ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

«Δώδεκα και Δεκατρείς» του Εμμανουήλ Ακουμιανάκη

0

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΑΚΟΥΜΙΑΝΑΚΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ M.Sc.

E-mail: [email protected]

http://soixantedix.blogspot.com/

Ήμασταν κάποτε μια ωραία χώρα. Με τα προβλήματά μας, με τις έγνοιες μας, με την καλοπέρασή μας, με τους δικούς μας ρυθμούς. Θυμάμαι παλιά που οι τράπεζες δεν έδιναν δάνεια χωρίς εγγυητές. Οι πολίτες φοβόντουσαν τον τραπεζικό δανεισμό όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός του κράτους δεν ήταν και στα καλύτερά του, αλλά υπήρχε μιας κάποιας ποιότητας φορολογική συνείδηση στους πολίτες. Υπήρχαν παραγωγικές επενδύσεις χωρίς ανεξέλεγκτες δανειακές απαιτήσεις. Υπήρχε συγκράτηση των εξόδων και σπουδή συλλογής των εσόδων. Υπήρχε ο φόβος της κατάσχεσης η οποία λειτουργούσε ως μηχανισμός περιστολής των δαπανών. Κρεμάγαμε το καλάθι μας όπου έφτανε το χέρι μας. Δίναμε το λόγο μας και τον κρατούσαμε. Ξοδεύαμε όσα είχαμε και μερικές φορές κάναμε και αποταμίευση. Και με δυο λόγια κανένας δεν μπορούσε να ξεγελάσει κανέναν σε οικονομική συναλλαγή χωρίς να υποστεί τις συνέπειες της αθέτησης των δεσμεύσεών του.

Κι έφτασε μια εποχή όπου τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο. Έτσι τουλάχιστον νομίζαμε. Η ευκολία της άνεργης απόκτησης του χρήματος, η ανεμπόδιστη και χωρίς εγγυήσεις πρόσβαση σε παντός είδους χρήσιμα και άχρηστα καταναλωτικά αγαθά, η επιμέτρηση της αξίας του ανθρώπου με βάση το πάχος του πορτοφολιού του, η συγκαταβατική ματιά σε εκείνους τους φίλους μας που «δεν ανοίχτηκαν» κι εξακολουθούσαν -σε πείσμα όλων- να ζουν με όσα κέρδιζαν από την εργασία τους. Κάπως έτσι ήρθαν νέοι καιροί κι υιοθετήθηκαν νέα ήθη. Κι όλα τα παλιά έμοιαζαν ξεχασμένα, σα να εντάχθηκαν με ένα μαγικό τρόπο μεμιάς στη συλλογική λήθη. Σε εκείνη τη λήθη που μας κολάκευε, που μας εξαπατούσε, που μας ανύψωνε, που μας βόλευε εν τέλει.

Ναι, είναι αλήθεια ότι οι παλιότεροί μας είχαν ζήσει με πολλές στερήσεις. Με κακουχίες, ασιτία, φτώχεια, πόλεμο και δικτατορία. Χωρίς συντάξεις οι ηλικιωμένοι, με πενιχρά εισοδήματα οι νεώτεροι πλην ελαχίστων. Κι όμως ήταν περήφανοι και αξιοπρεπείς, ήταν ντόμπροι και αξιόπιστοι, έλεγαν «λόγω τιμής» και το εννοούσαν. Ήταν άνθρωποι ακέραιοι με μέτωπο καθαρό, με λόγια σταράτα, με βλέμμα σπινθηροβόλο και με τρόπο ζωής που ενέπνεε το σεβασμό. Κι αυτοί οι άνθρωποι γέρασαν, έφυγαν από τη ζωή, ξεχάστηκαν. Και κάπου εκεί εμείς πήραμε τη σκυτάλη. Και φτιάξαμε καινούρια σύμβολα και παραστάσεις, καλλιεργήσαμε νέα ιδανικά και αξίες, εμπεδώσαμε τη Δημοκρατία και χαριεντιζόμασταν για το «βόλεμα» των φίλων μας και των συγγενών μας. Και πήραμε πρώτο και δεύτερο και τρίτο «πακέτο» και φτιάξαμε μια ανέλεγκτη υποδομή και σηκώσαμε καινούρια οικοδομή και βάλαμε δυο τρία αυτοκίνητα στο γκαράζ και κάναμε παρέα με ανθρώπους «σημαντικούς» που ήταν «καπάτσοι» κι άδραξαν την ευκαιρία αποκτώντας μεγάλο πλούτο. Κι η ζωή μας ήταν μια χαρά, τα «καράβια μας» δεν έπεφταν ποτέ στην ξέρα και κάθε πρωί που ξυπνούσαμε πιστεύαμε ότι θα ήταν για μας μια ακόμα καλύτερη μέρα.

Και ξαφνικά μας είπαν ότι τα δανεικά κι αγύριστα τελείωσαν κι ήταν σα να γύρισε ο χρόνος ξαφνικά έναν αιώνα πίσω. Τέτοια εποχή ακριβώς πριν εκατό και κάτι χρόνια. Κι η πτώχευση δεν ήταν «φαλιμέντο» με την «τρικουπική» μόνο έννοια. Ήταν η απόλυτη χρεωκοπία ενός μοντέλου συσσώρευσης πλούτου και εκπόρνευσης ηθικών αξιών. Ήταν ο ουρανός που έπεφτε στο κεφάλι μας. Ήταν η «Νέμεσις» για την απληστία μας και το χάλι μας. Ήταν τότε θαρρώ -πριν πέντε χρόνια περίπου- που σταμάτησε ο περίγελως για τους άλλους κι αρχίσαμε να βάζουμε και τον εαυτό μας στο θέατρο σκιών, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι κι εμείς ήμασταν μια κούκλα πίσω από την κουρτίνα. Και κάπου εκεί καταλάβαμε ότι την ώρα που εμείς γελάγαμε με δώδεκα, δεκατρείς γελούσαν με μας. Καλές γιορτές σε όλους.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ