ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένας γάμος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

Η κουβέντα για το προξενιό στο σπίτι του Κονιδονικολή εξετέλεψενε άμαχα(1) κι ατάραχα (1) «εκόψανε» τη γ-κλωστή και ορίσανε το γάμο τη γ-Κυριακή.

Όσο ν-επέρνανε η γι-ώρα ελιγοψύχανε ο γαμπρός, δε το ν-έγνοιαζενε η προύκα και τα έχη(2), πως ήτανε η νύφη εσυλλογάτονε. Θωρώντας την είχενε μια – δυο φορές στο μύλο, μα ετσά χωσμένη τσι βράκες και στα κεφαλομάντηλα, το μόνο που ξεχώριζενε ήτανε το μπόι(3) τζη.

Χαρούμενη η Μαριγώ εμπήκενε μέσα εφίλησενε τη ν-Αγγελική και τση ‘πενε πως την Κυριακή θα γενεί ο γάμος, και τση δωκενε στη χέρα το δίσκο να κεράσει ως τση ‘χενε ορμηνεμένα.

Επόρισενε(4) στολισμένη, φουνταλεμένη(5) η Αγγελική με το δίσκο, κατακόκκινη απού τη ντροπή, λυγερόκορμη, έλαμπενε σα ν-το ν-ήλιο μέσα στη κεντημένη φορεσιά τζη. Ροδοκόκκινη η μούρη τζη, με τα μπλάβα σα ν-τη θάλασσα, μάθια, με τσι κατάξανθες πλεξούδες πλεμένες στεφάνι στη γ-κεφαλή, ήτανε μπουντάλιασμα να τη ξανοίγει κιανείς.

Εθαμπώθηκενε ο γαμπρός, δε ν-είχενε ξαναθωρώντας ετσά γυναίκα, μεγάλο γιαγκίνι(6) τ’ άναψενε ετούτηνά η κοπελτσιδιά.

Αποσβολώθηκενε(7) ο κύρης οντέ ν’ αντίκρισενε την όμορφη θυγατέρα ν-του. Είδενε για πρώτη φορά το κοπελιδάκι ν-του με γυναικεία ρούχα, κιαμιά σχέση δε ν-είχενε με το παιδάκι που κάτεχενε μουδέ με τη μυλωνού απου΄διαντάλλασσενε(8) στο μύλο. Το μουτσουνάκι ν-του χωσμένο με τα μαντήλια, το κορμάκι ν-του μπιτσικαρισμένο(9) τσι βράκες, τα ποδαράκια ν-του στυλομαχιασμένα(10) στα στιβάνια, αχ κοπελιά εντουσούντισενε, πόσο κουρασμένη και στερημένη θα πρέπει να ‘σαι… Αντίς να παίζεις με τσι κούκλες, σε παντρεύγω να γεννάς και να βασανίζεσαι απού τα δώδεκά σου χρόνια.. ας όψεται ο Τούρκος!

Η συμμετοχή τση νύφης τη ν-αργαδινή(11) του προξενιού, αρχίνανε και τελέωνενε με το κέρασμα. Η Αγγελική όπως τη αβίζιαρενε η μάνα τζη δε ν-εξάνοιξενε το γαμπρό, καθιστός ήτανε, μούτε τη γ-κορμοστασιά ν-του, μούτε τη μούρη ν-του είδενε.

Όντε ν-εφύγανε ούλοι αναστουλούχανε η Αγγελική κι έλεγενε τση μάνας τση: «Ηγούγια μου μάνα τη γ-Κυριακή θα γενεί ο γάμος, πότες θα μου ράψεις το νυφικό;». Εγώ έχω το μεταξωτό ύφασμα στη γ-κασέλα και θάρθουνε οι γιαγιάδες αύριο αξημέρωτα να ράψομενε και νυφικό και πέπλο, αποσίγανα να μη ν-το μάθει το χωριό, τη γ-καθησύχασενεν η μάνα τζη.

Ο πατέρας σου, θα σου πάρει ούλα τα χρειαζούμενα: κασέλα, καναμπέ και καρέκλες. Θα σου αγοράσει τελλάρο, ανέμη, τυλιγάδι και χερόχτενα, να κάθεσαι να κάνεις νοικοκεράτα, είντα λογάσαι πως θα πορίζεις σ’ οξωτάρικες δουλειές; Ο γαμπρός είναι πλούσιος, θα βάνει εργάτες και θα σ’ έχει κορόνας στη γ-κεφαλή ν-του.

-Εγώ μάνα, θέλω να πάρω από το σπίτι μας, μόνο το εικόνισμα τση Παναγίας τση βρεφοκρατούσας, α που ‘χω κρεμασμένη πάνω από το προσκέφαλό μου.

-Αυτή ’ναι παιδί μου παλιά, ο κύρης σου θα σου πάρει μια ν-ασημένια.

-Δε θέλω μάνα καινούργια γιατί δε θα τη γνωρίζω τη Παναγία και πως θα τση λέω το μ-πόνο εκειά στα ξένα που θα ‘μαι, θέλω τη δικιά μου Παναγία!

-Ό,τι θέλεις Αγγελική μου, και τα προυκιά μου ούλα θα σου δώσω α που ‘ναι ακόμη με τη κεδιά(12), σάμπως έχω την άλλη κόρη να τα μοιράσω; Ο γαμπρός είναι μοναχοπαίδι κι έχει χτισμένα σπίθια, παλάθια, ταχιά την άλλη θα ‘ρθει να τα πάρει.

Θα σου πάρει ο αφεντάκης και σκάφη και πλαστερό και κνισσάρα και κόσκινο, θα σε μάθει η πεθερά σου, να ζυμώνεις. Ένα σκαλιστό καντηλιέρι(13) θα σου παραγγείλομενε στο Μενέλαο το μαραγκό, μεταπιασούρια(14) του μαγεριού και λύχνους θα σου κάμει ο Ηλιομανώλης ο χαρκιάς.

Τη γ-Κυριακή ήρθενε ο γαμπρός με τσι γαμηλιώτες, επήρενε ο μυλωνάς τη νύφη, ομορφοστολισμένη, και τη ν-έβαλενε δίπλα ν-του. Όση ώρα τη ν-εβλόγανε ο παπάς δεν ήτονε πρεπό να σηκώσει τα μάθια η Αγγελική να ξανοίξει ποιο άντρα παντρεύγεται. Απής(15) ευλοήθηνε τη κάτσανε σε μια φοράδα στολισμένη με μια ροδάτη πατανία και ξεκινήσανε για το χωριό του γαμπρού. Ούλοι οι γι-άντρες εφορούσανε σαλβάρια(16) κι όπως εγλακούσανε τ’ άλογα δε ν-εξεχώριζενε ο γαμπρός.

Ο χωματόδρομος για το χωριό ήτανε σαφίς(17) στροφές.

Σε κάθε στροφή εξάνοιγενε τσ’ άντρες η Αγγελική και ‘λεγενε από μέσα τση. Αν εστεφανώθηκα κεινονέ το χαμαντράκι, το κοντοκούβαρο εγώι μου κι είντα κοπέλια θα κάμω; Αν είναι άντρας μου κεινοσές ο φρογός(18) με τσι φακίδες και τσι μαγούλες, άου! Αν είανι ο μαυροκάφαδος με τα γένια, πως θα το ν-αγκαλιάσω; Αν είναι κεινοσές ο ανοιχτοκούταλος, ο στημονερός είναι μια ουλιά καλλιά ‘που τσσ’ άλλους. Εσασίρντισενε(19) κιανένα δε ν-ερέχτηκενε κιανένα δε ν-ήθελενε ν’ αγκαλιάσει!

(Αληθινή ιστορία)

Λέξεις:

(1) άμαχα κι ατάραχα = ειρηνικά

(2) τα έχη = η περιουσία (ακλ. Από το αρχ. απρμφ. Έχειν)

(3) μπόι = ύψος τουρκ. boylu

(4) επόρισενε = εβγήκε

(5) φουνταλεμένη = λουσάτη (μτχ παρκ του ρημ. φουνταλεύομαι)

(6) γιαγκίνι = πυρκαγιά (τουρκ. yangin)

(7) αποσβολώθηκενε = έμεινε άφωνος

(8) διανταλλάσσω = μετακινούμε αδιάκοπα

(9) μπιτσικαρισμένο = παρενοχλημένο, ιταλ. bezzicare = πειράζω

(10) στυλομαχιασμένα = συμπιεσμενα

(11) αργαδινή = βραδιά

(12) κεδιά = βελονιά

(13) καντηλιέρι = όρθιο ξύλο με τρύπες για να στερεώνεται ο λύχνος

(14) μεταπιασούρια του μαγεριού = τεντζερικά

(15) απής = αφ’ ότου

(16) σαλβάρι = είδος ανδρικής βράκας (τουρκ. salvar)

(17) σαφίς = αδιάκοπα, συνεχώς

(18) φρογός = κοκκινωπός

(19) εσασίρντισενε = τα ‘χασε, εσάστισε

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ