ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Γιάννης ο Κατωχωρίτης της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

(6η συνέχεια από το προηγούμενο)

Είχεν’ ακόμη ένα ντουσουλμέ (1) η Νουριγέ. Ο μαντές(2) για τη ν-αμάχη τω χωριανώ τηνε συκλέντιζενε(3). Από μιας τζ’ αρχής, εστριφοκωλιάζανε(4) όντε ν-τη θωρούσανε τη λογαριάζανε, αλλόθρησκη…μάγισσα, μούτε τη γ-καλή μέρα, το χαιρετισμό ν-τωνε δε χαλαλίζανε, για τη ν-άπιστη τη…Τουρκάλα.

Αναστοράται(5) η Νουριγέ όντε ν-εκάλεσενε ο παπά-Νικολής το ν-άντρα τζη το Γιαννιό στη ν-εκκλησία μια ν-ταχυνή(6) και τονε αβίζιαρενε(7) να τη ζυγώξει, γιατί ‘ναι άπιστη και μάισσα και θα καταστρέψει το χωριό. Εγονάτισενε τοτεσιδά ο άντρας τση ομπρός στα πόδια ν-του και τονε παρακάλιενε: «κιανένα δε μ-πειραζει η κακομοίρα, ουλημερνίσιως τση μέρας κάθεται μέσα στο σπίτι, είναι πραγιά σα ν-το ζω».

Τη μέρα κάθεται μέσα, τη νύχτα όμως, όντε γ-κοιμάσαι ποιος κατέει(8) με ποια διαολική συνεργεία συνωμοτεί για να καταστρέψει το χωριό. Έχει μωρέ εικονίσματα, προσκυνά, προσεύχεται, θυμιάζε, έρχεται στη ν-εκκλησία, μεταλαβαίνει; Αυτή ‘ναι μάγισσα και μια φορά τσι καίγανε στη μ-πυρά, τ’ αναλιγάδιαζενε(9) ο παπάς. Τσι τα ξεστόμισενε ο Γιαννιός ούλα τουτανά μα δε τζη γύρεψενε ποτές ν’ αλλάξει τη θρησκεία τζη. Αυτή πάλι για κανενούς το χατίρι δε ν-είχενε σκοπό ν’ αλλαξοπιστήσει.

Εδά όμως απού τση χτίσανε οι χωριανοί το σπίτι εβεβαιώθηκενε μαθώς για την αγάπη ντωνε, ήτανε λω δα η σειρά τζη να δείξει τη δική τζη αγάπη, αυτό τανε το πεθύμιο τζη.

Μια χειμωνιάτικη αργαδινή(10), ούλα σκεπασμένα με χιόνι, κιανείς δε ν-εξεμύτιζενε(11) όξω στο δρόμο. Έρημο το χωριό! Μόνο στ’ αρχοντικό του Κωνσταντή ξαγρυπνούσανε. Ο μοναχογιός του ο Σηφαλιός εκοίτουντανε του θανατά εδά και κάμποσες ημέρες. Είδασί ντονε ξακουστοί πραχτικοί γιατροί, εφέρανε και πιστήμονα γιατρό απού τη χώρα, μα δε ν-εκαλυτέρευγενε. Το σπίτι του αρρωστάρη ήτανε κοντά στο σπιτάκι της Νουριγέ. Εθώριενε απού το χαμόσπιτό τζη, στο καμαρόσπιτο του γείτονα, τα φώτα αναμμένα τσι πόρτες κι ανοιγοκλειούσανε, τσι συγγενείς να μπαινοβγαίνουνε και κατάλαβενε πως ο αρρωστάρης πνέει τα ολοίσθια(12).

Εδά ναι η ευκαιρία να τονε δείξω την αγάπη μου, είπενε από μέσα τζη. Εκουκλώθηκενε με τα κουρέλια τζη και κίνησε για τον αρρωστάρη. Η πόρτα ήτανε ανοιχτή. Όντε τη ν-αντικρίσανε επαγώσανε ούλοι. Έκανε νόημα να τηνε πάνε στο ν-αρρωστάρη. Ένα όμορφο παλληκάρι, κατακόκκινο, μισοαναίσθητο, αγκομάχενε και απάλευγενε το μ-πυρετό του κορμιού ν-του.

Η Νουριγέ εγέμισενε μια χρυγιά παγωμένο νερό και ξύδι έβρεξε πεστέτες και τσ’ ακούμπανε στο κούτελο του Σήφη. Εγύρεψενε και τση φέρανε μια ν-άσπρη μπολίδα(13) και ‘δεσενε στη μια άκρα λίγο αλάτσι. Έβαλενε το ν-αγκώνα τζη στο κόμπο, άπλωσενε τη χέρα τζη στη μ-πολίδα έβαλε ακόμη τέσσερα δάχτυλα του άλλου χεριού και σημάδεψε τη ν-άκρα τσ’ απόστασης με μια παραμάνα. Ακούμπησε τα χέρια τζη στο κορμί του Σήφη, έσκυψενε τη γ-κεφαλή τζη κι εσιγανομουρμούριζενε γητειές και ξόρκια. Απής ετελείωσενε εξαναμέτρησενε και λείπανε τρία δάχτυλα, απόδειξη πως ήτανε θιαρμισμένος. Άφηκενε τη μπολίδα στο κρεβάτι για να ξεθιαρμίσει ακόμα δύο φορές. Έβανε πετσέτες με ξυδόνερο στη γ-κεφαλή έβρεχενε τα χέρια τζη κι άλοιφενε ούλο το κορμί. Όπως το περίμενε η Νουριγέ το κοπέλι αρχίνηξενε να δρώνει και να συνέρχεται. Τ’ αλλάξανε, το περιποιηθήκανε, το ποτίσανε γάλα και βραστάρια, ανακουφίστηκενε κι αποκοιμήθηκενε. Ούλοι χαρήκανε και φχαριστήσανε τη γ-ξεμαθιάστρα. Τση δώκανε δώρα και τη αποβγάλανε.

Το δε μέρα το πρωί επήγαινε η Νουριγέ κι είπενε τη γητειά δεύτερη φορά και τα λιοβουτήματα(14) τσ’ ίδιας ημέρας την είπενε τρίτη φορά, έλυσενε το κόμπο το αλάτσι, το σκόρπισενε κι ‘πενε τρεις φορές, «όπως σκορπά και χύνεται το αλάτσι να σκορπίσουνε τα κακά από το κορμί του Σήφη».

Το θαύμα γίνηκενε με τη βοήθεια της Νουριγέ. Το κοπέλι καλυτέρεψενε και σε λίγες μέρες εσηκώθηκενε και ρέμπετονε(15) το χωριό.

Η Ζαμπία η μάνα του Σήφη άνοιξενε τη γκασέλα τζη και φώνιαξενε τη Νουριγέ να διαλέξει φαντά υφάσματα να κάμει μια φορεσιά να μη φορεί τα κουρέλια, κι ο Κωσταντής τση δωκενε λεφτά ν’ αγοράσει παπούτσια και μια μεταξωτή μαντήλα.

 

 

1 ντουσουλμέ = συλλογή, βαθιά σκέψη (Τουρκ. dusunmek)

2 μαντές = θέμα, υπόθεση, πρόβλημα (Τουρκ. madde)

3 συκλεντίζομαι = παθιάζομαι, στεναχωριέμαι

4 στριφοκωλιάζω = αλλάζω κατεύθυνση

5 αναστορούμαι = θυμούμαι

6 μια ταχυνή = ένα πρωί

7 αβιζίρνω = παραγγέλνω (Ιταλ. avvisare)

8 κατέω = ξέρω

9 αναλιγαδιάζω = εκθέτω λεπτομερώς (αναλώ + τυλιγαδιάζω)

10 αργαδινή = βραδιά

11 ξεμυτίζω = μεταφορικό: δε βγαίνει έξω

12 πνέει τα ολοίσθια = ψυχορραγεί (από το αρχαίο λοίσθια)

13 μπολίδα = γυναικεία μαντίλα κεφαλής (Βενετ. imbolia)

14 λιοβουτήματα = ηλιοβασιλέματα

15 ρέμπομαι = κυριαρχώ

 

 

Ζαμπετάκη Ευγενία

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ