ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Παλιές Ιστορίες: Οδός Μίνωος 1947 – 1953 του Μαρίνου Γαλανάκη

0

3o Μέρος

  1. Εκεί έμενε οΜήτσος κ η Στέλα Λίβα, που ήταν από τη Σπάρτη.
  2. Το σπίτι του  Μιχάλη και της  Ανδρονίκης   Ίντα. 
  3. Το σπίτι της οικογένειας του Γεωργίου και της Παρασκευής Παρνή. Παιδιά τους ήταν η Νίκη, η Μαρίσσα, ο Βασίλης, ο Δημήτρης κ η Στρατία.

Η  γυναίκα του Παρνή Παρασκευή είχε πεθάνει. Δεν την πρόφτασα ζωντανή. Ύστερ’ από  το θάνατό της,  ο Γιώργος πήρε δεύτερη σύζυγο την Αργυρώ Πανταγιά, που ήταν από τα Χάρκια.

Μετά το δεύτερο γάμο του το ζευγάρι διέμενε αλλού. Κι ο Γιώργος ερχόταν ως επισκέπτης στα παιδιά του, που και βέβαια εξακολουθούσε να φροντίζει. ΗΝίκη, που ήταν γεννημένη στα 1933, αναδείχτηκε στα υπόλοιπα και πιο μικρά πολύ καλή μητέρα κι αδελφή. Τα φρόντιζε, ώσπου διασπάρθηκαν κι αποκαταστάθηκαν μέσα στη δεκαετία του πενήντα. Αποκαταστάθηκαν και μεταδημότευσαν στην Αθήνα.

1 (1)

 

Η Νίκη παντρεύτηκε υστερότερα το Βαγγέλη Καλαϊτζιδάκη, κι απέχτησαν τέσσερ’ αγόρια (Νίκο, Γιώργο, Σταύρο, Βαγγέλη)  και δυο κορίτσια. Όλα τους αποκαταστημένα καλά. Ο Γιώργος στην Ελβετία. Τα κορίτσια στην Αθήνα. Τα υπόλοιπα στο Ρέθεμνος.  Ο Βαγγέλης ήταν από τους αστέρες του «Αστέρα». Ήταν ο παίχτης με το …καλλιτεχνικό παρατσούκλι «Δερβίσης». Χτυπήθηκε δυστυχώς από αρρώστια και πέθανε νωρίς. Η Νίκη όμως παραμένει βράχος! Και, παρά και τους 82 Μάηδες που φέρει στους ώμους,  εξακολουθεί να επιμένει ελληνικά και να μη σκύβει το κεφάλι.  Τα έξι ζευγάρια παιδιά  και τα 11,5 εγγόνια της την αναζωογονούν, με τις χάρες και τις χαρές τους.

*Σιδερένια Νίκη. Να τα περάσεις τα εκατό! Με τις ευκές και τις ευχαριστίες μου…

1 (2)

 

  1. Αυτό τον αριθμό έχει τώρα το σπίτι της Ματούλας. Ο χώρος που κατέχει είναι μεγάλος συγκριτικά με κείνους των  υπόλοιπων σπιτιών. Ήταν κλεισμένο με ψηλό μαντρότοιχο και του έμενε αρκετός    ακάλυπτος χώρος. Έτσι μπορούσε να έχει αρκετό αέρα, ήλιο και φως. Να στεγνώνει κι αυτό από την ογρασά της παλιάς πόλης. Να γλιτώνουν λίγο κ οι κάτοικοί του από τη μούχλα και την μπόχα της. Γι’ αυτό προτιμήθηκε κι αγοράστηκε από το Βέλγο, που το κατοικεί τώρα…
  2. Σ’ αυτό έμεναν οι αιωνόβιοι Ευάγγελος Γαγάνης, που ήταν στον καιρό του τσαγκάρης,  κ η Μαρίτσα Αραπλή. Ο Βαγγέλης έφυγε «πλήρης ημερών». Συμπλήρωσε και τα 100, χωρίς να του φύγει μία! Η Μαρίτσα τον καπέλωσε κατά ένα χρόνο και μπήκε και σε δεύτερο αιώνα ζωής! Πώς να μείνουν ύστερα λεφτά στα Ταμεία για να φάει κ η Εξουσία, όταν οι Έλληνες φτάνουν και ξεπερνούν αιώνα ζωντανοί;! Γι’ αυτό κ η Εξουσία φροντίζει, ώστε να λιγοστεύουν οι Έλληνες και λόγω ατεκνίας και λόγω έγκαιρου θανάτου, ώστε να περισσεύει και κάτι στα Ταμεία να τσιμπολογά και να επιβιώνει κι αυτή, έστω και  παραλυμένη στην αιωνιότητα…
  3. Το σπίτι ανήκε στο Στέλιο Μαυράκη.  Αυτό  νοίκιαζε και διέμενε η Μαρία Πάγκου, «Θεός σ’χωρέσ’ τηνα».
  4. Εκεί κατοικούσε η οικογένεια Σάββα και Γεωργίας Τσιμπούκα. Παιδιά τους ήταν ο Γιώργος, ο Περικλής, ο Παναγιώτης κ η Φωτεινή. Πάντα πρόσχαρ’ ηΓεωργία. Αισιόδοξη, καλόκαρδη, με το γέλιο και το αστείο της στη βρύση, στο δρόμο, όπου κι αν θα συναντούσε τη γειτόνισσα.

Το πρωινό δίωρο παροχής νερού αποτελούσε τις ώρες αναψυχής του γυναικόκοσμου της γειτονιάς. Γύρω από τη βρύση, εκεί στο στενόχωρο τόπο, έστηνε τον υπαίθριο πρόσκαιρο  καφενέ του. Ένα καφενέ μ’ όλες σχεδόν τις εξάρσεις ενός πραγματικού. Τα δελτία ειδήσεων, τα κουτσομπολιά, τους μικροκαυγάδες, τα πειράγματα. Τα πάντα. Στ’ αφτιά μου φτάνει ακόμη ο απόηχος της φωνής της κυράς Γιωργίας.

- Μωρή «που-του»;! Τι έκανες μωρή όλ’ τη νύχτα και σε πήρ’ η μέρα στο κρεβάτ’; Τ’ ήρθες να κάνεις τώρα, που θα στηρέψ΄ η βρύση;  Που θά ‘βρεις νερό να πάρεις; Δέστε τη!... Δέστε τη!... Να τη!... Κλειστά ‘χει ακόμη τα μάτια της!... Εδώ πατά, εκεί βρίσκεται!...

- Σιγάτε μωρή και κοιμάτ΄ η Καλλέργαινα, μη την ξυπνάτε αξημέρωτα κ είναι νύφη ακόμα.

- Τι κοιμάται, Καλέ;  Ο Καλλέργης έφυγε απ’ ώρα ν’ ανοίξει το μαγαζί.

- Εμ, γι’ αυτό μωρή κοιμάται αυτή. Να ξεκουραστεί και κομμάτ’!..

1 (3)

 

  1. Σ’ αυτό έμενε η  οικογένεια του αδελφού του Σάββα  Δημήτρη και τηςΒασιλείας Τσιμπούκα. Μαζί τους κ η γιαγιά Ελεονώρα.  Αυτή, η πολύ συμπαθητική καλοκάγαθη γερόντισσα. Σεμνή, με χαμηλούς τόνους, λάτρευε τις εγγονούλες της. Τη γεμάτη ενέργεια Μαρία με τα ζωηρά μάτια, που έγινεΔασκάλα. Την Ελεονώρα, στην οποία έδωσαν  τ’ όνομά της κι αποτελούσε φαινότυπο της γιαγιάς. Και την Πόπη, την  πιο μικρή, που όλο και κρατούσε κάποιο έντυπο στα χέρια και παράβγαινε  μ’ επιτυχία τις άλλες δυο. Τρία σεμνά, χαριτωμένα, μελετηρά κορίτσια, που διψούσαν για μάθηση. Με μια Μάνα δίπλα τους  να συμπαραστέκεται πάντα πρόσχαρη και να προλαβαίνει τις ανάγκες τους. Και μια γιαγιά που, για το Θεό και μη στενοχωρηθούν τα παιδιά!...
  2. 21. Ήταν η οικογένεια του Περικλήκαι της Γεωργίας Ίντα. Παιδιά τους ήταν οΠαναγιώτης, η Στέλα κ η Βαγγελιώ.
  3. Η οικογένεια του Δημήτρηκαι της Αγγελικής Κουμνά. Παιδιά τους ήταν ηΜαρία, ο Βασίλης, ο Αλέκος, κι ο Παναγιώτης.
  4. 25. Η οικογένεια του Στέλιουκαι της Ισμήνης Τσεσμετζή. Παιδιά τους ήταν ηΤασούλα,η Γεωργία κι ο Παντελής.
  5. 27. Οι γονείς των Τσαμούκαείχαν πεθάνει. Και τα παιδιά Μαρία,Βαγγέλης, Σέβη, χάθηκαν νωρίς. Ούτε καν θυμούμαι κάτι γύρω από αυτή την οικογένεια…

Στην απέναντι της Ηλεχτρικής  γωνία της Μίνωος με τη  Στεφ. Ξανθουδίδουδιατηρούσε μηχανουργείο ο Βασίλης Δαμβόγλου. Γυναίκα του ήταν η Γαλάτειακαι παιδιά τους η Αθηνά, ο Κώστας, η Γεωργία, κ η Βάσω…

 

Αν εξαιρέσομε όσους ντόπιους αναφέρω, οι υπόλοιποι κάτοικοι ήτανΜικρασιάτες πρόσφυγες, που προερχόταν  από  Μέλισσω, Πέργαμο καιΦώκαιες. Οι πιο πολλοί εργάτες. Άλλοι στο «Σωματείο Λιμενεργατών» κι άλλοι στο «Φορτοεκφορτωτών Ξηράς». Έτσι τα λέγανε τα Σωματεία,  αν δεν κάνω λάθος. Τους θυμούμαι ζωσμένους με  μάλλινες πλεχτές άσπρες ή και διαφορετικού χρώματος ζώνες στη μέση.  Να ενισχύουν και ν’ ασφαλίζουν κάπως έτσι τα νεφρά και την κοιλιά τους από τα βαριά φορτία, που σήκωναν και μετέφεραν στις πλάτες. Μια μακριά πετσέτα δεμένη γύρω από  το κεφάλι τους έφτανε ως κάτω από τις ωμοπλάτες και προστάτευε το κεφάλι, το λαιμό και τις πλάτες από τις σκόνες κι ό,τι άλλο του φορτίου που σήκωναν. Αποτελούσαν τα μεταφορικά κι ανυψωτικά «κλάρκ» της εποχής εκείνης…

Τους θυμούμαι στην Αρκαδίου. Ένας πάνω στην καρότσα του φορτηγού να δίδει τα γεμάτα σακιά στους άλλους. Δυο – τρεις άλλοι να τα παίρνουν στην πλάτη και να τα μεταφέρουν από το κάρο ή το αυτοκίνητο στο κατάστημα τροφίμων του «Ντομαζή» (Εμμαν. Δομαζάκης) ή του Κουτσούρη. Τους θυμούμαι ν’ ανεβοκατεβάζουν τα βαρέλια στα τετράτροχα μακριά κάρα στα λαδάδικα. Να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν τάβλες, μαδέρια, καδρόνια στα ξυλάδικα. Κι άλλους, να ξεφορτώνουν τις μαούνες του Γαγάνη, τις οποίες ρυμουλκούσε το «ΑΦΟΒΟΣ» ή το «ΕΩΣΦΟΡΟΣ» μέσα στο λιμάνι και μετέφεραν τα εμπορεύματ’ από τα πλοία, που έστεκαν αρόδο απ’ έξω, στις αποθήκες του Λιμανιού ή στα κάρα κ υστερότερα τα μικρά φορτηγά. Μαύρα χρόνια. Δύσκολη ζωή. Φτώχια κιΆγιος ο Θεός, δόξα να ‘χει τ’ όνομά Του.

Τους λίγους επαγγελματίες,  τους έχω κατονομάσει. Για μια εφταετία  έζησα κοντά στους ανθρώπους αυτούς.

Τους Ανθρώπους της Μίνωος τους γνώρισα. Κοινωνικές σχέσεις ξεχωριστές δεν ανέπτυξα μαζί τους, γιατί όλη την ημέρα έλειπα. Το πρωί στο σκολειό. Το απόγεμα στο μαγαζί του θείου μου στην Αρκαδίου. Λίγες ώρες την ημέρα έμενα στη Μίνωος.

Κι αυτοί έφευγαν αυγή και γύριζαν πίσω κατά το  πρόσαργο.  Τίμιοι και χαμηλών τόνων άνθρωποι του καθημερινού μόχθου. Αξιοπρεπείς. Καλοί χριστιανοί. Όλη τους τη μέρα  τη διέθεταν στη δουλειά. Μια σκόλη, που τους έμενε, έφευγαν οι πολλοί προς τα κοντινά στην πόλη χωριά του Βρύσινα, που διατηρούσαν προσφυγικούς κλήρους. Ο δρόμος, το στενό μας, δε διέθετε και δε διαθέτει τόπο συγκέντρωσης, ούτε για παιδιά, ούτε για μεγάλους, ώστε ν’ αναπτυχθούν σχέσεις κοινωνικές, δεσμοί φιλικοί.

Οι άντρες ξέδιναν, σαν είχαν καιρό,   στα καφενεία στον Πλάτανο. Έστεκε ακόμη ο αιωνόβιος Πλάτανος, που έδωσε τ’ όνομά του στον Τόπο. Στη ρίζα του δίπλα το περίπτερο. Τα τραπεζάκια των παραδοσιακών καφενείων απλωμένα κάτω από τον ίσκιο του. Η μυρωδιά του καφέ και του «ναργιλέ» να σου στουμπώνει τη μύτη. Και σαν έστριβες κατά τα «βρυσάκια» να σού ‘ρχονται οι μυρωδιές του φρέσκου ψωμιού και του ‘φτάζυμου από του Κωττάκη το φούρνο…

Τα παιδιά τη βγάζαμε, στο Πλατειάκι, απ’ όπου ανεβαίνεις προς το Φρούριο. Και πιο πολύ στη Σωχώρα. Πότε στο γήπεδο, σαν είχε παιγνίδι. Πότε στα πεύκα μπροστά στη Νομαρχία και τη Χωροφυλακή. Τότε η πλατεία ήταν καλυμμένη κατά μεγάλο ποσοστό με πεύκα. Κι ανάμεσα σ’ αυτά στήναμε τα παιγνίδια μας μαζί με τα Σωχωριανάκια. Πάνω στις πευκοβελόνες και στο χώμα. Στους χωματόδρομους, που σχηματιζόταν από τη συχνή χρήση ανάμεσα στα δένδρα, και στα παράμερα του, ας το πούμε, αλσυλίου.  Εκεί μαζευόταν το κοπελολόι όλης  της περιοχής από το Μακρύ Στενό ίσαμε τη Σωχώρα. Μελισσουριό!

Εκεί πηγαίναμε κ εμείς, παρέα και με τον  Άγγελο, που ένα φεγγάρι μέναμε μαζί στου θείου μας του Γιώργη. Ο Άγγελος είναι γιος του θείου Νίκου Σταυρουλάκη. Κάτοικου και μόνιμου Προέδρου της Κοινότητας Καλανταρέ. Του γραφικού μικρού χωριού που, κατά δική του ποιητική απόδοση,

«Όλα τα κέντρα του χωριού είν’ ένα  καφενείο,

                                      πού ‘χει ποτήρια τέσσερα και τραπεζάκια δύο».

Ο Άγγελος, συγγενής και πολύ καλός φίλος μου, έγινε ζωγράφος και πολύ καλός χαράχτης. Υπηρέτησε στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΟΜΕΧ. Ένα καιρό είχε Προϊστάμενό του το Σπυρόπουλο. Αυτό το «λαμόγιο», που υπηρέτησε κι ως διορισμένος Νομάρχης Ρεθύμνου, αμέσως μετά τη Χούντα.

 

1 (4)

 

Ο Άγγελος  ζη και ζει στην Αθήνα, από τον καιρό της φοίτησής του στη σχολήΚαλών Τεχνών. Αγάπησε και πήρε γυναίκα του τη Γιώτα. Άξια και δυναμική γυναίκα. Απέχτησαν δυο παιδιά. Το Νίκο, που έγινε δικηγόρος και την Αμαλία,που έχει καλλιτεχνικές ικανότητες κι ανησυχίες. Ακολούθησε το δρόμο του πατέρα της κ είναι ζωγράφος – χαράχτρια και παράλληλα διδάσκει στη Δημόσια Εκπαίδευση. Όταν μετεκπαιδευόμουν στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (1965-1967) και στη συνέχεια, μετά την κατάργησή του από τη Χούντα, στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαιδεύσεως (Νοέμβρης 1967- Φλεβάρης 1968), που ίδρυσε αυτή, και μας έστειλαν σ΄ αυτό κατά παράταση και γι’ «αποτοξίνωση», όπως μας δήλωσαν οι Χουνταίοι υπηρέτες του Εβραιοσιωνισμού, κάναμε πολύ παρέα στην Αθήνα με τον Άγγελο. Καλή του ώρα κι αυτού κι όλης της οικογένειάς του…

Και τότε, στα 1947-1953 εννοώ, δεν ήταν τα πράματα ρόδινα. Τα παιδιά της εποχής ήταν πιο επιθετικά, απ’ όσο τώρα, καημένε Βαγγέλη. Οι κίνδυνοι πολλαπλάσιοι, αλλά και διαφορετικοί, από τους τωρινούς, καημένη Στέλα. Τη σχολική και την εξωσχολική ΒΙΑ τη γνώρισα. Την έζησα σε ποικίλες μορφές. Την αντιμετώπισα και σα Μαθητής και σα Δάσκαλος και σαν Πολίτης του Κράτους αυτού. Του Κράτους, που την αναπαράγει και τη μετασχηματίζει και την παρουσιάζει ποικιλόμορφα. Του Κράτους, που μπορεί, αλλά δε θέλει να την εξαλείψει. Του Κράτους, που εκμεταλλεύεται κατά πρόστυχο κ ελεεινό τρόπο, ακόμη και το θάνατό Σας, καημένα, δυστυχισμένα παιδιά. Και τον εκμεταλλεύεται με τους γρεβανταρισμένους Χαρτογιακάδες, κάποιοι από τους οποίους χύνουν ποταμούς από κροκοδείλια δάκρυα στη Μνήμη Σας. Όσο για την «Κενωνία»; Αφήστε τα σκεπασμένα να μην τσουκνώσουν. Γιατί, αν αυτή ήθελε, τότε και το Κράτος θα ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΤΑΝ να συμμορφωθεί…

Τα Σωχωριανάκια και τα Μασταμπαδιανάκια βρισκόταν τότε σε διαρκή πόλεμο! Εκεί να βλέπατε ξύλο και πετροπόλεμο! Ανοιγμένες μύτες και σπασμένα κεφάλια! Και μέσα στην αυλή του Γυμνασίου ακόμη. Κι ας ήταν ο αξέχαστος Τούρνος (Σταύρος Τουρνάκης), ο γυμναστής μας, στρατάρχης της αυλής. Κι ας διόρισε το Γυμνάσιο «Παιδονόμο» - είχαμε τότες κι από αυτό! – τον   …Καπετάν Μιναδοβαγγέλη!!... Και πως;!   Σε τι συνέβαλε ο διορισμός του; Υπήρχαν και μαθητές, που οπλοφορούσαν….

Οι γυναίκες της Μίνωος, άλλο τόπο δε βρίσκανε να μαζωχτούν πέραν από τη στενοκοπιά της βρύσης. Όσο κρατούσε η παροχή νερού. Λίγο, κατά τις πρωινές ώρες.  Και τότε με το άγχος της ύδρευσης…

Η Μίνωος εξακολουθεί ν’ αποτελεί Στενό της παλιάς Πόλης αμετακίνητο. Τα σπίτια στον τόπο τους. Άλλα, πάρα πολύ λίγα,  γερασμένα, ξεχασμένα κι αφημένα να σαπίζουν από τις καιρικές επιδράσεις.  Άλλα φτιασιδωμένα…

Από τους ανθρώπους που γνώρισα κείνο τον καιρό, μόνο η Νίκη εξακολουθεί να παραμένει πιστή στον Τόπο. Οι άλλοι…

Όμως εξακολουθώ να διατηρώ καλές αναμνήσεις από τους ανθρώπους αυτούς.

Και τώρα, και με τη βοήθεια της τότε γειτόνισσάς μου, της αγέραστης κι ακούραστης Νίκης Καλαϊτζιδάκη το γένος Παρνή, που βοήθησε τη μνήμη μου και γι’ αυτό την ευχαριστώ πολύ, τους καταγράφω ένα προς ένα. Παραδίδω την αγαθή μνήμη τους σ’ Εσάς τους νεότερους, που έχετε την ευτυχία να μη ζήσετε κείνα τα δύσκολα χρόνια και την ατυχία να ζείτε τα τωρινά, που δεν είναι χειρότερ’ από τα περασμένα, αλλά και δεν είναι αυτά, που θα έπρεπε να βιώνετε. Κρίμα - μιστό, στην ξενόδουλη και ξενοκίνητη  Πολιτική Ηγεσία της Χώρας μας. Στους αλλοτριωμένους από τον Εβραιοσιωνισμό και τη Μασονία Πολιτικούς. Αλλά και στ’ αγύριστα ξερά μας κεφάλια…

 

Ολοκληρώθηκε 1.4.2015.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ