ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το πρώτο ταξίδι τση Δοξανιώς της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

(Αληθινή ιστορία)

συνέχεια από το προηγούμενο...

Καθ’ αργά οι θεριστάδες μετά το δείπνο αρχινούσανε το γλέντι. Έπιασενε τη λύρα ο Σηφαλιός και με τσι κοντυλιές και τση μαντινάδες του εγίνεντονε ο πρώτος στη μ-παρέα.

Η Δοξανιώ εχόρευγενε κι ο λυράρης τση ριχνενε ερωτικές ματιές και τση τραγούδιενε μαντινάδες. Καθ’ αργά αρχίνανε με την ίδια:

Θωρείς(1) το κείνο το μικρό

όντε(2) θα μεγαλώσει

έχει δυο μάθια όμορφα

κι αθρώπους θα σκλαβώσει

Με το γ-καιρό η Δοξανιώ ένοιωσενε να γεννάται στη γ-καρδιά τζη ένας μεγάλος σεβντάς για πρώτη φορά. Ο λυραντζής με τσι κοντυλές και τσι μαντινάδες εσυμπαρδούλιζενε(3) τη φωθιά απού τσ’ άναψενε. Δε ν-εμπόριενε να χώσει τον έρωτά τζη για το Σηφαλιό. Ούλοι τη συμβουλεύανε ν’ αφήσει το γαμπρό και να γιαγύρει στη μάνα τση, γιατί ‘τανε πολλά μιτσή για γάμο. Αυτή που ν’ ακούσει από τόνα αυτί τ’ άκουενε κι απού τ’ άλλο τα ‘βγανενε. Ήθελενε ιλέ μου(5) και καλά μου(4) ν’ ακλουθά του ντελικαλή. Απής(6) ετελείωσενε ο θερισμός επλερωθήκανε οι γι-εργάτες αποχαιρετιχτήκανε και ξεκινήσανε για τα χωριά ντωνε.

Ο Σηφαλιός επήρενε τη Δοξανιώ με το μαξούλι(7) τα θεριστικά και τη πήγαινε στο χωριό ν-του, στο πατρικό ν-του σπίτι.

Όντε ν-εγνωρίσανε οι γονέοι ν-του κι ο Παναγιώτης ο αδελφός του τη νύφη, αποσβολωθήκανε(8)! Ο Σηφαλιός όξω από τη ν-τεμπελιά ήτανε και μικιός δε ν-ήτανε παομένος ακόμη στρατιώτης.

Η μάνα ν-του με καλό τρόπο τσι συμβούλεψενε.

-Σηφαλιό μου, εντάξει παιδί μου σε καταλαβαίνω απού την αγάπησες, η κοπελιά ‘ναι όμορφη και καλή, αλλά ‘στε κι οι δυο μικροί δεν επήγες ακόμη στρατιώτης να πήξει η νούς σου, ο γάμος σ’ απολείπετε ατζέμπις(9). Θέ μου με είντα νου θα κάμεις φαμελιά;

Εσύ, Δοξανιώ να πάεις στο χωριό σου να μη στενοχωράται η μάνα σου, να φάνεις τα προυκιά σου κι αργότερα θα κάμομενε το γάμο.

-Δε μ-πάω ποθές(10) χωρίς το Σηφαλιό μου, τα προυκιά μου τάχει η μάνα μου έτοιμα, δε ν-έχει άλλη κοπελιά ό,τι ‘χει είναι δικό μου…

Η Βαγγελιά έκαμενε πως δε ν-άκουσενε πράμα και παρακάλεσενε το Νικολάκι τον άντρα τζη, να καβαλικέψει τη γ-κοπελιά στο γάιδαρο και να τηνε πάει τση μάνας τση.

-Θα φαρμακωθούμενε καλιά παρά να χωριστούμενε, είπανε μ’ ένα στόμα οι γι-ερωτεμένοι και δώκανε των αμαθιώ ν-τωνε, κιανείς δε εκάτεχενε που πάνε

Εγιαγείρανε(11) οι Αμαριώτες στο χωριό με τα γαϊδουράκια ν-τωνε φορτωμένα καρπό και τσι τσέπες τωνε γεμάτες λεφτά, εφέρανε το μαντάτο στη Γιωργάκαινα απού στεκενε στη πλατεία του χωριού και ανίμενε(12) ν-τη γκοπελιά τζη.

Ετζαρκουνομαδίστηκενε η μάνα, ήρθανε κι οι συγγενείς να τση παραβρεθούνε, εσυμφωνήσανε ούλοι πως ήτανε μιτσή η Δοξανιώ και δε ν-ήτανε η γι-ώρα τζη να παντρευτεί ‘δα(14) αλλά πως θα ξεπλυθεί το γίβεντο(13);

Αποφασίσανε να πάνε, η μάνα τζη και δυο πρωτομπαρμπάδες στο χωριό του γαμπρού. Απής εφτάξανε εκάτσανε στο ντουκιάνι μέχρι να δούνε είντα θ’ απογενούνε.

Ο Σηφαλιός εθάριενε πως ήρθανε οι συγγενείς να του πάρουνε τη γυναίκα. Για να την εκθέσει, τη μ-πήρενε αγκαζέ και περάσενε από το καφενείο. Το γίβεντο δε ν-εσήκωνε αναβολή, τσι καλέσανε και πήγανε στην εκκλησία, εφωνιάξανε το μ-παπά και τσι γονέους του γαμπρού, εκόψανε δυο κλωνάρια κλίματα τα γυρίσανε, ενώσανε τσ’ άκρες, τσι δέσανε και κάμανε δυο στεφάνια.

Την ώρα του μυστηρίου τ’ αντάλλαξανε τσι κεφαλές τωνε ένας από τσι λιγοστούς γαμηλιώτες. Με το γάμο ευλοήθηκενε το γιαγκίνι του Σηφαλιιού και τση Δοξανιάς, έσβησενε δα(14) η γι-εντροπή, ούλα καλά.

Εχαιρετιχτήκανε, ευχηθήκανε οι συμπεθέροι και τ’ αντρόυνο και ήτανε ούλοι ευχαριστημένοι. Μόνο η Γιωργάκενα, η μάνα τση νύφης είχενε ντουσουλμέ(15). Εκάτεχενε τη φτώχια και τα βάσανα απού θα τραβήξει η κοπελιά τζη, εκούνιενε τη γ-κεφαλή τζη και σιγανομουρμούριζενε «Κάμε κι αλλιώς ανέ μπορείς ζάβαλε…»

Η Δοξανιώ εγέννησενε πέντε κοπελιές και δούλευγενε μέρα νύχτα, σα ν-το μελίντακα, στα ξένα χωράφια να τσι μεγαλώσει και να μη κακοπερνά κι ο άντρας τση, απού δεν εκάτεχενε να κάνει άλλο πράμα παρά να παίζει τη λύρα και να τσ’ αφήνει παραγγελιά:

«Σύμπαινε, φως μου τη φωθιά

τσ’ αγάπης να μη σβήσει

γιατί η ζωή δίχως εσέ

αγκάθια θα γεμίσει»

Στο γάμο εκατάληξενε το πρώτο ταξίδι τση Δοξανιώς.

1)     θωρώ = κοιτάζω

2)     όντε = όταν

3)     εσυμπαρδούλιζενε = εκουνούσε τα ξύλα ν’ ανάβουνε

4)     ιλε μου και καλά μου = σώνει και καλά

5)     ιλε μου (επίρρ. Αραβικό ille) = προπαντός, κυρίως

6)     απής = αφού

7)     μαξούλι = εισόδημα

8)     αποσβολοθήκανε = μείνανε έκπληκτοι

9)     ατζέμπις (τουρ. επιρρ.) = άραγε

10) ποθές = πουθενά

11) εγιαείρανε = εγυρίσανε

12) ανίμενε = περίμενε

13) γίβεντο = προσβολή

14) εδά = τώρα

15) ντουσουλμές (τουρκ.dusunmek) = βαθιά σκέψη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ