ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου

0

Επετειακό αφιέρωμα από τον Κωνσταντίνο Κατσανέβα*

«Η ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικότερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερα» Ανταπόκριση του Βίκτωρος Ουγκώ για το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου σε Γαλλική Εφημερίδα της εποχής, « V . HUGO , Correspondance », t . 3, 1867

Η ψυχή του επαναστατούντα  Κρητικού λαού στην θυσία του Αρκαδίου…

Εκατόν σαράντα έξη έτη πέρασαν από την ηρωική αυτοθυσία των Κρητικών στην Ιερά Μονή Αρκαδίου και σήμερα τέτοιες πράξεις υπέρβασης του εγώ και του ενεστώτος χρόνου, φαντάζουν τόσο μακρινές για εμάς.  Ωστόσο οι ήρωες δεν γεννιούνται, τους γεννούν οι εποχές στις οποίες ζουν. Mε αυτήν την φράση κατά νου, μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς ο Ανθυπολοχαγός (ΠΖ) Ιωάννης Δημακόπουλος πήρε την απόφαση να μείνει στο Αρκάδι και να το υπερασπιστεί ως πρώτος και τελευταίος Φρούραρχος του, τελώντας την πρώτη πράξη της ηρωικής αυτοθυσίας.

Λίγες μέρες νωρίτερα με απόβαση στην παραλία του Μπαλί Ρεθύμνου είχε καταφθάσει στο Μοναστήρι εθελοντικό εκστρατευτικό σώμα του Ελληνικού Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη (ΠΒ) Π. Κορωναίο. Σκοπός του σώματος αυτού ήταν η ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης του 1866, της 6ης κατά σειρά συνεχιζόμενης Επανάστασης μέσα στην 250χρονη Τουρκική Κατοχή της νήσου.

Η Επαναστατική Επιτροπή Κρήτης η οποία είχε την έδρα της στο Αρκάδι ανέθεσε στον Π. Κορωναίο ως Γενικό Αρχηγό του Ρεθύμνου, την αμυντική προπαρασκευή του «Φρουρίου». Με εντολή του διαλύθηκαν οι στάβλοι έξωθεν του κτιριακού συγκροτήματος για να μην χρησιμοποιηθούν ως ορμητήριο του εχθρού, οργανώθηκαν οι ζώνες άμυνας και χρησιμοποιήθηκαν μέλισσες του Μοναστηριού για παρενόχληση του εχθρού. Ο Π. Κορωναίος, ο Έλλην ανώτερος αξιωματικός που εστάλη στην Τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, αξιολογώντας το δημιουργηθέν θέατρο των επιχειρήσεων στο Ρέθυμνο, αποκάλεσε το Αρκάδι «χαμένο αγώνα». Έτσι πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από το Αρκάδι λόγω της ακαταλληλότητας της θέσης του και της αναποτελεσματικότητας των αμυντικών του μέσων. Αποχωρών όμως του Αρκαδίου, ανέθεσε τη διοίκηση του ως  Πολεμικού Φρουρίου, στο Ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο από την Βυτίνη Αρκαδίας, ο οποίος εθελοντικά είχε επιλέξει να παραμείνει με τους Κρήτες υπερασπιστές του Μοναστηριού.

Ο Δημοκόπουλος, σαν γνήσιο τέκνο της Ελλάδας είχε καταλάβει ότι όπως για τους Μεσολογγίτες δεν υπήρχε στον αγώνα για την ελευθερία, η επιλογή της φυγής, έτσι και για τους Κρητικούς που κλείστηκαν στην Μονή, δεν υπάρχει η επιλογή της πρότερης σκλαβιάς. Η συνταύτιση της ελευθερίας ενός τότε Ελλαδίτη, με έναν τουρκοκρατούμενο Κρητικό αποτελεί την σημαντικότερη ίσως αλήθεια που βγαίνει από αυτήν την αυτοθυσία. Για έναν Ελλαδίτη, την περίοδο εκείνη που η Ελλάδα που δεν ευρίσκεται σε εμπόλεμο κατάσταση με την Τουρκία, ήταν ό, τι πιο εύκολο να παραδώσει τα όπλα και να φύγει με αβλαβή διέλευση εκτός Κρήτης. Θα σκέφτηκε όμως και αυτός, όπως και οι 964 Κρήτες υπερασπιστές της ηρωικής αυτής μονής, πέρα από τα δεσμά του τόπου και του χρόνου, πέρα από τα κελεύσματα της λογικής και για αυτήν τους την επιλογή, τους έμελλε να ανυψωθούν στο πεδίο της ηρωικής καταξίωσης, ως νομοτελειακή μάλλον επιταγή του ελληνικού γένους.

Η κατάληξη και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μετέπειτα είναι πια γνωστά, έγιναν ριζίτικα τραγούδια, και τα τραγούδια έγιναν θρύλος, και ο θρύλος έγινε «Ιστορία». Μερικές από τις μαρτυρίες της εποχής που μας κάνουν εντύπωση είναι η αναφορά πως στους γύρω από τη Μονή λόφους ήσαν Κόπτες Αιγύπτιοι οι οποίοι έβγαζαν τις σφαίρες από τα φυσίγγια και πυροβολούσαν άσφαιρα, γιατί ως Χριστιανοί οι Κόπτες δεν ήθελαν να χτυπήσουν ένα Μοναστήρι. Ως εκ τούτου μετά τη μάχη βρέθηκαν σωροί από σφαίρες στις θέσεις των.

Εντύπωση μας κάνει επίσης η επιβεβαιωμένη-από μάρτυρες της εποχής-παραμονή μέχρι τέλους, του Φρούραρχου του Αρκαδίου Δημακόπουλου και η άρνηση του, όταν του ζητήθηκε μετά την πτώση του Δυτικού τείχους και την εισβολή των Τούρκων στον προαύλιο χώρο, να βγάλει την στολή του Αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού για να γλιτώσει από την θηριωδία. Το τέλος του ήταν η σύλληψη του από στρατεύματα του τακτικού τουρκικού στρατού και η δια 8 ξιφολογχών δημοσία λόγχιση του μέχρι θανάτου· άλλωστε ανδρείος είναι αυτός που δεν φοβάται τον τιμημένο θάνατο.

Αυτό που συνέβη εκείνον τον Νοέμβρη του 1866 ήταν και παραμένει κάτι το ξεχωριστό, στιγμές συλλογικής ενεργοποίησης διαλαμψάντων αρετών της ανθρώπινης φύσης, στιγμές υπέρβασης του εγώ, και μετάβασης στο συλλογικό εμείς, στιγμές που ο άνθρωπος με πίστη στη δικαιοσύνη των πράξεων του, αψηφά την θνητή φύση του ενεστώτος χρόνου ενώπιον του ορωμένου της αθανασίας, πεδίου των ηρώων. Στον «Επιτάφιο του Περικλέους» ο Θουκυδίδης αναφέρει πως η ευψυχία πηγάζει από την ελευθερία, πράξεις αυτοθυσίας και ανδρείας αντλούν την ύπαρξη των, από την ανάγκη προάσπισης του τρόπου ζωής μας. Στο Αρκάδι όμως οι Κρήτες δεν πολεμούσαμε μόνο για τον τρόπο ζωής μας, αλλά για την ίδια την προοπτική του μέλλοντος μας.

Η αιματοβαμμένη λάμψη της πυριτιδαποθήκης του Αρκαδίου σημαίνουσα το πρόωρον εκατοντάδων ψυχών τέλος, έγινε το θυσίασμα ελπίδος μίας ολόκληρης γενεάς Κρητών, με μόνον διακαή πόθο την Ένωση με την Ελλάδα. Άλλωστε η πολεμική σημαία του Μοναστηριού την οποία και διέσωσε η οπλαρχηγός Χαρίκλεια Δασκαλάκη έφερε τα αρχικά Κ (Κρήτη), Ε (Ένωση), Ε (Ελευθερία) ή Θ (Θάνατος). Αξίζει λοιπόν να αντιληφθούμε ότι πριν από καιρό, ο πόθος για λίγες στιγμές ελευθερίας, για  το δικαίωμα αυτεξουσίασης της ζωής μας, έδωσε το τελευταίο και ικανό χτύπημα στις συνειδήσεις των Κρητικών να διεκδικήσουν μια νέα θεώρηση των ζωών τους και να στήσουν ένα Φρούριο τόσο υλικό όσο και νοηματικό.

Το Αρκάδι δεν ήταν ο τελευταίος ελεύθερος χώρος στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, ούτε αποτελούσε στρατηγικής σημασίας θέση για την κυριαρχία της μεγαλονήσου. Εγκιβώτιζε όμως νοηματικά, την αντίσταση και το ευκλεές φρόνημα ενός λαού που χρόνια τώρα δεχόταν την καταπίεση και την ξένη επιβολή. Μέσα στο Αρκάδι δεν ήταν μόνο 964 ψυχές, αλλά χτυπούσε ολάκερη η ψυχή του Κρητικού λαού που διατράνωνε ένα μήνυμα τόσο επαναστατικό, που κανένα κανόνι, δεν μπορούσε να γκρεμίσει.

*Ο Κωνσταντίνος Ν. Κατσανέβας είναι

Δικηγόρος Ρεθύμνου, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής

[email protected]

Αρκάδι 1866 – 2012

Ιστορικό αφιέρωμα

Το 1866 με τίποτα δεν μπορούσε να μαρτυρήσει την δραματική εξέλιξη του Κρητικού Αγώνα και το αποκορύφωμα του, την αυτοθυσία των υπερασπιστών της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.  Η θέση των χριστιανών στην Οθωμανική Κρήτη δεν είχε βελτιωθεί ιδιαίτερα μετά την έκδοση  του Χάτι Χουμαγιούν το 1856 που προέβλεπε ισονομία για όλους τους Οθωμανούς πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Αντιθέτως η φορολογία των Χριστιανών αυξήθηκε, υπονομεύθηκε η γνήσια αντιπροσώπευση τους στις δημογεροντίες, ενώ σημειώνονταν αυθαιρεσίες, καταδιώξεις, φυλακίσεις και φόνοι με ανύπαρκτες αιτίες. Μια σειρά από επίμονες αναφορές των Χριστιανών στον Σουλτάνο, όχι μόνο δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά τον εξόργισαν και τον οδήγησαν να αποστείλει 4.500 Αιγύπτιους στρατιώτες. Οι Τουρκοκρητικοί κάτοικοι την νήσου προέβησαν σε επιθέσεις κατά των χριστιανών ενώ ο διοικητής της νήσου Ισμαήλ Πασάς απειλούσε τους χριστιανούς με αφανισμό.

Την άνοιξη του 1866 διάφορες συνελεύσεις έλαβαν χώρα σε χωριά του Νομού, στις 14 Μάιου, σε μία παγκρήτια συνέλευση στο Μοναστήρι της Αγίας Κυριακής στα Χανιά αποφασίστηκε από εκλεγμένους εκπροσώπους των Κρητικών, η υποβολή διακύρηξης προς τον Σουλτάνο και τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά. Πρόεδρος της Συνέλευσης Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης από το χωριό Μαργαρίτες της επαρχίας Μυλοποτάμου. Μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και με αθλητικό παράστημα χαρακτηρίζονταν σαν εξέχουσα και επιβλητική προσωπικότητα. Ήταν τότε σαράντα χρόνων. Στο άκουσμα της εκλογής αυτής ο Ισμαήλ Πασάς έστειλε απειλητικό μήνυμα στον Ηγούμενο μέσω του Επισκόπου Ρεθύμνου Καλλίνικου Νικολετάκη.

Στο μήνυμα του ο Ισμαήλ απαιτούσε την διάλυση της επαναστατικής συνέλευσης ειδάλλως θα κατέστρεφε το Μοναστήρι. Τον Ιούλιο του 1866 ο Ισμαήλ Πασάς έστειλε στρατεύματα για να συλλάβουν τους επαναστάτες αλλά τα μέλη της επιτροπής κατάφεραν να διαφύγουν πριν την άφιξη των στρατευμάτων, τα οποία και έβγαλαν το μένος τους στην καταστροφή των εικόνων και των ιερών κειμηλίων του μοναστηριού της Αγίας Κυριακής. Τον Σεπτέμβρη, ο Ισμαήλ Πασάς απέστειλε και νέο τελεσίγραφο στον Ηγούμενο να μην γίνει στο Αρκάδι συνέλευση αλλιώς θα κατάκαιγε το Μοναστήρι, γεγονός που οδήγησε στους επαναστάτες στην αμυντική προπαρασκευή του Μοναστηριού.

Το μήνυμα του Ισμαήλ έφερε κάποια διχογνωμία στη σύσκεψη του ηγούμενου με τους συμβούλους του. Ένας κατάλευκος γέροντας και ο ηγούμενος Γαβριήλ αλληλοκοιτάχτηκαν παράξενα. Ο μοναχός Χατζή – Νεόφυτος έτσι ονομάζονταν ο σεβάσμιος εκείνος γέροντας μίλησε πρώτος: - «Να φύγει Γούμενε η Επιτροπή! Να φύγει ευθύς! Γιατί θα μας κατηγορήσουνε πως κάψαμε το μοναστήρι εξ’ αιτίας τσης.»  Ο ηγούμενος τον κοίταξε ήρεμα και σοβαρά και του είπε: -«Φύγε του λόγου σου αν φοβάσαι. Η Επιτροπή δε φεύγει!» Ο γέροντας Νεόφυτος όμως επέμενε στην άποψή του κι ο ηγούμενος Γαβριήλ τον κοίταξε κατάματα λέγοντάς του: -«Νεόφυτε, Νεόφυτε για άνοιξέ με καλά και αφουγκράσου μου! Θωρείς τα κείνα τα μαύρα κάρβουνα πού ‘ναι από το εικοσιένα κει πάνω στα μεσοδόκια;» «Θωρώ τα.» «Με κείνα τα μαύρα κάρβουνα τα τσοι μουντζώσω εκείνους που θα με κατηγορήσουν πως έκαψα το μοναστήρι για τη λευτεριά της Κρήτης και το μεγαλείο του γένους μας.» «Ε σαν είναι ετσά ηγούμενε βάσταξέ το γερά κι εκειά που θα ποθάνεις εσύ θα ποθάνω κι εγώ κι ας είναι μαγάρι αύριο!».

Οι Ελληνικές κυβερνήσεις την εποχή αυτήν ήταν πολιτικά αδύναμες και δεν μπορούσαν επισήμως να συνδράμουν τους επαναστάτες καθόσον η Ελλάδα ήταν σε ειρήνη με την Τουρκία. Έγιναν πολλοί έρανοι σε όλη την Ελλάδα υπέρ του Κρητικού που επέδωσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, επιφανείς Έλληνες της διασποράς πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά ενώ πολλοί παρουσιάστηκαν ως εθελοντές για να μεταβούν στην Κρήτη να πολεμήσουν υπέρ της ΕΝΩΣΗΣ. Ανάμεσα στους εθελοντές βρισκόταν ο σημαντικότερος Έλληνας στρατιωτικός της εποχής Πάνος Κορωναίος που στις 24 Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκε στο Μπαλί με Εθελοντικό Εκστρατευτικό Σώμα και ο Μανιάτης Δημήτριος Πετροπουλάκης που αποβιβάστηκε με 550 άνδρες στο Φόδελε.

Όταν ο Συνταγματάρχης Κορωναίος έφθασε στο Αρκάδι ανακηρύχθηκε από την επαναστατική συνέλευση Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνου και γρήγορα αντιλήφθηκε σαν πολύπειρος αξιωματικός ότι η θέση του Αρκαδίου δεν προσφερόταν για άμυνα. Ο ηγούμενος όμως με τους μοναχούς και τον οπλαρχηγό Δασκαλάκη είχαν αντίθετη γνώμη όπως και τα γυναικόπαιδα των πολεμιστών που έλεγαν: -«Ό,τι θα γίνουν οι άντρες μας θα γίνομε κι εμείς». Ο Κορωναίος όμως και πάλι επέμενε και προβλέποντας την έκβαση του αγώνα τους είπε: -«Ήλθα να θυσιαστώ για την Πατρίδα αλλά όχι να πιαστώ εδώ μέσα.» Συνέστησε μάλιστα αφού επέμεναν να μείνουν εκεί, να χαλάσουν τους στάβλους ώστε να μη χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό. Ακόμη να συγκεντρώσουν μέλισσες για να τις εξαπολύσουν ώστε να καθυστερήσουν τον εχθρό.

Διορίζοντας τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο, ένα παλικάρι από τη Γορτυνία της Πελοποννήσου, ως Φρούραρχο, έφυγε με τους άνδρες του. Στο μοναστήρι εκτός από τους μάχιμους άνδρες είχαν καταφύγει από τα γύρω χωριά πολλά γυναικόπαιδα μεταφέροντας μάλιστα και την κινητή περιουσία τους για να τη γλιτώσουν από τους Τούρκους. Έτσι στις 7 Νοεμβρίου μέσα στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες από τους οποίους 259 με όπλα και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα.

Το Αρκάδι είχε γένει κέντρο επαναστατικής δράσης και γι’ αυτό ο Μουσταφά Πασάς προκειμένου να το προσβάλει έφυγε από το Ρέθυμνο στις 7 Νοεμβρίου το βράδυ με 15000 τακτικό στρατό και 30 κανόνια. Τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου του 1866 όλος αυτός ο στρατός με αρχηγό το γαμπρό του Μουσταφά Σουλεϊμάν Βέη, βρέθηκε μπροστά στο Αρκάδι. Ο ίδιος ο Μουσταφάς είχε παραμείνει στο χωριό Μέση.

Τα χαράματα της ίδιας μέρας βρήκαν τους πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα στη Θεία Λειτουργία. Ο ηγούμενος Γαβριήλ όταν ιερουργούσε τιμώντας τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ έφθασε η είδηση ότι οι Τούρκοι βρίσκονται στα υψώματα γύρω από το μοναστήρι. Ο Γαβριήλ τότε ύψωσε τα χέρια του σε στάση προσευχής, έκαμε το σταυρό του και είπε με συγκινημένη φωνή: -«Παιδιά μου θάνατος δεν υπάρχει. Ας πολεμήσωμεν ηρωικά κι ας πάμε στον Πλάστη με καθαρό μέτωπο. Ζήτω ο Πόλεμος, ζήτω η Ελευθερία». –«Ζήτω!»  Φωνάζουν όλοι, μ’ όλη τη δύναμη που είχαν. Μετά ακολούθησε δέηση στο Θεό και ο φρούραρχος Δημακόπουλος συμπλήρωσε: «Εις τας θέσεις σας πολεμισταί, εις τας θέσεις σας παιδιά!»

Σε λίγο ο Σουλεϊμάν Μπέης καλεί από το λόφο Κορέ τους Κρήτες πολεμιστές να παραδοθούν. Την απάντηση την έδωσαν τα όπλα των πολιορκούμενων. Το λάβαρο της μονής που εικόνιζε τη Μεταμόρφωση του Χριστού και σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο της Μονής υψώνεται από τους επανάστατες. Στη ΒΔ γωνιά του περιβόλου κυματίζει η γαλανόλευκη σημαία του αρχηγού Γιώργη Δασκαλάκη. Πολλές φορές έσπασαν οι σφαίρες τα κοντάρια αλλά η οπλαρχηγός Χαρίκλεια Δασκαλάκη μέσα από βροχή σφαιρών τρέχει και την ξαναστηλώνει. Σε λίγο η σημαία διάτρητη από σφαίρες ξαναπέφτει, η Χαρίκλεια με κίνδυνο της ζωής της τη σήκωσε, τη φίλησε και την έκρυψε κάτω από τα φουστάνια της για να την παραδώσει ύστερα σαν ιερό κειμήλιο. Όλες οι γυναίκες που ήσαν μέσα στο μοναστήρι βοήθησαν πολύ παίρνοντας μέρος στη μάχη. Κουβαλούσαν στους πολεμιστές πολεμοφόδια και νερό.

Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν την Πύλη αλλά οι πολιορκούμενοι με τα πυρά τους δεν τους άφηναν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα με αποτέλεσμα να γεμίσει ο τόπος σκοτωμένους γύρω από τη μονή. Στον ανεμόμυλο είχαν κλειστεί επτά (7) Κρήτες γιγαντομάχοι οι οποίοι προξένησαν τη μεγαλύτερη φθορά στους Τούρκους. Όμως μέχρι το βράδυ και οι επτά είχαν πέσει ηρωικά για την πίστη τους και την Πατρίδα. Η σκοτεινή νύχτα που έφτασε με βροχές σίγασε τα όπλα. Κάθε στιγμή που περνούσε περιόριζε και τις ελπίδες των πολιορκουμένων να σωθούν.

Οι Τούρκοι έφεραν τη νύχτα από το Ρέθυμνο δυο βαριά κανόνια. Το ένα το ονόμαζαν “κουτσαχείλα” και το τοποθέτησαν μαζί με το άλλο στους στάβλους που στο μεταξύ τους είχαν καταλάβει. Την ίδια νύχτα αποφασίζεται από τους πολιορκούμενους σε πολεμικό συμβούλιο να ζητήσουν βοήθεια από τον Κορωναίο και τους άλλους Καπετάνιους του Αμαρίου. Για το σκοπό αυτό ο παπά Κρανιώτης από την Κράνα του Μυλοποτάμου και ο Αδάμ Παπαδάκης από το Πίκρι του Ρεθύμνου αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τα σχετικά γράμματα στο Αμάρι όπου ήταν ο Κορωναίος. Με σχοινιά τους κατεβάζουν από το παράθυρο που είναι πάνω από τη μικρή πόρτα του νότου και προσποιούμενοι τους Τούρκους, πέρασαν από τις τάξεις τους και κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους. Τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας επιστρέφει ο Παπαδάκης και ξαναμπαίνει στο μοναστήρι με τη βεβαιότητα πως πηγαίνει στο βέβαιο θάνατο. Αναμφισβήτητα είναι ο ηρωικότερος των ηρώων του Αρκαδικού Δράματος, γιατί με τη θέλησή του, ενώ είναι ελεύθερος, μακριά από την κόλαση της φωτιάς έξω από τον ανοιχτό τάφο που τον περιμένει, βαδίζει σταθερά προς τον τάφο μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο.

Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου η καμπάνα κάλεσε για τελευταία φορά τους πιστούς σι συγκέντρωση για την περιφρούρηση της πίστης τους και την απόχτηση της ελευθερίας τους. Πολεμιστές, γέροι, γυναίκες και παιδιά πλησιάζουν στο θυσιαστήριο του Θεού και μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο ηγούμενος για τελευταία φορά τους ενθαρρύνει για του Χριστού την πίστη την αγία και για τη δική τους τη θυσία. Ακόμη και τα παιδιά είχαν καταλάβει ότι ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Και κανείς δεν είναι εκείνος που μπορεί να περιγράψει τον ηρωισμό που έδειξαν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι της μονής Αρκαδίου. Είχαν νικήσει το θάνατο και αγωνίζονταν για την πίστη τους, την θρησκεία του και την πατρίδα τους.

Η ενάτη Νοεμβρίου είχε ξημερώσει πια και η μάχη είχε αρχίσει. Τραντάζει συθέμελα το μοναστήρι από τις κανονιές και η δυτική Πύλη υποχωρεί. Μέσα στη μονή βρυχώνται λέοντες και έξω ωρύονται τίγρεις. Οι κραυγές των γυναικόπαιδων, ο μεγάλος κρότος των κανονιών και οι άγριοι αλαλαγμοί των Τούρκων συγκλονίζουν την περιοχή. Ο ηγούμενος τρέχει παντού, δίδει οδηγίες και θάρρος και λέει: «Όσοι ζουν όταν θα μπουν οι Τούρκοι να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, στην Καστρινή πόρτα, για να δώσουν φωτιά στο μπαρούτι και να θυσιαστούν για να μην πιαστούν ζωντανοί». Η μάχη συνεχίζεται ανελέητα. Οι Τούρκοι αποκρούονται με μεγάλες απώλειες και οι αμυνόμενοι σκοτώνονται ο ένας μετά από τον άλλο. Η Δασκαλοχαρίκλεια τρέχει στους σκοτωμένους, συλλέγει όσα πολεμοφόδια βρίσκει και τα δίδει στους εναπομείναντες αμυνόμενους.

Οι Τούρκοι βρίσκουν την ευκαιρία και μπαίνουν στον περίβολο της μονής με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εκεί η γιγαντομαχία. Γιαταγάνια, λόγχες, κρητικά μαχαίρια και άλλα αιχμηρά αντικείμενα χτυπούν πάνω στις ανθρώπινες σάρκες. Γυναίκες και παιδιά με γοερές κραυγές τρέχουν έξαλλα προς την πυριτιδαποθήκη για την τελευταία θυσία. Σ’ όσους πολεμιστές είχαν τελειώσει τα πολεμοφόδια κατεβαίνουν στην αυλή και μάχονται σώμα με σώμα με τους πρώτους Τούρκους που είχαν καταφέρει να μπουν στον περίβολο. Τότε ένα κορίτσι γυρίζει τρέχοντας στην αυλή και επαναλαμβάνει αυτά περίπου που είχε φωνάξει πριν λίγο και ο Γιαμπουδάκης. «Ποιος θέλει να έρθει στο λαγούμι (πυριτιδαποθήκη);»

Εκείνη τη στιγμή πολλά κορίτσια και γυναίκες τρέχουν στην πυριτιδαποθήκη για να παραδώσουν τα κορμιά τους στις φλόγες παρά στις θηριωδίες των Τούρκων. Άλλες γυναίκες που είχαν παιδιά στην αγκαλιά τους τρέχουν να υπερασπιστούν τους άνδρες τους με τα νύχια τους και με τα δόντια τους αφού δεν είχαν άλλα όπλα να πολεμήσουν. Η εικόνα της απεγνωσμένης πάλης είναι ολοφάνερη. Τότε δόθηκε το σύνθημα της γενικής εφόδου με αποτέλεσμα να γεμίσει ο περίβολος από τούρκικα φέσια. Ο Δημακόπουλος και άλλοι πολεμιστές που μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στις θέσεις τους ορμούν με τα ξίφη και θερίζουν κυριολεκτικά πολλούς Τούρκους από εκείνους που ήταν στην αυλή. Μετά από λίγο τα ξίφη σπάζουν κι όσοι πολεμιστές δεν έχουν σκοτωθεί κλείνονται στα Μεσοκούμια. Οι Τούρκοι εξακολουθούν να μπαίνουν από παντού αφού η αντίσταση είχε υποχωρήσει από όλες τις πλευρές.

Είχε πια βραδιάσει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα είχαν συγκεντρωθεί στην Πυριτιδαποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης με την πιστόλα στο χέρι είναι έτοιμος. Εκείνη τη στιγμή ειδοποιεί τα γυναικόπαιδα που βρίσκονται στο ανώγειο της πυριτιδαποθήκης και των πλησιέστερων κελιών των ιερομονάχων Ζαχαρίου και Νεόφυτου να απομακρυνθούν αν ήθελαν, ενώ συγχρόνως φωνάζει προς τους πολιορκούμενους Χριστιανούς: «Αποφάσισα να δώσω φωτιά στο μπαρούτι για να μην πέσουμε ζωντανοί στων σκυλιών τα χέρια. Όσοι θέλουν να βγουν όξω, να βγουν για να μην έχω το κρίμα τους.»

Τότε ακριβώς είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες Τούρκοι στην είσοδο της πυριτιδαποθήκης και προσπαθούσαν να μπουν μέσα να σφάξουν τους Χριστιανούς. Περιμένει όμως για λίγα δευτερόλεπτα για να συγκεντρωθούν κι άλλοι Τούρκοι στην είσοδο την οποία προσπαθούν έντονα να ανοίξουν. Τότε ακριβώς ο Γιαμπουδάκης κάνει το σταυρό του και σημαδεύει καλά τα βαρέλια με το μπαρούτι και χτυπά. Μια θεόρατη λάμψη φάνηκε κι ένας τεράστιος κρότος ακούστηκε. Το δράμα είχε συντελεστεί. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν σ’ ένα παράξενο ανακάτωμα όπως τονίζει το λαϊκό τραγούδι:

«Και μέσα στον αναβρασμό, που ο χάρος εβρουχάτο,

βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω,

φωθιά, καπνός και κτίρια, κορμιά κομματιασμένα,

άντρες και γυναικόπαιδα στ’ ανέφελ’ ανεβαίνα.

Τρόχαλος έγιν’ η μονή κι εσείστ’ ο Ψηλορείτης

κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.»

Και μετά από λίγο αντίκριζε κανείς μόνο καπνούς και ερείπια. Η περίπτωση της Χαρίκλειας Δασκαλάκη ξεχωρίζει, οπλαρχηγός του Κρητικού Αγώνα που έδωσε και τους 3 γιούς της στην επανάσταση του 1866, όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο Αρκάδι την συνέλαβαν ζωντανή μαζί με τον 24χρονο γιο της τον Κωνσταντίνο, τον οποίο και λόγχισαν μέχρι θανάτου μπροστά στα μάτια της. Στην Τράπεζα της μονής είχαν καταφύγει 36 παλικάρια γιατί είχαν εξαντληθεί τα πυρομαχικά τους. Οι Τούρκοι το αντιλήφθηκαν και αφού έσπασαν την πόρτα μπήκαν μέσα και τους έσφαξαν όλους. Ακόμη δίπλα στο κελί του ηγούμενου υπήρχε μια μικρή πυριτιδαποθήκη με μερικά βαρέλια μπαρούτι. Έβαλαν κι εκεί φωτιά αλλά το περισσότερο μπαρούτι είχε πάρει υγρασία και ανατινάχτηκε η βορειοδυτική γωνιά της αποθήκης. Οι Τούρκοι στο μεταξύ είχαν πολύ εξαγριωθεί κι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, με αποτέλεσμα ο επίλογος να είναι πολύ τραγικός: 114 άνδρες και γυναίκες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. 3-4 και ανάμεσα σ’ αυτούς ο Αδάμ Παπαδάκης, διέφυγαν. Οι υπόλοιποι 864 σκοτώθηκαν, σφάχτηκαν ή ανατινάχτηκαν στον αέρα κι ανάμεσά τους ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης κ. ά. μάλιστα ο Δημακόπουλος μαζί με τους υπόλοιπους επιζήσαντες άντρες παραδόθηκαν από τα Τουρκικά Στρατεύματα στον εξαγριωμένο Τούρκικο όχλο και σφάχτηκαν ζωντανοί με μαχαίρες. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν διπλάσιοι, δηλ. 1500 περίπου νεκροί και άλλοι τόσοι τραυματίες. Ο μεγάλος περίβολος της μονής ήταν γεμάτος από σκοτωμένους κυρίως Τούρκους και έτσι ο φανατισμός και τα αντίποινα των Τούρκων ήταν θηριώδη.

Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου διαδόθηκε σαν θρυαλλίδα της φλόγας για ελευθερία σε ολόκληρη την Ευρώπη, έγιναν αφιερώματα εφημερίδων και ξέσπασε νέο κίνημα φιλελληνισμού υπέρ των Χριστιανών της νήσου. Η Ρωσία και η Γαλλία συζητούσαν πλέον ανοιχτά το ενδεχόμενο να ΕΝΩΘΕΙ η Κρήτη με την Ελλάδα ή να ενταχθεί υπό ένα καθεστώς αυτονομίας, ενώ είχαν καταλήξει σε μια κοινή πρόταση προς την Οθωμανική Πύλη για δημοψήφισμα. Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου συγκίνησε όλη την Ευρώπη η οποία τότε ευρίσκεται στην Βιομηχανική Επανάσταση, έχοντας ενσωματώσει τις μνήμες των εθνικών και πολιτικών αγώνων των λαών της για ελευθερία (Γαλλική Επανάσταση, Κοινοβουλευτισμός, Ισχύς του Δικαίου). Έτσι εμφανίστηκαν ακόμη και ευρωπαίοι εθελοντές για να πολεμήσουν στην Κρήτη, ενώ ο μεγάλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκό ζήτησε δημοσίως την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων για να σωθεί η Κρήτη..

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ