ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μουρνέ της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

-Μπρε συ Γιακουμή, η συντέκνισσα η Κατεργιά μ’ απάντηξενε αποταχιάς απού πήγαινα τα ζούμπερα(1) στη γ-κάτω βρύση να τα φράξω εκειά στο παπούρι(2) και την είδα μουτζωμένη(3) κι ασκαντίς(4) μπιλέ μου(5) να μη μου πει, μουδέ του Θεού το χαιρετισμό. Ατζέμπις(6) πράμα δανεικό σου γύρεψενε ο σύντεκνος και δε ν-του τό δωκες κι έχει κεινονά το κασαβέτι(7); Να μη σου μνόξω(8) α δε ν-έστασανε η μούρη τζη το φαρμάκι.

-Μουδέ δανεικά, μουδέ τζάμπα δε μου γύρεψενε ο κακομοίρης. Τίβοτσι(9) ουλημερνήσιως τση μέρας, απόντε ξημερώσει ο Θεός, δουλεύγει για να ζησει τα γλάνια(10) ν-του. Σαν εφέραμενε αθιβολή είντα κάνει η φιλιότσα μας, το Παρασκιώ; Ζαμάνια και καιρούς έχω να τη δω στη ρούγα.

-Εδά που το λές ζάβαλε(11), ντουσουντίζω(12) πως κι εγώ δεν τη θωρώ ποθές. Οπροχθάλλες τη γ-Κυριακή δε ν-τη ν-είδα μούτε στη ν-εκκλησία.

-Ετοίμασε Αλισαβιά «βασταχτικά» κι άμε στο κονάκι ν-τωνε να δεις τη γ-καταδιά ν-τωνε.

-Ίδια δα(α) θα χαζιρευτώ(13) και θα γκάψω(14) στη ν-απάνω ρούγα απού ‘ναι το σπιτικό ν-τωνε.

-Παρασκιώ! Ε, Παρασκιώ, που το λέτε, μέσ’ ατά(15) ‘ναι η μάνα σου; Εφώνιαζενε απο τη ν-οξώπορτα, η Αλισαβιά.

-Κόπιασε σάντολα, έμπα μα ‘πα(16) μαστενε ούλοι.

Επόρισενε κι η Κατεργιά να τηνε αποδεχτεί και τση ‘πενε με παράπονο:

-Λώπις, καλέ το καλολόγιασες να μπεις στο σπιτικό μας;

-Από μέρες να χαρώ το στεφάνι μου, το ‘λεγα, μα ειντ’ αφήνουσί με τη ν-ατσιποδιαρέ οι δουλειές; Ω! Απού να μη ν-ήμουνε στο γ-κόσμο συντέκνισσα, γιατί δε θα το πιστέψει τάξε άθρωπος, μα ‘γω τηνε βαγιέστησα μπλιο τη ζωή μου! Ώστε ν’ αποκαταστέσω τα έχνη, να πλύνω τα χρειασίδια, να πάω στη βρύση, περνά η μέρα κι η δουλειά μου δε φαίνεται.

-Έβανέ ν-το ο νους μου, είντα ‘χει κοντό(17) η συντέκνισσα και δε ν-έρχεται να δει τη φιλιότσα τζη απού ‘ναι αρρωσταρέ; Θε μου κατές το πως δε ν-είπα ποτές το κακό του σπιθιού σου, μόνο σ’ είχα σα ν-τη ν-αδερφή μου και καλλιά, κι ήθελα γιατί που λες να σου πω το μ-πόνο μου: Εδά και μέρες το Παρασκιώ μου έβγαλενε στη μπούκα τη «μουρνέ» και κατέεις συντέκνισσα όποιος βγάλει τέθοιο βγαρτό, βάι – χαλινά –ντου(β). Έλα ‘πα να δει το πόνεμά σου παιδί μου, η σάντολά σου, μη βάνεις εκειά ούλη ν-τη ν-ώρα τα χέρια σου να το κουλώνεις(18) να μη βγορίζει. Εσήμωσενε η κοπελιά, επέταξενε η Αλισαβιά τα χέρια τζη και τη ν-αγκάλιασενε. Στα χείλια τζη απάνω εξεπρόβερνενε ένα κρεατένιο εξόγκωμα σα ν-ένα μούρο. Δεν είχενε καομένη ακόμη «μούρη»(19) και δε ν-έτρεχενε μήτε αίμα, μήτε όμπυο(20). Αρχινά το Παρασκιώ το σικιαέτι, ξεροκαταπίνει κι απόις τ’ αναστουλουχητά: «Είντα θα γενώ σάντολα κι αδέ μ-ποθάνω θα παρακερευτώ».

-Πως θα το γιατρέψομενε συντέκνισσα; Πρώτας την αφήνω στη δύναμη του Θεού, μεγάλη η χάρη ν-Του. Νηστεύομενε και μεταλαβαίνομενε κι εγώ, κι η κοπελιά μου, έρχεται ‘πα ο παπα-Γιάννης απολείτουργα τση διαβάζει την ευκή και τη γ-κοινωνά, δε μπορίζει απού το μπόρο κι όξω γιατί φοβάται πως θα τη μασκαρεύουνε.

Εφέραμενε και το Μπατζαλό το μ-πραχτικό γιατρό και μας είπενε πως πρέπει να το κάψει, αλλά στα χείλια δε μπατσιάρεται να μη μ-παρακερέψει τη γ-κοπελιά, να ‘χε ν-ήτανε ποθές αλλού…

-Μη στενοχωράσαι συντέκνισσα, τσή πενε η Αλισαβιά, κατέω ‘πα κοντά σ’ ένα μικρό χωριουλάκι μια ξακουστή ξεθιαρμίστρα χερικαρέ, μεγάλη κατεχάρισσα, απού γιατρεύγει τη «μουρνέ». Λέει τρεις φορές τη γηθειά τση μουρνές κι εξαφανίζεται. Εδά ε(γ) θα καβαλικέψω το χτήμα και θα πάω γιαμιάς να τη κουβαλήσω. Θεόψυχά μου, για τουτονά κακομάζαλη σ’ είδα από ταχιάς γκρινιασμένη.

-Κιαμ’ είντα χαντάς, υπάρχει μεγαλύτερος καϋμός απού την αρρώστεια;

-Μα που τόβρενε συντέκνισσα; Λένε πως το μεταδίνουνε τα έχνη στο ν-άνθρωπο.

-Είντα κατέω; Αναστορούμαι ζάβαλε μια βολά ένα διακονάρη, τη ν-ώρα που τούβανα λάδι κι ‘λεγενε ένα τραγουδάκι:

«Βάλε, βάλε στο κουτί

να ‘ν’ η χέρα σου χρυσή.

Το ψυκό μου α δε φραθεί,

η χέρα σου θα μαραθεί

Τζίγγου τζίγγου αν-ε ν-τη βάλεις

στον κειονά μουρνιά θα βγάλεις,

Πούρι, ακούσανε τ’ αυχιά σου;

Βάλε όση θες και ‘ξα σου»

Σα να που θα πεις μου τη μελέτησενε ο χυσαντεριασμένος.

Έφυγενε η Αλισαβιά, καβαλαρέ στο γάιδαρο κι αργά το πρόσαργο έφερε ν-τη Φωτεινιά τη γητεύτρα.

Τη ν-ανημένανε και τη γ-καλαποδεχτήκανε. Έκατσενε το Παρασκιώ σε μια γ-καθέκλα εκοντοσίμωσε ν-του, εγλυκομίλησενε, ορμήνεψέ ντου να μη ν-το σκεπάζει με τη χούφτα ν-του, να μη το ξαγριγιώνει με τα νύχια ν-του, μόνο να το γλύφει, απού το σάλιο σκοτώνει ούλα τα κακά. Εβάστανε στα χέρια τζη ένα κλαδάκι δάφνη κι ένα κλαδάκι μηλιά κι έβαλεν’ αρχή να καλαναρχά:

«25 του Δεκέμβρη, Χριστός γεννάται

Εκείνη η ώρα και τούτη, μια λογάται

Αϊ – Γιάννης, Άγιος Παύλος

και Άγιος Παντελεήμονας

Συνοδεύσανε περβόλι και φυτεύσανε:

δάφνη, μηλιά και μουριά

Η δάφνη κι η μηλιά ν’ ανθίσει

Κι η μουριά να ξεραθεί να ξεριζωθεί

απού τη δούλη του Θεού Παρασκιώ

Έλεγε τα λόγια κι εσταύρωνε την αρρωσταρέ την ίδια στιγμή με τα κλαδάκια της δάφνης και της μουριάς»

 

Λέξεις

 

(1) ζούμπερα = οικόσιτα ζώα

(2) παπούρι = όνομα τοποθεσίας

(3) μουτζωμένη = γκρινιασμένη

(4) ασκαντίς  (τουρκ. az kaldi) = άλλο λίγο

(5) μπιλέ μου (επιρρ. τουρκ. bile) = ακόμη και

(6) ατζέμπις = άραγε, τάχα

(7) κασαβέτι = κακία

(8) μνόξω = ορκιστώ

(9) τίβοτσι = τίποτα

(10) γλάνια = παιδιά

(11) ζάβαλε (τουρκ.) = κακορίζικα

(12) ντουσουντίζω = σκέπτομαι

(13) ναζιρευτώ = ετοιμαστώ

(14) να γκάψω = να κατευθυνθώ

(15) ατά (επιρρ. τοπικό) = αυτουδά, ατουδά, ατουά, ατά

(16) επά = εδώ

(17) κοντό = άραγε

(18) κουκλώνω = σκεπάζω

(19) μούρη (πληγής) = εξέλκωση

(20) όμπυο = πύο

 

Φράσεις

 

(α) ίδια δα = αμέσως

(β) βάι – χαλινα ν-του = ουαί κι αλοίμονο

(γ) εδά ε = αυτή τη στιγμή, τώρα ακριβώς

 

 

*Μουρνέ είναι ένας καλοήθης όγκος του δέρματος. Επειδή σα μόρφωμα έμοιαζε με μούρο το λέγανε μουρνέ. Τα πρακτικά ιατροσόφια, τα ματζούνια, οι γητειές αναπλήρωναν την έλλειψη ιατρών με επιστημονική κατάρτιση την παλιά εποχή. Από το «Κρητικό ιατροσόφιον του 10ου αιώνα», σελίδα 122 παράγραφος 596 αντιγράφω την γειτιά για τη μουρνέ, γραμμένη στη γλώσσα της εποχής εκείνης:

 

«Κυπάρισος εβλάστησεν, η δε µουρνέα εξηράνθη, εσαπήθη και εξεριζόθη.  Έτζι νᾶ κουφαθῇ, να σαπιθῇ και νᾶ ξεριζωθῇ από τον / δούλον τοῦ Θεοῦ δείνα λέγεται -3-/κρατόνται -3 φύλλα µουρνέας ή -3- ξυλαράκια και εις κάθε φορά ρίκτε το ξύλον, αυτῇ είναι η γιτιά τζη».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ