ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Nα πιστεύεις τον εαυτό σου του Μανόλη Σκαρσούλη

0

-   Από πού έρχονται τα παραμύθια; ρωτούσε ένα παιδί

-   Έρχονται από την ποίηση, από τον ποιητικό κόσμο που έχει ο καθένας μας μέσα του.

-   Πώς ήξερες ότι υπήρχε μια γυμνή γυναίκα μέσα σ’ αυτή την πέτρα; ρώτησε ένα άλλο παιδί έναν γλύπτη.

-   Δεν το ήξερα, είπε ο καλλιτέχνης, την ένιωθα μέσα μου πολύ βαθιά κι έτσι την άφησα να βγει.

-   Πού βρίσκεις όλες αυτές τις ιστορίες; επέμεινε ένα πρώην παιδί.

-   Δεν τις βρίσκω, εκείνες έψαξαν και με βρήκαν.

Ο μύθος του ανθρώπου που ήταν ερωτευμένος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ήταν ερωτευμένος με τον πλανήτη Αφροδίτη και κάθε βράδυ που ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια, ξάπλωνε μπροστά απ’ το σπίτι του για να εξομολογηθεί την αγάπη του στον απρόσιτο, όπως αυτός τουλάχιστον νόμιζε, πλανήτη.

Όταν όμως έφτασε στη μέση της διαδρομής ξαφνικά έκανε την εξής σκέψη:

«Μα δεν μπορεί να είναι αλήθεια, ονειρεύομαι, δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να περπατάει πάνω στην αχτίδα ενός πλανήτη …»

          Και μ’ αυτήν την ξαφνική αμφιβολία παραπάτησε, έπεσε και τσακίστηκε χιλιάδες χιλιόμετρα πιο κάτω στον πλανήτη Άρη.

          Πριν πεθάνει, πρόλαβε να ακούσει τη φωνή της αγαπημένης του να του ψιθυρίζει στ’ αυτί.

          Δεν αρκεί να μ’ αγαπάς, ούτε να μου έχεις εμπιστοσύνη , έπρεπε να πιστεύεις στις δυνάμεις σου, να τολμήσεις να εμπιστευτείς τον εαυτό σου.

Έτσι τελειώνει το παραμύθι του ανθρώπου που δεν ήξερε ότι το δυνατό απέχει μόλις μια ανάσα από το αδύνατο!

Το μικρό κορίτσι που περίμενε τον μεγάλο έρωτα.

          Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που από χρόνια, πολλά χρόνια, έτρεφε στην καρδιά του το όνειρο ενός μεγάλου και ωραίου έρωτα.

          Χρόνια ολόκληρα ήταν σίγουρη ότι ο έρωτας θα ερχόταν να την ανταμώσει, θα την αναγνώριζε μέσα σ’ όλες τις άλλες και θα της έλεγε:

-   Ναι, εσένα γύρευα, για σένα ήρθα, για σένα μόνο…

Όταν μεγάλωσε το κοριτσάκι, για να μοιάσει στις φίλες της, στις άλλες γυναίκες, απαρνήθηκε το όνειρό της κι έφυγε στην αγκαλιά κάποιου περαστικού.

Κάποια μέρα μετά η σχέση χάλασε, κι εκείνη το ‘βγαλε στα πόδια για να περισώσει λίγη από τη ζωή της.

Έκτοτε παρέμενε κλειστή στην ηδονή, τρομοκρατημένη από το ενδεχόμενο να μοιράζεται με κάποιον τη ζωής της.

Κάποια μέρα, πολύ αργότερα, ανακάλυψε, πολύ βαθιά μέσα της, αυτή την αγάπη που τόσο αναζητούσε έξω.

Μάλιστα, την αγάπη αυτή την βρήκε μέσα της, σαν μια καταπληκτική δύναμη, που την έσπρωξε προς έναν άνδρα, τον οποίο ούτε περίμενε, ούτε λαχταρούσε.

Σαν μια πηγή πότισε κάθε της νεύμα, σαν ένας ήλιος φώτισε τα λόγια της, έκανε ν’ ανθίσουν δυνατότητες που εκείνη ούτε καν υποπτευόταν.

Ήταν σαν ένας εσωτερικός σεισμός που ταρακούνησε ολόκληρη την ύπαρξή της.

-   Δεν το αξίζω, σκεφτόταν, μάλλον λάθος θα ‘κανε, θα με πέρασε για κάποιον άλλο.

Κι όμως εκείνον είχε διαλέξει, μόνο εκείνον.

Το μικρό κορίτσι που ήταν πάντα μεγάλο.

          Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που είχε μεγαλώσει απότομα, πάρα πολύ γρήγορα.

          Το κοριτσάκι αυτό δεν είχε τολμήσει ποτέ να ζητήσει τίποτα, δεν ήταν ποτέ απογοητευμένο. Δεν ήξερε αν ήταν ευτυχισμένη ή όχι. Δεν είχε δικές της επιθυμίες. Δεν περίμενε τίποτα. Οι άλλοι περίμεναν απ’ αυτήν. Η μόνη της ευχαρίστησή ήταν… να ευχαριστεί… τους άλλους!

          Το κοριτσάκι αυτό χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τα σαράντα. Μάλιστα, καλά ακούσατε, σαράντα χρονών, για να τολμήσει να γίνει μικρό, για να τολμήσει να έχει απραγματοποίητες επιθυμίες, να τολμήσει να κλάψει και να γελάσει. Για να τολμήσει να χορέψει και να κάνει και καμιά χαζομάρα.

          Είχε ήδη παιδιά τότε και μια μέρα η ίδια της η κόρη τη ρώτησε:

-   Μαμά είναι αλήθεια ότι δεν μπόρεσες ποτέ να είσαι μικρή όταν ήσουν μικρή;

-   Αλήθεια είναι, έζησα σα να μην είχα ποτέ ούτε το χρόνο, ούτε την ιδέα, ούτε τη δυνατότητα να είμαι μικρή. Ναι, μεγάλωσα πολύ νωρίς, της είπε. Μόλις σήμερα καταλαβαίνω γιατί.

Όλα έγιναν λες και οι ίδιοι μου οι γονείς δεν είχαν τον καιρό να μεγαλώσουν, όταν ήταν παιδιά, λες και έπρεπε να είμαι εγώ μεγάλη στη θέση τους…

ΨΑΞΕ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ

Η μικρή βατραχίνα

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια μικρή βατραχίνα που στην αρχή της ζωής της ήταν πραγματικά πάρα πολύ μικρή.

Όταν γεννήθηκε ήταν πολύ αδύνατη σε σχέση με τα άλλα μωρά βατραχάκια με τα μικρά της πατουσάκια, με τα μικρά της μάτια, με το μικρό της στόμα.

Τόσο πολύ που η μητέρα της, ανήσυχη, είχε προσπαθήσει να την ταΐσει δίνοντάς της πολύ από το δικό της γάλα, βατραχίσιο γάλα φυσικά. Γεμάτο βιταμίνες, μουρουνόλαδο, πολλές φροντίδες, πολλή αγάπη και η μικρή βατραχίνα μεγάλωνε. Σήμερα ήταν ένα μικρό κορίτσι εφτά χρονών, χοντρή σαν ένα μικρό κορίτσι σχεδόν δωδεκάχρονο. Τη ενοχλούσε ωστόσο να είναι τόσο εύσωμη, ιδίως όταν η μητέρα της της έκανε παρατηρήσεις του τύπου:

-        Δε νομίζεις ότι… τρως πολύ σοκολάτα,

     ότι τσιμπολογάς πολύ, ότι θα έπρεπε να τρως λιγότερο,

     ότι θα έπρεπε  να προσέχεις περισσότερο…

Αλλά οι συστάσεις, οι συμβουλές, έμεναν άκαρπες, αυτή η μικρή βατραχίνα παρέμενε χοντρή, τεράστια.

Αυτό που δεν ήξεραν οι γονείς είναι ότι η μικρή βατραχίνα είχε καταπιεί όλη την αγωνία τους που είχε σχέση με το μειωμένο βάρος της γέννησής της.

Ήταν σαν να έλεγε με τα παραπανίσια κιλά της:

Μη φοβάστε πια, κοιτάξτε, κράτησα όλα όσα μου δώσατε και με το παραπάνω. Δεν άφησα τίποτα να χαθεί, ούτε ένα ψίχουλο, ναι, ναι τα κράτησα όλα.

Μικρή η μεγαλύτερη ενοχή.

Δύο άντρες που γνωρίζονταν εδώ και καιρό συναντήθηκαν στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Ήταν και οι δύο καταπονημένοι, συντετριμμένοι, μελαγχολικοί.

Χάλια, όσο δεν πάει άλλο. Ο ένας από τους δύο πιστεύοντας ότι είναι ο πιο μελαγχολικός, απευθύνθηκε στον άλλον λέγοντας του:

-        Εάν μου επιτρέπεις, μου φαίνεται ότι δεν είσαι καλά, τι σου συμβαίνει;

Ήλπιζε ότι ό άλλος θα του έλεγε: «Είμαι καλά» γεγονός που θα του επέτρεπε να του πει κι αυτός με τη σειρά του:

-        Είσαι τυχερός, εγώ δεν είμαι καθόλου καλά…

Αλλά αυτός ενάντια σε κάθε προσδοκία, απάντησε:

-        Α! Δεν είμαι καθόλου καλά, αισθάνομαι ένοχος, φοβερά φταίχτης. Η μητέρα μου ήταν άρρωστη και τη συμβούλεψα να χειρουργηθεί. Μετά την εγχείρηση πέθανε. Ποτέ, ποτέ δεν θα έπρεπε να την είχα συμβουλέψει να χειρουργηθεί, εγώ φταίω που πέθανε.

Και ο πρώτος με τη σειρά του αναφώνησε:

-        Η δική μου περίπτωση είναι ακόμα χειρότερη, και η δική μου μητέρα ήταν πολύ άρρωστη, ήθελε να χειρουργηθεί αλλά εγώ την απέτρεψα, της πρότεινα να πάει καλύτερα  διακοπές! Πέθανε σε τροχαίο ατύχημα.

          Είναι τρομερό, ποτέ δεν θα έπρεπε να την αποτρέψω να κάνει αυτή την εγχείρηση. Εγώ φταίω που πέθανε.

     Ο συνομιλητής του υπερθεμάτισε:

     Ναι, αλλά εσύ μισούσες τη μητέρα σου ενώ εγώ την αγαπούσα, εγώ λοιπόν υποφέρω περισσότερο.

-        Έτσι νομίζεις έσπευσε να προσθέσει ο πρώτος.

     Η δικιά σου δε χρειάστηκε να υποστεί μια επώδυνη εγχείρηση. Πέθανε χωρίς να υποφέρει, ενώ η δική μου…

-        Ναι αλλά η δικιά σου δεν κατάλαβε τίποτα, δεν ήξερε τι θα της συνέβαινε ενώ η δική μου…

     Μια καταιγίδα τους χώρισε αλλά υποσχέθηκαν να επαναλάβουν αυτή τη συναρπαστική συνομιλία.

     Για να μάθουν ποιος είναι ο πρώτος στην ενοχή, ποιος είναι αυτός που οφείλει να επωμιστεί τον μεγαλύτερο πόνο γι’ αυτό που έκανε ή είπε, γι’ αυτό που δεν έκανε ή δεν είπε.

Η μικρή μέρα που δε νύσταζε.

Το καλοκαίρι, θα το ‘χετε προσέξει, οι μέρες μεγαλώνουν, μεγαλώνουν. Θέλουν να διαρκέσουν πολύ, πάρα πολύ. Δεν τις παίρνει εύκολα ο ύπνος τις μέρες και έχουν τόσα και τόσα πράγματα να ζήσουν, τόσα και τόσα πράγματα να δουν, να ακούσουν, ν’ αφουγκραστούν και επίσης να δεχθούν.

     Και αν τυχόν η επόμενη μέρα δεν ξαναρχόταν; Ούτε η μεθεπόμενη, τότε τι θα γινόταν;

     Τι θα συνέβαινε επίσης εάν αυτοί οι δύο, οι γονείς μου που είναι πάνω από μένα, εξαφανιζόταν ε;

     Τι θα γινόμουν εγώ, η μικρή μέρα του σήμερα, αναρωτιόταν μια μέρα-παιδί.

     Όλες αυτό λένε, οι μακριές μέρες του καλοκαιριού, που δε θέλουν να κοιμηθούν καθόλου. Μα καθόλου όμως! Ούτε να κοιμηθούν σαν αγγελούδια ούτε να κοιμηθούνε του καλού καιρού!

     Ήθελαν να μείνουν με τα μάτια ανοιχτά, το στόμα ορθάνοιχτο, τα χέρια τεντωμένα προς το ανείπωτο, προς το νόημα της ζωής.

Λοιπόν τι κάνουν οι μέρες που δε θέλουν να κοιμηθούν;

Εκνευρίζουν τους γονείς τους. Θα προσπαθήσουν να τους συγκρατήσουν, να τους στριμώξουν στη γωνία του σαλονιού ή του δωματίου όσο το δυνατόν περισσότερο, θα προσπαθήσουν να τους γοητεύσουν για να διαρκέσουν όσο το δυνατόν περισσότερο.

     Αν μου άφηναν λίγο παραπάνω κάτι δικό τους, λίγη απ’ τη μυρωδιά τους, από τη μουσική τους, από τη παρουσία τους, έλεγε η μικρή μέρα που δεν ήθελε να κοιμηθεί. Ξέρω καλά ότι θα νυστάξω, ξέρω καλά ότι θα διασχίσω τη νύχτα, θα κάνω το γύρο του κόσμου, θα δω άλλα τοπία στα όνειρά μου.

     Μερικές φορές φοβάμαι λίγο τη στιγμή του περάσματος όπου θα βρεθώ από τη μέρα στη νύχτα.

     Έτσι μιλούσε στον εαυτό της η μικρή μέρα που δεν ήθελε να κοιμηθεί πάνω στο κρεβάτι της την εύθραυστη στιγμή που θα την έπαιρνε ο ύπνος.

     Μιας και το να πέφτεις σε ύπνο είναι σημαντικό. Και αν πέφτοντας πήγαινες τόσο μακριά και δεν μπορούσες να ξαναγυρίσεις;

     Τώρα καταλαβαίνετε καλύτερα γιατί κάποτε οι μέρες δε θέλουν να ξαπλώσουν, ούτε ν’ αποκοιμηθούν. Είναι γιατί φοβούνται μην πέσουν σε ύπνο.

Ο δάσκαλος και ο μαθητής

Στην Ινδία, σε μια περιοχή κοντά στο Θιβέτ, ήταν μια φορά ένας δάσκαλος με το μαθητή του. Δάσκαλος και μαθητής αφού διαπραγματεύτηκαν τους όρους και τις καθιερωμένες πρακτικές, ο δάσκαλος ξεκίνησε την εκπαίδευση λέγοντας στο μαθητή του:

-        Πρέπει να γίνεις δυνατός. Ψάξε να βρεις ποιος είσαι.

Ο μαθητής ξεκίνησε να ψάχνει τη δύναμη και ένα χρόνο μετά επέστρεψε να δει το δάσκαλό του και του είπε:

-        Είμαι δυνατός.

Για να δείξει τη δύναμή του πήρε ένα βράχο, που ένα χρόνο πριν ήταν αδύνατον μετακινήσει, τον σήκωσε ψηλά και τον άφησε να γίνει χίλια κομμάτια στο έδαφος.

-        Πολύ καλά, είπε ο δάσκαλος, είσαι δυνατός.

Τώρα πρέπει να γίνεις έξυπνος. Ψάξε να βρεις ποιος είσαι.

Ο μαθητής ξεκίνησε να ψάξει την εξυπνάδα και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε στο δάσκαλό του και του είπε:

-        Είμαι έξυπνος.

Ο δάσκαλος του ‘δωσε ένα μεγάλο κείμενο.

-        Να έρθεις να μου μιλήσεις γι’ αυτό σε τρεις ώρες.

Αφού πέρασαν οι τρεις ώρες, δάσκαλος και μαθητής μιλούσαν ως ίσος προς ίσο μέχρι το ξημέρωμα.

Ο δάσκαλος τότε είπε:

-        Πρέπει να γίνεις ευαίσθητος. Ψάξε να βρεις ποιος είσαι…

Ο μαθητής τότε έφυγε και η απουσία του διήρκησε δέκα χρόνια.

Επιστρέφοντας έδειξε στο δάσκαλό του όλη του την ευαισθησία.

-        Πολύ καλά είπε τότε ο δάσκαλος αφού είσαι δυνατός, έξυπνος, ευαίσθητος πρέπει να είσαι και αυστηρός…

Ο μαθητής τον διέκοψε και παίρνοντας το λόγο είπε:

-        Είμαι αυτός που είμαι.

-        Δεν έχω πια τίποτα να σου μάθω απάντησε ο δάσκαλος. Πήγαινε, ο δρόμος σου είναι πράγματι ο δικός σου!

     Εμπνευσμένο από ένα παλιό ινδικό μύθο.

Πηγή: «Παραμύθια που θεραπεύουν», εκδόσεις ΜΕΤΑ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ