ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Γνωμικά, ιστορικές – παροιμιώδεις φράσεις - πώς έφτασαν στις μέρες μας

0

Γράφει ο Γιώργης Γ. Παπαδόσηφος

 

Η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια από γνωμικά, φράσεις (παροιμιώδεις – ιστορικές) που έλκουν την καταγωγή τους από την ποικιλόμορφη λαϊκή μας παράδοση (αρχαία – βυζαντινά – επαναστατικά – νεότερα χρόνια). Φράσεις που έφτασαν ως τις μέρες μας αναλλοίωτες ή τουλάχιστον με κάποιες μετατροπές χωρίς βέβαια ν’ αλλάξει ουσιαστικά το περιεχόμενό τους.

Ο γραπτός και ο προφορικός μας λόγος είναι κατάσπαρτος από γνωμικά που περικλείουν μέσα τους –και σε λίγες μόλις λέξεις- εμπειρίες και γεγονότα ιστορικών εποχών που κατάφεραν να ταξιδέψουν μέσα από διάφορες εναλλαγές πολιτισμών, κατακτητών, δυσκολιών ανέπαφα στις μεταγενέστερες γενιές.

Παραθέτω μερικά γνωστά και ιδιαίτερα λαοφιλή γνωμικά και φράσεις και το λόγο που έφτασαν σ’ εμάς αλλά και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν για να προκύψουν τα ανωτέρω όπως άντλησα από πηγές του διαδικτύου και σχετικών σε αυτά βιβλιογραφιών.

«Ασ’ τον να κουρεύεται» - «Άιντε να κουρεύεσαι»

Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι Βυζαντινοί το είχαν ένα από τα πρώτα τους θεάματα να πηγαίνουν στις πλαείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι ήταν οι κλέφτες, οι δειλοί, οι μεθυσμένοι, οι αντάρτες, αλλά πολλές φορές και εξέχοντα πρόσωπα. Η πρώτη δουλειά ήταν να κουρέψουν αυτόν που επρόκειτο να διαπομπευτεί. Ήταν μεγάλη προσβολή τότε να κουρέψεις κάποιον, έτσι όπως στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ήταν βρισιά να απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι. Είναι εύκολο λοιπόν τώρα να εξηγήσουμε τις φράσεις: «άστον να κουρεύεται» και «άντε να κουρεύεσαι», που σύμφωνα με τη λαϊκή ορολογία είναι τόσο «σκάρτος», ώστε του αξίζει να κουρευτεί.

«Αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα» ή «Θα στις βρέξω»

Είναι συνηθισμένη η φράση που ακούμε από μικρή ηλικία: «Κάτσε ήσυχα, γιατί θα στις βρέξω» μας λέει η μητέρα μας απειλητικά. Άλλος πάλι λέει: «τους τις έβρεξα για τα καλά», δηλαδή τον ξυλοκόπησα για τα καλά. Θα σου τις βρέξω σημαίνει, ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν. Στα παλιά τα χρόνια, όταν κάποιον τον έβαζαν στη φάλαγγα (τρόπος βασανισμού), πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια βίτσα, του τα έβρεχαν γιατί έτσι θα πονούσε περισσότερο. Γνωστό επίσης είναι ότι στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι λιποτάκτες, οι δειλοί, οι προδότες, τιμωρούνται με τη «φάλαγγα».

«Του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι».

Με τη φράση αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία. Όταν ο βασιλιάς ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία, σημασία, σε αγνοώ.

«Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη»

Σ’ έναν από τους περίφημους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος νέος, αφού έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο καινούριος του χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα λοιπόν, που τυχαία είδε ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη. Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο. Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό.

Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: «μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γαρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης συγγενική είναι η φράση: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».

Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του

Στον Μεσαίωνα, οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους, παρά να πηγαίνουν στα μαθήματά τυς. Οι δάσκαλοι, πάλι, ήταν σωστοί δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε ν’ απαντήσει σε μια ερώτηση, δενόταν χειροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε συντροφιά με τους ποντικούς, που ζούσαν εκεί κάτω. Άλλοτε, πάλι, τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην πρώτη σειρά, ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες, ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, του έβγαζε παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες. Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια, γινόντουσαν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν, μόλις, τον δέκατο όγδοο αιώνα. Γι’ αυτό, όμως, και ο κόσμος έμεινε αγράμματος. Τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από τα σπίτια τους. Στο τέλος, καταντούσαν αλήτες, κλέφτες και πολλές φορές, εγκληματίες. Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα –για να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου- κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το… ξύλο του. Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Απ’ αυτό βγήκε και η φράση: «»έφαγε το ξύλο της χρονιάς του», που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για καλά.

«Τα έκαναν πλακάκια»

Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνήσει, δηλαδή τα έκαναν έτσι, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών. Είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό! Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών «πλακάκια». Δυο συμπαίκτες τα κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο – ανάλογα τη συμφωνία – κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους.

Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα

Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση). Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης –αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία. – Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δύο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει. – Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε. Αλλά κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ»

Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση,  θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης. Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντάς του: «Γέρων ων κίθαριν μανθάνεις;»… Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)». Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας. έκανε μια… μετάφραση. Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μεν ουν μηδ’ όλως το βράδιον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανάθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.

«Σιγά τον πολυέλαιο»

Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ΄21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τι αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».

«Τον έκανε βούκινο»

Τη χρησιμοποιούμε τη φράση, όταν «ένα μυστικό» έχει κοινολογηθεί και προέρχεται από το ηχητικό όργανο των αρχ. Ελλήνων «βυκάνην» ή «βούκινον». Οι Βυζαντινοί είχαν κάτι ανάλογο με τη σάλπιγγα (Λάτιν, buccina που τη χρησιμοποιούσαν, για να μεταδώσουν ειδήσεις ή διαταγές στο ναυτικό και το στρατό. Στην αρχή το κατασκεύαζαν με κογχύλη (ομώνυμο), αργότερα από ξύλο, χαλκό ή κέρατο βοδιού. Πολλοί συσχετίζουν τη λέξη «βούκινο» όχι από το λατινικό buccina αλλά με το βόδι ή γιατί χρησιμοποιούσαν το κέρατό του, για να το κατασκευάσουν ή γιατί ο ήχος του «βούκινου» μοιάζει με το μηκυθμό του βοδιού.

«Τα έβαλε στη φόρα»

Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα –χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία- ο «κήρυκας» αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ’ ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο: «Αδελφοί του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι’ αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ’ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να το καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους αν βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κ.λπ.». Οι «κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως, ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ» στα λατινικά), για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαλε στα φόρουμ = στη φόρα, όπω κατάντησε να λέγεται τότε.

«Τον έπιασαν στα πράσα»

Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού τω Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινιόταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο –ποιόν άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παράδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συενργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Έτσι οι παλαιοί, όσο και οι σημερινοί Αθηναίοι, όταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ότι «τον έπιασαν στα πράσα».

«Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι»

Στα 1616,ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε ν’ αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγούμενα ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς, για να τον βοηθήσουν. Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον Τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπογάς, ένα φοβερό εγκληματικό υποκείμενο, που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενώ έγδαραν ζωντανό τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας, παρακαλούσε το θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του. Οι συγγενείς, όμως των θυμάτων, μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη, για να τον τιμωρήσουν, όπως του άξιζε. Αλλ’ εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί, που το λάτρευε Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του, για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Αλλά το σκυλί είχε ψοφήσει. Έτσι έμεινε η παροιμία: «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». Μια δεύτερη εκδοχή λέει: Όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, τα ζώα τους κάνουν μεγάλη θραύση. Εκτός από τις αλεπούδες και άλλα ζώα κατεβαίνουν από το βουνό και καταστρέφουν τις σοδειές. Είναι, λοιπόν, αναγκασμένοι οι παραγωγοί να αμύνονται, σκοτώνοντάς τα. Έτσι καμιά φορά, επειδή και του σκύλου του αρέσουν τα σταφύλια, ο ιδιοκτήτης, ου δε γνωρίζει ποιος κουνιέται μέσα στ’ αμπέλι, χτυπάει και σκοτώνει το σκύλο του ή τα σκυλιά των γειτόνων του, κ.τλ. Πήγε, λοιπόν, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, σημαίνει πως χάθηκε, όπως ο σκύλος μέσα στ’ αμπέλι, χωρίς να αποζημιωθεί κανείς

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ