ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Από τις συμμορίες στην Αδελφότητα του Μαύρου Αγίου του Θοδωρή Ρηγινιώτη

0

Επιμέλεια Θοδωρής Ρηγινιώτης

Αποσπάσματα από την ιστορία ενός νεαρού μαύρου φυλακισμένου στις ΗΠΑ, που τώρα είναι ορθόδοξος ιερέας και ιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Μωυσή του Αιθίοπα.

Αναδημοσιεύεται από: http://o-nekros.blogspot.gr/2010/10/blog-post_19.html.

Ο Γουάλλας Μπέρυ είναι απόγονος μαύρων σκλάβων της Αμερικής. Η Μαγδαληνή Μπέρυ είναι απόγονος καταδιωγμένων Εβραίων από τις στέπες της Ρωσίας — η πλειονότητα της οικογένειάς της χάθηκε στο Ολοκαύτωμα. Μαζί, ενωμένοι στο μυστήριο της αγάπης που καθιστά τους δύο εις σάρκα μίαν, ο π. Μωυσής Μπέρυ και η πρεσβυτέρα Μαγδαληνή μαρτυρούν τη δύναμη μιας και μόνο προσευχής, ειπωμένης μέσα στην αγωνία ενός μαρτυρίου που συνέβη εδώ και ενάμιση αιώνα.

Ο π. Μωυσής γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι που έχτισε ο προπάππος του το 1873, όπως επίσης και τα παιδιά του. Ο πατέρας του, ο παππούς και ο προπάππος του ήταν όλοι πάστορες (προτεστάντες ιερείς). Ανατράφηκε μέσα στην ευλάβεια. Ο άλλος προπάππος του, ο Μάρκος, ήταν ιδιοκτησία (σκλάβος) της οικογένειας Τρίπλετ στο Sand Mountain τού Μιζούρι. Κι εκείνος επίσης ήταν πάστορας.

Εκείνη την εποχή ήταν παράνομο οι σκλάβοι να λατρεύουν ανοιχτά το Θεό ή να ακούν να τους διαβάζεται η Βίβλος από κάποιον άλλον μαύρο. Οι σκλάβοι ανέπτυξαν πολλούς δημιουργικούς τρόπους για να υμνούν τον Κύριο. Ένας από αυτούς ήταν ο έξης: συγκεντρώνονταν γύρω από μία μπανιέρα γεμάτη με νερό και όλοι μαζί, βύθιζαν το κεφάλι τους στο νερό για να μην ακούγονται και εξυμνούσαν τον Θεό. Ο Μάρκος πιάστηκε επ’ αυτοφώρω από τον αφέντη του να κηρύττει το Λόγο στους σκλάβους. Τον κρέμασαν από τα χέρια και ο αφέντης του τον χτύπησε, ώσπου φάνηκαν τα οστά του. Κάθε φορά που ο αφέντης του τον χτυπούσε με το μαστίγιο, ο Μάρκος αναφωνούσε «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Φώναξε τόσο που ο αφέντης του μεταμελήθηκε, κρέμασε το κεφάλι και του παραχώρησε γη - 750 στρέμματα - και την ελευθερία του. Αυτή είναι η γη στην οποία μεγάλωσε ο π. Μωϋσής Μπέρυ.

 

Λέει ο ίδιος: «Η γη και οι άνθρωποι των Ozarks είναι στο αίμα μου. Δεν υπήρξα όμως πάντοτε άξιος αυτής της κληρονομιάς. Έκλεισα τα 21 μου χρόνια στις κρατικές φυλακές του Μιζούρι, σε ένα κελί 4,5 x 6,5 πόδια, χωρίς παράθυρο, με μόνο μία μικρή χαραμάδα κάτω από την πόρτα για να γλιστράει μέσα το φαγητό. Οι φύλακες συνήθιζαν να βγάζουν τους φυλακισμένους από το κελί τους, να τους πηγαίνουν στο διάδρομο έξω από το χώρο της απομόνωσης όπου βρισκόμουν εγώ, και να τους χτυπούν. Μία νύχτα — την νύχτα πριν την αφύπνισή μου — τους είδα να βγάζουν κάποιον από το κελί του. Τον χτύπησαν με ένα ραδιόφωνο που είχαν τυλίξει σε μία πετσέτα, για να μην αφήνει σημάδια. Κάθε φορά που ο άνθρωπος λιποθυμούσε, οι φρουροί ουρούσαν στο πρόσωπό του για να τον συνεφέρουν. Εγώ ήμουν μόνο ένα μικρό αγόρι, και φοβόμουν πολύ. Κοίταζα κάτω από τη σχισμή και τα είδα όλα. Έτσι υποχώρησα στο πίσω μέρος του κελιού μου και άρχισα να προσεύχομαι.

Προσευχήθηκα, επειδή ήξερα ότι στο σπίτι του πατέρα μου, ακόμα και η υπηρεσία είχε καλύτερη μεταχείριση από αυτή. Το ήξερα, επειδή μεγάλωσα μέσα στην Εκκλησία, και ανατράφηκα από αληθινούς Χριστιανούς. Μεγάλωσα σε μία εποχή την οποία, πιστεύω, η Αφρικανο-αμερικανική Εκκλησία ήταν ισότιμη — και το λέω αυτό χωρίς καθόλου να απολογούμαι — με την Ορθόδοξη Εκκλησία στην σωτηριολογική της ποιότητα. Αυτή η Εκκλησία γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες, σε μία εποχή που ήταν παράνομη ακόμα και η προσευχή. Κι έτσι ήξερα μέσα μου ότι το μόνο πράγμα που θα ήταν δυνατό να με βοηθήσει ήταν η προσευχή στον Παντοδύναμο Θεό.

Εκείνη τη νύχτα, μού φάνηκε ότι κάτι από το αιώνιο είχε αγγίξει τη ζωή μου. Το επόμενο πρωί, οι φύλακες ήρθαν στο κελί μου. Μού είπαν «Ντύσου», κι εγώ σκέφτηκα «Θα με βγάλουν έξω και θα με χτυπήσουν». Θυμήθηκα όμως και την προσευχή που είπα. Δεν πιστεύω ότι είχα ως τότε πει μία ειλικρινέστερη προσευχή, ούτε έχω πει άλλη πιο ειλικρινή από τότε. Και τόλμησα να σκεφτώ: «Ίσως να με βγάλουν έξω και να με αφήσουν να φύγω». Θεώρησα όμως ότι αυτό ήταν αδύνατο — είχα ήδη καταδικαστεί. Είχα όμως εμπειρία της δύναμης του Θεού, και ήξερα ότι οι τρόποι Του δεν είναι ίδιοι με τους δικούς μας. Ο Θεός μπορεί όχι μόνο να συγχωρεί τις αμαρτίες αλλά, σύμφωνα με τη Γραφή, και να τις λησμονεί. Και ο Παντοδύναμος Θεός με έσωσε.

Όταν ντύθηκα, έφυγα από το κελί. Ήξερα μέσα μου ότι θα με σκότωναν. Κατέβηκα κάτω και μου παρέδωσαν τα ρούχα που ήταν δικά μου πριν να φυλακιστώ και σκέφτηκα: «Ξέρω τι θα κάνουν. Μόλις βγω από το κτίριο, θα με πυροβολήσουν. Δραπέτευα — αυτό θα πουν». Όλα αυτά τα πράγματα περνούσαν από το μυαλό μου. Όλα αυτά εκτός από το «Ο Θεός με έσωσε». Γιατί αυτό θα ήταν υπερβολικό — να πιστέψω ότι ο Θεός θα πραγματοποιούσε ένα θαύμα στη ζωή μου. Οδηγήθηκα κάτω στην έξοδο του κτιρίου της φυλακής στο Τζέφερσον Σίτυ του Μιζούρι και βγήκα έξω. Πήρα ένα ταξί και πήγα κατευθείαν στο γραφείο του δικηγόρου μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί. Κι έτσι ρώτησα εκείνον. Εκείνος είπε ότι η υπόθεση εναντίον μου είχε χτιστεί με βάση παράνομη έρευνα σε κατοικία. Μου είπε ότι την προηγούμενη νύχτα, γύρω στις 9:00 - την ώρα που προσευχόμουν - ένας από τους αστυνομικούς που με συνέλαβαν, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σωστό που παρέβη τον κώδικα τιμής του εντίμου αστυνομικού, όταν με συνέλαβε. Βλέπετε, η αστυνομία είχε βάλει φωτιά στο σπίτι μας και εισήλθε σε αυτό μαζί με την Πυροσβεστική για να βρει αποδεικτικά στοιχεία. Κι έτσι πήρα αναστολή. Και καθώς έφευγα από το γραφείο του δικηγόρου μου, τα λόγια εκείνης της προσευχής μου ηχούσαν στα αυτιά μου, Και ήταν σα να ακούω τη φωνή του Θεού: «Εάν σε βοηθήσω, θα Με υπηρετείς».

Και συνεχίζει: «θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός και ζούσα στη φάρμα των γονιών μου, που ρώτησα τη μητέρα μου γιατί ο Θεός είχε δημιουργήσει τόσο πολλές φυλές. Και η μητέρα μού είπε, «Γιε μου, ξέρεις, είμαστε όλοι άνθη στον κήπο του Θεού». Αυτή η απάντηση είναι πανέμορφη στα αυτιά ενός παιδιού. Αλλά δεν είναι διόλου επαρκής για έναν ενήλικα. Και εγώ ξόδεψα το πρώτο μισό της ζωής μου προσπαθώντας να ανακαλύψω πού βρίσκονταν αυτά τα άνθη μέσα στον κήπο του Θεού, τα οποία έμοιαζαν με εμένα. Δεν μπορούσα να τα βρω.

Δοκίμασα τα πάντα — Νέα Εποχή, Παλαιά Εποχή και όλα τα ενδιάμεσα. Στο τέλος κατέληξα στην χωρίς δόγμα Χριστιανοσύνη. Ώσπου μία ημέρα επισκεφτήκαμε με τη σύζυγό μου έναν παλιό φίλο στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Όταν φτάσαμε, ο φίλος μου είπε, «Πρέπει να έρθετε μαζί μου σε μία Εκκλησία που έχω ανακαλύψει». Ο Τζον ήταν ένας λευκός που είχε πνεύμα οικουμενικό. Ήταν χαρωπός — αντίθετα με εμένα. Ενώ εγώ ήμουν ένας ομολογημένος Χριστιανός, δεν ήμουν χαρούμενος. Ήμουν πικραμένος. Επειδή δεν ήξερα πού να βρω την Εκκλησία που έψαχνα.

Θυμάμαι την επίσκεψή μου στην Εκκλησία εκείνη σα να ήταν σήμερα. Ήταν γύρω στις 6:00 το απόγευμα, χειμώνας, και ήδη είχε πέσει το σκοτάδι. Ανεβήκαμε από τις σκάλες στο πίσω μέρος της Εκκλησίας. Ήταν μία κατ' οίκον Εκκλησία - οι λειτουργίες γίνονταν σε ένα νοικιασμένο σπίτι. Θυμάμαι ότι είπα στη γυναίκα μου, κι αυτή ντράπηκε για εμένα, «Αυτή δεν είναι πραγματική Εκκλησία». Μου είπε να σωπάσω και μπήκαμε μέσα. Τρεις κυρίες αποτελούσαν τη χορωδία. Συχνά σκεφτόμουν ότι πρέπει να ήταν η σύζυγος τού ιερέα κατά πασά πιθανότητα, η φίλη της και η κόρη της — επειδή έκτοτε είχα κι εγώ τέτοιες χορωδίες. Και σκέφτηκα, «Αυτή δεν είναι καν μία αληθινή χορωδία». Αλλά δεν είχα ξανακούσει ποτέ ό,τι άκουσα σε αυτήν. Έξω στην πινακίδα έλεγε «Ρωσική Ορθόδοξη». Όταν πρωτάκουσα τις κυρίες να ψάλλουν σκέφτηκα, «΄Ισως να είναι ρωσικά. Μιλάνε στα ρωσικά». Όμως μετά αντιλήφθηκα ότι μπορούσα να καταλάβω μερικές από τις λέξεις. Ακόμα κι έτσι όμως, μου φαινόταν σαν μία ξένη γλώσσα. Η γλώσσα δεν ήταν η γλώσσα της Αμερικής. Έψαλλαν για τη Μητέρα του Θεού: «Χαίρε δι' ης η χαρά εκλάμψει. Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις. Χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις. Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». Κι εγώ καθηλώθηκα, επειδή ποτέ πριν δεν είχα ακούσει τέτοια λόγια.

Κι έτσι άρχισε να μου αρέσει αυτή η λειτουργία. Ώσπου να βγει ο ιερέας, κραδαίνοντας το θυμιατό. Στην Εκκλησία των Μαύρων, το λιβάνι δεν επιτρέπεται. Είναι συμβολικό να καλύπτεται κάτι με τη δημιουργία μιας ωραίας μυρωδιάς. Έπειτα όμως η χορωδία έψαλλε: «η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή». Και αυτές τις λέξεις τις γνώριζα. Ήξερα ότι ήταν από τους Ψαλμούς. Κι έτσι σκέφτηκα, «Ίσως αυτό το λιβάνισμα είναι εντάξει».

Κοίταξα το εικονοστάσι και, από εκεί που έβγαινε ο ιερέας από την Ωραία Πύλη, υπήρχε μία εικόνα του Ιησού. Κρατούσε στο στήθος Του το βιβλίο. Και σκέφτηκα, «Αυτό είναι καλό». Και δίπλα στον Ιησού υπήρχε μία εικόνα — μισού αναστήματος — του Αγίου Μωϋσέως του Αιθίοπα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Ήταν μαύρος. Μου έμοιαζε. Όχι μόνο μου ταίριαξε, αλλά δεν ήταν ούτε καν «μία ρετουσαρισμένη εκδοχή του Τεντ Τέρνερ», όπως λέω. Ήταν πραγματικά μία μαύρη εικόνα, και μου έμοιαζε. Είχε μαλλιά σαν τα δικά μου. Είχε ρουθούνια σαν τα δικά μου. Είχε χείλη το ίδιο μέγεθος με τα δικά μου. Και σκέφτηκα «Κύριε ελέησον». Κοίταξα στην άλλη πλευρά της Ωραίας Πύλης και εκεί υπήρχε μία εικόνα της Μητέρας του Θεού. Δίπλα της ήταν μία εικόνα του Αγίου Κυπριανού του Καρχηδόνιου. Και εκείνος επίσης είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με εμένα.

Σκέφτηκα, «Κύριε ελέησον.  Τι είδους Εκκλησία είναι αυτή;» Αναρωτήθηκα μήπως ήταν καμιά Εκκλησία της Νέας Εποχής. Νόμισα ότι δεν θα μπορούσε να είναι μία συνηθισμένη Εκκλησία, αφού είχε τέτοιες εικόνες στους τοίχους. Νόμισα ότι ήταν μία αφροκεντρική Εκκλησία. Αλλά οι άνθρωποι δεν ήταν αφροκεντρικοί! Εκείνες οι εικόνες φαινόταν να μου λένε «Καλωσόρισες σπίτι. Εμείς είμαστε τα άνθη στον κήπο του Θεού».  Τότε συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να γίνουμε Ορθόδοξοι. Όχι πιο μετά, όχι κάποια στιγμή αφού τα τακτοποιήσουμε, αλλά όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η σύζυγός μου κι εγώ επιστρέψαμε στο σπίτι και αγοράσαμε εικόνες από την Αγία Μεταμόρφωση στη Βοστώνη. Τις τοποθετήσαμε παντού. Οι τοίχοι του καθιστικού μας γέμισαν από εικόνες και λαμπάδες — ποτέ δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια πράγματα! Αυτά τα σύμβολα και τα σημάδια της Εκκλησίας που ορισμένες φορές θεωρούμε δεδομένα είναι η ευλογία που ο κόσμος ποθεί. Αγγίζει τον άνθρωπο τόσο βαθειά, ώστε αρχίσει να γιατρεύει την πικραμένη καρδιά κατά τρόπο που καμιά άλλη γήινη παρηγοριά ή καλός λόγος ή διάνοια δε θα μπορούσε.

Ξέραμε ότι θα έπρεπε να γίνουμε Ορθόδοξοι. Και θεωρήσαμε έργο μας όχι μόνο να φέρουμε τον εαυτό μας μέσα στην Εκκλησία αλλά και οποίον γνωρίζαμε — ιδιαίτερα τους Αφροαμερικανούς. Ένιωσα ότι ήταν καθήκον μου να φέρω στην Ορθόδοξη Εκκλησία όποιον Αφροαμερικανό γνώρισα, η έστω να τον εισήγαγα σε αυτή με κάποιον τρόπο. Έτσι τα τελευταία 20 χρόνια, το κάνω αυτό ενεργά με τον ένα τρόπο ή τον άλλο».

Μας πληροφορεί ότι οι Αφροαμερικανοί που ήρθαν στις ΗΠΑ δεν ήταν μόνο ειδωλολάτρες σκλάβοι αλλά ορισμένοι ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί από την Ανατολική Αφρική. Οι πρόγονοι του φίλου του π. Τζερόμ «ήταν όλοι σκλάβοι σ’ αυτή τη χώρα και ορισμένοι από αυτούς ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί από την αρχή».

[…] Κι έτσι πρέπει να κάνουμε κάτι. […] Δεν έχουμε πολλά περιθώρια ελιγμών για το πότε θα αρχίσουμε. Εάν χρειάζεστε μία ευλογία για να αρχίσετε, τότε αρχίστε. Αλλά πρέπει. Υπάρχει ένα παλιό αφρικανοαμερικανικό ρητό — «Άρχισε πριν να είσαι έτοιμος». Πιστεύω ότι αυτό είναι αλήθεια.

Πολλοί Αφροαμερικανοί ζουν σε γειτονιές με αυξημένα επίπεδα εγκληματικότητας και βίας. Πιστεύει ότι και αυτοί μπορούν να προσεγγισθούν με την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Μιλάει για ένα περιστατικό που συνέβη στο Λάνσινγκ του Μίσιγκαν πριν από 12 χρόνια. «Ο αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ του Ντιτρόιτ ήξερε για μένα, επειδή συνήθιζα να διανέμω βιβλία για τον Άγιο Μωυσή και την αρχαία αφρικανική Χριστιανοσύνη στην πόλη του, και να στέλνω ανθρώπους σε τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Εκείνη την περίοδο, το Λάνσινγκ υπέφερε από αυξημένη εγκληματικότητα από τις συμμορίες. Ο αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ μου ζήτησε να μιλήσω σε μία ομάδα που αποτελούνταν από άτομα δύο συμμοριών, σε μία συνάντηση που οργάνωνε για να κάνει γνωστή την Εκκλησία. Εκείνος και ο π. Ρόμαν Μπράγγα κανόνιζαν να συναντήσουν αυτοί οι άνθρωποι, τουλάχιστον για να γίνει κάτι να σταματήσει ο πόλεμος των συμμοριών που βρισκόταν σε εξέλιξη. Πήγα, και είδα ένα μεγάλο αμφιθέατρο γεμάτο με νέους ανθρώπους, όλοι Αφροαμερικανοί. Και το προσωπικό ήταν Αφροαμερικανοί. Και ήταν εκεί και ένας αφροκεντρικός ποιητής που τους μιλούσε για την κατάστασή τους, και για το πώς θα έπρεπε να επαναστατήσουν κατά του καταπιεστή τους. Εγώ έπρεπε να βγω να μιλήσω μετά από την ομιλία του.

Υπήρχαν μόνο 3 λευκοί σε όλο το αμφιθέατρο ο αρχιεπίσκοπος Ναθαναήλ, ο π. Ρόμαν και ένας νέος, ο Νικ Ζαμπρόνσκι, που βοηθούσε. Και κάθονταν στην πρώτη σειρά, με κοιτούσαν και χαμογελούσαν. Εγώ άρχισα να μιλάω στους νέους συμμορίτες για τον άγιο Μωυσή και όλους τους Πατέρες της Ερήμου. Μίλησα για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έμοιαζαν ακριβώς όπως αυτοί, και τους έδειξα εικόνες που τους έμοιαζαν. Πιστεύω ότι για να θεωθεί ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει καλά ότι αυτό είναι δυνατόν να γίνει και σε εκείνους προσωπικά. Όταν ο άνθρωπος βλέπει μόνο απεικονίσεις που δεν του θυμίζουν τη δική του ανθρωπιά, είναι πιο δύσκολο γι' αυτόν να μετέχει στο έξοχο δώρο που προσφέρεται. Κι έτσι μίλησα γι' αυτούς τους Αφρικανούς αγίους, και μερικοί από αυτούς τους νέους — σκληροί, πολύ σκληροί νεαροί — έκλαιγαν. Ένας από εκείνους τους νέους είναι τώρα υποδιάκονος σε αυτήν εδώ την Εκκλησία. Μόλις ήρθα από το Ντιτρόιτ και συνάντησα πολλούς νέους που παρευρέθηκαν σε εκείνη τη συνάθροιση. Κι έτσι, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρό είναι το σκηνικό, μπορούμε να αγγίξουμε τις καρδιές των ανθρώπων.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ