ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Γιάννης ο Κατωχωρίτης της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

(3η συνέχεια από το προηγούμενο)

Μουχριάσματα(1) ώρα π’ ανάβουνε τσι λύχνους, οι χωριανοί ‘χανε καταστεμένα τα έχνη(2) κι εκάθουντανε στο ντουκιάνι, που ‘τανε στη μεγάλη πλατεία του χωριού.

Μιας κοπανιάς(3) θωρούνε(4) κι ‘ρχουντανε από τη ν-άκρα του δρόμου ο Γιάννης ο Κατωχωρίτης. Εγρυλλώνανε τα μάθια ντωνε, εσταυροκοπιούντανε και λέγανε πως είναι το έντειμά(5) ν-του. Εγίνηκενε μεγάλος σασιρμάς(6), εσηκωθήκανε ούλοι και το ν-αγκαλιάσανε και τονε φιλούσανε και τονε καλοδεχτήκανε.

Ήτανε παρατελεμένος(7), τα ρούχα ν-του κουρελιασμένα, αδύναμος κουφαλαμαθιασμένος. Το μόνο που δε ν-εχάθηκενε από τα βάσανα του πολέμου, ήτανε το γελατσάρικο πραγιό μούτρο ν-του.

Ο Κατωχωρίτης δε ν-εκουβαλήθηκενε μοναχός του, έσερνενε ‘πό τη χέρα τη γυναίκα ν-του τη Νουριγέκι, είπενε τω χωριανώ: «Επαντρεύτηκα, και τουτηνέ είναι η γυναίκα μου…»

Ετοτεσάς επαραλοΐσαν ούλοι! Εκαταλάβανε απού τ’ όνομα και τη φορεσιά πως ήτανε Τουρκάλα. Ένα κακοτερένιο γυναικάκι, παρασούσουμη, ταλαιπωρημένη, ασκημομούρα…

Απής αποχαιρέτηξενε τσι χωριανούς, έσερνε ν-τη Νουριγέ και πηγαίνανε στο κονάκι τ’ αφέντη ν-του.

Όντε τον αντικρίσανε οι γονέοι ντου, τον αγκαλιάσανε και κλαίγανε, εκάνανε το σταυρό ντωνε κι ευχαριστούσανε το Θεό που γλίτωσενε το Γιαννιό, το μοναχοπαίδι ν-τωνε και ξαναγιάγυρενε στο σπίτι.

Απής(8) εσυνεφέραν ένα ψυχάλι και σταθήκανε στα πόδια ντωνε έπιασενε ο γιός τη Νουριγέ από τη χέρα και των είπενε: «Ετούτηνέ είναι η γυναίκα μου…ένα ‘ποβγάλετε, δύο κουβαλιθήκαμενε, είδετε μάνα και κύρη μου όϊ μόνο γλίτωσα, αλλά παντρεύτηκα κιόλας…»

Μόλις ακούσανε για το γάμο κι εκαταλάβανε ‘που τα ρούχα και τ’ όνομα πως είναι Τουρκάλα, δίκοπο μαχαίρι εκαρφώθηκενε στη γ-καρδιά ντωνε. Η μάνα ν-του η Κατεργιά έσυρενε δρυμόφωνο.

Η γι-ατσιποδιαρέ(9) η νύφη παρατελεμένη(10) απού τη γ-κούραση και τη ν-υποδοχή, παραμέρισενε κι έκατσενε στο πεζούλι τση παραστιάς.

Η μάνα δε ν-εβάσταξενε τη στενοχωρία, εξεμονάχιασενε το Γιάννη στο κατώι(11), εχτύπανε το μπέτη(12) τζη με τα δυο τζη χέρια και τούλεγενε: «Δε ν-ήτανε να πάρεις μια γυναίκα του τόπου μας, μόνο μας εκουβάλησες τη ν-τουρκάλα την άπιστη; Θε μου δωσ’ μου γιότσα(13) και πως θα το νταγιαντίσω(14) τουτονά το ρεζιλίκι(15)».

Η Νουριγέ δε ν-εκάτεχενε τη γλώσσα, ο Γιαννιός τση χενε μαθημένες μερικές λέξεις και τσι ‘λεγενε σάτρα – πάτρα, εκαταλάβαινε όμως τα μασκαραλίκια τω χωριανώ και γυαλίζανε τα μάθια τζη και στρίγκλιζενε σα ν-τη λύκαινα. Δεν ήτανε μόνο τα μάθια τζη άγριγια, μικιά και κόκκινα ‘που τη γ-κακία, ήτανε κι η μύτη τζη γαμψή σα ντου γερακιού. Δυο μπλαβοκόκκινες γραμμές ήτανε τα χείλια τζη και απού τη μπούκα τζη ξεπροβαίρνανε δυο στραβά σκυλάδοντα(16). Κούντουρη, με μακρές φουστάνες, κουκλωμένη με μια ασπρόμαυρη μαντήλα, εσάλευγενε γρήγορα σα ν-τη ν-αστραπή. Τα παπούτσια τζη ‘χανε μύτες από μπροστά σουβλερές. Μουχριασμένα επόριζενε απού το σπίτι και περπάθιενε στα χωράφια και τσ’ ερημιές. Δε ν-έβγανενε άχνα κανενούς, μόνο το ν-εγρύλλιζενε και τσίριζεν άγριγια.

Φόβος και τρόμος ήτανε για το χωριό, ετρομαριάζουντανε τα κοπέλια όντε τη θωρούσανε, άλλοι λέγανε πως είναι μάγισσα, άλλοι αερικό κι άλλοι πως είν’ ογραντισμένη(17).

Εμασκαρεύγανε οι χωριανοί το Γιαννιό και τονε ρωτούσανε:

  • Μπρεσύ έλα πανιγέ να μα σε πεις, πως τηνε λένε τη γυναίκα σου.
  • Κατέω ‘γω, είναι δύσκολο τ’ όνομα τζη, του λόγου σας να τη λέτε Νερατζέ που μ’ αρέσει!
  • Καλά πως είναι το βαφτιστικό τζη; Ερώτηξενε η καφετζίνα η Καντηλογιώργαινα.
  • Δε ν-ήμουνα ‘γω ζάβαλε ‘κεια όντε τηνε βαφτίζανε και δε γ-κατέω.

Εμπόριενε σάικα(18) να πει τ’ όνομά τζη, αλλά επειδής ήτανε Τούρκικο κι εφανέρωνε τη γ-καταγωγή τζη εξ επί τούτου, δε ν-έβγανε για τ’ όνομα άχνα!

  • Μπρε ‘συ Γιανιό τοσηνά στραβάγρα ‘χες και σου φορτώσανε τη ν-Τουρκάλα; Τον αναρώτανε ο Κασιδονικολής.
  • Κάνε δουλειά σου! Έλεγενε ο Γιαννιός κι έφευγενε διαολισμένος.
  • Έφερες τηνε ‘πα και μας έκαμενε ούλους μουχασερέ(19), του φώναζενε κι Παπακωστήδαινα απού το παραθύρι του σπιτιού τζη.

 

1 μουχριάσματα = σκοτεινιάσματα

2 καταστεμένα τα έχνη = τακτοποιημένα τα ζώα

3 μιας κοπανιάς = ξαφνικά

4 θωρούνε = βλέπουνε

5 έντειμα = φάντασμα, βρικόλακας (από το αρχ. ουσιαστικό ένδειγμα)

6 σασιρμάς = αναστάτωση (Τουρκ sasirma)

7 παρατελεμένος = ταλαιπωρημένος

8 απής = αφ’ ότου (συνδ χρονικός)

9 ατσιποδιαρέ = η κακότυχη

10 παρατελεμένη = εξασθενημένη

11 κατώι = στάβλος

12 μπέτη = στήθος

13 γιότσα = συγκοπή (Τουρκ gos)

14 νταγιαντώ = υπομένω

15 ρεζιλίκι = προσβολή

16 σκυλάδοντα = κυνόδοντες

17 ογραντισμένη = δαιμονισμένη

18 σάικα = βέβαια

19 μουχασερέ = άνω κάτω (Τουρκ muhasara)

Ζαμπετάκη Ευγενία

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ