ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Χαρουπομαζώματα της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

-Έλα παέ Νικολάκαινα να κάτσομενε στο πεζούλι ν’ αποσπερίσομενε μια ουλιά(1) ώρα από κάτω από το κυπαρίσσι, μα η γι΄ωρα τσι βάνει και τσ’ άλλες γειτόνισσες.

-Ώφου Αγγελική μου, τη γ-κούρασή μου, ουλημερνίσιως τση μέρας εμαζώναμενε χαρούπια. Ο άντρας μου τα ράβδιζενε και ‘γω με τσι κοπελιές μου τα πρεμαζώναμενε(2) και το κοπέλι μου, το Σηφαλιώ μου, τα κουβάλιενε του έμπορα.

-Καλησπέρα γειτόνισσες, είντα κάνετε; εκρυγιάδωσενε ζάβαλε(3) και πρέπει να βεγγερίζομενε μέσα, είπενε η Αντρένα και έκατσενε με τσ’ άλλες.

-Είντα λογάσαι(4), Σετέμπρης είναι! τσ’ απολοήθηκενε κι η Κωσταντινιά, απού τσ’ ακλούθανε από πίσω με τη θυγατέρα τζη τη Δεσποινιώ. Επρεμαζωχτήκανε ακόμη, η Βαγγελιά του Γιακουμή με τη γκοπελιά τζη τη Μαρία, η Αλεξάντρα του Περδικαντώνη, η γραι Σηφάκαινα, η γι-Ουρανία με τη ν-αμπλά(5) τζη τη Μαλαματένια και γινήκανε ένα μ-παρεάκι… μπουντάλιασμα!

Αρχινήξανε από τση κόπους τω χαρουπιώ, είπανε μερικά αστεία και γελάξανε, εκάμανε αποσίγανα όσα σουχλικά(6) εκατέχανε, γιατί τανε δρόμος, να μη τσ’ ακούσει κιανείς, εμασουλίζανε που και χαρουπάκι και εξεκουράζουντανε, καμιά δεν είχενε στα χέρια τζη πράμα να παιδεύγεται, γιατί τανε τα δαχτύλια τω χεριώ ν-τωνε πληγιασμένα. Οι χαρουπές φυτρώνουνε στα κλαδερά, τσ’ αγριγιάδες κι η γης από κάτω είναι σαφίς(7) τσίτες ξερές και χαλίκια.

Εκούνιενε τη γ-κεφαλή τζη η γραι Σηφάκαινα και σιγανομουρμούριζενε: «Πάλι καλά απού ‘χομενε και τα χαρούπια, είναι ‘να γ-καλό εισόδημα, ξεχαρτζιστό. Μοναχές τωνε φυτρώνουνε οι χαρουπές, μούτε(8) σκαψίματα θέλουνε, μούτε ποτίσματα, μούτε κλαδέματα, άμαχα κι ατάραχα μα σε δίνουνε το γ-καρπό ντωνε.

-Καλησπέρα στη μ-παρέα σας, είπενε ο κύριος Βαγγέλης απού περνανε από μπρος τωνε. Επαέ θωρώ πολλές νοικοκεράδες κι ‘θελα να σα σε ρωτήξω α γκατέει κιαμιά σας πως γίνεται το χαρουποπετίμεζο απού θα πάω στην Αθήνα, να το κρατώ του γιού μου του Μανώλη.

-Εμά!(9) μπάρμπα, του λέει η Βαγγελιά, εγώ ‘χω ακουστά πως στη ν-Αθήνα τρώνε μέλι, όι πετιμέζι, απού τρώμενε εμείς στα χωριά… Ας είναι δα εμάθαμενε πως θα τονε παντρέψεις, να σου ζήσουνε, καλά στέφανα και στα επίλοιπα(10) παιδιά σου ν’ αξιωθείς.

-Καλορίζικα απ’ ούλες κύριε Βαγγέλη είπανε με μια φωνή.

Ύστερα πήρενε το λόγο η πρωτονοικοκερά η Νικολάκαινα και του λέει: Για να κάμεις χαρουποπετίμεζο θα κοπανίσεις ένα καλάθι χαρούπια, θα τα βάλεις σ’ ένα μεγάλο σιντεροτσίκαλο και θα τα σκεπάσεις με νερό. Θα τ’ αφήσεις κάμποσες μέρες κι απόις(11) θα τ’ αποσφονιάξεις(12) με τσι φούχτες σου, να τα φάνε τα ζούμπερα(13) και θα βράζεις το χαρουπόνερο ώστε να δέσει να γενεί σιρόπι.

Ε! το παντέρμο χρήσιμο απού ‘ναι, στο σπίτ εγώ κάθα χρόνο κάνω ένα κουρουπάκι και πορεύγεται το σπίτι μου, είπενε η Αντρένα. Πολλές αργαδινές απού δεν έχω φαητό, ανακατώνω δυο μοναχερές αλεύρι με μια φλυτζάνα νερό και ‘να κουκί αλάτσι. Στένω το τηγάνι με το λάδι στη μ-παρασθιά κι απείς(14)  ζεσταθεί ρίχνω κουταλές – κουταλές με το κουτάλι τση σούπας το χυλό και ψήνω τσι τηγανίτες στο άψε – σβήσε. Γεμίζω μια χρηγιά λαντουρώ(15) από πάνω πετιμέζι και τρώνε τα κοπέλια μου και γεμίζουνε τα’ ασκάκια(16) ντωνε.

Άχι μάνα και νάχα ν-είχα δα επαέ(17) ένα μ-πιάτο, αναγλείφομαι μου ου ου έκανε το Δεσποινιώ.

-Εγώ, είπενε η γραι Σηφάκαινα, κάθα Κυριακή μετά τη λειτουργιά πρεμαζώνω ούλα μου τα εγγόνια στο κονάκι μου και κάνω τη γραιδέ.

Όφου θεια εντούρντιζέ ν-το κι η γιαγιά μου η Ζαμπιά τουτονά το γλύκισμα και μας άρεσενε, πες μας πως γίνεται κι έχω απόντε ν-οπέρυσις ένα μπουκάλι χαρουποπετίμεζο κι οπουγιά απού θα πάω στο σπίτι θα το κάμω, τη ρώτηξενε η Αλεξάντρα.

Η Σηφάκαινα αναμαζώνει τη μακρέ τζη φούστα, σταυρώνει τα πόδια τζη, καθαρίζει το τζαρουχά τζη κι αρχινά να καλαναργά.

Στένω στη μ-παρασθιά το τηγάνι με μια φλυτζάνα λάδι και όντε(18) ζεσταθεί ρίχνω δυο φλυτζάνες αλεύρι και το κυλιοστροφώ(19), να καβουρντιστεί, να ξανθίνει μια ουλιά. Ανακατώνω δυο φλυτζάνες πετιμέζι με μια φλυτζάνα νερό και το ρίχνω αποσίγανα στο τηγάνι και αναγέρνω γρήγορα σε χαμηλή φωθιά, ρίχνω και μια φουχτέ καρύδια και κανέλα α μου βρίχνεται. Κατεβάζω το τηγάνι και το σκεπάζω μια ουλιά ώρα ν’ απομπάνει(20). Ύστερα παίρνω ένα κουτάλι τση σούπας, το γεμίζω, το πιτακώνω και τ’ αδειάζω σ’ ένα δίσκο.

Επετάχτηκενε και το Δεσποινιώ τση Κωσταντινιάς κι ‘πενε την ν- εδική ν-του συνταγή. Εγώ βάνω σ’ ένα βαθέ πιάτο λάδι ρίχνω και πετιμέζι, τα χτυπώ και βουτώ το ψωμί μου, μ’ αρέσει και χορταίνω.

Καλά - καλά το κάνεις κοπελιά μου, γι’ αυτό μεγαλώνεις και ψηλώνεις.

Εζήλεψενε δα και το Μαριώ τση Βαγγελιάς και σα δε ν-εκάτεχενε συνταγή είπενε:  Εγώ κάθα μέρα κρατώ στη σάκα μου χαρούπια και τα τρώγω στο διάλειμμα. Μια ν-ημέρα έδωκα ένα του δασκάλου και μας έκαμενε μάθημα για το χαρούπι, μας είπενε:

«Το χαρούπι παιδιά είναι η σοκολάτα τω φτωχώ κοπελιώ, να τρώτε χαρούπια γιατί έχουνε τριπλάσια αξία από το γάλα, είναι το «μάννα» που τρέφει τσι φτωχούς. Στην Ευρώπη το φέρανε οι Άραβες.  Στα θρησκευτικά εμάθαμενε, αν αναστοράστε(21), πως ο Άγιος Ιωάννης ο βαφτιστής έζησε στην έρημο τρώγοντας χαρούπια, γι αυτό τη χαρουπιά τη λένε «αρτόδεντρο του Αγίου Ιωάννη». Αναστορήθηκενε κι ο συμμαθητής μας ο Κωστής πως κι ο Άσωτος έτρωενε ξυλοκέρατα και γι αυτό δε ν-απόθανε από τη μ-πείνα, το ‘πενε του δασκάλου και του ‘πενε «Μπράβο».

Ετοτεσιδά επήρενε το λόγο ο κύριος Βαγγέλης απού ‘χενε ζήσει πολλούς χρόνους στην Αφρική, γι αυτό το ν-ελέγανε «Κύριο» κι είπενε στη μ-παρέα «Εμείς επαδά στη γ-Κρήτη, τον ευλογημένο τόπο μας, απού γεννά πολλά αγαθά, δε δίνομενε στο χαρούπι την αξία που του πρέπει. Εκειά τσι φτωχές χώρες τσ’ Αφρικής απού ζησα, το χαρούπι εβοήθησενε τσι πληθυσμούς που λιμοκτονούσανε σε κρίσιμες περιόδους, όπως πόλεμοι, θεομηνίες, αναγκαστικές μεταναστεύσεις.  Αλέθουνε και τους σπόρους και κάνουνε καφέ, κάθε σπόρος ζυγίζει 0,20 γραμμάρια, το βάρος αυτό είναι σταθερό για όλους τους σπόρους, αυτό σημαίνει ότι πέντε σπόροι μας κάνουνε ένα γραμμάριο. Έτσι στην Αφρική ο σπόρος χρησιμοποιήθηκε για το ζύγισμα των μπαχαρικών, ενώ στην Ινδία για το ζύγισμα των πολύτιμων λίθων, κυρίως του χρυσαφιού, έτσι από το βάρος του σπόρου του χαρουπιού προέκυψε το βάρος του ενός καρατιού.

Ευχαριστούμε σου κύριε Βαγγέλη, είπε ν-του η Μαλαματένια, ένα ψιχάλι πιστημονικά μας τα ‘πες, μα καταλάβαμενε πως έχουνε μεγάλη αξία τα χαρούπια και αύριο θα τα μαζώνομενε με περισσότερη όρεξη.

Η γραι Σηφάκαινα είπενε γελατσάρικα «θα τα κοκαλίζομενε κιόλας αφού ‘ναι θρεφτικά και μεις οι φαφούτες απού δε ν-έχομενε αδόντια θα τα μουλιάζομενε στο νερό...».

Εσκάσανε ούλες στα γέλια και καληνυχτηστήκανε!

 

Λέξεις

 

(1) μια ουλιά ώρα = λίγη ώρα

(2) πρεμαζώνω = μαζώνω και από τριγύρω

(3) ζάβαλε (τουρκ.) = κακορίζικα

(4) λογούμαι = συλλογίζομαι (αρχ. λογίζομαι)

(5) αμπλά(τουρκ. abla) = αδερφή

(6) σουχλικά = κουτσουμπολιά

(7) σαφίς (τουρκ. safi) = συνεχώς

(8) μούτε = ούτε

(9) εμά! = επιφώνημα = άντε, αν είναι δυνατόν

(10) επίλοιπα (ουδετ. του αρχαίου επιθ. επίλοιπος) = υπόλοιπα

(11) απόις = έπειτα

(12) αποσφονιάζω = στείβω

(13) ζούμπερα = οικόσιτα ζώα

(14) απείς (συνδ.) = αφ’ ότου, μετά που

(15) λαντουρώ = διασκορπώ

(16) ασκάκια = στομαχάκια

(17) επαέ = εδώ

(18) όντε = όταν

(19) κυλιοστροφώ = ανακατεύω

(20) απομπάνει = να κρυώσει λίγο

(21) αναστοράστε = θυμάστε

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ