ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι εκσυγχρονιστές του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Οι εκσυγχρονιστές είναι ως γνωστόν, πρακτικοί άνθρωποι.  Θέλουν να δίνουν πρακτικές λύσεις σε πρακτικά προβλήματα. Ιδιαίτερα η Ελλάδα είναι έμφορτη από προβλήματα, που απαιτούν τέτοιου είδους πρακτικές λύσεις. υποτίθεται ότι έχει έναν υστερούντα καπιταλισμό και δεν παράγει τίποτα.  Βασιλεύει η γραφειοκρατία, η αναξιοκρατία, η διαφθορά, η τεμπελιά, απουσιάζει η κουλτούρα της σκληρής δουλειάς, ποινικοποιείται το κέρδος και η υγιής επιχει-ρηματικότητα. Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, γιατί να μην παραμερίσουμε τις αξίες μας, τις ιδιοτέλειές μας, τις προτεραιότητές μας και να συμβάλλουμε όλοι και όλες στην καταπολέμηση των κακώς κειμένων.  Γιατί να μην μάθουμε από τα επιτυχημένα παραδείγματα του εξωτερικού;  Και όταν θα έχουμε εκσυγχρονιστεί, όταν θα έχουμε διορθώσει τις δυσλειτουργίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, που δεν ωφελούν κανένα, θα έχουμε όλο τον καιρό να συζητήσουμε και για τις αξίες μας και για τις διαφορετικές προτεραιότητές μας.

Η  φιλολογία περί νεοφιλελευθερισμού αποτελεί μια υπεκφυγή για να μην αλλάξει τίποτα στον τόπο μας. Υπάρχουν καλές και κακές προτάσεις, για να βελτιωθούμε και η ιδεολογικοποίηση των αντιθέσεων δεν βοήθησε ποτέ κανέναν. Εξάλλου ό,τι και να ισχύει αλλού, στην Ελλάδα νεοφιλελευθερισμό ποτέ δεν είχαμε.

Η συζήτηση για τον νεοφιλελευθερισμό είναι πολλές φορές παραπλανητική. Παραπλανητική σε ότι αφορά τόσο το στόχο του όσο και τα μέσα του.  Στη επίσημη αφήγηση ο νεοφιλελευθερισμός συνδέεται με την ανάδειξη της σημασίας των αφορών ως και του αποκλειστικού σχεδόν μηχανισμού παραγωγής ευημερίας και ταυτόχρονα, με την ανάγκη για το δραστικό περιορισμό του κράτους και της ενεργού προώθησης της υγιούς» επιχειρηματικότητας.

Στην μεταπολεμική περίοδο μεγάλοι θεωρητικοί της νεοκλασικής οικονομικής σκέψης, αναζήτησαν τις θεωρητικές προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες οι ελεύθερες αγορές θα οδηγούσαν στη βέλτιστη λύση.  Και,  επειδή πολλές από αυτές τις προϋποθέσεις ήταν εμφανώς μη ρεαλιστικές, θεωρούσαν ότι οι ρυθμίσεις και η κρατική παρέμβαση ήταν αναγκαία στοιχεία μιας ευνομούμενης οικονομίας.  Με λίγα λόγια οι θεωρητικοί ήταν εμβαπτισμένο στο σοσιαλδημοκρατικό (ή φιλελεύθερο με την αμερικανική έννοια) κλίμα της εποχής. Πίστευαν στη αγορά, αλλά θεωρούσαν ότι έχει πολλές ατέλειες, τις οποίες το κράτος,. οι θεσμοί ευρύτερα, οι συλλογικότητες των πολιτών οφείλουν να  εντοπίζουν και να διορθώνουν.

Ο νεοφιλελευθερισμός, του οποίου η ηγεμονία εδραιώθηκε, σταδιακά από το 1980 κι έπειτα, ήρθε σε ρήξη με αυτή την προσέγγιση. Αν θεωρούσαν ότι η οικονομία της αγοράς  έχει μια εγγενή τάση προς τη αστάθεια, οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι υπέθεταν ότι κατά βάση αποτελεί μια σταθερή οντότητα που εκτροχιάζεται  εξωγενώς από το κράτος, τις συντεχνίες, τις δημοκρατικές πιέσεις.  Οι ρυθμίσεις, η κρατική παρέμβαση και οι δημοκρατικές πιέσεις πάνω στην οικονομία,  θεωρήθηκαν βασικά αίτια της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε τη δεκαετία του 1970.΄Στο θεωρητικό σκέλος τα μοντέλα μιας νέας γενιάς νεοκλασικών οικονομολόγων προσπαθούσαν να πείσουν ότι μια πιο ελεύθερη αγορά θα οδηγούσε σε καλύτερα αποτελέσματα. Το σκεπτικό είναι απλό : αν ο κόσμος δεν μοιάζει με τα μοντέλα μας, γιατί να μην αλλάξουμε τον κόσμο για να ευθυγραμμιστεί όσο περισσότερο γίνεται με αυτά τα μοντέλα;             Ή τουλάχιστον  έτσι έχουν  τα πράγματα στην επίσημη αφήγηση, γεγονός που αλλάζει, πολλές φορές δραστικά, όταν οι νεοφιλελεύθεροι έρχονται στην εξουσία.

Οι κοινωνικές ανισότητες δεν εξαλείφθηκαν με την εγκαθίδρυση μιας πολύ περισσότερο αγοραίας οικονομίας, αλλά αντιθέτως, όπως εύκολα θα μπορούσε να προβλέψει κάποιος, η γενίκευση της ιδιοτέλειας δημιούργησε  νέους κερδισμένους, καθώς και νέες στρατιές ηττημένων. Τα οικονομικά αποτελέσματα της εποχής του νεοφιλελευθερισμού δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες  και έτσι η νομιμοποί8ηση του συστήματος δεν μπόρεσε να εξασφαλιστεί εκ του αποτελέσματος, δηλαδή με βάση τους υψηλότερους, ρυθμούς ανάπτυξης, τη λιγότερη ανεργία κι τη μεγαλύτερη ασφάλεια για τον κόσμο της εργασίας. Το γεγονός αυτό επισφραγίστηκε καθοριστικά, με το ξέσπασμα της τελευταίας  παγκόσμιας κρίσης, η οποία, χωρίς αμφιβολία, είναι κρίση του νεοφιλελεύθερου  ακριβώς καπιταλισμού, αυτού που διακήρυσσε την οριστική του κατίσχυση και το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας.

Για αυτούς τους λόγους η πρακτική εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού εμφάνισε, παντού και πάντοτε σοβαρές αποκλίσεις από την  επίσημη αφήγηση, Έτσι, για να κατανοήσουμε το νεοφιλελευθερισμό πρέπει να βασιστούμε στο παλιό ρητό: μην κοιτάς τι λέω, αλλά τι κάνω. Με βάση αυτό, ποιά είναι τα βασικά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης; Θεωρούμε ότι είναι τα εξής πέντε:

1)      Η αστική τάξη είναι η κατεξοχήν οικουμενική τάξη με την έννοια ότι τα συμφέροντά της συμπίπτουν με αυτά ολόκληρης της κοινωνίας.  Σε αυτό το πλαίσιο βασιζόμαστε στις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη, για τεχνολογικές καινοτομίες και την αύξηση της παραγω-γικότητας, για νέες θέσεις εργασίας.  Με αυτήν την έννοια πρέπει  να ικανοποιούμε  όλες, ή σχεδόν όλες, τις επιθυμίες αυτής της τάξης, φορολογικές ελαφρύνσεις, «ευνοϊκό» ρυθμιστικό πλαίσιο, ευέλικτες αγορές εργασίας, εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών, ώστε να εισέλθουν στη σφαίρα του κέρδους.

2)      Ο έλεγχος των επιχειρήσεων, αλλά και ολόκληρης της οικονομίας γίνεται από τις χρηματαγορές.  Αν οι χρηματαγορές κρίνουν τις επιδόσεις  αρνητικά, τότε θα πουλήσουν τα ομόλογα, των κρατών και των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές τους.  Ως συνέπεια θα αυξηθεί το κόστος δανειοδότησης και άρα η πίεση για την εφαρμογή «καταλληλότερων» πολιτικών ή μέτρων.  Η διαχείριση της οικονομίας είναι κατά βάση  ένα τεχνοκρατικό ζήτημα και δεν επιδέχεται πολύ δημοκρατικό πνεύμα. Τόσο σε κρατικό επίπεδο, όσο και στην επιχείρηση όπου τα πειράματα με την οικονομική δημοκρατία, πρέπει να εγκαταλειφθούν για χάρη του διευθυντικού δικαιώματος.  Οι πολιτικοί και οι συντεχνίες αποτελούν μέρος του προβλήματος σε καμία περίπτωση μέρος της λύσης.  Ο νεοφιλελευθερισμός επιτάσσει ανεξάρτητες αρχές, δημοσιονομικούς και νομισματικούς κανόνες και ένα περιορισμένο κράτος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές παροχές.

3)      Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αντιστέκεται γενικώς, στην ιδέα του μεγάλου κράτους.  Δεν έχει, για παράδειγμα, κανένα απολύτως πρόβλημα  με τις αυξημένες δαπάνες για την άμυνα και για την καταστολή, ούτε με τις γενναίες κρατικές παρεμβάσεις υπέρ του ιδιωτικού τομέα, όταν  παρουσιάζονται προβλήματα για τον τελευταίο –πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τράπεζες μετά το 2008./Στην πραγματικότητα, όπου προωθήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός στην αρχή υπήρξε ένα κύμα απορρυθμίσεων, στην συνέχεια, όμως, μια συρροή νέων ρυθμίσεων. Έτσι  δεν είναι αληθές πως οι τράπεζες ή ο ιδιωτικοποιημένος τομέας της ενέργειας, δεν υπόκεινται  σε ρυθμίσεις. Αυτό που ισχύει  είναι πως το νέο ρυθμιστικό –πλαίσιο διαμορφώθηκε για να ευνοεί τα μικρά, αλλά πιο συχνά τα μεγάλα, ιδιωτικά συμφέροντα.  Το νεοφιλελεύθερο κράτος προστατεύει τις τράπεζες, μεταφέρει πόρους σε ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή σε αυτές που εξασφαλίζουν υπεργολαβίες από το κράτος, εξασφαλίζει τα ιδιωτικά κέρδη, παρεμβαίνει στην αγορά εργασίας υπέρ των εργοδηγών.

4)      Ο εχθρός, συνεπώς, δεν είναι το κράτος, αλλά όλες εκείνες οι συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται για να προστατεύσουν τον κόσμο της εργασίας από τον ανταγωνισμό  ή για να αναδιανείμουν το εισόδημα υπέρ των «χαμένων» της αγοράς.  Τα συνδικάτα, τα κινήματα δεν  πρέπει να έχουν τον παραμικρό ρόλο στην οικονομία, η ενασχόλησή τους με την οικονομία επιφέρει μόνο αρνητικά αποτελέσματα.

5)      Όπως φαίνεται από το τρίτο σημείο το αντίθετο σε ένα δημοκρατικά διαμορφωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο δεν είναι η έλλειψη οποιουδήποτε πλαισίου.  Ο νεοφιλελευθερισμός έχει μεγάλη ανοχή σε εστίες ιδιωτικής  ισχύος, ακριβώς, γιατί ο ιδιωτικός τομέας θεωρείται η κότα που γεννά  χρυσά αυγά. Όπως δεν αποτελούν πρόβλημα  οι επιχειρηματίες που κατακλύζουν τις ανεξάρτητες» αρχές, οι οποίες υποτίθεται  ότι θα τους «ρυθμίσουν». ‘΄Όπως, ακόμη δεν συνιστά πρόβλημα, η οικονομική ισχύς που μεταφράζεται με τόση ευκολία σε ισχύ στα ΜΜΕ, στη διαμόρφωση συνειδήσεων δηλαδή, στη διαμόρφωση της ίδιας της πολιτικής.

Επομένως, το ερώτημα αν στην Ελλάδα προωθήθηκε ο νεοφιλελευ-θερισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με βάση το αν το κράτος παραμένει μεγάλο ή αν ο ανταγωνισμός δεν αναδείχθηκε ως βασικός  ρυθμιστικό μηχανισμός.  Με αυτά τα κριτήρια θα φτάσουμε στο τραγελαφικό συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός δεν προωθήθηκε πουθενά και ποτέ στον κόσμο. Ενώ, αξιοποιώντας τη συλλογιστική ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, για την αποκάλυψη του ενόχου, που πολύ συχνά η διαλεύκανση της υπόθεσης συνδέεται άμεσα με το ερώτημα του ποιος ωφελείται από το φόνο, θα είχαμε καλύτερα αναλυτικά αποτελέσματα.  Το cui bono  το ποιος ωφελείται, δηλαδή, αποτελεί καλό οδηγό και στην οικονομία.  Ο νεοφιλελευθερισμός  αποτελεί μια παρέμβαση υπέρ των κερδών, υπέρ του διευθυντικού δικαιώματος και υπέρ της προστασίας των ισχυρών από λαϊκές και δημοκρατικές διεκδικήσεις.  Όπου αυτό είχαν αμφισβητηθεί στο μεταπολεμικό καπιταλισμό, ο νεοφιλελευθερισμός στόχευε στην αποκατάστασή τους. Όπου δεν είχαν αμφισβητηθεί στόχευε στην διατήρησή τους.

Ας έρθουμε όμως στα δικά μας.  Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στο γεγονός ότι αν εξαιρέσουμε τη σύντομη και αποτυχημένη διακυβέρνηση του  Κωνσταντίνου Μητσοτάκη,  οι νεοφιλελεύθερες ιδέες υπηρετήθηκαν πολύ περισσότερο από το κόμμα της Κεντροαριστεράς, δηλαδή από το ΠΑΣΟΚ.  Ενώ σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία ή οι ΗΠΑ τις βασικές πρωτοβουλίες, τις ανέλαβαν τα δεξιά κόμματα με τα κόμματα της Κεντροαριστεράς να ευθυγραμμίζονται με αυτά σε μια επόμενη περίοδο, η ομάδα Σημίτη-Αλέκου Παπαδόπουλου-Διαμαντοπούλου-Λοβέρδου-Χριστο-δουλάκη, Ραγκούση, Φλωρίδη μπορεί να σταθεί καλύτερο από οποιαδήποτε αντίστοιχη εναλλακτική ομάδα, που θα μπορούσε να παρουσιάσει η ΝΔ. Γι’ αυτό και επικεντρωθούμε στο ΠΑΣΟΚ.

Οι «μεγάλες μεταρρυθμίσεις» που προώθησε  και εφάρμοσε η εκσυγχρο-νιστική ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, είχαν σαφώς νεοφιλελεύθερη χροιά ιδιωτικοποίησης σε  σημαντικά κομμάτια του δημοσίου τομέα, δημιούργησε σχέσεις με τον ιδιωτικό τομέα,  οι οποίες του εξασφάλιζαν εργολαβίες σε υπηρεσίες που παλαιότερα ήταν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου, σχέσεις που όπως είδαμε εντάσσονται στο  βασικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού, πίστεψε στις ευέλικτες μορφές εργασίας και εγκατέστησε μια πληθώρα επισφαλών σχέσεων στο δημόσιο τομέα. Επιπρόσθετα, οι «ανεξάρτητες αρχές» πολλαπλασιάστηκαν στις μέρες του.

Ειδικά, σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, είναι πολύ χαρακτηριστικό πως, ενώ στην περίοδο Μητσοτάκη ο αριθμός των ιδιωτικοποιήσεων έφθασε τις 13 με έσοδα της τάξης του 1,2% του ΑΕΠ, στην περίοδο Σημίτη τα αντίστοιχα νούμερα είναι 4 και 9,1%.  Μάλιστα στη δεκαετία του 1990, σε ό,τι αφορά την ένταση των ιδιωτικοποιήσεων, η Ελλάδα υπήρξε δεύτερη σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά την Πορτογαλία, υπερέχοντας σε σχέση με την Γερμανία ή την Ολλανδία.

Το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, φυσικά, δεν προκύπτει μόνο από το τι προωθήθηκε, αλλά και από όσα αποσύρθηκαν από την ατζέντα.  Απαλείφθηκε ολοκληρωτικά το αίτημα της οικονομικής δημοκρατίας, γεγονός που συνιστούσε ρήξη με όλη την παράδοση της μεταπολεμικής σοσιαλδημο-κρατίας, ακόμη και με την προσχηματική του επίκληση από το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η επιχειρηματικότητα αναδείχτηκε ως το κύριο ζητούμενο της εποχής, ενώ οι αναφορές στη γνώση, στο μεράκι και στη δημιουργικότητα των εργαζομένων είχαν και αυτό σπανίως, έναν εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Η υπόσχεση του 5% για την παιδεία παρέμεινε υπόσχεση.  Λησμονήθηκε  και η αναδιανομή του εισοδήματος, με κραυγαλέο παράδειγμα τις μειώσεις στους συντελεστές φορολογίας των επιχειρήσεων.

Εντούτοις, ίσως το σημαντικότερο από όλα αυτά για να θεμελιωθεί ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός του ΠΑΣΟΚ είναι η εγκατάλειψη κάθε ιδέας κινητοποίησης της κοινωνικής του βάσης. Ενώ, στην κλασική περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας, το οργανωμένο εργατικό κίνημα αποτελούσε μέρος της λύσης, ως η δύναμη που αλλάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς και ανοίγει δρόμους για μια προοδευτικότερη ατζέντα, ο Κώστας Σημίτης (1989). Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1980 θεμελίωσε την εκσυγχρονιστική τάση στη βάση μιας έντονης απέχθειας για τα οργανωμένα συμφέροντα». Περιττό, νομίζουμε, να ειπωθεί ότι δεν εννοούσε ούτε τους τραπεζίτες, ούτε τους κατασκευαστές μεγάλων έργων, ούτε τα ΜΜΕ. Άσκησε δριμεία κριτική και στην πλουραλιστική και στην καποτατιστική εκδοχή ενσωμάτωσης, των συμφερόντων.  Κατά την  ανάλυσή του, το κυριότερο εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας ήταν η τάση του πληθυσμού να υποστηρίζει αυτές τις ομάδες. Αν ο κόσμος της εργασίας, σε οργανωμένη μορφή, έχει κάποιο ρόλο, αυτός είναι να υποστηρίξει τις μεγάλες  μεταρρυθμίσεις.  Πέραν τούτου ουδέν.

Η κρίση του ΠΑΣΟΚ εξηγείται εν πολλοίς από τη διάψευση αυτών των προσδοκιών έχουμε να κάνουμε με μια κρίση πολιτικής και κοινωνικής  αντιπροσώπευσης, ισχυρά σημεία της οποίας είχαμε και πριν από το 2008 παρ’ όλο το εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα του 2009.  Τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα, που ιστορικά προέβλεπαν στο ΠΑΣΟΚ ήταν χαμένα ήδη πριν από την κρίση. Ύστερα από αυτήν οι προοπτικές τους έγιναν πολύ χειρότερες, καθώς το ΠΑΣΟΚ δεν είχε πλέον τίποτα στο οπλοστάσιό του για να απευθυνθεί σε αυτόν τον κόσμο, ούτε την ανάπτυξη, ούτε το κοινωνικό κράτος, ούτε καν το πελατειακό κράτος, ούτε και θέσεις  εργασίας.  Μόνο την ευχή, πως, που  θα πάει, κάποτε οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η κρίση κάνει ευκολότερα εφαρμόσιμες πάνω στα ερείπια μιας ισοπεδωμένης κοινωνίας, θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας της βόρειας Ευρώπης κάποτε είχαν μια κάποια δημοκρατική συγκρότηση  που επέτρεπε, κατά καιρούς έστω, να εκφραστεί και η βάση του κόμματος.  Με την πάροδο του χρόνου, αυτό το στοιχείο εξέλιπε οριστικά.  Μετατράπηκαν σε κόμματα καρτέλ που η ηγετική ομάδα δεν είχε πλέον τίποτε να φοβάται από τη βάση και μπορούσε να συνδιαλέγεται με το κράτος και το πραγματικά ισχυρά συμφέροντα του ιδιωτικού τομέα με τα χέρια λυμένα.  Το ΠΑΣΟΚ, ούτως ή άλλως, ποτέ δεν φημίζονταν για την εσωκομματική του ζωή, πολύ περισσότερο για την εσωκομματική του δημοκρατία. Οι φαντεζί «δημοκρατικές» παρεμβάσεις του Γιώργου Παπανδρέου, με την εκλογή του από μέλη και φίλους του κόμματος, οι αναφορές στον πολίτη – ποτέ σε οργανωμένες συλλογικότητες ή κινήματα – και η ανάδειξη των ΜΚΟ ως ανεξάρτητου πόλου πολιτικής προσέφεραν το θεσμικό πλαίσιο για ακόμη πιο ανεξέλεγκτη ισχύ του αρχηγού και της ηγετικής ομάδας. Γιατί ούτε οι «φίλοι» ούτε οι πολίτες ως μεμονωμένα άτομα, ούτε οι ΜΚΟ θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στην ηγετική ομάδα, πόσο μάλλον στην ιδιωτική εξουσία, που κυριάρχησε στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Όπως έχει γράψει ο Δημήτρης Μπελαντής, «ο λαός» σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν χρησιμοποιείται ούτε όπως συνέβαινε στη αφήγηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ούτε, φυσικά, όπως εμφανίζεται στην αντίληψη της Αριστεράς.  Η βασική Αντίφαση δεν είναι ούτε μεταξύ κεφαλαίου και εργασία, ούτε καν ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις της κεϋσιανής εποχής και σε αυτές της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Η βασική αντίφαση παρουσιάζεται να είναι ανάμεσα σε ένα υπέρ-συγκεντρωμένο κράτος και στις απαιτήσεις μεμονωμένων πολιτών. Και, με αυτόν τον τόπο, στην

Ελλάδα όχι μόνο υπήρξε πολύς νεοφιλελευθερισμός, αλλά εμφανίστηκε και σε πολύ καθαρότερη μορφή παρά το κεντροαριστερό του επίχρισμα.

 

Πηγή:      Η Ελληνική κρίση

                  Χρήστος Λάσκος

                  Ευκλείδης Τσακαλώτος

Εκδόσεις    ΚΨΜ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ