Στο ζευγάρι που ευλογήθηκε στον Άγιο Νεκτάριο Σπηλαίου Παιανίας (Κουντούκι) και μας κοινώνησε με την άφατη αγάπη του, στον θαυμαστό χώρο του Μουσείου Βορρέ Παιανίας, εν πλήρει ψυχική και εκφραστική αρμονία.
Κώστας Χαρ. Πωλιουδάκης, Χρύσα Ελευθ. Παγκάλου - «Αφιερώνεται»
Το ευχαριστεί δε εκ βάθους καρδίας ο πεζοπόρος κι ο ορειβάτης του Υμμητού, επί 35 συναπτά έτη, γιατί πραγματικά συγκινήθηκε από την ευαισθησία και την αγάπη τους στο βουνό και στους καλεσμένους τους.
4.9.1999 (της θύμησης) Υμηττιανό όρος. Το βρήκα στις δόξες του μετά τις βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών. Τα πάντα μύριζαν και με προσκαλούσαν. Κι εγώ μεθυσμένος από το άρωμα τους, μπήκα στα κλαδερά, στα κατσοπρίνα και τους θύμους. Καλώς σε βρήκα Υμηττέ, έρωτα της ψυχής μου, πιστέ σύντροφε της καρδιάς μου. Μαζί πάλι στο ξεκίνημα για τις δύσκολες μέρες του φθινοπώρου και του χειμώνα, με τις πολλές έγνοιες και τα προβλήματά τους, ύστερα από την ανάπαυλα του καλοκαιριού. Έχουμε πολλά να κουβεντιάσουμε για τον Τσολιά το βουνό της Ικαρίας, τον Ψηλορείτη και το Κέντρος, που με συντροφέψανε στις διακοπές, για τις πορείες που έκανα ή δεν έκανα, για τις χαρές και τις λύπες που δοκίμασα. Όλα θα τα κουβεντιάσουμε στις μοναχικές ώρες των ανηφορικών λογισμών και θα κρατήσουμε μόνο αυτά που μας γαληνεύουν, να τα κάνουμε τραγούδι ζωής, στα γυρίσματα των καιρών. Καλώς σε βρήκα Υμηττέ, απονεμιά της σκέψης μου, λιμάνι της καρδιάς μου.
«Ο λαμπρός Υμηττός με τα ματωμένα πλευρά, η παθιασμένη θάλασσα, τα περήφανα χρώματα της Ελλάδας τα αρώματα της άνοιξης, η ακατανίκητη θλίψη του βραδιού, ο έρωτας μες στα φυλλώματα… Αυτή ήταν η ζωή, η αληθινή ζωή, η μόνη που τον συγκινούσε».
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ
Ο λαμπρός Υμηττός με τα ματωμένα πλευρά... Ο «ευβότανος» και «μελισσόβοτος» κατά τους αρχαίους συγγραφείς, αυτός που κατά τον Babin έδινε το μέλι «το άριστον των επί γης». Που έκανε του ιατρούς να μην «πλουτούσιν εν Αθήναις, των ασθενειών ουσιών σπανιωτάτων». Ο Υμηττός με την τρέχουσα ασχήμια του, αλλά και τα διάστικτα ενθυμήματα μιας παλιότερης ομορφιάς.
Η γοητεία του βρίσκεται στην αντίθεση, η καλλονή βρίσκεται στην άπειρη μορφολογία της σύνθεσης ημέρας και νύχτας. Το συναπάντημα της πόλης και της εξοχής, του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος, ενέχει επίσης τη δυνατότητα της γοητείας. Σε όλες του τις εκδοχές, αυτό το «συναπάντημα» υπόσχεται τουλάχιστον την άρση της επαναληπτικότητας και μονοτονίας, που βιώνουν καθημερινά οι αστοί. Το «είναι» της πόλης έχει ανάγκη από την «άρνηση» της εξοχής, τα τετράγωνα, οι ευθείες και τα επίπεδα, έχουν ανάγκη από τα ακανόνιστα σχήματα των βράχων, των θάμνων και των δένδρων, η ρουτίνα έχει ανάγκη από την άρνηση του αυτοσχεδιασμού, οι καθημερινές συμφεροντολόγες και «ορθολογικές» σκέψεις έχουν ανάγκη από την «άρνηση» μιας προσωπικής φιλοσοφίας.
Στο «Τραγούδι των Αθηνών» στα 1896, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης στιχουργούσε πως «Λευκόπεπλα ξανοίγονται τα πλάτη - νύφη η Πεντέλη εδώ και δίπλα γυρτός - λες την κυττάζει μ’ ένα κρυφής αγάπης μάτι - ο Υμηττός....» Ποίηση και φετιχισμός των ορέων, ποιητική άδεια και «μετεμψύχωση» των αψύχων σε έμψυχα. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο μύλο της .... ανάπτυξης, ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή και η εγκατάσταση προσφύγων σε περιοχές κοντά στον Υμηττό, που προορίζονταν στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας να αποτελέσουν το «μέγα δάσος της πρωτεύουσας».
Η πόλη είναι «κατάσχεση της φύσης από τον άνθρωπο». Χωρίς αμφιβολία. Όμως δε θα χρειαζόταν κανείς να επιστρατεύσει μια τόσο ακραία φυσιοκρατική και «αντι-ανθρωποκεντρική» αντίληψη, ώστε να πείσει περί της ανάγκης προστασίας της περιαστικής φύσης.
Η ιστορία έχει μια θέση σ’ αυτήν εδώ την προσέγγιση της σχέσης της πόλης με την περιαστική φύση, και ιδιαίτερα τη φύση του Υμηττού. Όμως επίσης έχει θέση και η δική μου ανάμνηση. Που διασχίζει τους δρόμους και τις λεωφόρους αυτής της υδροκέφαλης πολεοδομικής συσπείρωσης, και σκέπτεται πόσο κοντόθωρη ή αλλοίθωρη είναι η αγάπη μέσα στο σύγχρονο αττικό χώρο. Που σκέπτεται, πως ακόμα και η ασχήμια μπορεί να είναι αξιαγάπητη, αρκεί να είναι οικεία. Κάπως έτσι και ο Ταχτσής αγαπούσε την Αθήνα, ακόμη κι αν την θεωρούσαν την πιο άσχημη πρωτεύουσα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτή η ανατρεπτική δύναμη της ανάμνησης, λοιπόν, στα βάθη της υποκειμενικότητας και σαν αντίδοτο στον τρέχοντα «εθισμό στην ασχήμια» ανασύρει τον Υμηττό στη περιοχή της Ηλιούπολης, εκεί κοντά όπου η κοινή δοξασία ανέφερε κάποιο καταφύγιο - σπηλιά του λήσταρχου Νταβέλη. Εκεί στη συμβολή δύο επιβλητικών βραχώσεων. Εκεί ψηλά - ίσως εκεί όπου ο Χατζηδάκης είχε τοποθετήσει το μυστικό του. Με το πυκνό πευκοδάσος στην βάση και πιο πάνω τη συγχώνευση του τοπίου άλλοτε με τις νεφώσεις κι άλλοτε με τη στιλπνότητα του αττικού ουρανού.
Ο «τρελός»
Επί Τουρκοκρατίας ο Υμηττός ονομαζόταν από τους Έλληνες «Τρελός», από δε τους Τούρκους Ντελί-νταγ (Τρελοβούνι).
Τη λέξη «τρελός» χρησιμοποίησε και ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεπή για να ονοματίσει τον Υμηττό. Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις γράφει σε ειδικό κεφάλαιο με τίτλο «Για το βουνό Τρελλός και για τα νερά και τα δέντρα του».
«Το βουνό Τρελλός βρίσκεται σε δυο ώρες απόσταση από την πόλη της Αθήνας. Οι Ρωμιοί, οι Άραβες και οι Πέρσες, ονόμαζαν το βουνό αυτό, το ψηλό και περήφανο, Ντελή- νταού, δηλαδή τρελλόβουνο. Τα σπάρτα, τα βότανα και τα μυριστικά που βρίσκονται απάνω σ’ αυτό το βουνό δεν υπάρχουν σε κανένα κάμπο και μάλιστα πιπέρι και ρωμαίικο ραβέντι, μάραθο, λάπαθο και παρόμοια μεγάλης αξίας θρεπτικά βότανα, που γιατρεύουν όλες τις αρρώστιες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Αττική έχει πληθυσμό 300.000 κατοίκους, ενώ ακόμη και το 1916 τα 65% της έκτασής της καλύπτονται από δάση. Οι περιοχές του Υμηττού είναι σχετικά μακρινές και απρόσιτες για τον αστικό πληθυσμό, που είναι εγκατεστημένος σε πολύ μικρό κλάσμα της σημερινής Αθήνας. Ο Αη-Γιάννης ο Καρέας με τα πανύψηλα πλατάνια του και την πηγή του προμηθεύει νερό την Αθήνα, με τη μεσολάβηση «κανατάδων» όπως του γνωστού Μπάρμπα- Γιάννη.
Η κυματοειδής κορυφογραμμή του Υμηττού, μήκους περίπου 23 χιλιομέτρων, αρχίζει από τη θέση «Σταυρός» της Αγίας Παρασκευής και καταλήγει στη περιοχή Βάρης και Βουλιαγμένης, με νοτιότερο σημείο το ακρωτήριο «Πούντες». Το βουνό διοικητικά υπάγεται στο δασαρχείο Πεντέλης. Στα μισά περίπου του μήκους του, όπου βρίσκεται η χαράδρα «Πιρναρής», παρουσιάζει κατάπτωση και χωρίζεται σε δύο τμήματα, το βόρειο ή «Μέγα Υμηττό» κατά τον Θεόφραστο, με υψηλότερη κορυφή τον Εύζωνα (1027 μέτρα) και το νότιο «Μαυροβούνι» ή Ξηροβούνι («Ελάσσονα ή άνυδρο κατά τον Θεόφραστο) με υψηλότερη κορυφή την «Κόντρα» (774 μέτρα).
Ο Υμηττός έχει περισσότερα από 50 σπήλαια και βάραθρα, τα πιο ενδιαφέροντα από τα οποία καταγράφονται από το Νίκο Νέζη. Ιδιαίτερα τα σπήλαια της Παιανίας (Κουτούκι) και το «Νυμφολήπτου» της Βάρης, δείχνουν με χαρακτηριστικό τρόπο την εκπληκτική ποικιλότητα των μορφών της ζωής και τις προσαρμογές της μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Στο σπήλαιο Παιανίας παρατηρούνται κυανοφύκη, χλωροφύκη, διάτομα, βρυόφυτα, μύκητες, κλπ., ενώ η μικροχλωρίδα οδηγεί στην εγκατάσταση ειδικής σπηλαιόβιας πανίδας (αράχνες, ψευδοσκορπιοί, ερπετά, νυχτερίδες κ.α.). Στο σπήλαιο της Παιανίας, που είναι και το ωραιότερο της Αττικής, η πρώτη κατάβαση έγινε το 1928. Η εσωτερική διευθέτησή του έγινε από τους σπηλαιολόγους Πετροχείλου και Ιωάννου, και η φαντασμαγορική διαδρομή των 300 μέτρων γίνεται κάτω από συνθήκες εξαιρετικού τεχνητού φωτισμού. Το σπήλαιο ανήκει στον EOT και είναι ανοικτό στους επισκέπτες.
Το σπήλαιο Νυμφολήπτου, βρίσκεται στην περιοχή της Βάρης, κοντά στην σχολή Ευελπίδων, σε λόφο ύψους 290 μέτρων. Αναφέρεται επίσης και ως σπήλαιο του Αρχεδήμου, από τον ομώνυμο λιθοξόο, που προερχόταν από την Σαντορίνη και έζησε στην Αττική το τέλος του 5ου αιώνα!
Το μεγάλο βάραθρο του Αστεριού, βόρεια της Μονής Αστεριού, έχει συνολικό βάθος 73 μέτρων και αποτελείται από τρεις «ορόφους». Στο βάθος του χαμηλότερου ορόφου βρέθηκαν το 1943 δύο σκελετοί (νέου και νέας) που είχαν παραμείνει εκεί για περισσότερα από 100 χρόνια, χωρίς να δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την παρουσία τους.
Το μεγάλο βάραθρο του Πύργου, βρίσκεται σε υψόμετρο 930 μέτρων και σε απόσταση 700 μέτρων από την κορυφή του Εύζωνα, κοντά στα ερείπια παλιού κτίσματος. Είναι το βαθύτερο βάραθρο της Αττικής (138 μέτρα) και η δυσεύρετη είσοδός του, διαστάσεων 40 επί 70 εκατοστά, έχει κλειστεί από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Η εξερεύνηση του έγινε για πρώτη φορά το 1948.
Η σημερινή κατάσταση του Υμηττού χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη στοιχείων φυσιολατρικού ενδιαφέροντος και μορφών έντονης υποβάθμισης. Συμπαθητικά μονοπάτια με αποκαλυπτικές όψεις, πυκνοδασωμένες και θαμνοσκεπείς περιοχές, κουμαριές και φασκόμηλα σε τοποθεσίες απ’ όπου φαίνεται η Εύβοια, τα υψώματα της Ανατολικής Αττικής, η Αίγινα και κάποτε οι ακτές της Πελοποννήσου, εξακολουθούν να εγγυώνται για τον επισκέπτη μια αίσθηση ριζικά διαφορετική από αυτή που «εισπράττει» μέσα στον αστικό χώρο.
Το 2000 ο Υμηττός διατηρεί κυψέλες, διαθέτει στις υπηρεσίες του ένα ωραίο θεατράκι -του δήμου Αργυρούπολης- διαθέτει ένα μοναδικό μονοπάτι στον άξονα: Αστυνομικά Ηλιούπολης -οδός Κέννεντι-Λάκα Χαλιδούς-Παιανία, διαθέτει ακόμη και μανιτάρια. Ακόμη όμως διαθέτει και νεκροταφεία, 6 τον αριθμό, που βάζουν όχι λίγα ζητήματα «ζωής και θανάτου». Από αυτά το νεκροταφείο των Γλυκών Νερών, με τα πεύκα να φυτρώνουν ανάμεσα αλλά και μέσα στους ίδιους τους τάφους, δεν είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς!
Και το ερώτημα που μπαίνει πάντοτε, είναι γιατί ο θάνατος πρέπει να χωροθετείται τόσο μακριά από τη ζωή. Γιατί τα νεκροταφεία δεν είναι δυνατό να αποτελούν μνημειακούς χώρους, «ενταγμένα» στις λειτουργίες της ζωής και της πόλης. Αλλά εάν ο θάνατος θεωρηθεί μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης κουλτούρας στοιχείο απώθησης και επομένως οι νεκροί απόβλητα ειδικής κατηγορίας, γιατί η αποτέφρωση να μην αναλαμβάνει να επιλύσει το πρόβλημα, σώζοντας πολύτιμες δασικές εκτάσεις.
«Η υπεροχή της φωτιάς απέναντι στο νερό και το χώμα· η υπεροχή της διάλυσης του σώματος μέσα σ’ ένα καταποτήρα αστραπής σε σύγκριση με το σάπισμα και την αποσύνθεση· η υπεροχή ενός αιθέριου και ταχύτατου ατμισμού της ύλης απέναντι στην αργή δυσοσμία, στην κατακάκωση και στον εξευτελισμό της φτωχής μας σάρκας στις χώρες των σκουληκιών και των μικροβίων, είναι μια υπεροχή αυταπόδεικτη και ψηλαφητή. Αποστρέφεται κάθε συνηγορία», έγραφε ο καθηγητής Λιαντίνης. Προβάλλοντας την καύση των νεκρών ως «αισθητικός αίτημα».
Στη χώρα της «περιπατητικής φιλοσοφίας», η περιπατητική εμπειρία είναι από τις πλέον φτωχότερες. Ο Υμηττός εξακολουθεί να διαθέτει εξαίσιους περιπατητικούς άξονες, απρόσβλητους από το θόρυβο και καμιά φορά και από την όψη του λεκανοπεδίου. Από τον Κουταλά, από το μοναστήρι της Καισαριανής, από τον Αη Γιάννη τον Καρέα, από τον ΟΤΕ με κατεύθυνση προς Πεντέλη και αντίθετα προς τον Εύζωνα με κατάληξη ένα υψίπεδο που έχει στοιχεία αετοφωλιάς και δίνει απλόχερα τη διπλή θέα του Ευβοϊκού και του Σαρωνικού, οι περίπατοι του Υμηττού εξακολουθούν να έχουν μεγάλη αξία.
Η οργανική σχέση ανθρώπου και χώρου, επιβεβαιώνεται μέσα από την ποιότητα του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος. Η κατάρρευση του χώρου είναι δείκτης της κατάρρευσης των ανθρωπίνων αξιών και ποιοτήτων. Αυτό, σε τελευταία -τελευταία ανάλυση σημαίνει, πως οι Αθηναίοι έχουν την πόλη που τους αξίζει! Και την έχουν γιατί παραμέλησαν απλούστατες ιδιότητες της ζωής και του χώρου - όπως λ.χ. το ότι της «ζωής δεν της αρέσει να κλείνεται σε κουτιά» - προσχωρώντας επί δεκαετίες στη γεωμετρία των ευθειών και των ορθογωνίων. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα στοιχεία που θα μπορούσαν να «ισοφαρίσουν» την πτώχευση του αστικού πυρήνα - όπως είναι τα κοντινά βουνά, οι λόφοι, τα ρέματα, οι παραλίες - τέθηκαν κάτω από τα πυρά της κερδοσκοπίας και του κονφορμισμού. Η ποιότητα της πόλης καθόρισε την ποιότητα της υπαίθρου. Όμως αυτή η σχέση αποδείχθηκε αμφίδρομη κι όχι μονόδρομη. Κι αυτό στη προκειμένη περίπτωση σημαίνει, ότι ο περιαστικός χώρος μπορεί να προωθήσει ένα νέο πλαίσιο, διεγερτικό και γονιμοποιό της καθαυτό αστικής ζωής.
Πηγή: Γιάννης Σχίζας «ΥΜΗΤΤΟΣ»
Εκδόσεις Στοχαστής.
Αντώνης Καλογήρου «ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΥΜΜΗΤΟΥ»
Εκδόσεις Κριτική