ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι Απόκριες του 1915 του Ιωάννη Μιχ. Δογάνη

0

ΤΑ ΠΑΛΑΙΙΝΑ -ΤΑ  ΤΩΡΙΝΑ - ΤΑ ΜΕΛΛΟΥΜΕΝΑ

ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Πηγαίο και άφθονο ήταν το κέφι κείνη τη χρονιά.

Ο λόγος δεν είναι τα οικονομικά. Όπως πάντα στο Ρέθεμνος, έτσι και τότες ήτανε κρίση. Και το λάδι που ήτανε χρυσάφι, δεν είχε γίνει. Με στέρηση και με μιζέρια την περνούσε ο κοσμάκης. Τις ελλείψεις όμως και τις στερήσεις ευκάλυπτε το πλούσιο το χωρίς συγκεκριμένη αφορμή κέφι.

Όλες τις Αποκριές, όλα τα βράδια ήτανε ζωηρή κίνηση στα σπίτια, στα μαγαζιά, στις ταβέρνες.

Ο Νικηστρατος με το βιολί του και τις ωραίες του, τις παθητικές, τις όμορφες μαντινάδες του, ο Δαλεντζας με τη λύρα του ο Αγιουτης με το μπουζούκι του, και πολλοί άλλοι καλύτεροι και χειρότεροι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές από τούτους, σκορπίζανε παντού τους σκοπούς τους και τη διάθεση για γλέντι.

Και τα παιδιά, που είχε μεταδοθεί και σε αυτά η ψυχική διάθεση από τους μεγάλους, κάνανε διαβολεμένους θορύβους, φωνές, τραγούδια και παιχνίδια οπού περνούσανε ιδίως τις βραδινές ώρες.

Ήτανε βέβαια το κέφι πηγαίο, μα ήτανε και οι άνθρωποι που το δημιουργούσανε.

Φτωχοί βιοπαλαιστές, με πολλά παιδιά, με ολόκληρα τα προβλήματα της ζωής τους άλυτα, παραμερίζανε προσωρινά την ποδιά της εργασίας και τις δυσκολίες της ζωής και πρωτοστατούσανε στα γλέντια και τους έδιναν ομορφιά.

Ποιος δεν θυμάται τον Μανώλη τον γαλατά τον πατέρα του γλύπτη Ιω. Κανακακη. Τον καλό και αστείο στην εμφάνιση του, που μόνο με τη θέα της γελάς.

Είχε δέκα η δώδεκα παιδιά ανήλικα στο λαιμό του και μόνο τον κόπο και τον ημερονύκτιο μόχθο του διά να τα συντηρήσει στη ζωή. Και όμως αυτός ήταν εκείνες τις Αποκριές ο βασιλιάς του Καρναβαλιού στο Ρέθεμνος.

Είχε και συνεργάτες εκλεκτούς. Οι δάσκαλοι Σταυρακακης, Ηλιακακης που παίζανε βιολί, ο Μανωλης (Χρυσανθος) Βιτζικουνακης μαντολίνο, Αρτεμης Μπεμπισακης, Μ. Ηλιακακης, Κ. Βαρουχας, Π.Σκαντακης, Ιω. Καμπουρακης, Ν. Γουναριδης καλοί τραγουδιστές. Είχαμε κάνει ένα άρτιο αποκριάτικο συγκρότημα με καλλιτεχνικά μέλη του τους εκλεκτούς πολίτες και πραγματικούς καλλιτέχνες επιπλοποιούς , Νικο και Βαγγελη Μουντριανακη, από τους οποίους ο πρώτος έπαιζε ωραία κιθάρα και τραγουδούσε περίφημα.

Όλοι αυτοί με μακριές και φιλότιμες προσπάθειες και δοκιμές παρουσιάσαν πράγματα που δεν ξανάγιναν και ούτε νομίζω πως είναι βολετό να ξαναγίνουν στο Ρέθεμνος.

Οι αδερφοί Μουντριανακιδες, σκάρωσαν επάνω σε ένα μακρύ κάρο, ένα τεράστιο μαντολίνο που είχε δώδεκα μέτρα μάκρος, τέσσερα πλάτος και δυο μέτρα βάθος. Έκαμαν το σκελετό με λεπτά ξύλα και τον επένδυσαν με πανί που είχε καφέ και άσπρες λουρίδες όπως είναι εκείνες του μαντολίνου.

Μάσκες ήσαν τα κλειδιά και ο καβαλάρης αυτού του πρωτότυπου μαντολίνου οι χορδές του άσπρα σχοινιά και τριγύρω του ήταν λουλούδια.

Ο Θρόνος του Καρνάβαλου ήταν στο κάρο στερεωμένος, αλλά φαινόταν να είναι στη βάση του μαντολίνου εκεί που στερεώνονται οι χορδές. Μέσα στο μαντολίνο θα έμπαιναν όλοι οι ανώτερο τραγουδιστές και οργανοπαίκτες και ο Βασιλιάς θα καθότανε στο Θρόνο του και θα κουνούσε τις χορδές του μαντολίνου με ένα ταραχτή που είχε στο μαγαζί και ανακάτευε το γάλα.

Ετσια και έγινε την Κυριακή του 1915. Το κάρο με το μαντολίνο κατασκευάστηκε στη Σωχορα, γιατί εκεί μόνο το έβαζε ο χώρος και από εκεί ξεκίνησε.

Έζεψαν ένα τεράστιο άλογο, φοράδα που είχαν αγορασμένη από τους Ρώσους ο μακαρίτης ο Γκαγκας. Και το άλογο οδηγούσε ένας Οθωμανός ο Αμπτουλλας, που το είχε και το δούλευε και τις άλλες μέρες κουβαλούσε πέτρες και λάδια και τον εγνώριζε.

Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους, άρχισεν η θριαμβευτική παρέλαση του Καρναβαλιού.

Ο Βασιλιάς ντυμένος με κόκκινα και χρυσά ρούχα και στέμμα, έδινε συνθήματα.

- Εμπρός παιδιά να φύγουμε

όλοι μας για τα ξένα

με το δικό μας Βασιλιά

του Καρναβάλου Στέμμα.

- Εμπρός παιδιά, δουλειά παιδιά

τη μέρα και τη νύχτα

Ναχωμε χρυσή καρδία.

-Τωρα καθένας ας χαρεί

καιρό που δεν εχαρει

Τώρα που είναι νιος και νεις

τώρα ας χαρεί.

Ακολούθησαν οι "ανθισμένη αμυγδαλιά" και άλλα ωραία τραγουδάκια της εποχής. Και οι μελωδικές φωνές και οι ήχοι των οργάνων σαν έβγαιναν από το τεράστιο μαντολίνο, αποτελούσαν ένα πραγματικό χαριτωμένο σύνολο ωδικής και μουσικής μαζί, που δεν ξανάδε το Ρέθεμνος.

Το κάρο με τον Καρνάβαλο ξεκίνησεν από την Μαρμαροπορτα, πέρασε στ" Αμπουχουρι, Μεγάλη Πόρτα, Άμμος Πόρτα, πέρασε την οδό Αρκαδίου, μέχρι το φούρνο του Ροδινου που ήταν στον Πόρο του λιμανιού και γύρισε πίσω τον ίδιο δρόμο.

Το σύνθημα του γυρισμού εδωκεν ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με αφάνταστα γέλια φωνές και τραγούδια. Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, οι στέγες των σπιτιών ήσαν γεμάτες κόσμο που πετούσε λουλούδια και φασόλες στο μαντολίνο του Καρνάβαλου.

Και όλοι πείραζαν το Βασιλιά.

Ο φίλος του ο γέρο Γαληνος ο ζωγράφος, αντίς άλλης υποδοχής του εφώναζε...

"Φχιου Βασιλιά, φχιου Βασιλιά" και του έκανε μανίκια. Και ο Βασιλιάς του έδειχνε με Βασιλική αξιοπρέπεια, πως τονε γράφει σε μέρος του σώματος του που δεν μπορώ να σας πω.

Ο Γιάννης ο Τερζης που ήταν εκεί που τώρα είναι το χρυσοχοείων Κουγιτου πέταξε του Βασιλιά δυο κρεμμύδες, από το μαγαζί του.

Κι ο Βασιλιάς του είπε, απομεινομενος στο πλήθος...

-Εδώ είναι ο Γιάννης  ο Τερζης με το μεγάλο φέσι

κι ανε βολή κανιους ποσας

να πα να τονε χ..σει.

Όταν ο Βασιλιάς είδε ένα παπά να παρακολουθεί κι αυτός του είπε...

-Όποιος δεν τον αγαπά

τον αφεη τον παπά

ναχει την τρομάρα του

και τη λιγωμάρα του.

Κι όταν όλο το πλήθος τον επευφημούσε, του χειρονομούσε και του φώναζε και αυτός, είχε και έλεγε ανεξάντλητα αστεία.

Σαν Βασιλιάς υπόγραφε και κάπου κάπου Και είχε για πένα ένα τεράστιο καλάμι και για καλαμάρι τον πισινό της φοράδας. Εκεί βουτούσε και υπόγραφε.

Κι αυτές τις χειρονομίες και τους αστείους μορφασμούς του Βασιλιά ο κόσμος δεχότανε με χάχανα, με φωνές και σφυρίγματα, πανδαιμόνιο ολόκληρο.

Από τα μπαλκόνια που πετούσαν λουλούδια στο μαντολίνο και οπού άλλου ήθελαν οι έγκλειστοι σ" αυτό έριχναν κι αυτοί λουλούδια με μια λαβίδα της επινοήσεως του Μουντριανακη που τα πετούσε μακριά.

Η περιοδεία του Καρναβαλιού με αδιάπτωτο και αυξανόμενο κέφι κατέληξε πάλι στη Σοχωρα...

Και από εκεί οι Ρεθυμνιώτες έπιασαν τους δρόμους και τις πλατείες, τα μαγαζιά, τα σπίτια και συνέχιζαν το γλέντι τους και άλλοι πήγανε στο θέατρο "Ιδαίων Άνδρον" του Σπανδαγου, που ήταν δημόσιος χώρος.

Όλη τη νύχτα βάσταξε το αξέχαστο εκείνο γλέντι σε όλη του την ένταση.

Και την επομένη. Καθαρά Δευτέρα, ο κόσμος εφοδιάστηκε με σκόρδα, κρεμμύδια, ελιές, χαλβάδες, θαλασσινά, ταραμάδες και κρασί κι" άνοιξε με τις οικογένειες του και με τους φίλους του τη Σαρακοστή στο Τοπαλτι, πάνω στα χόρτα και στα χαμόκλαδα με χορούς, τραγούδια με καλή καρδιά και με σπάνιο κουράγιο για τη Σαρακοστή που τότε, τη νηστεύανε.

Μιχάλης Μ. Παπαδάκης

Ε. Δικηγόρος

 

Πηγή: Τοπικές εφημερίδες

Δημοσιογραφική έρευνα-Επιμέλεια-

Αναμόχλευση στα Παλαιινα

Ιωάννης  Μιχ.  Δογάνης

Συνταξιούχος Βιβλιοθηκάριος

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ