ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σίσες και Αλόϊδες: Παγκόσμια αποκλειστικότητα στη συλλογή του αλάδανου

0

Οι αλαδανάρηδες του Μυλοποτάμου

 Τα πρωινά καλοκαιριού ίσως να συναντήσεις σε μικρές ομάδες ανθρώπους στη σειρά με μια βούργια στην πλάτη κι’ ένα παράξενο εργαλείο στον ώμο, σα σφουγγαρίστρα με μακριές ουρές…

Είναι οι “αλαδανάρηδες”! Φυσιογνωμίες τραχιές, πρόσωπα αυλακωμένα, κορμιά λιπόσαρκα και σβέλτα που ανηφορίζουν στις πλαγιές για να μαζέψουν τον “αλάδανο” από νωρίς το πρωί μέχρι το απόγευμα, όσο αντέχουν, κάτω από τις πυρωμένες ακτίνες ενός ήλιου ανελέητου. 

Επιμέλεια: Αθηνά Πετρακάκη

Η αλαδανιά, ο αλάδανος, ο αγκίσσαρος ή Κιστός ο Κρητικός σύµφωνα µε την επιστηµονική ονοµασία του είναι ένα από τα αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά που αυτοφύεται στους θαµνότοπους, κατά συστάδες, στις ηµιορεινές και ορεινές περιοχές της Κρήτης. Υπάρχει σε πολλές περιοχές της Μεσογείου, της Κριµαίας και του Καυκάσου. Η φυσική του θέση είναι σε ξηρές, πετρώδεις θέσεις, σε φρύγανα και διάκενα δασών. Πρόκειται για ένα μικρό αειθαλή θάμνο µε πολύκλαδο βλαστό και παχιά, ρυτιδώδη φύλλα. Τα φύλλα του και οι τρυφεροί βλαστοί του εκκρίνουν την κοµµεορητίνη που λέγεται αλάδανος. Ο πολλαπλασιασµός του γίνεται µε σπόρους και ανήκει στην κατηγορία των πυρόφυτων. Τα άνθη του είναι σα μικρά ροδόχρωµα τριαντάφυλλα µε πέντε κυματιστά πέταλα. Υπάρχουν δύο ειδών αλαδανιές. Η κρίθινη που έχει ροζ-µοβ άνθη και η σίτινη που έχει κίτρινα άνθη. Η αλαδανιά µε τα λευκά άνθη είναι σπανιότερη και δεν εκκρίνει την κομμεορητίνη.

«Εργαστήρι»: Το εργαλείο συλλογής του αλάδανου

Το «εργαστήρι» σήμερα, είναι ένα ραβδί μήκους περίπου 1 μέτρου και που έχει στη μια άκρη του ένα ξύλινο τόξο πάνω στο οποίο έχουν δεθεί λουρίδες και από πλαστικό κυλινδρικής διατομής μήκους 50-60 εκ. με το οποίο μαζεύεται η ρητίνη από την αλαδανιά. Το απόγευμα όταν επιστρέψει στο σπίτι του ο αλαδανάρης, με ένα ειδικό εργαλείο-ξύστρα, ξύνει τις λουρίδες και παίρνει τον αλάδανο που πλάθει σε μπάλες και αποθηκεύει μέχρι την πώληση. Πάντως παρά την υψηλή τιμή του προϊόντος (πάνω από 100 ευρώ το κιλό) η ιδιαίτερα επίπονη εργασία του αλαδανάρη δεν πληρώνεται.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η μορφή του εργαστηριού ήταν όπως περιγράφεται στα αρχαία κείμενα (Διοσκουρίδη) και στις περιγραφές των περιηγητών (Joseph Pitton de Tournefort) δηλαδή τα λουριά του ήταν από δέρμα και ο αλάδανος μαζεύονταν με μαχαίρι.

Επίσης χρησιμοποιήθηκαν και σχοινιά, όπου ενώ ο αλάδανος κολλούσε καλύτερα από ότι στο δέρμα ήταν δύσκολη η αποκόλλησή του από αυτά, ενώ μετά από μερικές χρήσεις το εργαστήρι γινόταν βαρύτερο, κάτι που ήταν σημαντικό μειονέκτημα για τον αλαδανάρη που δούλευε κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Η χρήση των πλαστικών λουρίων αποδείχτηκε η καλύτερη λύση, καθώς στο πλαστικό κολλάει καλύτερα ο αλάδανος, αλλά και αποκολλάται εντελώς, χωρίς να χάνεται καθόλου ρητίνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μικρότερο σε βάρος εργαστήρι είναι 3 κιλά.

Το «αλαδάνισµα»

Η δουλειά του αλαδανάρη είναι σκληρή, αφού είναι αναγκασμένος να εργάζεται κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, να χρησιμοποιεί ένα εργαλείο (εργαστήρι) που ζυγίζει πάνω από 3 κιλά (το μικρότερο) και να κινείται σε βραχώδεις περιοχές στις πιο θερμές ώρες της ημέρας. Για να μαζευτεί ο αλάδανος πρέπει όχι μόνο να έχει ζέστη αλλά και άπνοια, καθώς είναι σημαντικό το φυτό να «ιδρώσει» και να εμφανίσει σε υγρή μορφή  τη ρητίνη, η οποία μπορεί να στεγνώσει και να μη μαζεύεται με το παραμικρό αεράκι.

Η επίπονη αυτή εργασία ξεκινάει από τα τέλη Μάιου με τους αλαδανάρηδες να πηγαίνουν στα σημεία όπου υπάρχουν τα φυτά και κρατώντας το βαρύ εργαστήρι, να κινούν τις λουρίδες πάνω από το φυτό, σα να προσπαθούν να το «χτενίσουν», μαζεύοντας έτσι την  ρευστοποιημένη  ρητίνη που παράγουν ειδικοί αδένες που βρίσκονται σε όλα τα πράσινα μέρη του αγκίσαρου, η οποία κολλάει πάνω στις λουρίδες. Τα γαλάζια λουριά του εργαστηρίου, αλλάζουν χρώμα κατά τη διάρκεια της ημέρας καθώς έχει κολλήσει πάνω τους η ρητίνη που όταν κρυώσει στερεοποιείται και γίνεται μαύρη. Το κάθε εργαστήρι ανάλογα με το μέγεθος του αλλά και τις δυνάμεις του αλαδανάρη, μπορεί να μαζέψει μέχρι και 1,5 κιλό αλάδανο την ημέρα. Οι αλαδανιές που έχουν ήδη μαζευτεί επανέρχονται σε 2 μέρες περίπου και είναι έτοιμες για εκ νέου μάζεμα.

Το ξύσιμο του εργαστηριού

Αφού τελειώσει η περισυλλογή του αλαδάνου και τα γαλάζια λουριά του εργαστηριού, έχουν μαυρίσει, δηλαδή ο «ιδρώτας» του αγκίσαρου έχει στερεοποιηθεί τότε είναι ώρα για την αποκόλληση του αλάδανου από τα λουριά. Η αποκόλληση της μαύρης πάστας γίνεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες με το μάζεμα της, δηλαδή κάτω από τον καυτό ήλιο. Το εργαστήρι απλώνεται στον ήλιο για να μαλακώσει η πάστα και με ένα ειδικό εργαλείο που ονομάζεται «ξυστρί» ξεκολλάει η ρητίνη από τα λουριά του. Το ξυστρί σφίγγει ένα-ένα τα λουριά στη βάση τους και τραβώντας το, μαζεύεται η ρητίνη.

Οι Σίσες και οι Αλόϊδες έχουν την παγκόσμια

αποκλειστικότητα στη συλλογή του αλάδανου

Την κομμεορητίνη από τον αγκίσαρό Cistus creticus ssp. creticus μάζευαν και στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρόνων όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης και μάλιστα τονίζει την ποιοτική υπεροχή του Κυπριακού Λαδάνου που το μάζευαν σέρνοντας σκοινιά πάνω στα κλαδιά του Κίσθου, όπως γίνεται και σήμερα στο Μυλοπόταμο, έναντι του Αραβικού και του Λυβικού. Στην Ισπανία γίνεται εκμετάλλευση της κομμεορητίνης ενός άλλου είδους αγκισάρου του Cistus ladanifer, όμως εκεί μαζεύουν τη ρητίνη από μεγάλα καζάνια με βραστό νερό όπου πετούν τα κλαδιά του φυτού με αποτέλεσμα να λειώνει η ρητίνη και ν’ ανεβαίνει στην επιφάνεια του βραστού νερού σαν αφρός. Βέβαια με τον τρόπο αυτό τα χαμηλού μοριακού βάρους πτητικά συστατικά της ρητίνης χάνονται εξατμιζόμενα στην ατμόσφαιρα, όμως έτσι κι’ αλλιώς ο ισπανικός αλάδανος ως προερχόμενος από άλλο είδος φυτού έχει διαφορετική σύσταση από το δικό μας.

Το εργαστήρι στην Κύπρο το έλεγαν ληονίστρα και τον αλάδανο, ληόνι, η δραστηριότητα όμως αυτή έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια στο νησί της Αφροδίτης κι’ έτσι οι Σίσες και οι Αλόϊδες, στο Μυλοπόταμο, έχουν την παγκόσμια αποκλειστικότητα στη συλλογή του αλάδανου από το φυτό Cistus creticus ssp. creticus.

Αλάδανος και Μινωίτες

Ο «αγκίσαρος» κατά Θεόφραστον «Κίσθος» ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες καθώς και η ρητίνη του το “Λήδανον ή Λάδανον”. Μετά από μια περίοδο αμφισβητήσεων, σήμερα θεωρείται ότι τα άνθη που απεικονίζονται στην τοιχογραφία με το Γαλάζιο πουλί στην Κνωσσό ανήκουν στο γένος Cistus . Τον αλάδανο χρησιμοποιούσαν οι Μινωίτες ως θυμίαμα, ενώ έκαναν εξαγωγή του και στην Αίγυπτο.

Αναφορά του Ηροδότου στον αλάδανο

Ο Ηρόδοτος αναφέρει για τον αλάδανο “Το δε λήδανον το Αράβιοι καλέουσι λάδανον... Εν γαρ δυσοσμοτάτω γινόμενον ευωδέστατον εστί, των γαρ αιγών των τράγων εν πώγωσι ευρίσκεται εγγινόμενον οίον γλοιός από της ύλης. Χρήσιμον δ’ ες πολλά των μύρων εστί, θυμιώσι τε μάλιστα τούτο Αράβιοι” (Θάλεια).

Δύο είδη “κίσθου” αναφέρει ο Διοσκουρίδης

 Ο Διοσκουρίδης αναφέρει δύο είδη «κίσθου», «ον ένιοι κίσθαρον ή κίσσαρον καλούσι» με διαφορετικά φύλλα καθώς και ένα τρίτο είδος που καλείται «Λήδον», «..θάμνος κατά τα αυτά φυόμενος τω κίσθω… γίνεται δε εξάλλου το λεγόμενον Λάδανον. Τα φύλλα γαρ αυτού νεμόμενα αι αίγες και οι τράγοι την λιπουρίαν αναλαμβάνουσι τω πώγωνι γνωρίμως και τοις μηροίς προπλαττομένην δια το τυγχάνειν ιξώδη ήν αφαιρούντες υλίζουσι και αποτίθενται αναπλάσσοντες μαγίδας, ένιοι δε και σχοινία επισύρωσι τοις θάμνοις και το προσπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν, κράτιστον δε εστί αυτού το ευώδες υπόχλωρον ευμάλακτον λιπαρόν αμέτοχον ψάμμου ρητινώδες, τοιούτον δε εστί το εν Κύπρω γινόμενον, το μέντοι Αραβικόν και Λιβυκόν ευτελέστερον…».

Ο αλάδανος στη θεραπευτική

Ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε τον Κίσθο κατά της τριχόπτωσης.

Ο Διοσκουρίδης αναφέρει: «Το λάδανον δύναμιν έχει θεραπευτικήν, μαλακτικήν, αναστομωτικήν, ίστησι δε τας ρεούσας τρίχας μιγέν οίνω και σμύρνη και μυρσινίω ελαίω, ουλάς τε ευπρεπεστέρας ποιεί μετ’ οίνου καταχριόμενον και ωταλγίας μεθ'υδρομέλιτος ή ροδίου εγχεομένου θεραπεύει, υποθυμιάται δε και προς δευτέρων εκβολάς και σκληρίας θεραπεύει τας εν μήτρα εν πεσσώ μιγέν, και ταις ανωδύνοις και βηχικάς και μαλάγμασι χρησίμως μείγνυται κοιλίαν τε ίστησι συν οίνω παλαιώ ποθέν, έστι δε και αρνητικόν».

Από την αρχαιότητα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα το λάδανο το χρησιμοποιούσαν ως αντιλοιμώδες (κατά της πανώλης) και ως τονωτικό.

Ο Celsus αναφέρει τη χρησιμοποίηση της ρητίνης του Cistus ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα.

Ο Αέτιος ο Αμιδηνός αναφέρει ότι το λάδανον χρησιμοποιείται σαν πεσσός (υπόθετο) για σκληρούς όγκους στη μήτρα.

Ο Ορειβάσιος παρασκεύαζε αλοιφή με λάδανο κατά της τριχόπτωσης.

Ο Αβικέννας αναφέρει τη χρήση του λαδάνου για την αποσκλήρυνση του στομάχου και εντέρου και με τη μορφή αλοιφής για τη θεραπεία της σπλήνας.

Στη λαϊκή θεραπευτική του Μυλοπόταμου τον αλάδανο τον χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία των «βγαρτών» (αποστήματα, αχελώνια, μαλάθρακες), σε κρυολογήματα, πονόδοντο, αϋπνία, διάρροια και καρκίνο της μήτρας…

Σύγχρονες έρευνες αποκαλύπτουν την ύπαρξη ουσιών με ποικίλες φαρμακευτικές δράσεις και ευρεία χρήση στη βιομηχανία καλλυντικών κ.ά.

Το αιθέριο έλαιο του αλάδανου είναι ο ακριβότερος και ισχυρότερος σταθεροποιητής που διαθέτει η βιομηχανία των αρωμάτων

Ο αλάδανος στη θρησκεία μας

• Στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις) αναφέρονται Ισμαηλίτες με τις καμήλες τους φορτωμένες με μπαχαρικά και λάδανο.

• Ο αλάδανος χρησιμοποιείται ως ένα από τα 57 συστατικά για την παρασκευή του Αγίου Μύρου (παρασκευάζεται περίπου κάθε 10 χρόνια).

Η ιστορία του αλάδανου που αριθμεί τουλάχιστον 2.500 χρόνια μαρτυρεί τη διαχρονικότητα της χρήσης του αλλά και της γλώσσας μας!

Πηγές: Δημοσιευμένη εργασία του Δρ Κώστα Οικονομάκη, Τακτικού Ερευνητή στο Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελαίας Χανίων. Δημοσιευμένη εργασία του Δημοτικού σχολείου Σισών. http://ladano.blogspot.gr/

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ