ο Σκιάχτρος! Μπορώ να δώσω την αγάπη μου και τη φιλία μου, σε όποιον μου κάνει λίγη παρέα” συνέχισα εγώ. “ Μόνο που οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να σου δίνουν μόνο, κάτι από τον πόνο τους... Αυτό κάνουν όλοι οι άνθρωποι: δίνουν τον πόνο τους σε εμάς. Γιατί νομίζουν ότι εμείς δεν πονάμε. Εμείς δεν κλαίμε. Εμείς μόνο τρομάζουμε τα πουλιά. Γι΄αυτό το λόγο δημιουργηθήκαμε. Δε θα σου δώσει κανείς την παρέα που ψάχνεις. Ούτε κανείς τους έχει ανάγκη τη δική σου αγάπη. Τρέξε τώρα που μπορείς και είσαι ελεύθερο, πριν σε πάρουν χαμπάρι” είπε εκείνο και γύρισε πλάτη.

Ό,τι κι αν είπε, εγώ άξιζε να προσπαθήσω. Πόσο δύσκολο ήταν άραγε να δώσει κανείς λίγη από την παρέα του; Δεν έχασα χρόνο πήγα στο πέμπτο και τελευταίο σπίτι. Το πόδι μου σκόνταψε και πάλι σε κάτι μαλακό. Η υφή του ήταν γνωστή. Ο πουπουλένιος σταχτής φίλος μου πάλι βρίσκονταν μπροστά μου. Με κλειστά τα μάτια και λίγο πιο κρύος και λεπτός αυτή τη φορά. Τον φίλησα. Ένιωσα ένα παγωμένο ρεύμα να με διαπερνά. Όμως εκείνο παρέμενε ίδιο, ατάραχο. “ Μήπως μπορείς να μου δώσεις εσύ την παρέα που ψάχνω;”

Το πέμπτο σπίτι ήταν στην άκρη του ποταμού. Στην αυλή διέκρινα ένα αγοράκι. Ήταν δεν ήταν γύρω στα έξι. “Γεια σου, θα μου κάνεις παρέα; Μπορώ να σου δώσω την αγάπη μου. Πάρτην!” είπα εγώ και άπλωσα το χέρι μου. “ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ”  είπε εκείνος. “ Αλλά τί να την κάνω την αγάπη σου; Δεν είσαι καν άνθρωπος.” συνέχισε ο μικρός μου φίλος. “Ναι, αλλά μοιάζω τόσο πολύ με έναν άνθρωπο. Κοίτα! Έχω δύο πόδια! Και δύο χέρια. Και μια μύτη. Και μάτια επίσης. Και λίγα μαλλιά! Βλέπεις;” είπα εγώ χαρούμενος. “Αφού μοιάζεις τόσο πολύ με άνθρωπο, τότε θα έχεις και καρδιά! Για δείξε μου λοιπόν την καρδιά σου” είπε ο φιλαράκος μου.

“Καρδιά; Η καρδιά μου; Τί είναι  η καρδιά μου;” έκανα εγώ απορημένος. “Μα εφόσον λες ότι μπορείς να δώσεις την αγάπη σου, πώς δεν ξέρεις τί είναι η καρδιά; Από την καρδιά ξεκινούν όλα. Από την καρδιά βγαίνει η αγάπη μας. Η απογοήτευσή μας. Η ανάγκη για παρέα. Το μίσος μας. Τα δάκρυά μας. Μόνο τότε είναι αληθινά. Όταν ξεκινούν από εκεί. Εσύ δεν ξέρεις τί είναι καρδιά. Πώς μπορείς και αγαπάς;”

“ Αγαπώ γιατί το λέω, δίνω την αγάπη μου για μπορώ να το προφέρω με το στόμα μου. Έχω ανάγκη να πάρω και να δώσω αγάπη επειδή μπορώ να το σκεφτώ” απάντησα εγώ. Δεν ήξερα, αν του είχα δώσει την απάντησει που ήθελε. Αν του είχα δώσει την απάντηση που περίμενε. “Άνοιξε τα χέρια σου Σκιάχτρο. Τί βλέπεις; Δύο χέρια μόνο; Εάν βλέπεις μόνο δύο χέρια τότε αυτό μου λέει πολλά.”

Έκανα κι εγώ την κίνηση κι άνοιξα τα δύο χέρια μου. Τα παρατηρούσα όμως δεν έβλεπα τίποτα. Τα κοιτούσα και τα ξανακοιτούσα και περίμενα να δω κάτι άλλο εκτός των χεριών μου. Όμως τίποτα. “ Είναι τα χέρια μου!” είπα εγώ.

“ Δεν είναι τα χέρια σου. Είναι το μέσο που μπορείς να αγγίξεις τον άλλο. Να τον νιώσεις. Να νιώσεις την υφή του. Να τον χαϊδέψεις. Είναι επίσης και ένας τρόπος για να φέρνεις προς το μέρος σου διάφορα πράγματα.  Το κομμάτι κρέας στο πιάτο σου,  το ψωμί σου, το σκυλί σου. Είναι δέκα λεπτά ανθρωπάκια που φροντίζουν για σένα κάθε μέρα. Εάν πάνω στο κάθε νύχι, μπορείς να διακρίνεις ένα πρόσωπο τότε  είναι που κοιτάς μέσα από την καρδιά σου και βρίσκεις το απίθανο και το ενδιαφέρον στο πιο ασήμαντο και μικρό πράγμα.” είπε ο μικρός μου φίλος.

Έκανα και πάλι την κίνηση για να δω τα ανθρωπάκια. Και πάλι απογοητεύτηκα. Άκουσα μερικές φωνές και είδα ένα μαζεμένο πλήθος ανθρώπων με τρία τέσσερα πασσάλους φωτιάς να έρχονται προς το μέρος μου. “ΝΑ ΤΟ!” φώναζαν. “ Είναι σατανάς! Πιάστε το!”.

“Αντίο, μικρέ μου φίλε” είπα βιαστικά και άρχισα και πάλι να τρέχω προς τα χορτάρια. Έβλεπα από πίσω το πλήθος, σε απόσταση μόλις λίγα μέτρα πιο πίσω μου βγάζοντας διάφορες κραυγές  και πετώντας διάφορα αντικείμενα προς το μέρος μου. O δεσμός από πίσω μου είχε τρελαθεί. Με τραβούσε προς τα πίσω και ένιωθα να μου ξεσκίζει το άχυρο. Παρ ’ όλα αυτά έπρεπε να συνεχίσω.

Μπροστά μου ξεπρόβαλε  ένας μύλος. Ο ίδιος ανεμόμυλος που αποθήκευε το σιτάρι ο δημιουργός μου. Επιβλητικός και ξεθωριασμένος. Χωρίς άλλη σκέψη μπήκα μέσα. Ανέβαινα τις σκάλες. Το πλήθος σταμάτησε έξω ακριβώς από την πόρτα. Εγώ συνέχισα να ανεβαίνω όλο και πιο πάνω. Και πιο πάνω. Όσο πιο μακριά τους γινόταν. Όταν έφτασα στην κορυφή,  κοντοστάθηκα σε ένα μικρό παράθυρο που ίσα- ίσα μου επέτρεπε να κοιτάω κάτω.

“Το τέρας είναι πάνω! Αφήστε τον εκεί! Θα τον κάψουμε ζωντανό” φώναζαν. Να με κάψει; σκέφτηκα. Μα αν με κάψουν θα είμαι επιτέλους ελεύθερος και πλέον μπορεί και να μη με φοβούνται! Ναι, ήθελα να με κάψουν!

Έβαλαν φωτιά στο μύλο. Σιγά- Σιγά η φωτιά εξαπλωνόταν όλο και πιο πάνω. Έτρωγε τα πάντα στο πέρασμα της. Όταν ήρθε δίπλα μου περίμενε να με χαϊδέψει, όπως είχε κάποτε εκείνος. Να με χαϊδέψει και εγώ να νιώσω ελεύθερος. Μόνο που εκείνη με άρπαξε με τα δόντια της. Όταν με ακούμπησε αμέσως, ένιωσα να αποτραβιέται ο αχυρένιος δεσμός που με ένωνε με τη βάση μου.  Κατάφερα για λίγο και έβγαλα, με υπερηφάνεια το στήθος προς τα έξω.  Ίσα- ίσα που πρόλαβα να διακρίνω κάποιες τελευταίες φιγούρες...

Το χρώμα της στάχτης ήταν διαφορετικό. Πιο κόκκινο. Τότε το σταχτί πουλί άνοιξε τα μάτια του, βγήκε από τα χορτάρια και συγκινημένο πήγε στα συντρίμμια του ανεμόμυλου. Πήρε τις στάχτες του σκιάχτρου και πέταξε ψηλά. Πολύ ψηλά. Κι από εκεί ψηλά, σκόρπισε τις στάχτες του στο αέρα. Ο άνεμος μετέφερε τις στάχτες σε όλη τη χώρα. Οι στάχτες πέταξαν πλάι- πλάι με όλα τα πουλιά. Έτσι το σκιάχτρο δε θα ήταν ποτέ ξανά μόνο του, επειδή οι στάχτες του πετούσαν τώρα με τους καινούριους του φίλους. Στη μνήμη του  θανάτου του σκιάχτρου,  το σταχτί πουλί και όλα τ΄άλλα και όλοι οι φίλοι τους, αποφάσισαν να ντυθούν πένθιμα. Και γι΄αυτό, από τότε, όλα τα κοράκια είναι μαύρα.

Μήπως πέθανα; αναρωτήθηκα. Τί σήμασία έχει; Και ποιόν θα άνθρωπο θα νοιάξει; Αφού τώρα κάηκα, άρα είμαι ελεύθερος. Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Τότε όλα θάμπωσαν και δε μπορούσα να διακρίνω τίποτα μπροστά μου. Ξαφνικά μια σταγόνα νερό βγήκε από το μάτι μου...

Εάν τύχει και ποτέ βρεθείτε σε αυτή τη χώρα, που έζησε το σκιάχτρο μην τρομάξετε, αν τυχόν δείτε στον αέρα μια φιγούρα άσχημη, πλάι στα πουλιά, που ίσως να σας πλησιάσει και να σας ζητήσει να του κάνετε λίγη  ανθρώπινη παρέα. Πείτε του μόνο ότι το νερό που βγαίνει από το μάτι ονομάζεται δάκρυ.

Τέλος

To παραπάνω κείμενο αποτελεί εργασία μαθήματος της δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου Κρήτης σχετικά με τη Μίμηση ύφους.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ