ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Στο καλό Βασίλη Τζωρτζινάκη του Γιώργου Σταράκη

0

ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ

Ο Βασίλης Τζωρτζινάκης ή Τζωρτζίνης για τους φίλους και γνωστούς γεννήθηκε το 1924 στον πανέμορφο και ιστορικό Μαρουλά Ρεθύμνης.

Γονείς του δύο θαυμάσιοι άνθρωποι. Ο Μιχάλης, αγρότης και χτίστης, γνωστός σε όλο το Νομό και μητέρα του, η περιβολιανή Ευλαμπία Βυβιλάκη.

Ο Βασίλης ήταν το ΕΒΔΟΜΟ από τα ΕΝΔΕΚΑ παιδιά του Μιχάλη και της Ευλαμπίας.

Ο Βασίλης Τζωρτζίνης παντρεύεται τον Οκτώβρη του 1958 την Παναγιώτα Νικολίνταη, μια πανέμορφη, εργατικιά, ηθικιά και καταπληκτική μητέρα, σύζυγο και γιαγιά όπως φάνηκε στη συνέχεια. Τα πεθερικά του σημερινού τιμώμενου – ο Γιάννης και η Χρυσή – έμεναν ακριβώς στα σύνορα Περιβολίων – Μισιρίων δίπλα στον γνωστό στον τόπο μας Κουτσολίδι ποταμό, την σημερινή οδό Αυστραλών Πολεμιστών. Το ταιριαστό ζευγάρι αποκτά 4 παιδιά. Τον Μιχάλη, τον Γιάννη, τον Δημήτρη και την Ευλαμπία, απέκτησαν ΕΞΙ εγγόνια και δύο ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ.

1          Ο Βασίλης Τζωρτζίνης για να επανέλθουμε στον αείμνηστο μετά τον χρήσιμο κατά την ταπεινή μου γνώμη πρόλογο καλείται να υπηρετήσει τον Ελληνικό Στρατό το 1946.

Παρουσιάζεται στο Ηράκλειο μετά στη Θήβα και κατόπιν στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, πλησίον των Ιωαννίνων. Δυστυχώς ο ξένος παράγοντας έχει οδηγήσει τους Έλληνες σε ένα αδελφοκτόνο πόλεμο, κάτι σαν αυτό που επιχείρησαν και επιχειρούν σήμερα, μόνο που είναι οικονομικός.

Ο 22χρονος Βασίλης κινείται στη Φούρκα Σαμαρίνας με τους συναδέλφους του. Συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους  Αλβανούς το 1948 και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης καταναγκαστικών έργων στην Κορυτσά μαζί με άλλους 40 Έλληνες. Την ώρα της αιχμαλωσίας ήταν με τους: Ανθυπολοχαγό Κώστα Κυριλόπουλο και τον στρατιώτη Παναγιώτη Βρυωνάκη.

Οι δυνάστες τους τον είχαν με κουρέλια, ξυπόλητο και όταν ο Βασίλης βρήκε προβιές από ψοφίμι για να ζεστάνει τα πόδια του αισθάνθηκε ευτυχής.

Το στρατόπεδο είχε ψηλά συρματοπλέγματα με ένοπλους σκοπούς όπου η δραπέτευση ήταν αδύνατη.

Για διαμονή είχαν χορτάρινες καλύβες. Έσκαβαν με ένα ξεροκόμματο και φοβερή ψυχολογική πίεση για κανάλια περίπου 20 μέτρων, έσπαγαν με τα χέρια βράχους ενώ και άλλες σκληρές εργασίες ήταν συνεχείς.

Ο Βασίλης προσεύχεται, θυμάται την Κρήτη και κλαίει. Όμως η ΕΛΠΙΔΑ, και η πίστη δεν τον αφήνουν. Θυμάται τη μάνα του, τον πατέρα του, τα υπόλοιπα ΔΕΚΑ αδέλφια του και υπομένει. Αντέχει τις κακουχίες, την σκληρή δουλειά, τις προσβολές. Τα χρόνια περνούν. 1949, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956.

Ο Βασίλης ΑΝΤΕΧΕΙ

Εν τω μεταξύ στο Ρέθυμνο το επίσημο Ελληνικό Κράτος τον δίνει νεκρό. Όμως ένας καλός Έλληνας το 1948 στέλνει ένα γράμμα. Τους αναφέρει ότι είναι αιχμάλωτος. Έλεγε αλήθεια. Η μαμά Ευλαμπία και η αδελφή Χρυσούλα του απαντούν. Του ζητούν περισσότερα στοιχεία. Όμως, στο Ελληνικό Κράτος τον θεωρούν νεκρό. Είπαμε στον Μαρουλά γίνονται μνημόσυνα. Η οικογένεια του μαυροφορέθηκε. Ο πατέρας του, ο Μιχάλης, από τον καημό του το 1955 πεθαίνει.

Ο Βασίλης στα κάτεργα ΑΝΤΕΧΕΙ. Μάλιστα δίνει κουράγιο στους άλλους έλληνες πατριώτες. Ειναι τόσο σίγουρος το ότι θα επιστρέψουν που στοιχηματίζει με τον Παναγιώτη Βρυωνάκη από το Νιο Χωριό. Στοιχηματίζουν ότι θα επιστρέψουν υγιείς, θα κάνουν οικογένεια και θα γίνουν σύντεκνοι.

Ο επίσης αιχμάλωτος Κυριλόπουλος  δηλώνει στον Βασίλη ότι όταν γυρίσουν θα του ντύσει την οικογένεια που θα δημιουργήσει. Ήταν το 1950.

Ο εμφύλιος τελειώνει. Ο τόπος σιγά – σιγά παίρνει τον κανονικό ρυθμό.

Στο Μαρουλά πενθούν. Ο Βασίλης όμως πουθενά. Στην αιχμαλωσία. Γυμνός, νηστικός, σκληρή δουλειά αλλά ΠΙΣΤΗ.

Φθάνουμε στο 1955. Η κρατική εξουσία πληροφορείται ότι Έλληνες υπάρχουν αιχμάλωτοι στην Αλβανία. Ο Ερυθρός Σταυρός το γνωρίζει. Πιέζουν, ψάχνουν.

Γενάρης 1956. Οι Αλβανοί πηγαίνουν στο στρατόπεδο με τις άθλιες συνθήκες του Βασίλη και των άλλων Ελλήνων. Τους συγκεντρώνουν. «Θα σας ντύσουμε κανονικά με στρατιωτικά ρούχα. Θα φύγετε».

Ο Βασίλης δακρύζει. «Δόξα τω Θεό. Μάνα θα σε δω ψελλίζει»

και κλαίει από συγκίνηση. Δεν είναι μόνος. Όλοι βουρκώνουν.

Αρχές Απρίλη έρχεται επιτροπή Αλβανών και τους ζητούν διευθύνσεις για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους.

Από το 1948 έως το 1956 ήταν, ένας αριθμός, μόνο για σκληρή δουλειά

Τους διώχνουν από τους στάβλους και πάνε 23 Αυγούστου σε κτίρια στο Φίερι.

Ο χρόνος κυλά εφιαλτικά αργά. Τα μαλλιά από την αγωνία και την ταλαιπωρία έχουν ασπρίσει. Τα χέρια και τα πόδια λόγω σκληρής δουλειάς ματωμένα. Η καρδιά και το μυαλό ΑΝΤΕΧΟΥΝ.

Μπαίνουν γύρω στους ΕΞΑΚΟΣΙΟΥΣ αιχμαλώτους σε ένα μεγάλο θάλαμο. Γράφονται τα ονόματα. «Θα φεύγετε αλφαβητικά» Σιγά – σιγά. Ο Βασίλης είναι στο Τ. Τελικά 24 Αυγούστου 1956 με καμιόνι τον πάνε στο λιμάνι, στο Δυρράχιο.

Το ελληνικό πολεμικό πλοίο ΑΛΙΑΚΜΩΝ στέλνει βενζινάκατο Επιβιβάζονται. ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

Βγάζουν με δάκρυα χαράς τώρα ότι φορούσαν και το ΠΕΤΑΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ. Δεν κοιτάζουν πίσω. Αρχίζουν και κάνουν όνειρα. 26 Αυγούστου φθάνουν στον Πειραιά με τα ελληνικά ρούχα και τη Δίψα να δουν τα σπίτια τους.

2

          Από Πειραιά τους πηγαίνουν στο Λόχο Στρατιωτικής Αστυνομίας στην περιοχή Κρητικά. Μένουν 15 ημέρες όπου έχουν πλήρη υγειονομική εξέταση. Έρχεται ο Ερυθρός Σταυρός. Μέλος της και η Περιβολιανή ΄Αννα Μπουζάκη. Τους δίνουν 300 δρχ. Βγάζει εισιτήριο για Ρέθυμνο με το «ΑΓΓΕΛΙΚΑ». Στη σκάλα η μαούνα του περιβολιανού Παπαδοσηφάκη. Μπαίνει μέσα ο Βασίλης Τζωρτζινάκης με το Νίκο Παραγιουδάκη από το Μελισουργάκι και τον Χρυσόστομο Ψαρουδάκη από το Βαλσαμόνερο. Βγαίνουν στην προβλήτα. Οι συγγενείς τον περιμένουν. Μπροστάρης ο μακαρίτης σήμερα αδελφός του Γιάννης.  Ραγίζουν και οι πέτρες. Ο Νεκρός από το 1948 Βασίλης, το 1956 πατά στο Ρέθυμνο. Επιβιβάζεται στο ταξί του περβολιανού Ζωγράφου. Ο κόσμος απ’ όπου περνούσαν τους πρόσφερε λουλούδια. Ζει φώναζαν. Ήλθε. Καλλιθέα,, Περιβόλια, Μισίρια ξεσηκώνονται. Πολλοί μιλούν για θαύμα. Στα Μισίρα στου Μιχελιδάκη, στην ταβέρνα Στελίνα, περιμένει η μαμά Ευλαμπία. Δεν υπάρχει ανθρώπινο χέρι να αποτυπώσει το τι έγινε. Ράγισαν και οι πέτρες. Φεύγουν. Πλατανές, Τσεσμές όλοι στο πόδι. Φθάνουν στον Μαρουλά. Πηγαίνουν στο τάφο του πατέρα του. Ο Βασίλης ανάβει το καντήλι. Ανάβει και κερί στον προφήτη Ηλία και την Παναγιά.

1948 έως 1956 είναι ένα εφιάλτης. όμως άντεξε. Έζησε, έκανε οικογένεια. Για να είμαστε σωστοί το στοίχημα το κέρδισε. Ο Βρυωνάκης του βάπτισε τον γιο Δημήτρη. Ο Ανθυπολοχαγός Κυριλόπουλος τον έντυσε. Ο Βασίλης ο Κρητίκαρος τους έδωσε ΕΛΠΙΔΑ – ΔΥΝΑΜΗ – ΚΟΥΡΑΓΙΟ με μια λέξη ΖΩΗ.

Στο καλό Βασίλη.

Η τελευταία σου κατοικία είναι ανάμεσα στους φίλους σου, Δημήτρη Μελλισουργό και Δημήτρη Σταράκη, τον πατέρα μου. θυμάμαι όταν αγοράσατε μαζί το τελευταίο σπίτι σας και οι τρεις.  Πες τους ότι και εμείς σύντομα θα συναντηθούμε πιστεύω ελεύθεροι.

Νά ‘ναι ελαφρό το χώμα που θα σε σκεπάσει. (Την Κυριακή είναι το 40ήμερο)

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ