ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Βλυχάδα της Ευγενίας Ζαμπετάκη - Σπαντιδάκη

0

-Πολλά τα έτη σας συντέκνισσα Αλισαβιά

-Πολλά και τα δικά σας.

- Κι είντα νε δα και μας εθυμήθηκες; Ζαμάνια(1) και καιρούς είχες να μπεις στο κονάκι μας, ασελί(2) κιαμιά γρε θανε ‘ποθάνει! Εμπα λωδά να μας σε πείς και πράμα χαμπέρι από τουδά απού το καμποχώρι που συχνοδιανταλλάσσεις(3). Έχεις μιαθώς και τσι δικολογιές σου, οθέ ν-εκειδά και μόνο – μόνο να σου ‘ρθει στα ρθούνι(Ι), εκειά ξεπιτυράς(4). Εσύ ζάβαλε το ‘χεις δίπορτο.

-Κιάμε συντέκνισσα Μαριγώ για τσι δικολογιές πάω... τη μάνα μου ντουσουντίζω απού απόμεινενε ‘κει εφταμόναχη, ο Θεός τάξε να τη γ-κυβερνά τη γ-κακομάζαλη. Εγέννησενε τόσα κοπέλια και πιάσαμενε τ’ ανάπλαγα και καλομοιριαστήκαμενε αλάργο(5) κι άδειασενε το σπιτικό τζη.

-Κόπιασε, κάτσε ‘πανιγέ(6) στο τραπέζι να σου βάλω ελιές και ζεστό ψωμί απ’ ότι και το ‘βγαλα απού το φούρνο, να χαύτεις να πιείς κι ένα κρασί, κάτσα δα μπρε μια τζη μιάς(ΙΙ) απού σμείξαμενε.

-Δε ν-είμαι συντέκνισσα για καθησιό γιατ’ έχω πολλές δουλειές μόνο ξανοίγω να βρω μια μ-πατούλια γυναίκες απού το χωριό να πάμενε στη βλυχάδα γιατί εμένα καϋμέχαρη με τρόζανε η χολή μου. Σηκώνομαι κάθα ταϋτέρου κι είναι ολόπρικιο σα ν-τη σφάκα(7) το στόμα μου. Όι μόνο τουτονά αλλά ζαλίζομαι και κουνανταυλώ(8) και θα τσουρίσω όντε ν-ανεβοκατεβαίνω τσι σκάλες του σπιθιού και λαντουριδιάζουνε και τα μάθια μου σα να μπαίνει μια μαύρη σκέπη ομπρός μου και δε διανερίζω(9) από παέ έως εκειγέ(10).

-Η βλυχάδα είναι καλή για ούλες τσ’ αρρώστειες γιατί καθαρίζει το ν-οργανισμό απ’ ούλα τα φαρμάκια και τονε κάνει λαμπίκο, όπως το ‘χομενε ακουστά από τσι παππουδολαλάδες μας, κι ούλα οι πρωτινοί από μπαμπά μαλί(11) το λέγανε. Οι συχωρεμένοι οι γονέοι μας δε ν-επέρνανε χρονέ και να μη μ-πάνε στη Βλυχάδα στη Γεωργιούπολη εκειά κοντά στη θάλασσα. Τρέχει βλυχό(12) νερό από δυο τρεις πηγές. Η καλύτερη όμως είναι ‘κειδά πέρα οθέ ν-το τρουλί ίσια κάτω απού ‘ναι τα πολλά βρούλα. Ούλη δα κεινηνά η περιοχή είναι βάλτος και κάνουνε σύννεφο τα κουνούπια, α μας σε δαγκάσει κιανένα θα μας σε πιάσει ο παντέρμος ρίγος να μας σε τινάσει σα ν-τη κακομοίρα τη Στελιανίνα απού ‘ναι τόσος καιρός απού τη παιδεύγει κι ‘ναι κίτρινη σα ν-το μανουσάκι.

-Είντ’ μόνο αυτή ‘ναι αρρωσταρέ; Καλολογάριασε πόσοι χωριανοί ‘ναι αρρωστάρηδες με τη μ-παντέρμη αρρώστεια.

-Ας είναι δα, για μια φορά απού θα πάει κιανείς θα τονε πιάσει κιόλας ο ρίγος; Εμείς θα ‘χομενε τσ’ αμέντες μας(13) να μη σιμώσει κουνούπι απάνω μας. Ήθελα συντέκνισσα Αλισαβιά κι εγώ να πάμενε γιατί ότι να σκύφτω στουμπώνει το στομάχι μου, γή όντε μ-πάω προς νερού μου γροικώ και με τσιβιδίζει(14) οθέ ν-εκειδά σα ν-τη πιπερέ απού δε νταγιαντίζω(15), κι είναι δα η παντέρμη χολή η γι-αφορμή. Απόψε θα το πω στη βεγγέρα, αύριο θα χαζιρευτούμενε και τη Τετράδη θα ξεκινήσομενε, με τη δύναμη του Θεού.

Εμονομεριάσαμενε πεντέξε χωριανές νυχτωπά – νυχτωπά πρι ν’ αποδιαφωτίσει, στο ντουκιάνι του Σταυρούλη, κάθε μια καβαλαρέ στο χτήμα τζη, σαφίς γυναίκες, γιατί σε τέθοιες δουλειές πάνε γή όλο γυναίκες, γη όλο άντρες

Είδαμενε και πάθαμενε να ξεστιμονίσωμενε(16) στη ν-Βλυχάδα κοντομεσήμερο. Εδέσαμενε τα χτήματα και τα ξεσαμαρώσαμενε ν’ αλαφρώσουνε να ξεκουραστούνε κι απόις εβάλαμενε δυο πέτρες αντικριστά και κοντά η μια στην άλλη. Αναμαζώξαμενε από πέρα πώδε(ΙΙΙ) τσακνουλάκια και ξύλα ν’ άψομενε τη φωθιά. Εστέσαμενε στη μ-παρασθιά ένα γ-καθαρό γαζοντενεκέ και τονε γεμίσαμενε βλυχύ νερό από κειά απού τη πηγή απού ‘τρεχενε να χλιαρίνει η βλυχάδα απού ετσιδά ενεργά πλια καλιά, εβανενε η καθεμιά και γέμιζενε το μαστραπά και το πινενε μονοτζάγκαδο(17).

Εβγάλαμενε τ’ απομεσόρουχά μας ούλα, κι απομείναμενε μόνο με το ξωφούστανο και με το μπούστο, γιατί ότι να σε κινήσει η βλυχάδα σε πιάνοι κοιλιοδρόμι(18) και δε μ-προκάνεις να λυς και να δένεις τα ρούχα σου, ως καθώς πρπει να κοντοκαθίζεις ντάι ντάι.

Ως το μεσημέρι ποθές  θα ‘χενε πιωμένη η καθαμιά, πλια ‘πο ‘να γκαζοντενεκέ βλυχάδα, κι όλο πίναμενε ακόμη, ώστε να που τηνε βγάναμε ολοκάθαρο νερό όπως το πίναμενε.

Εξέπνεξέ μας όμως απού δεν είχαμενε νάκαρα(19) να ξεσύρομενε. Εγύρισε δα μπλιό η μέρα, ο ήλιος ήθελενε ακόμη ένα κονταρόξυλο να βασιλέψει, είπαμενε να βάλομενε στο στόμα μας μια μπουκιά ψωμί κι απόις να χαζηρευτούμενε να φύγομενε.

Μόνο η άζουδη η Βασιλική εταλαπόδερνενε ακόμη με το κοιλιοδρόμι. Άργησενε ζάβαλε(20) να τη πιάσει η βλυχάδα...

Εξεμάκρυνε απού τσ’ άλλες και όπως εσηκώθηκενε απού τ’ αλμυρίκια και κράτανε το ξωφούστανο με τα χέρια τζη θωρεί στη κομεσούρα(21) του βράχου ένα ν-άντρα και τηνε ‘ξάνοιγενε. Σέρνει φωνή, επαραλύσανε τα χέρια τζη, αμόλαρε το ξωφούστανο κι απόμεινενε ολόγδυμνη, όπως τη ν-έκαμενε η μάνα τζη.

Όντε ν-ακούσαμε τσι φωνές και τη ν-είδαμενε αναλοϊσμένη και ξεγλωσσισμένη τη κακομοίρα και τη μούρη τζη σα ν-το κερί γινομένη, τηνε ρωτήξαμενε είντα ‘χει και ειντά παθενε;

Αυτή έσφιγγενε το φουστάνι τζη και μας έδειχνε το βράχο αντίκρυτα και έκλαιγενε και φώνιαζενε: «Ώφου... ‘ντα μ’ ηύρηκε, ώφου κι εξεγιβεντισέ μ’ ο χσάντερος και δε θα ‘χω μπλιο μούτρα να ξαναϊδώ αθρώπους. Θέατρο μ’ έκαμενε, απού να μου τ’ αξιώσει ο Θεός και να μου τ’ απακούσει κι ως ταχιά ταϋτέρου να του ‘ρθει ο ψόφος.

Ούλες θωρούμενε ένα ν-άντρα να γλακά καβρουλιστά απάνω στο χαράκι. Εγιουρουντήξαμενε κι αρπάξαμενε δρακόνες(22) απού την άμμο και ξύλα κι ότι ‘βρισκε καθεμιά και του τσι πετούσαμενε. Η Αντρουλίνα η αντρογυναίκα μόλις τονε θωρεί και αφοράται πως τσι ξάνοιγενε όντενε κατεβάζανε τα ρούχα ν-τωνε εμάνισενε, οργίστηκενε και πεταχτήκανε όξω οι χοχλιοί(23) των αμαθιών τζη, γιουρουντά μουδ’ έκοψε μουδ’ έρριξε(IV) παρακόβγει ένα κλαδί χοντρό τση λιγιάς και γλακά και τονε μπροκάμει. Αυτος μαϊναρισμένος απού τσι χαρακιές όντε ν-εγύρισενε κι είδενε τη ν-Αντρουλίνα με το δαυλό ετρομαριάστηκενε, εμπρόκαμέ ντονε όμως και τούριξενε κάμποσες γερές στα πόδια κι όπου μπόργιενε κι απόϊς αρχινά να σκληρίζει... «Γλακάτε μωρή να τονέ μπουχνιάσομενε(24) να τονε μοσκετάρομενε(25) το κατακομμένο να μάθει να κρυφοξανοίγει τσι γδυμνές γυναίκες.

Αυτός πάλι ως την είδε ξαγκριγιεμένη ως τοσονά, να του γιουρουντά κι όπως είναι κι αντρογυναίκα, ετρομαριάστηκενε και στρώνει απάνω γλακιχτός κι εξασφανίστηκενε από το πρόσωπο τση γης.

Καλή ‘ναι αυτή η βλυχάδα, μα τουτηνέ τη φορά μα σε έφερενε ανελωμή(26) μεγάλη, ανέ λείπανε τούτεσας οι κακοτοπιές...

 

*Βλυχάδα είναι μια πηγή με υφάλμυρο νερο. Σε πολλά παραθαλάσσια μέρη υπάρχουν τέτοιες πηγές, ενώνεται το θαλασσινό με το γλυκό νερό. Στη Γεωργιούπολη που έγινε η ιστορία που γράφω πληροφορήθηκα πως είναι μια πηγή στον πόδα της γέφυρας προς Βρύσες και η γραι Βλυχάδα στο Καλυβάκι.

Για τις θεραπευτικές ιδιότητες του υφάλμυρου νερού δεν είμαι ειδική να μιλήσω.

Λέξεις

(1)ζαμάνια=χρονική περίοδος (τουρκ. zaman)

(2)ασιλί  = ακριβώς (αραβ. Asil)

(3)συχνοδιανταλλάσσεις = αλλάζω συχνά μέρος

(4)ξεπιτυρώ = περνώ εμπόδια για να φτάσω κάπου

(5)αλάργο = μακριά

(6)επανιγέ = εδώ

(7)σφάκα = πικροδάφνη

(8)κουνανταυλιώ = παραπατώ

(9)διανερίζω = διακρίνω

(10)εκειγέ = εκεί

(11)μπαμπά μαλί = από παλιά, ανέκαθεων (τουρκ. baba mali = πατρική περιουσία)\

(12)βλυχό = υφαλμυρό

(13)αμέντες = επιρρ. στο νού μας (ιταλ. a+mente)

(14)τσιβιδίζει = τζούζει

(15)δε νταγιαντίζω = δεν υποφέρω

(16)ξεστιμονίζω = ξεμπλέκω από δυσάρεστη κατάσταση

(17)μονοτζάγκαδο = μονορούφι

(18)κοιλιοδρόμι = ευκοιλιότητα

(19)νάκαρα = αντοχή

(20)ζάβαλε = κακορίζικα (τουρκ. zavalli)

(21)κομεσούρα = εσοχή

(22)δρακόνες = μεγάλα βότσαλα

(23)χοχλιοί των αμαθιών = βολβοί των ματιών

(24)μπουχνιάσομενε = να του παίξομε μπουνιές

(25)μοσκετάρομε = πυροβολήσομε (ιταλ. ρ.  moshettare)

(26)ανελωμή = αναστάτωση

Κρητικές φράσεις

Ι)μόνο να σου ‘ρθει στα ρθούνι = μόνο να το επιθυμήσεις

ΙΙ)μια τζη μιας = μια στις τόσες

ΙΙΙ)πέρα πώδε = εδώ και κει

IV)μουδ’ έκοψε μουδ’ έρριξε = αμέσως χωρίς σκέψη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ