ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Παλιές Ιστορίες: Οδός Μίνωος 1947 - 1953 του Μαρίνου Γαλανάκη

0

 2η Συνεχεία

 

 

Ας συνεχίσομε όμως την πορεία μας στη Μίνωος, αφού ήδη ξεκινήσαμε από τηΣτεφ. Ξανθουδίδου με κατεύθυνση προς τη Νικηφ. Φωκά, αναφερόμενοι πρώτα στους κατοίκους των σπιτιών της βορινής, της δεξιάς, πλευράς του δρόμου. Πάντα προς τα δεξιά κατευθυνόμαστε και προς τα εκεί   πάμε! Έτσι δε συμβαίνει; Αυτό δεν είναι το καθιερωμένο; Ποδαρικό την πρωτοχρονιά κάνεις με το δεξί σου πόδι, για να πάει καλά η χρονιά. Άσχετα πως το κατεστημένο έχει προβλέψει να μη μπορείς να πιεις ούτε νερό, χωρίς να το αγοράσεις! Το «καλό» σου χέρι  είναι το δεξί! Ακόμη και το σταυρό σου με το δεξί χέρι  τον κάνεις! Και, όπως σπανίζουν οι αριστερόχειρες, το ίδιο σπανίζουν και τ’ αριστερόστροφα εργαλεία. Κι ακόμησπανίζει πιο πολύ η αριστερόστροφη νοημοσύνη κι αντίληψη. Ακόμη κι αυτοί που δηλώνουν αριστεροί, δεξιά νοημοσύνη έχουν και δεξιά πολιτική εφαρμόζουν. Πάρετε παράδειγμα την Κυβέρνηση. Αριστερή δε δηλώνει πως είναι; Τότε γιατί, ενώ συμπληρώνει τον τρίτο μήνα της …εγκυμοσύνης της, εξακολουθεί κ εφαρμόζει δεξιά πολιτική! Ελεύθερη οικονομία κ ελεύθερη αγορά, δεν έχομε;Είδατε πουθενά ν’ ασκείται έλεγχος στις τιμές αγοράς ή έστω στην ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών; Όσο θέλει καθένας κι ό,τι θέλει πουλεί. Κατά το λεγόμενο: «Εγώ στραβώνω και πουλώ και φέγγε συ κι αγόραζε». Αυτό δεν είναι που ισχύει; Γιατί, αν δεν ίσχυε, μερικοί έμποροι της Λαϊκής Αγοράς δεν θα πουλούσαν πιο ακριβά, απ’ όσο πουλούν τα μανάβικα. Ούτε κ οι ζυγαριές κάποιων από αυτούς θα ζύγιζαν «ξύγκικα». Ούτε και στην Αγορά θα πουλιόταν σαπάκια σε τιμές «λούξ» προϊόντοςκαι μάλιστα «οικολογικού»! Ούτε κ οι «μαστοράντζες», που δηλώνουν άνεργοι(!), θα είχαν ένα κατσαβίδι κ ένα μέτρο στην κωλότσεπη και θα χτυπούσαν μεροκάματο 60 κ 70 ευρώ για ένα «μερεμέτι» τριών - τεσσάρων  ωρών δουλειάς,χωρίς τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών.  Ούτε και θα κυνηγούσαμε τη φοροδιαφυγή, όπως τα παιδιά κυνηγούν τις πεταλούδες με την απόχη…

1 (1)

 

Ακολουθώντας, λοιπόν, το …έθιμο, θ’ αναφερθούμε πρώτα στα σπίτια και στους κατοίκους  της δεξιάς πλευράς, και κατά τη «βουστροφηδόν» επιστροφή μας θα πούμε και για τους κατοίκους και  τα σπίτια  της αριστερής πλευράς του Στενού, που τότε κι αυτή, με την αλλαγή  κατεύθυνσης,  θα έχει μεταβληθεί σε …δεξιά!

Σε κάθε σπίτι θ’ αναφέρω τον αριθμό, που φέρει τώρα και τους κατοίκους του της εποχής που αναφέρομαι.

Μετά την «Ηλεχτρική», λοιπόν, συναντούμε στον αριθμό:

  1. Την οικογένεια Μιχάλη καιΧαρίκλειας Μαυράκη. Παιδιά τους ήταν ο Τάσος, ο Ανδρέας, ο Γιάννης, κ η  Μερσίνα. Όλα εργατικά. Ο Ανδρέας ήταν οικοδόμος. Ο Γιάννης μάθαινε τσαγκάρης, αλλά παράτησε την τέχνη.
  2. Την Παπλωματού.Έτσι ξέραμε την κάτοικο αυτού του σπιτιού. Από επαγγελματικό προσωνύμιο. Τίποτα παραπάνω.
  3. Τηνοικογένεια Σαμψωνιάδη Πρόδρομου και Φωτεινής. Κατά κόσμο: ΟΜπουρεκάς κ η Μπουρεκού. Η Φωτεινή ζύμωνε κ ετοίμαζε τα μπουρέκια κι όταν τύχαινε να ξεφουρνίζει και περνούσαμε από την πόρτα του σπιτιού τους μπροστά, λιγωνόμαστε από τη μυρωδιά, όπως τώρα σαν περνούμε μπροστά από παρασκευαστήριο ζαχαροπλαστείου! Ο Πρόδρομος διάβαινε τους κεντρικούς δρόμους της πόλης πάντα πολύ καθαρός και περιποιημένος. Κρατούσε δοχείο γυάλινο, σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου,  σαν κασελάκι, περασμένο στο αριστερό του μπράτσο. Αυτό χωρούσε μια τριανταριά μπουρεκάκια. Τα διαλαλούσε και τα πουλούσε. Πολλοί θα τον θυμάστε. Παιδιά τους, και τι μπουρεκάκια(!), ήταν η Σοφία κ η Κατίνα.

22/20. Την οικ. Μαγιάφα Νίκου  και Κατίνας. Ο Νίκος ήταν εργάτης. Μέτριου αναστήματος με φαρδιές πλάτες. Ήρεμος και καλοσυνάτος ποδοσφαιριστής τουΑστέρα, που στα 1950–1951, 1952-1953, 1954-1955, 1956-1957, ήταν πρωταθλήτρια ποδοσφαιρική ομάδα του Ρεθέμνους. Στα γήπεδα ήταν γνωστός με το παρατσούκλι Τσανός, όπως ήταν γνωστός με το παρατσούκλι Μπαμπάνης κι οΞερουδάκης του Αστέρα, που κατοικούσε στην ανατολική γωνία των Μελισσηνούκαι Μάρκου Ρενιέρη.

Η κυρά Κατίνα, η «Τσανούδαινα», ήταν μοδίστρα. Παιδιά τους ήταν ο Περικλής κι ο Βαγγέλης.

Ζούσαν στην ίδι’ αυλή με την Παρασκιώ το γένος Τσιράκη από τις Μέλαμπες. Η ανατολική πλευρά του ακινήτου ήταν ερειπωμένη. Η Παρασκιώ είχε παντρευτεί τον εργάτη Μήτσο  Ίντα.

Λίγο παραδίπλα  από το παράθυρο της Παρασκιώς ήταν τοποθετημένη μια και μοναχή βρύση του Δήμου, που ύδρευε τους κατοίκους της Μίνωος, όταν είχε η δεξαμενή νερό. Τότε δεν υπήρχαν μέσα στα σπίτια της γειτονιάς παροχές νερού. Κι ούτε λειτουργούσαν καταμετρητές νερού, γιατί το νερό ήταν ακόμη τότε δημόσιο αγαθό παρεχόμενο δωρεάν. Επειδή όμως καταντούσε είδος ανεπάρκειας  κατά τους καλοκαιρινούς και τους φθινοπωρινούς μήνες, παρεχόταν λίγες ώρες το πρωί και λίγες ή και καθόλου κατά το απόγευμα.  Γι’ αυτό οι κάτοικοι τοποθετούσαν τις στάμνες ή τους γκαζοντενεκέδες τους από τη νύχτα σε σειρά προτεραιότητας, ξεκινώντας ο πρώτος κάτω από τη βρύση κι ακολουθούσαν οι υπόλοιποι σύντοιχα – σύντοιχα σε μια σειρά, που έφτανε και τα πέντε μέτρα! Αυτό αποφασίστηκε από το άτυπο συμβούλιο των οικοκυράδων της γειτονιάς με κοινή συναίνεση, για να προλαβαίνουν όλα τα νοικοκυριά κατά τη νεροφυριά να παίρνουν τουλάχιστο από μια στάμνα νερό. Να μη συνορίζονται ποιος θα γεμίσει  πρώτος τη στάμνα ή τον τενεκέ του και να μαλώνουν μεταξύ τους φιλήσυχοι άνθρωποι. Κι αν ήθελαν να επιστρέψουν και να πάρουν  και  δεύτερη στάμνα, έπρεπε πάλι να κρατήσουν σειρά, ξεκινώντας από την κουντούρα της πρώτης. Και να στέκουν εκεί, ώσπου να τους γυρίσει «νομπέτι» να ξαναγεμίσουν. Γιατί:

«Της  ξεραγής  νεροφυριά, νερού δεν έχει ολπίδες,

                                         ως έχει αστιβιδόλακκος μαξούλι τσ’ αστιβίδες».

Κάποιες αργαδινές όμως ή από μεθυσμένους ή από πλακατζήδες ή και «ξαργότου» βρέθηκαν, άλλοτε σπασμένες  λαήνες, άλλοτε ζουλισμένοι γκαζοντενεκέδες, άλλοτε αλλαγμέν’ η σειρά. Και για να μη γυρίσουν  κάποια πρωινή ξεσκουλισμένες στα σπίτια τους οικοκυρές, το …συνδικάτο αποφάσισε, αντί για χρειαζόμενα σκεύη, να τοποθετεί στη σειρά «μαρκαρισμένα» γαλατοκούτια κενά ή άλλ’ αντικείμενα, που, τέλος πάντων, τους ήταν άχρηστα και μηδενικής αξίας.

Βλέπετε και τότε τα λεφτά ήταν πάρα πολύ λίγα, για να μπορεί ο εργαζόμενος μεροκαματιάρης ν’ αντικατασταίνει εύκολ’ ακόμη και τη στάμνα του νερού, γιατί οΚουτούφαρης  στον Πλάτανο παρέκει δε χάριζε ούτε τις στάμνες, ούτε τα μολυβωτά τσικάλια…

Παρά και τα μέτρα όμως αυτά, πάλι παρουσιάστηκαν …εγκληματικές ενέργειες, που σήκωναν το «πουτανοφόρτωμα» τουλάχιστο της ύποπτης κι ας μην ήταν αίτια της αλλαγής της σειράς ή της κακοποίησης του …κουτιού κάποιας άλλης.

Η Παρασκιώ είχε το κρεβάτι της και κοιμώταν από μέσα και δίπλ’ από το γειτονικό προς τη βρύση παράθυρο. Αν και την υποψιάστηκαν κάποιες γειτόνισσες, κάποιες άλλες ήταν σίγουρες πως τουλάχιστο θ’ άκουσε τους χτύπους από τις λαήνες που σπούσαν ή από τους γκαζοντενεκέδες που ζουλούσαν ή από τις κλωτσιές, που έπεφταν στα γαλατοκούτια κ.λπ. και προκαλούσαν το «μπάχαλο». Κ ύστερα, προσποιούνταν την…Παρασκιώ.

Η Παρασκιώ, με το παραπέτρισμα  της τάχα κ ενοχής της, πήρε φωτιά κ απείλησε πως θα στέσει αφτί! Θα λαγουδοκοιμάται! Κι αν ακούσει «αναπαταχλί», θ’ ανοίξει το παραθύρι και θα πάρει και θα σηκώσει όποιο κι αν τολμήσει να ξαναπατάξει την τάξη!

Όμως το κακό που και που επαναλαβαινόταν, αλλά η Παρασκιώ δεν άκουγε «αναπαταχλί». Κι όμως δεν ήταν ένοχη…

Οπότε το πήραν απόφασ’ οι γειτόνισσες κ υπόμεναν  τη …μοίρα τους…

18/16. Δίπλα στης Παρασκιώς, έμενε η οικογένεια του Σταύρου και της Αργυρώς Λουκάκη. Ο Σταύρος ήταν αδελφός του κατοπινού Στρατηγού Χαράλαμπου και κατά συνέπεια θείος του Βουλευτή κ Υπουργού Μανόλη Λουκάκη. Ο Σταύρος ήταν ταχυδρόμος. Η δε Αργυρώ ήταν από τις Πρασσές. Είχαν τρία παιδιά, που ξεχώριζαν: Το Μανόλη, την Αθηνά και το Νίκο. Μαζί τους έμενε  κ η Ελένη, η αδελφή της κυράς Αργυρώς, που ήταν νοσοκόμα.

 

 

  1. 14. Σ’ αυτό έμενε άλλη μια ηλικιωμένη  κυρ’ Αργυρώ.Η τρίτη στη γειτονιά μ’ αυτό τ’  όνομα. Ήταν φτωχή γριά χήρα γυναίκα χωρίς παιδιά. Καταγόταν κάπου από τ’ Αγιοβασιλιώτικα. Το σπίτι της ήταν στην ανατολική γωνία του κάθετου προς τηΜίνωος μικρού στενού, που βγαίνει στη Μελισσηνού κ έφερε και φέρει τ’ όνομα του δοξασμένου καπετάνιου της Μεσσαράς Μιχάλη Κόρακα. Εκεί, απέναντι σχεδόν  από το πλατειάκι, απ’ όπου η ανηφοριά οδηγούσε κι οδηγεί προς το φρούριο και τις τότε φυλακές. Πως μπόρεσαν και χώρεσαν σε τριάντα μέτρα στενάκι τόσο μεγάλη δόξα!

1 (4)

 

Στο μικρό σπίτι της η κυρ’ Αργυρώ νοίκιαζ’ ένα δωματιάκι για να ‘χει μια συντροφιά και λίγο λάδι για τη σαλάτα της. Τότε σ’ αυτό  διέμενε ο Χαρίτος. Κι αυτός ήταν γυμνασιόπαιδο από χωριό του Άι Βασίλη.  Φιλευτήκαμε υστερότερα και κάθε πρωί φεύγαμε παρέα για το Γυμνάσιο.

Τα λεωφορεία, που εχτελούσαν τα δρομολόγια  προς κι από  το Δυτικό Ρέθεμνος τερμάτιζαν τότε απέναντι από τους Τέσσερις Μάρτυρες στα νότια τηςΚουντουριώτου, κάτω από τους μεγάλους πλατάνους. Εκεί που ήταν και τα εμπορομανάβικα χοντρικής και παραμένουν ακόμη ένα-δυο χτίσματα. Τότε μας εντυπωσίαζαν τα λεωφορεία, γιατί δεν τα είχαμε συνηθίσει ακόμα εμείς τα χωριατάκια. Γι’ αυτό τα χαζεύαμε, σα χαζά που ήμασταν κ εμείς. Είχαν συνήθιο τότε και γράφανε στα πλάγια των λεωφορείων, με κεφαλαία μεγάλα γράμματα, τα ονόματα των χωριών από και προς τα οποία εχτελούσε καθένα τους δρομολόγια. Ένα πρωινό συνέπεσε να φτάνει ένα λεωφορείο την ίδια ώρα, που ανέβαινα με τοΧαρίτο προς το Γυμνάσιο. Σταματήσαμε στην άκρη για να περάσει και κατάπληχτοι διαβάσαμε στο πλάι του το χωριό απ’ όπου προερχόταν! Κι όπως καταλάβαμε προερχόταν από το ΜΟΥΝΔΡΟΣ! Ξεραθήκαμε στα γέλια! Γιατί; Μα, γιατί κάποιος αθεόφοβος πλακατζής είχε αλλάξει τ’ όνομα του χωριού! Είχε προσθέσει στο «Δ» αποκάτω δυο «ποδαράκια» και το είχε μεταβάλλει σε «Α»!  Έτσι, αντί για να γράφει ΜΟΥΝΔΡΟΣ, έγραφε πως ερχόταν από το …χωριό, απ’ όπου ερχόμαστε όλοι! Ασφαλώς ούτε ο οδηγός, ούτε κι ο εισπράχτορας θα είχαν προσέξει τη λαθροχειρία, αν και τα ποδαράκια του «Α» κρεμόταν πιο χαμηλά ‘πό την οριζόντια γραμμή που ακολουθούσαν τα υπόλοιπα γράμματα κ ήταν γραμμένα ευδιάκριτα, βιαστικά κι ασύμμετρα...

 

6 – 8.  Στην απέναντι από αυτή  γωνία, ήταν το σπίτι του Μιχάλη Βρετού και τηςΔέσποινας. Της  Βρετούδαινας καλέ! Που έμενε μαζί τους κ ένα  πολύ καλό και σεμνό κορίτσι, η Βαγγελιώ, η κόρη του αδελφού της κυράς Δέσποινας, που έμενε μόνιμα στην Αθήνα. Δίπλα  τους έμενε  ο αδερφός του Μιχάλη ο Πανούσης.

  1. Εκεί έμενε ο Μάρκος  Αρμένης, που είχε το καφενείο στον Πλάτανο. Ο Μάρκοςήταν πραγματικά  Αρμένης στην καταγωγήΤο οικογενειακό του επίθετο δεν το ξέρω, γιατί έτσι τον έλεγαν. Έτσι ακουγόταν. Μάρκος ο Αρμένης…

Και στον αριθμό  2, που βρίσκεται στο γωνιακό χτίριο,  δεν υπήρχε τότε είσοδος από τη Μίνωος, αλλ’ από τη Νικηφ. Φωκά.                                                         

Στο δίπλ’ από την απέναντι  γωνία της  νότιας πλευράς, που σχηματίζεται από τηΜίνωος με τη Νικηφ. Φωκά, έμενε ο «Ρουμάνος». Αυτό ήταν το …καλλιτεχνικό του όνομα. Ήταν ποδοσφαιριστής στον «Κεραυνό».

Ο «Κεραυνός» κατείχε το πρωτάθλημα κατά τις ποδοσφαιρικές «σεζόν» 1951-1952, 1953-1954, 1957-1958. Ο «Ρουμάνος» κατείχε μόνιμα τη  θέση «μπάκ» στα παιγνίδια. Κι αυτό, γιατί αποτελούσε το «τάνκ» (άρμα μάχης) της ομάδας.  Όταν έπαιρνε «σβούρμα για να σουτάρει» από τη γωνία της «μικρής περιοχής» κραύγαζε: «Αααα ρούπ»! Και με το «ρουπ» έδινε την κλωτσιά στη μπάλα. Είχε τέτοιο δυνατό «σουτ», που οι «επιθετικοί» της αντίπαλης ομάδας τον απέφευγαν. Ήταν χοντρός και μεσαίου αναστήματος καλοκάγαθος άνθρωπος. Το πάχος τον έκανε να φαίνεται κοντός. Αλλά ήταν ευκίνητος και δυναμικός παίχτης, που ορμούσε «μεσ’ τα όλα» κι όποιο πάρει ο χάρος. Οι φίλοι της «Κεραυνός» έμαθαν την κραυγή και κάθε φορά, που ο Ρουμάνος θα  «σούταρε», όλοι μαζί φώναζαν από τις κερκίδες «ααα ρούπ»!

Να πω, με την ευκαιρία, πως τερματοφύλακας του «Κεραυνού» ήταν τότε οΓιώργος  Καρνής, που δούλευε εργάτης σε σαπουναριό. Αυτό το παλικάρι μπορούσε να «χώσει γκολ» στην αντίπαλη ομάδα με «σουτ» από τη δική του «μικρή περιοχή», αν έπιανε στον ύπνο τον τερματοφύλακά της. Δηλαδή, τονΑποστόλη, τον αδελφό του. Βλέπετε, τ’ αδέλφια του Γιώργου του Καρνή, ο Κώστας, γνωστός με το παρατσούκλι «Κώνιος», κι ο τερματοφύλακας Αποστόλης,  έπαιζαν στον «Αστέρα», όπως έπαιζε κι ο Δήμος ο Γαβαλάς.

Κρίμα το Παλικάρι! Πήγε άδικα ο Γιώργος!

Ακριβώς στο γωνιακό σπίτι, με είσοδο από τη Νικηφ. Φωκά,   διέμενε  κ η οικογένεια του   Θανάση και της Ειρήνης Ζαμφώτη. Ο Θανάσης   διατηρούσε καφενείο στον Πλάτανο.

 

 

Και πάμε παρακάτω. Στο:

  1. Με είσοδο από τη Μίνωος,έμενε ο αδελφός του Θανάση Αντώνης Ζαμφώτης με τη γυναίκα του Λευτερία. Μετά το θάνατο του Αντώνη, η Λευτερία έφυγε στην Αμερική. Ήταν ψηλόλιγνη, χαμογελαστή και χαμηλοβλεπούσα, καλοκαμωμένη γυναίκα.
  2.  Σ’ αυτό το παλιό Βενετσιάνικο χτίριο έμενε η Ουρανία Λεωτσάκου, που ήταν η Μάνα της Λευτερίας Ζαμφώτη.ς…

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ