ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Χαρίδημος και η θάλασσα της Κατερίνας Βοτζάκη

0

Από όταν θυμάται τις πρώτες εικόνες αυτού του κόσμου, ο Χαρίδημος, τις θυμάται μέσα από μία βάρκα. Λες και είχε γεννηθεί μέσα σε αυτήν.

Ο πατέρας του, του είχε μεγάλη αδυναμία και επειδή η δουλεία του ήταν ψαράς τον έπαιρνε μαζί του κάθε μέρα που πήγαινε στο ψάρεμα.

Θυμάται να μαζεύουνε τα δίχτια και να γεμίζει το καίκι, ψάρια.

Πως και πως τον περιμένανε οι χωριανοί να πάει τα ψάρια στο χωριό. Ξέρανε

ότι ο Παυλής παντα κρατούσε τα καλύτερα ψάρια. Τα μικρά τα έριχνε πάλι πίσω στη θάλασσα. Δεν είχανε όλοι χρήματα για να κάνουν αγορές,

αλλά του έφερναν όσπρια, όσοι έσπερναν, τυρί η γάλα όσοι είχαν ζωντανά, λάδι  κλπ και όσοι δεν είχαν τίποτα απ' όλα αυτά και ήταν πάμπτωχοι,

ήξεραν πως ο Παυλής, θα τους έστελνε με τα παιδιά του, μια ικανοποιητική ποσότητα για να φάνε με τις οικογένειες τους. Φιλέσπλαχνος άνθρωπος,

ποτέ δεν υπολόγισε τα χρήματα, δεν είχε πολύ περιουσία, αλλά και αυτή δεν είχε χρόνο  για να την ξεχερσέβει, την είχε δώσει σε φτωχούς να την καλλιεργούν για πάρτη τους

και όταν θα μεγάλωναν οι κοπελιές του θα τους τη έδινε προίκα, ο γιος του δεν είχε ανάγκη, θα έπαιρνε το καίκι και την τέχνη του ψαρέματος.

Οταν είχε φουρτούνα και  δεν πήγαιναν με τον πατέρα του στο ψάρεμα, ο Χαρίδημος, μαζευόταν με τα άλλα παιδιά στην πλατεία του χωριού και έπαιζαν πεντόβολα, κρυφτό,

κουτσό και άλλα παιχνίδια εκείνης της εποχής.

Όλα ήσυχα και απλά στο χωριό, μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί στρατιώτες και όλα άλλαξαν.

Πόλεμος ήταν μα άργησαν να φτάσουν στα νότια παράλια των Χανίων οι κατακτητές, αλλά έφτασαν. Μάζεψαν όλους τους ψαράδες που είχαν βάρκες, τους έβαλαν στη σειρά και ένας

δικός μας, γερμανοπροδότης τους είπε ότι οι ''φίλοι'' μας οι Γερμανοί ζητούν να τους μεταφέρουν με τις βάρκες τους στις γύρω παράλιες περιοχές. Όσοι δέχτηκαν,

όλα καλά. Όσοι είπαν όχι, τους εκτέλεσαν επιτόπου μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Ο Παυλής ήταν ένας από αυτούς που είπαν όχι...

Μεγάλωσε ο Χαρίδημος, μα ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό του εκείνη η μέρα που είδε τον πατέρα του πεσμένο στο χώμα. Δεν τα είχε τόσο με τους κατακτητές όσο

τα είχε με τον προδότη, που συνέχισε τη δράση του πηγαίνοντας τους Γερμανούς από χωριό σε χωριό βοηθώντας τους να εκτελούν όλους τους άντρες

και καίγοντας τα χωρία. Όσα αγόρια είχαν επιζήσει τα είχαν ντύσει οι μάνες τους με γυναικεία ρούχα και έτσι κατάφεραν να τους ξεγελάσουν.

Την τελευταία εκτέλεση που έζησε ο προδότης ήταν τριανταπέντε άντρες που τους έβαλαν πρώτα να σκάψουν ένα βαθύ και φαρδύ λάκκο και

έδωσαν μια καρέκλα στον προδότη να καθίσει και να βλέπει όλη τη διαδικασία. Όταν τελείωσαν το σκάψιμο τους έβαλαν στη σειρά με την πλάτη γυρισμένη

προς τον τεράστιο λάκκο και άρχισαν να πυροβολούν έναν ένα και έπεφταν κατευθεία μέσα στον τάφο που έσκαψαν με τα χέρια τους. Στο τέλος είπαν του προδότη να σηκωθεί και να πάει να σταθεί και αυτός στην άκρη του τάφου λέγοντας του: Εσύ δεν αγαπάς τους πατριώτες σου, και αγαπάς εμάς; Mε την πρώτη ευκαιρία θα μας προδώσεις και εμάς,

σου αξίζει να έχεις την τύχη των πατριωτών σου...και τον εκτέλεσαν εκεί και έπεσε στον τάφο μαζί με τους  άλλους...

Παντρεύτηκε ο Χαρίδημος με τη Μαρίκα και είχαν αποχτήσει τρία παιδιά. Δύο κόρες και ένα γιό, σαν τον πατέρα του.

Τον γιό του τον βάφτισε Παυλή και τον είχε συνέχεια μαζί του στη βάρκα μια που συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του. Η γυναίκα του φώναζε, δεν ήθελε, τη φοβόταν τη θάλασσα

μα ο Χαρίδημος δεν άκουγε και αν τον άφηνε πίσω καμμιά φορά, χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές ο μικρός. Ησυχία δεν έβρισκε η γυναίκα του μέχρι να γυρίσουν από το ψάρεμα

πατέρας και γιός. Μεγάλωσαν οι κόρες του και τις πάντρεψε σε άλλα χωριά και έμειναν στο σπίτι αυτός η γυναίκα και ο δεκαπεντάχρονος πλέον Παυλής.

Από το άγριο βουητό της Θάλασσας ξύπνησε η Μαρίκα εκείνο το χάραμα και παρακάλεσε τον άντρα της να μην πάνε στο ψάρι γιατί ο καιρός δεν είναι καλός και θα χαλάσει

περισσότερο. Μα δεν την άκουσε ούτε ο άντρας ούτε και ο γιος της.

Άδικα τους περίμενε να γυρίσουν το βράδυ, τα κύματα έφταναν στη μέση του χωριού, το έννοιωθε πως κάτι κακό έχει συμβεί.

Όλο το χωριό άρχισε να ψάχνει την άλλη μέρα το πρωί και βρήκαν το Χαρίδημο σκαλωμένο σε ένα βράχο, μα τον Παυλή πουθενά...

Συνήλθε ο Χαρίδημος, μα δε μιλούσε πια σε κανένα. Μόλις ξημέρωνε πήγαινε στη θάλασσα, έβανε τα χέρια αντήλιο και έψαχνε....έψαχνε...

Τα μαλλιά του και τα γένια είχαν γίνει άσπρα και μάκρυναν, γέρασε...

Το τελεταίο πρωινό που τον είδαν οι χωριανοί του, ήταν γελαστός και προχωρούσε πάνω στην άμμο με τα χέρια απλωμένα, σα να ήθελα να αγκαλιάσει κάποιον.

Μπήκε στο νερό και χανόταν λιγο λίγο. Του φώναζαν μα δε γύρισε...

Εκεί στη μέση του γυαλού, που τόσο αγάπησε, αγκάλιασε τον πατέρα και το γιό του, που τον περίμεναν και έφυγαν μαζί για άλλα ταξίδια...μακρυνά, χωρίς πόνο...

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ