ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η ευχή του παππούλη ‏

0

Οι καμπάνες του Αγίου Κωνσταντίνου, ηχούσαν χαρμόσυνα...

Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στην εκκλησιά, ντυμένος στα καλά του....

Λαμπρή, βλέπεις σήμερα και οι μεγαλοκυρίες είχαν επίδειξη...μόδας...

Μέρες περίμεναν για να φορέσουν τα καινούρια τους, ταγεράκια και τα μυτερά γοβάκια τους...

Αλαμπρατσέτα με τους κουστουμάτους συζύγους τους, προχωρούσαν με το κεφάλι ψηλά, σκοντάφτοντας, εδώ κι εκεί

στις χωμάτινες λακκούβες...

''Χριστός Ανέστη'' και ''Αληθώς'', άκουγες...και ανταλλάσανε, ψεύτικα φιλιά και ψεύτικες αγάπες...

Μαργαριτάρια φόραγε η κυρία προέδρου και όλες γύρισαν και την κοίταξαν με ζήλεια...

Τα κους κους, πήγαν και ήρθαν μέσα στην εκκλησιά...

''Ο Θεός ξέρει, που βρήκε τα λεφτά ο πρόεδρος και της τα πήρε, ο Θεός ξέρει ποιος τα κλαίει''...

Καθίσανε στα στασίδια τους, μα καλό δεν τους έκανε...κοίταζε η μια την άλλη με μίσος...

Πιο πίσω όρθιοι οι φτωχοί του χωριού, έψελναν το Χριστός Ανέστη και δάκρυζαν από την συγκίνηση...

Το Μαρινιώ, στεκόταν κοντά στην πόρτα, μαζί με την γιαγιά της...

Ορφανό από γονείς, μεγάλωσε με την γιαγιά Καλιόπη και δεν τις έλλεψε τίποτα, αν και ήταν η πιο φτωχές στο χωριό...

Μεγάλωσε με πολύ αγάπη και είχε πολύ αγάπη να δώσει σε όλους...'Εδινε και την ψυχή της...Μοίραζε το κουλουράκι της στα δύο, όταν είχε...όπως της είχε μάθει η καλή της η γιαγιάκα...

Είχε μείνει πολλές φορές νηστική, στο σχολείο...

Κέρναγε το φαγητό της σε όποιο παιδί δεν είχε να φάει...μα πολλές φορές της είχαν δώσει και εκείνης τα άλλα φτωχά παιδάκια, γιατί τα πλουσιόπαιδααα, δεν έδιναν του ''αγγέλου τους νερό''...

Ήταν δώδεκα χρονών και είχε μόνο ένα όνειρο...Να γίνει πλούσια και να μοιράσει τα λεφτά της στους φτωχούς φίλους της...

-Άμα μεγαλώσω γιαγιάκα μου και γεννώ γιατρίνα... Θα γιατρεύω, ούλα τα κοπελάκια του κόσμου και θα τους δίνω πολλά λεφτά, που θα πέρνω από τσι πλούσιους...

-Την ευκή μου σου δίνω κοπελιά μου, να τα καταφέρεις ούλα ετουτανά που ονειρεύγεσαι...

Κυριακή του Πάσχα ξημέρωσε... Η γιαγιά είχε βάλει στο τσικάλι της ένα κόκκορα και η Μαρινιώ έπινε το γάλα της...

-Γιαγιά, να πάω να παίξω, λίγο λίγο με τσι φίλους μου και απής να 'ρθω να σου βοηθήξω στσι δουλειές;

-Δε ν-έχουμε κοπελιά μου σήμερο δουλειές να κάμουμε, μόνο άμε, με τα κοπέλια να παίξεις μια ολιά...

Τα παιδιά δεν είχαν έρθει ακόμα και η Μαρινιώ, κατηφόρησε μέχρι την εκκλησία...

''Θα ανάψω ένα κερί στσι γονέους μου, μέρα που είναι'', σκέφτηκε...

Άναψε το κεράκι της και όταν γύρισε να φύγει, ένα αγκομαχητό την σταμάτησε...

Ένας παππούλης, ήταν καθισμένος στο πάτωμα, κουρελιασμένος και έτρεμε... Τα γένια του ήταν μακριά και άσπρα σαν το χιόνι...

-Ήντα 'χεις παππούλη μου, πονείς;

-Πεινώ Μαρινιώ και διψώ...

-Ανήμενε παππού, μη φύγεις από 'πα...πάω να σου φέρω φαί και νερό...

Σε δυο λεπτά είχε επιστρέψει η Μαρίνα, με μια ''καστανιά*'', με αχνιστό κοκκινιστό κόκκορα, με ζυμωτό ψωμάκι,

κρασί και νερό...

-Η γιαγιά μου με μάλωσε που δε σε πήγα στο κονάκι μας, παππού, μα φάε πρώτα να δυναμώσεις και απής θα ανηφορήσουμε σιγά σιγά...

Έφαγε ο γεράκος όλο του το φαγητό, και δροσέρεψε με το νερό και το κρασί...

-Θα τσουγκρίσουμε και ένα αυγουλάκι εδά παππού, Πάσχα έχουμε σήμερο, είπε η Μαρίνα και έβγαλε από την τσέπη της δυό αυγά, που τα είχε βάψει η γιαγιά της, με κρομμυδόφυλλα...

Έσπασε το αυγό του γεράκου και η Μαρίνα, στεναχωρήθηκε...

-΄Εχεις καλή ψυχή Μαρινιώ, πάντα να είσαι τυχερή και να μπορείς να βοηθάς, το γ-κόσμο που έχει ανάγκη...

-Να πάμε στο σπίτι παππού, άντε σιγά σιγά...

-Δε θα 'ρθω παιδί μου, σε ευχαριστώ για ότι έκανες για μένα, χώμα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται, εγώ θα φύγω, μα θα προσεύχομαι για σένα...

Πριν φτάσει στην πόρτα της εκκλησίας η Μαρίνα, γύρισε μα ο παππούλης δεν ήταν εκεί...και δεν είχε άλλη έξοδο για να φύγει...

Και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε και η Μαρίνα έχει γίνει μια σπουδαία γιατρίνα.

Όλοι οι πλούσιοι την εμπιστεύονται και την ακριβοπληρώνουν...

Περνούν πολλά λεφτά από τα χέρια της, μα δεν τα κάνει λούσα...Το όνειρο της γίνεται πραγματικότητα...

Τα πρώτα ορφανά και άπορα παιδιά έχουν φτάσει στο ίδρυμα της, που τα φιλοξενεί, μέχρι να βρεθούν οι κατάλληλες οικογένειες...H γιαγιά Καλλιόπη, αν και μεγάλη πια, έμοιαζε με κοριτσάκι στην ζωηράδα...Μαγείρευε και βοηθούσε ακούραστα στο ίδρυμα και τώρα είχε πολλά εγγονάκια να χαρίζει τις συμβουλές της...

΄΄Χώμα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται''...Ποτέ δεν ξέχασε αυτά τα λόγια, εκείνον τον παππούλη, που ήξερε το ονομά της, χωρίς να του το πει...Πάντα στη σκέψη του, έκανε το σταυρό της και ήξερε πως είναι στο πλάι της σε ότι κι' αν κάνει...

Γιατί όταν έχεις πρέπει να δίνεις, ότι σου περισσεύει, αγάπη, χρήμα, δύναμη, αξίες...Γιατί όταν δίνεις, πέρνεις περισσότερα...και πάνω από όλα ψυχική ικανοποίηση και ηρεμία...

Καλή Λαμπρή σε όλους!!!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ