ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το πρώτο ταξίδι τση Δοξανιώς (αληθινή ιστορία) της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

Μάνα μου, τυχερή και βλοημένη είμαι απού το Θεό. Αφρουκάσω1  μάνα, να σικιλντιστείς2 ! Να με πάρει θέλει και μένα ο Μεσσαρίτης, μόνο μη δερνομουτσουνιάσεις3 , εδα έ4  θα χαζιρευτώ.

Αποσβοσβολώθηκενε5 η άζουδη6  η Κρουσταλλιά τη ξάνοιξενε στα μάθια και μουρμούρισενε « Τέθοια γίβεντα7, ΄πο σένα δε ν-τα περίμενα κοπελιά μου»

Άνοιξενε  η Δοξανιώ ένα μποξά8  και ασφεντούρηξενε τα μεσοφόρια, τα καποτένια9, τ΄ άσπρα βρακάκια  τζη, ένα-δυο φουστανάκια μια ν-άσπρη μπολίδα τση κεφαλής, εξεκρέμασενε από το εικονοστάσι μια μικρή εικόνα τση Παναγίας και την έδεσενε με μια παραμάνα στο μπέτη τζη, έδεσενε το μποξά και πέρασενε το κόμπο στον ώμο τζη, εφίλησενε τη μάνα τση και γλάκανε τζιριτιχτή 10  στη μπλατεία.

Εκαβαλίκεψενε στη γ-καπούλα τση στολισμένης φοράδας του άρχοντα κι ένιωθενε σα ν-τη βασίλισσα. Ξεκινήσανε όλοι μαζί από το χωριό μια δεκαριά άντρες, με τα γαϊδουράκια και πέντε- έξε γυναίκες.

Στο δρόμο για τη Μεσσαρέ περνούσανε από χωριά μικρά αλλά και μεγαλύτερα. Πράμα μέχρι δα δε τζ΄ άρεσενε, όξω η καβάλα στη ψιλή όμορφη φοράδα, έκανενε τα τσάπλια 11 τζη, εγέλανε, ετραγούδιενε κι έκανενε όνειρα για την ελεύθερη ζωή απού τη μ-περίμενε . . .

Η Μεσσαρέ ΄ναι ζάβαλε αλάργο κι όπως είχανε απάνω από τη γ-κεφαλή ν-τωνε το καφτό ήλιο δε ν-τω ν-έμενε σάλιο στο στόμα, εφουρλαντίσανε12 δε ν-είχανε νάκαρα13  να μιλήσουνε. Συβούρβουλοι14  εκατεβήκανε στο πρώτο ντουκιάνι απού απαντήξανε. Οι γι-άντρες επαραγγείλανε καφέδες και γκαζόζες. Οι γυναίκες δε ν-επχαίνανε στο χωριό ν-τωνε στο καφενείο κι ΄τανε ντροπαλές και δε ν-εκατέχανε είντα να παραγγείλουνε . . . Επίνανε νερό και δε ν-το χορταίνανε. Στο τέλος μια απούλες η Αγγέλα, πού ΄τανε χρόνια υπηρέτρια στην Αθήνα και κάτεχενε το γ-κόσμο, με αριστοκρατικό τρόπο και λεπτή φωνή είπενε:

Βανίλια έχετε παρακαλώ;

Απ’ ούλα έχει ο καφενές κερά μου, είπενε ο καφετζής και ξεράθηκενε στα γέλια για την εμιλιά την Αθηναϊκή.

Ούλες οι γυναίκες επαραγγείλανε βανίλια και δε ν΄ εκατέχανε είντα ΄τανε  πιοτό γη γλυκό. Αφού το παράγγειλε η Αθηναία καλό θάτανε. Σ΄ ένα μεγάλο δίσκο έφερενε ο καφετζής τις βανίλιες, μέσα στα ποτήρια με νερό. Επήρανε οι γυναίκες τσι βανίλιες κι εξανοίγανε την Αγγέλα ν΄αρχινήξει πρώτη. Αυτή χενε θωρώντας το γλυκό στην Αθήνα, μα δε ν΄εκάτεχενε πως ακριβώς το τρώγανε. Ετρομαριάστηκενε, το καφενείο ήτανε τίγκα από ανθρώπους. Έπιασενε η κακομοίρα το κουτάλι τη βανίλια και τη γ-καταχτύπανε μέσα στο νερό για να λιώσει κεινονά το άσπρο απού χενε το κουταλάκι. Ρουβέρνουνε15  κι οι γυναίκες και καταχτυπούσανε τα κουταλάκια στα ποτήρια και γίνεντονε σύθρηνο ...

Οι πελάτες του μαγαζιού στη ν-αρχή γελούσανε σιγά-σιγά, ύστερα αδυνατά κι απόης αρχινήξανε τσι σφυρές ... Η Δοξανιώ εκατάλαβενε πως τση περιπαίζανε, ελιγουρεύεντονε και το γλυκό, εσήκωσενε το κουταλάκι μανισμένα και δάγκασενε τη βανίλια με δύναμη. Εκόλλησενε όμως το κουτάλι με τη βανίλια στα δόντια τζη, κι αρχίνηξενε να γρυλλίζει, να τσιρίζει, να πνίγεται ...

Εσηκώθηκενε τ΄ αφεντικό και πήρενε  τσ΄ εργάτες να πάνε πια κάτω στο παζάρι για να αγοράσουνε καινούρια δραπάνια και εργαλεία για το θέρος. Η Δοξανιώ άκουσενε πρώτη φορά τη λέξη παζάρι. Ακλούθανε των αλλωνώ, και σε μια ουλιά ώρα αντίκρυσενε μια μεγάλη αγορά. Καρότσια από τη μια μεριά του δρόμου και απού την άλλη με χιλιάδες πραμάτειες, εργαλεία, ρούχα, παπούτσια, φρούτα, λαχανικά, και έμποροι, πολλοί έμποροι να διαλαλούν τα εμπορεύματα.

Εθαμπωθήκανε τα μάθια τση Δοξανιώς οντε ν-είδενε τα καρότσια με τα μπιχλιμπίδια, τζιμπιδάκια, κορδέλλες, μαντιλάκια, σοσονάκια, πούδρα κοκκινάδι. Τα ξάνοιγενε αποσβολωμένη, τη σέρνανε να φύγουνε και αυτή έβανενε αντισκάρι και κράτανε σφιχτά το καρότσι εμαγεύτηκενε δε ν-εχορταίνανε τα μάθια τζη. Ξελιγωμένη, ξέπνοη γυρίζει και ρωτά το Μεσσαρίτη

-Μπάρμπα ετουτανέ τα πράματα κάνουνε πολλά λεφτά;

-Όι  μωρή Δοξανιώ, τα δίνουνε τζάμπα μ΄ ένα φιλί . . .

-Έλα αφεντικό να διαλέξω δύο κοκαλένια τσιμπιδάκια για τσι πλεξούδες μου

-Έχεις λεφτά; τη ρώτησενε εκείνος

-Έλα και από την πληρωμή μου θα τα κρατήξεις, παρακάλεσε η μικρή

Συγκινημένος τσ΄ αγόρασενε τα τσιμπιδάκια. Η Δοξανιώ έλυσενε τα κόκκινα φάδια16  απούχενε τζιμπροδεμένα17 τα μαλλάκια τζη κι έβαλενε τα όμορφα κοκαλένια τσιμπιδάκια κι εκαμάρωνε ευχαριστημένη.

1.αφρουκάσου= άκουσε

2.σικιλντίζω= πλαντάζω, σκάω από τη στεναχώρια μου (τουρκ. ρ. sikilmak)

3.δερνομουτσουνιάζω= (δέρνω μουτσούνα=μούρη) επιπλήττω

4.εδα έ= αυτή τη στιγμή

5.αποσβολώνομαι= μένω άφωνος (από + ασβόλη=καπνιά)

6.άζουδη= άτυχη

7.γίβεντο= η προσβολή

8.μποξάς= εσάρπα, σάλι

9.κάποτε= βαμβακερό ύφασμα

10.τσιριτηχτή= τρεχάτη

11.τσάπια= καμώματα

13.νάκαρα= αντοχές

14.συβούρδουλοι= όλοι μαζί

16. φάδια= μάλλινες κλωστές

17. τζιμποδένω=  δένω τσίμα, τσίμα, στην άκρη

Ευγενία Ζαμπετάκη-Σπαντιδάκη

Συντ/χος δασκάλα

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ