ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Γιάννης ο Κατωχωρίτης της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

(5η συνέχεια από το προηγούμενο)

Τα δύσκολα γινήκανε με τη συντρομή(1) ουλονώ το χωριανώ. Αϊδάρανε(2) ούλοι κι ούλοι και χτίσανε το σπίτι.

Ο Γιάννης με το ν-αφέντη ν-του εκαρφώξανε ταβλιά το ‘να δίπλα στ’ άλλο και ν-τουρντίσανε(3) το παραθύρι και τη μ-πόρτα.

Οι δύο άντρες κι η Νουριγέ αρχινίξανε να κάνουνε τη μετάπιαση(4) του σπιθιού από μέσα.

Οι γι άντρες επελεκήσανε από ξύλα τέσσερα στρίποδα (τέσσερα πόδια) τα ενώσανε με τάβλες και ορδινιάσανε(5) το σκελετό του κρεβαθιού, εθέκανε απάνω τάβλες και χαζιρέψανε(6) το κρεβάτι. Εκουβάλησενε ο Γιαννιός απού το σπίτι ν-τωνε δύο φαντά δραπόδια(7) και τα γεμίσανε με ξερά καλαμόφυλλα και κάμανε τα στρώματα. Έδωκε ν-του η μάνα ν-του και σεντόνια και δυο – τρεις παλιοπατανίες(8) κι έστρωσενε πιδεξευτά(9) η Νουριγέ τη γ-κλίνη.

Ο Γιαννιός έφερενε λεπίδα τη γ-κοπανίσανε, τα λαντουρίσανε με νερό, τη μ-πατήσανε με τα πόδια, τη μαλάξανε και γίνηκενε σα ν-τη μαστίχα μαλακή, εβάλανε δυο μεγάλες πέτρες τσι χρίσανε με τη λεπίδα και κάμανε τη μ-παρασιά. Εκειά κοντά πάνω σ’ ένα πέτρινο πατάρι εντουρντίσανε και το φούρνο. Εχτίζανε πέτρες κι αναμεσικώς τωνε ερίχνανε άχερα για να σιοφυλλιάζουνε(10). Η Νουριγέ με τη λεπίδα τον επηλόχρισενε απού το μπάτο ίσαμε τη ντρούλα. Απάνω στη γ-καπνοδόχο, έμπηξενε το λαιμό από ‘να σπασμένο σταμνί.

Εθώριε(11) τηνε ο πεθερός και τη θαύμαζενε απόκρυφα. Είντα ‘ναι η σβελτάδα, η πιτηδιοσύνη, η γι-εξυπνάδα τουτησάς τση γυναίκας, σ’ ούλες τσι δουλειές μέσα και τσ’ άντρικές και τσι γυναικείες. Από τη μια μπάντα(12) κι απού την άλλη τση παρασιάς εχτίσανε τα πέτρινα πεζούλια για να κάθουνται. Σε γκαντουνάδα του σπιθιού εκειά οθε ν-τη μπαρασιά εστελιώσανε και ένα ξύλο για να κρεμούνε το λύχνο και το λένε λυχνοστάτη. Εντουρντίσανε το νεροχύτη κι από πάνω το σταμνοστάτη με το σταμνί το νερό. Το μπόρο του σταμιού εφράζανε με μια φούντα ‘πο θυμάρι να μη μπαίνουνε τα μιαρά να μαγαρίζουνε το νερό.

Σουβάδες δε ν-εκάνανε τοτεσάς.

Σαν ετακτοποιηθήκανε ούλα τουτανά, το κονάκι ‘τανε ντίμπις(13) καταστεμένο και τ’ αντρόυνο σπιτωμένο. Δεν έχουνε μπλιό άλλη έγνοια παρά μόνο, το φθινόπωρο, όντε θα δούνε το γ-καιρό να σκουντουφλιάζει(14), πρίχου ν’ αρχίξει να βρέχει, να βγούνε στο δώμα να κοπανίσουνε τσι χαραμάδες τση λεπίδας να μη μ-περνά το νερό.

Εξεχώρισενε η Νουριγέ απού τη μ-πεθερά τζη, έκλεισενε τη μ-πόρτα τζη και θαραπάηκενε ο λογισμός τση. Ο άντρας τση ‘τανε καλός, ελόγιαζενε η κακομοίρα πως θα ‘ρθουνε καλύτερες μέρες.

Εξύπνανε αξημέρωτα κι έπιανε τ’ ανάπλαγα(15), εγιάερνε απομεσήμερο φορτωμένη ξύλα, χορταρικά, αρωματικά βραστάρια, βολβούς και θεραπευτικές ρίζες. Τα ‘δενε ματσάκια και τα κρέμνανε στα δοκάρια.

Άλλες φορές επόριζενε απ’ όξω απού το σπίτι κι έσκαφτενε με τη σκαλίδα το χωράφι, ξεχόρτιζενε, πρεμάζωνε τσι πέτρες, μέχρι τα λιοβουτήματα. Αφράτεψενε το χώμα, τση ‘φερενε ο Γιαννιός κοπρέ και τη γ-κούκισενε στο χωράφι.

Καθ’ αργά ο λοϊσμός τση εκατούμωνε(16), είχενε κι αυτή η ξενομπάτισσα ένα σπίτι δικό τζη κι ένα χωράφι απ’ όξω να τα κάνει ό,τι θέλει. Εκειά που πήγαινενε ο νους τση να παραφανταρίσει(17) αχνόφεγγεν η γ-ελπίδα, αρχίνιξενε να κάνει όνειρα…όι μεγάλα, ήθελενε να ντουρντίσει ένα κήπο με τα λαχανικά και τα μαγερέματα του τόπου τζη. Ένα σακούλι σπόρους εκουβάλησενε στη ράχη τζη.

Το χώμα ήτανε έτοιμο, εφύτευγενε τσι σπόρους, έσερνενε με το γκουβά νερό απού το πηγάδι και πότιζενε. Ο κήπος επρασίνιζενε, η κούραση πολλά βαρέ μα τη γαλήνευγενε. Ήβρικενε κλίματα και φύτεψενε αμπέλι και κρεβατίνα για το χατίρι του Γιαννιού που τ’ άρεσενε το κρασί. Εφύτεψενε πατζάρια, καρότα, λάχανα τσ’ εποχής, χειμωνιάτικα και χόρτα μυρωδικά, βραστάργια θεραπευτικά και καπνό για τον άντρα τζη. Όσο μεγαλώνανε και πρασινίζανε τα κηπευτικά τα καμάρωνε η Νουριγέ και χάντανε(18) πως είναι ο κήπος α π’ άφηκενε στο ντόπο τζη.

1 συντρομή = βοήθεια

2 αϊδέρνω = συμπαρίσταμαι (βενετ aid - ar + κατάληξη -άρω)

3 ντουρντίζω = παρασκευάζω (αορ dürdüm τουρκ)

4 μετάπιαση = σιγύρισμα

5 ορδινιάζω = συναρμολογώ

6 χαζιρεύω = ετοιμάζω

7 δραπόδια = στρώματα

8 παλιοπατανίες = παλιές μάλλινες φαντές κουβέρτες

9 πιδεξευτά = προσεχτικά, επιδέξια

10 σιοφυλλιάζω = εφαρμόζω

11 θωρώ = παρατηρώ

12 μπάντα = μεριά

13 ντίμπις = εξ ολοκλήρου (τουρκ dip = πάτος)

14 σκουντουφλιάζει = σκοτεινιάζει

15 ανάπλαγα = πλαγιές των βουνών

16 εκατούμωνε = ησύχαζε, εγαλήνευε

17 παραφανταρίσει = να παραλογίσει

18 χάντανε = ενόμιζε

(συνεχίζεται)

 

Ζαμπετάκη Ευγενία

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ