ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι παραβολές των ταλάντων και της εσχάτης Κρίσεως του Μανώλη Σκαρσούλη

0

(Κατά Ματθαίον 25, 14-30 και 25, 31-46)

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ

«προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα, έφηξ αυτώ ο κύριος αυτού εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω.

            Οι παραβολές σημαίνουν κάτι που για να εκφρασθεί χρειάζεται μια ιστορία εξ ολοκλήρου πλαστή και ότι στα Ευαγγέλια  τις χαρακτηρίζει μια εσχατολογική δυναμική και προοπτική το πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, και η παραβολή των ταλάντων.  Η παραβολή των ταλάντων ανήκει στις λεγόμενες παραβολές της Κρίσεως και την παραδίδουν μόνο ο Ματθαίος και ο Λουκάς (19, 11-27).  Μάλιστα ο τελευταίος με αξιοσημείωτες, όχι όμως και καταλυτικές διαφορές στην κοινή και για τους δύο πνευματική συνάφεια, καθώς τοποθετεί την αφήγηση στην σκιά των ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν τον θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου, το 4 μ.Χ. και την Σταύρωση / Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ο γιός του Ηρώδη Αρχέλαος ταξίδεψε στην Ρώμη για να ζητήσει από τον Αύγουστο να τον ανακηρύξει βασιλέα της Ιουδαίας, αλλά παράλληλα κατέφθασε και αντιπροσωπεία πενήντα Ιουδαίων για να εμποδίσει αυτή την αναγνώριση.  Η αποστολή των πενήντα απέτυχε και ο Αρχέλαος επέστρεψε θριαμβευτής.  Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που καταγράφει στη Ιουδαϊκή αρχαιολογία τα διατρέξαντα, δεν κάνει λόγο για εκ των υστέρων εκδικητική συμπεριφορά του Αρχελάου.  Εννοείται, ο χριστιανός αναγνώστης της παραβολής προσελάμβανε την επάνοδο του «λαβόντος την βασιλεία» κυρίου ως συμβολισμό της επιστροφής του Χριστού και οριστική φανέρωση της Θείας Βασιλείας. Αυτών των περιστατικών απόηχος, είναι το «άνθρωπός τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτώ βασιλείαν και υποστρέψαι» το «οι δε πολίται αυτού εμπίσουν αυτόν, και απέστειλον πρεσβείαν οπίσω  αυτού λέγοντες  όπου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ’ημάς» ή το καταληκτικό «πλην τους εχθρούς μου τούτους τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’αυτούς αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου». Πέρα του ιστορικού πλαισίου ο Λουκάς θέλει αντί ταλάντων μνας –ποσό αντίστοιχο της σημερινής αγγλικής λίρας –δέκα δούλους να παίρνουν από μια,  ο πρώτος να κερδίζει δέκα και να ανταμείβεται με διοίκηση δέκα πόλεων, ο δεύτερος να κερδίζει πέντε και να του δίνεται η διοίκηση πέντε πόλεων, ενώ θα πάρουν την μνα από τον τρίτο, που προτίμησε να την φυλάξει άγονη μέσα σ’ ένα πανί.΄ Είναι προφανές, ότι και οι δύο ευαγγελισταί έχουν επεξεργασθεί μια αρχική μορφή ιστορίας, εξ ου και αν αφαιρέσουμε τις προσθήκες βρίσκουμε την πηγή. Ένας άνθρωπος προκειμένου να ταξιδέψει εμπιστεύεται ορισμένο ποσό στους υπηρέτες του, για να το αξιοποιήσουν όσο θα απουσιάζει. Επιστρέφει κάποτε και ζητεί λογαριασμό. Δυο από αυτούς έχουν πετύχει σοβαρά κέρδη ο τρίτος εφρόντισε απλώς να το κρύψει ξέρώντας τον κύριό του και από τα ελάχιστα κέρδη. του νόμιμου τόκου. Οι μεν ανταμείβονται για την δημιουργική πίστη τους ο δε τιμωρείται για την συμβατική του στάση.

ΕΝΕΡΓΟΝ  ΠΑΡΕΛΘΟΝ

            Την λογική της διαφοροποιημένης επεξεργασίας ενός πυρήνα κοινού βοηθεί να κατανοήσουμε η θέση της παραβολής στην αφήγηση του Λουκά και του Ματθαίου. Η σειρά των γεγονότων προδίδει συχνά τον τρόπο που σκεπτόμαστε  την έβαση.  Ως γνωστόν ο Ματθαίος υπογράμμιζε οραματικά την έλευση της Βασιλείας στο μέλλον, εν αντιθέσει προς τον Λουκά, ο οποίος έχει κατά νου μια εν εξελίξει ιστορία της σωτηρίας που αρχίζει με την Σταύρωση ως παρόν και προχωρεί μαζί της προς το τέλος. Υπ΄ ἀυτό το πρίσμα ο μεν Λουκάς θα τοποθετήσει την παραβολή προ της  θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, όπου ιστορικώς ολοκληρώνεται η αποστολή του, ενώ στον Ματθαίο την βρίσκουμε αμέσως μετά την παραβολή των δέκα παρθένων και πριν την παραβολή της εσχάτης κρίσεως.  Στην πρώτη περίπτωση ο χρόνος του Ιησού υφίστανται ως ενεργό παρελθόν στο ιστορικό παρόν μας στην δεύτερη έρχεται από το μέλλον και συνδυάζεται με πλήρωση προϋποθέσεων που αφορούν το παρόν.  Ο τρόπος με τον οποίο ζούμε στο χρονικό παρόν και η ανταπόκριση στις απαιτήσεις του θα μας κρίνουν στο μέλλον. Η αποτυχία συνεπάγεται τον κολασμό της ατομικής μας εκπτώσεως ή επιτυχία  ως συμπαράσταση στον συνάνθρωπο προεξοφλεί την σωτηρία του πιστού στην μέλλουσα Βασιλεία.

            Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά.  Ένας άνθρωπος αποφασίζει να ταξιδέψει μακριά. Καλεί τους υπηρέτες του και τους εμπιστεύεται την περιουσία του. να την διαχειρίζονται κυριαρχικά όσον καιρό θα λείπει.  Δεν μοίρασε τα χρήματα σε τρία ίσα μέρη, αλλά κατά το επιχειρηματικό τους χάρισμα  και την ικανότητά τους να κάνουν δική τους την ξένη υπόθεση. Τους είχε ψυχολογήσει και έπραξε αναλόγως στον ένα έδωσε πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο και στον τρίτο ένα.  Σημειωτέον ότι το ένα τάλαντο ισοδυναμούσε με έξι χιλιάδες δηνάρια και ότι το ένα δηνάριο ήταν το ημερομίσθιο του εργάτη ή του στρατιώτη.  Επομένως το ποσό που παρέδωσε αντιστοιχούσε σε δέκα επτά έτη εργασίας!  Μοίρασε άνισα –όχι όμως άδικα –και έφυγε για το μακρινό ταξίδι.  Αμέσως μόλις έφυγε,  χωρίς καμία χρονοτριβή, ευθέως κατά το κείμενο (το ἑυθέως» δεν συνδέεται με το προηγούμενο ἁπεδήμησεν» αλλά με το επόμενο «πορευθείς»), οι δύο πρώτοι υπηρέτες άρχισαν να δουλεύουν τα χρήματα σαν να επρόκειτο για δική τους περιουσία, οπότε εις βάθος χρόνου ο ένας εκέρδισε πέντε τάλαντα και ο άλλος εκέρδισε δύο. Διπλασίασαν τα αρχικώς πεπιστευμένα, επιβεβαίωσαν τις δυνατότητές τους και επαλήθευσαν την εμπιστοσύνη που τους έδειξε ο κύριος.  Η αποδοτική διαχείριση των μεγάλων πιστών ήταν και ασφαλής δοκιμασία πίστεως. Θα μπορούσαν να τα σπαταλήσουν ή να τα καταχρασθούν. αλλά εκείνοι τα δούλεψαν υπεύθυνα παρά τους πειρασμούς της ελευθερίας.  Μπορεί οι ικανότητές τους να διέφεραν, όχι όμως και η ψυχική τους ποιότης. Να παίρνεις διαφορετικά και να κερδίζεις ίσα είναι προϋπόθεση αρμονικής ανθρώπινης  κοινότητας. Αντίθετα ο τρίτος άνοιξε λάκκο στην γη και έθαψε το τάλαντό του.  Αυτός δεν ιδιοποιήθηκε ψυχικά τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε ο κύριος, δεν ηργάσατο εν αυτοίς, σαν να ήταν δικά του.  Στο «σαν» έγκειται η  ψυχική του διαφορά. Τυπικώς ήταν εντάξει, αφού διατήρησε το τάλαντο, αλλά ψυχικώς έμεινε ξένος προς το έργο που ανέλαβε. Ανταποκρίθηκε στην ευθύνη της φυλάξεως, όχι της δημιουργικής προσπάθειας που θα έκανε τον κύριο πλουσιότερο. Υπήρξε ένας παθητικός συντηρητής.

ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑΣ

            Κάποτε, μετά πολύ καιρό, ο ξενητεμένος κύριος επέστρεψε.  Η αφήγηση δεν προσδιορίζει πόσο έλειψε.  Αρκείται στο αόριστο «μετά δε πολύ χρόνον» καθώς το νόημα χρειαζόταν απλώς ένα ικανό διάστημα που ο αναγνώστης υπέθετε κατά βούλησιν.  Εμφανίζεται λοιπόν ο κύριος, καλεί τους υπηρέτες και τους ζητεί λογαριασμό. τους είχε εμπιστευθεί την περιουσία του, αλλά μένει πάντα δική του –δεν τους χάρισε τίποτε.  Παρουσιάσθηκαν και οι τρείς. Ο πρώτος με τα πέντε τάλαντα και ο δεύτερος με τα δύο απέδωσαν το αρχικό ποσό διπλασιασμένο, προς μεγάλη ικανοποίηση του αφέντη τους, ο οποίος την εξέφρασε αυθόρμητα: τους έδωσε θέση στην άνεση και την χαρά της ελεύθερης συνθήκης τους.  Δεν τους αμείβει τόσο για την πίστη και την υπακοή που επέδειξαν, όσο για την αυτονομία της ψυχικής των διαθεσιμότητας,. χάρη στην οποία μπόρεσαν να αναπτύξουν δημιουργική  πρωτοβουλία.  Οι δύο υπηρέτες επέλεξαν  να αυξήσουν εκείνο που τους δόθηκε, προσφέροντας από καρδιάς την θέληση και την ύπαρξή τους. Αυτό ενθουσίασε τον κύριο.  Και στις δυο περιπτώσεις η παραβολή δίνει το προβάδισμα στην λογοδοσία έναντι της κερδοφορίας.  Την ψυχική στάση των δύο υπηρετών επιδοκιμάζει ο κύριος και όχι το εν στενή εννοία οικονομικό αποτέλεσμα. Εξ ου και η γενναιόδωρη ανταπόκρισή του.

            Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή με τον τρίτο υπηρέτη.  Εκείνος έθαψε το τάλαντο του κυρίου, αντί να το αυξήσει ιδιοποιούμενος το ψυχικά, οπότε το επέστρεψε ακριβώς όπως το παρέλαβε και με ψυχολογία διαφορετική από την ψυχολογία των δύο άλλων. Εκείνοι, σύμφωνα με την αφήγηση του Ματθαίου, άρχισαν  με το ποσό και την αύξηση που επέτυχαν (κύριε, πέντε / δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε /δύο τάλαντα εκέρδησα), αυτός αρχίζει  με τον χαρακτήρα του κυρίου και προχωρεί στον δικό του απολογισμό κύριε, έγνων  σε ότι σκληρός μεί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας, και συνάγων όθεν ου δεἶ εσκόρπισας και φοβηθείς απελθών έκρυψα τον τάλαντόν σου εν τη γη ίδε έχεις τον σον).  Διεκδικεί την επιδοκιμασία του κυρίου επειδή δεν διακινδύνευσε να το αυξήσει ούτε να το μειώσει.  Η στάση του ήταν προκαθορισμένη ανεξαρτήτως χρόνου απουσίας του κυρίου.

            Αυτά όλα για την ιστορία αλλά και για σήμερα. Διότι ο φόβος του υπηρέτη είναι ο ίδιος φόβος που απαγορεύει ή εμποδίζει να δεχθούμε μια ουσιαστική προσφορά ως μεταμορφωτική ευκαιρία.  Όποιος δεν διακινδυνεύει ένα προσωπικό τρόπο ζωής, μια δική του έκφραση, πνίγει την επιθυμία του, οπότε τα χάνει όλα –μαζί με τον εαυτό του και την χαρά του κυρίου του.  Αν η Βασιλεία βιάζεται, τότε οφείλεις να διακινδυνεύσεις, να παραιτηθείς από την ακινησία της ασφάλειας και να αναλάβεις την ελευθερία.  Η Βασιλεία είναι εδώ, στο  ψυχικό μας δόσιμο.

            Την παραβολή της εσχάτης κρίσεως διαβάζουμε μόνο στον Ματθαίο, ο οποίος την τοποθετεί μετά την παραβολή των δέκα παρθένων και εκείνη των ταλάντων. το μήνυμά της δεν είναι ειδικώς χριστιανικό, δεδομένου ότι υφίστανται αιγυπτιακά και περσικά παράλληλα και βεβαίως ιουδαϊκά προηγούμενα.

ΗΘΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

            Αναμφίβολα με την παραβολή της εσχάτης κρίσεως ο Ιησούς θέτει το ζήτημα του ποιού των ανθρώπων ασχέτως εξωτερικών προσδιορισμών της ηθικής των ταυτότητος. Εμμέσως πλην σαφώς εισάγει κριτήρια εσωτερικά και τα θεμελιώνει στο υλικό γεγονός της υπάρξεώς του. Η μοίρα του έγινε παραδειγματική. Να το πω όσο καθαρότερα γίνεται: Το εσωτερικό κριτήριο της ανθρωπίνης ποιότητος θα έμενε κυριολεκτικά μετέωρο εάν ο Υιός του ανθρώπου δεν ήταν σαν κι εμάς.  Ως προορισμός μας επιτρέπει να βλέπουμε στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Θεό και να  ταυτιζόμαστε μαζί του, αφ’ης στιγμής μάλιστα περνά από την αδυναμία μας, να συμφιλωνόμαστε λυτρωτικά με τον εαυτό μας και ακτ’΄ επέκτασιν να κοινωνούμε με τον άλλο. Ο Χριστιανισμός  έφερε μέσα μας το Α και το Ω της ζωής, και άλλαξε τη πορεία του κόσμου κάνοντας τους λαούς να υιοθετούν κεκτημένα του σαν να είναι δικά τους, την έγνοια, ας πούμε, για τον συνάνθρωπο, αντί της απρόσωπης μοίρας του σύμπαντος.  \Τα ίδια τα ιδρυτικά του κείμενα ως μαρτυρίες ανθρώπων με αντινομίες, την ενότητα της πίστεως, καθώς απαιτούν την συμμετοχή μας για να κατανοηθούν, και αντλούν κύρος από την ερμηνεία στην οποία τα υποβάλλουμε, προκειμένου να απαντούν στα εκάστοτε ερωτήματά μας.  Εξ ου και με τον εικοστό κυρίως αιώνα εγκαταλείπουμε βαθμηδόν την ιδέα μιας κυρίαρχης δογματικά μονοσήμαντης αλήθειας, στην οποία οφείλουμε  τυφλή υπακοή και την οποία εγγυάται η αυθεντία της εκκλησιαστικής αρχής και της παραδόσεώς της, για να στραφούμε  στο ανοικτό πνεύμα και νόημα ζωής  που περικλείει ο κόσμος της Καινής Διαθήκης.

ΚΡΙΤΗΡΙΟ Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ

            Κατά την παραβολή στην εσχάτη κρίση λαμβάνεται υπ΄όψιν θετικά ή αρνητικά  η εμβίωση της πίστεως.   Αξιολογήσεις  με τυπικά κριτήρια δεν υφίστανται και οι πάντες – Ιουδαίοι ή εθνικοί –κρίνονται βάσει της συμπόνιας που έδειξαν εν ζωή για τον πάσχοντα συνάνθρωπο,.  Η αγάπη συνιστά επαρκή όρο πίστεως στον Χριστό.  Μετρά συνεπώς η ψυχική συνθήκη και όχι η ηθική νομιμοφροσύνη, του ανθρώπου απέναντι στις παγιωμένες αντιλήψεις και συμπεριφορές.  Επιμένοντας στην αγάπη, ο Ιησούς μετέφερε το αγαθό από το πεδίο του Νόμου στην εσωτερική μας ζωή και έδωσε στον άνθρωπο αντί του κανόνα ένα ιδανικό που μπορούσε να κλείσει στην ψυχή του.

            Στην παραβολή της εσχάτης κρίσεως δίκαιοι αποδεικνύονται όσοι φρόντισαν τον αδύναμο και άδικοι όσοι αδιαφόρησαν. Όχι όσοι έπραξαν το κακό. Επομένως κριτήριο του δικαίου ανθρώπου είναι η έγνοια.  Εκεί εγκαταλείπουμε την αφηρημένη αγάπη και με το συγκεκριμένο ενδιαφέρον μας αναλαμβάνουμε την ευθύνη του συ ανθρώπου. Αν το παρελθόν δέσποζε  στην παλιά ιεραρχημένη κοινωνία, στην σύγχρονη κοινωνία της ευθύνης βαραίνει αποφασιστικά η έφοδος στο μέλλον.  Γι’αυτό και στο κείμενό μας η κρίση δεν αποτελεί νομική πράξη αποδόσεως δικαιοσύνης με αναφορά την τάξη των ηθών και των πραγμάτων, αποτελεί κατάφαση  στην εσωτερικότητα. Ο Ιησούς της παραβολής  προτείνει στο ακροατήριό του την ζωή της ανοικτής καρδιάς, τον δρόμο της συναντήσεως με ενδότερα στρώματα της υπάρξεως. Αυτό έκανε τον Ματθαίο να βλέπει στο πρόσωπο του Μεσσία-Χριστού όχι ένα όν από το υπερπέραν αλλά, όπως λέει πετυχημένα η Ντολτό, κἀτι σαν ιδανικό του Εγώ, ένα φως που προσανατολίζει την επιθυμία σταθερά στην πληρότητα της αγάπης. Το εύρημα είναι σημαντικό:  ο Ιησούς ως εσωτερικός προορισμός, στην θέση της επουρανίου αρχής που δεσμεύει την φύση και την βούληση εισάγει την ελευθερία απέναντι τόσο στα εξωτερικά πράγματα όσο και στον ιδιο μας τον εαυτό. Η κατ’΄ ελευθερίαν ζωή με όλους τους κινδύνους της, είναι δωρεά του Θεού, ο οποίος κατέχει το σώμα και την ψυχή μας.

Πηγή: «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ» Στέλιος Ράμφος

            Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ