ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Αγιότητα Μεγάλου Κωνσταντίνου - Α. Αμφισβητίες του Μανώλη Σκαρσούλη

0

Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272 στη Ναϊσό της Μοισίας (σημερινό Nis της Σερβίας). Πατέρας του ήταν ο Φλάβιος Κωνστάντιος, αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς, και μητέρα του η Ελένη, η οποία καταγόταν από τη Βιθυνία.

Κατά τις αρχές του 4ου αιώνα το ζήτημα των χριστιανών είχε πυροδο­τήσει πολλές πολιτικές ζυμώσεις. Η πολιτική στάση των Τετραρχών εναλλασσόταν συνεχώς. Έτσι, σημειώνονταν διωγμοί για κάποια χρο­νική περίοδο και μετά επικρατούσε πολιτική ανεκτικότητας. Σταδιακά όμως άρχισε να παραχωρείται ανεξιθρησκία από τους Τετράρχες, γιατί οι λαοί είχαν ταχθεί κατά των διωγμών, αφού προκαλούσαν κοι­νωνικές ρήξεις. Ο αυτοκράτορας Γαλέριος προσπάθησε να θέσει ένα τέρμα σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση και έτσι εξέδωσε διάταγμα το 311 με το οποίο επέβαλε την ανεξιθρησκία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αργότερα προσυπέγραψε μαζί με τον Λικίνιο και τον Μαξιμίνο δύο διατάγματα περί ανεξιθρησκίας το 312 και 313 αντιστοίχως, τα οποία επικύρωναν την πράξη του Γαλερίου.

Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Κωνσταντίνος αμφιταλα­ντευόταν ανάμεσα στην ειδωλολατρία και το χριστιανισμό, ανάλογα με τη στάση που του υπαγόρευαν τα συμφέροντά του. Τα οράμα­τα που συνεχώς επικαλούνταν για να αιτιολογήσει τις πράξεις του, υπήρξαν κατά πάσα πιθανότητα επινοήσεις που του επέτρεπαν να χει­ραγωγήσει τις μάζες και να προσελκύσει συμπάθειες ένθεν κακείθεν.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ως ευφυής πολιτικός, έπρεπε να δείχνει στις μάζες ότι εκτελούσε εντολές ουράνιων δυνάμεων, προκειμένου να εξαγιασθούν οι πράξεις του. Το υπερφυσικό, το μαγικό, το θαυμαστό στον 4ο αιώνα ήταν άλλωστε τα μέσα επηρεασμού της ψυχολογίας των μαζών. Ενώ ο ίδιος λοιπόν ήταν ειδωλολάτρης, καλ­λιεργούσε συστηματικά την εντύπωση ότι ήταν χριστιανός. Ποτέ όμως δεν προσχώρησε στη νέα θρησκεία ούτε όρισε το χριστια­νισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ενεργούσε πάντα με τον ψυχρό υπολογισμό που θα περίμενε κανείς από τον ιδρυτή μιας νέας αυτοκρατορίας.

Ο Κωνσταντίνος αναγνώριζε ως προστάτη θεό του τον Ήλιο, μια θεότητα που λάτρευε και ο πατέρας του, Κωνστάντιος ο Χλωρός. Η καταγωγή της θρησκευτικής αυτής ιδιομορφίας ανάγεται στη Ζωροαστρική Περσία. Για τον Κωνσταντίνο ο Ήλιος ήταν η πατρογονική θρησκευτική παράδοση, το σύμβολο της δυναστείας. Ουσιαστικά ήταν οπαδός του Μίθρα, τον οποίο λάτρευαν πολύ στη Δύση.

Μετά τη νίκη του κατά του Λικινίου και την εξόντωσή του, το 324, κυκλοφόρησε ειδικό πανηγυρικό νόμισμα. Ο Κωνσταντίνος κρα­τούσε στο χέρι το ζωδιακό κύκλο και πλάι του υπήρχε η επιγρα­φή «Κύριος της Οικουμένης». Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αυτοαποκαλούνταν Invictus (Ανίκητος). Ύστερα θα αξιώσει να τον αποκαλούν Victor.

Όσο βέβαια επικρατούσε ο χριστιανισμός, ο αυτοκράτορας έπρεπε να εναρμονιστεί με τη διαμορφούμενη πραγματικότητα. Προσπαθούσε να καλλιεργεί κλίμα ουδετερότητας σε σχέση με τους ειδωλολάτρες και τους χριστιανούς. Χρησιμοποιούσε τις δύο θρησκείες ως οχήματα για την προώθηση των πολιτικών συμφερό­ντων του. Πρωταρχική του επιδίωξη ήταν να είναι αρεστός στους οπαδούς και των δύο θρησκειών. Την επαμφοτερίζουσα αυτή στάση θα διατηρήσει έως το θάνατό του.

Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καλλιεργήσει θετικά συναισθήματα στις τάξεις των χριστιανών, αφού ήταν υπολογίσιμη κοινωνική ομάδα στην αυτοκρατορία.

Ύστερα από τις πολεμικές του νίκες έσπευσε να παραχωρήσει προνόμια στο χριστιανικό ιερατείο για να εξασφαλίσει την υποστή­ριξή του. Έδωσε χρήματα, κτήματα, παροχές κάθε λογής και μερίδιο στην εξουσία. Επίσης, επέκτεινε και στο χριστιανικό ιερατείο τις φοροαπαλλαγές. Οι επίσκοποι έγιναν έτσι προνομιούχος τάξη της ρωμαϊκής κοινωνίας.

Η Εκκλησία τον εξυμνούσε ως προστάτη και ευεργέτη. Τα συμφέροντα ήταν αμοιβαία. Ο αυτοκράτορας παρατηρούσε όλους τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς της Εκκλησίας, αφού ενημερωνόταν από τους πράκτορές του. Έλεγχε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους που συνεκλήθησαν για δογματικά ζητήματα, ασκώντας στενή επι­τήρηση. Χρησιμοποιώντας έτσι το χριστιανισμό, συγκρότησε ένα ενιαίο μέτωπο κατά των αντιπάλων του και προσεταιρίστηκε τις λαϊκές μάζες, που του ήταν απαραίτητες για την εδραίωση της εξουσίας του.

Βέβαια, αναδείχθηκε σε σφοδρό διώκτη των αιρετικών. Εξόντωνε όλους όσοι εξέφραζαν δογματικό αντίλογο στη χριστιανική Εκκλη­σία. Οι αιρετικοί υπέστησαν πολλών ειδών βασανιστήρια, τα οποία δεν συνάδουν με την εικόνα του Αγίου και Ισαποστόλου που προώ­θησε η Εκκλησία αργότερα στις τάξεις των πιστών της.

Τα εγκώμια για τον Κωνσταντίνο ήταν πολλά. Οι πανηγυρικοί λόγοι των ειδωλολατρών ρητόρων τον αποθεώνουν, ονομάζοντάς τον θεό. Επίσης, για το χριστιανικό ιερατείο είναι ο εκπρόσωπος του Θεού. Από την άλλη όμως, ο Κωνσταντίνος ήταν ολότελα αποκομμένος από τη διδασκαλία του χριστιανισμού. Δεν ασπάστηκε ποτέ τη νέα θρησκεία. Σύμφωνα με την παράδοση, βαπτίστηκε όταν πέθαινε. Και όμως εγκωμιαζόταν από την Εκκλησία ως «Μέγας Αρχιερεύς».

Μια Αιματοβαμμένη Οικογενειακή Ιστορία

Κυνηγώντας την απόλυτη εξουσία, ο Μέγας Κωνσταντίνος προέβη σε αποτρόπαια εγκλήματα, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του στην αυτοκρατορία. Εξόντωσε πολλούς συγγενείς του, όπως τον πεθερό του Μαξιμιανό, τον γυναικάδελφό του Μαξέντιο, τους γαμπρούς του Λικίνιο και Βασσιανό, τον ανιψιό του Λικινιανό κ.ά. Το 326 δολοφόνησε τον γιο του Κρίσπο και τη σύζυγό του Φαύστα.

Ο Κωνσταντίνος είχε αποκτήσει από την πρώτη του σύζυγο, τη Μινερβίνη, ένα γιο, τον Κρίσπο, και από τη δεύτερη, τη Φαύστα, τρεις γιους, τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνστα και δύο κόρες. Ο Κρίσπος, ως διάδοχος του θρόνου, το 317 έλαβε το αξίωμα του καίσαρα. Σύντομα ανέλαβε τη διοίκηση της Γαλατίας, διακρίθηκε στους πολέμους που διεξήγε ο πατέρας του και έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στο στράτευμα. Η δημοτικότητα αυτή άρχισε να ενοχλεί τον πατέρα του. Το 324 τον περιόρισε στο παλάτι καθιστώντας τον ουσιαστικά αιχμάλωτο. Ήταν μια συνωμοσία που στρεφόταν κατά του γιου του. Εξοργίστηκε όταν ο Κρίσπος τού είπε να αποσυρθεί από το θρόνο ύστερα από βασιλεία είκοσι χρόνων, ακολουθώντας το παράδειγμα του Διοκλητιανού. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν θεώρησε τον γιο του εχθρό.

Το 326, μετά τον εορτασμό της εικοστής επετείου της ηγεμο­νίας του στη Νικομήδεια, ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου είχαν προετοι­μαστεί εορταστικές τελετές. Παράλληλα, ετοιμαζόταν και η εορτή των δέκα χρόνων ως καίσαρα του Κρίσπου. Κατά τη διάρκεια των τελετών ο Κρίσπος συνελήφθη με διαταγή του Κωνσταντίνου, οδηγήθηκε στην Ιστρία και εκτελέστηκε. Ταυτοχρόνως στην Καρχηδόνα εξοντώθηκε με ξυλοδαρμό ο Λικινιανός, γιος του Λικινίου και της αδελφής του Κωνσταντίνου. Επίσης, δολοφονήθηκαν πολλοί συγ­γενείς και φίλοι του Κρίσπου. Βαθύ μυστήριο και ψευδολογίες θα ακολουθήσουν για να δικαι­ολογήσουν τις πράξεις του παιδοκτόνου. Ως αιτία του φόνου προ­βλήθηκε η δικαιολογία ότι ο Κρίσπος προσπάθησε να δημιουργήσει παράνομο ερωτικό δεσμό με τη μητριά του Φαύστα. Το πιθανότερο ήταν ότι η Φαύστα επιδίωκε να προωθήσει στην εξουσία τα δικά της παιδιά. Έτσι, ο Κωνσταντίνος πίστεψε τη συκοφαντία και διέταξε να θανατωθεί αμέσως ο Κρίσπος, και μάλιστα χωρίς δίκη.

Οι έωλες υποψίες του τον οδήγησαν σε ένα έγκλημα, που δεν δικαιώνει καθόλου το χαρακτηρισμό του ως «Μεγάλου». Η μητέρα του Ελένη αναστατώθηκε πολύ από αυτή την πράξη. Λέγεται πως ο Κωνσταντίνος για να την παρηγορήσει οργάνωσε τη δολοφονία της συζύγου του. Στο ανάκτορο των Τρεβήρων, διέταξε να ετοιμάσουν καυτό νερό και να ρίξουν μέσα σ’ αυτό τη σύζυγό του, η οποία βρήκε τραγικό θάνατο.

Η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Μετά τη δολοφονία του Κρίσπου εκτέλεσε πολλούς φίλους του και ανακήρυξε διαδόχους τούς άλ­λους τρεις γιους του. Οι φρικαλεότητες όμως αυτές προκάλεσαν έντονες λαϊκές αντιδράσεις. Ο Κωνσταντίνος προέβη σε αυτές τις αγριότητες γιατί ήθελε να διατηρήσει την απολυταρχία. Η απέ­χθεια όμως της κοινής γνώμης ήταν έντονη. Αυτό ανάγκασε τον αυτοκράτορα να προσφύγει στα δύο ιερατεία, το χριστιανικό και το ειδωλολατρικό, για να ζητήσει εξιλέωση. Οι ιερείς των ειδωλολατρών δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν εξαγνισμό, αλλά ούτε και οι χριστιανοί επίσκοποι, οι οποίοι του πρότειναν να βαπτιστεί πρώτα. Όπως είδαμε όμως ο ίδιος απέφυγε όμως να βαπτιστεί, γιατί δεν ήθελε να προσχωρήσει στο χριστιανισμό. Έτσι, για να σταματήσει η αγανάκτηση και η απέχθεια για τα διαπραχθέντα κακουργήματα, οι υποστηρικτές του Κωνσταντίνου έπλασαν το μύθο της μετάνοιας του Κωνσταντίνου. (Πηγή: Γεώργιος Τσερεβελάκης. Εκδόσεις ΑΡΧΕΤΥΠΟ)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΥΜΝΟΥΝ

Η Αγία Εκκλησία του Χριστού κατά τον 6ο αιώνα, αφού αναγνώρισε το μέγιστο αποστολικό και φιλανθρωπικό έργο των Κωνσταντίνου και Ελένης ανακήρυξε και τους δύο ως Αγίους και Ισαποστόλους και όρισε να τιμάται η μνήμη τους την 21η Μαϊου.

Ο Ευσέβιος, που άρχισε να γράφει το βίο του Μεγάλου Κωνσταντίνου ευθύς μετά το θάνατο εκείνου, απερίφραστα κάνει λόγο για την αγιότητά του.

Ο ίδιος εκκλησιαστικός ιστορικός, συγκρίνοντας το Μέγα Κωνσταντίνο με τους προκατόχους και σύγχρονους του πολυθεϊστές αυτοκράτορες, τονίζει την τεράστια προσφορά του στο λαό.

«Ενώ εκείνοι ανάγκαζαν τους υπηκόους τους να σέβονται θεούς, που δεν υπάρχουν, ετούτος παρακαλούσε τους δικούς του να γνωρίσουν τον μόνον υπάρχοντα Θεό. Ενώ εκείνοι χλεύαζαν με βλάσφημες φωνές τον Χριστό, εκείνος πρόβαλλε ως νικητικό φυλακτήριο το τρόπαιο του Λαβάρου. Ενώ εκείνοι προχωρούσαν αφήνοντας δίχως σπίτια και δίχως εστίες τους λατρευτές του Θεού, ετούτος απέδιδε σπίτια και εστίες. Ενώ εκείνοι περιέβαλλαν τους υπηκόους των με ατιμίες, ετούτος καθιστούσε έντιμους και αξιοζήλευτους σε όλα γενικά. Ενώ εκείνοι δήμευαν αρπάζοντας άδικα το βιός των θεοσεβών, ετούτος το απέδιδε με πλούσιες δωρεές πολλών χαρισμάτων. Ενώ εκείνοι δημοσίευαν με έγγραφα διατάγματα τις εναντίον των προέδρων συκοφαντίες, ετούτος ανυψώνοντάς τους ξανά αποκαθιστούσε την αξιοπρέπειά τους με προγράμματα και νόμους….»

Μιλώντας για τη θεοσέβεια του Κωνσταντίνου, κλείνει ως εξής την πολυτιμότατη συγγραφή του «Εις βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου Βασιλέως»: «Ο Κωνσταντίνος είναι ο μόνος βασιλιάς των Ρωμαίων, που έχει τιμήσει με υπερβολική θεοσέβεια τον Παμβασιλέα Θεό, και ο μόνος που έχει κηρύξει σ΄όλους με παρρησία το Λόγο του Χριστού, και ο μόνος που μπορεί να πει ότι εδόξασε όσο κανείς άλλος μέσα στους αιώνες την Εκκλησία Αυτού, και ο μόνος που καθαίρεσε την πολύθεη πλάνη, και μας απάλλαξε από την ειδωλολατρία με κάθε τρόπο, και μάλιστα είναι ο μόνος που αξιώθηκε για όλα αυτά και σ΄αυτή τη ζωή και μετά από το θάνατο, των οποίων κανείς δεν μπορεί να γίνει μέτοχος».

Η αγιότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου αμφισβητήθηκε από ορισμένους ιστορικούς για τους φόνους του Κρίσπου και της Φαύστας, που του καταλογίζουν. Αλλ΄όσοι ισχυρίζονται αυτά, αν δεν είναι κακόπιστοι εχθροί του Κωνσταντίνου και της χριστιανικής πίστης, δεν έχουν λάβει καν υπόψη τους τα γραφόμενα των χριστιανών συγγραφέων του 4ου και 5ου αιώνων μ.Χ. Λακτάντιου, Σωκράτους, Σωζομενού, Θεοδώρητου, Γελάσιου και, πάνω απ΄όλα, του Ευσέβιου, για να γνωρίζουν κάτι από το πώς ο Κωνσταντίνος βίωνε τη χριστιανική πίστη του.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώμη του μεγάλου μας ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου για τον Άγιο Κωνσταντίνο το Μέγα: «Μετά τους άμεσους Μαθητές του Σωτήρος, κανείς δεν έπραξε περισσότερα για τη διάσωση και παγίωση της ιερής πίστεώς μας…».

Ο Χρήστος Γιανναράς επισημαίνει τα ουσιαστικά κριτήρια της Εκκλησίας στην ανακήρυξη των αγίων της: «Η Εκκλησία δεν ανακηρύσσει τους αγίους της με μέτρα ατομικής ηθικής τελειότητας. Στα πρόσωπα των αγίων δεν βλέπει η Εκκλησία τα κοσμικά πρότυπα ενός άψογου ηθικού βίου, αλλά βλέπει την ενσάρκωση της αλήθειάς της, την ένσαρκη μαρτυρία της σωτηρίας, τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού, τις «απαρχές» της ζωής, προς την οποία ολόκληρη η Εκκλησία οδεύει. Η σύνδεση της αγιότητος με την αλήθεια της Εκκλησίας, και όχι με την ατομική αρετή, μπορεί να μας οδηγήσει σε μία σωστή κατανόηση του γεγονότος της αγιοποίησης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού» - τους θεμελιωτές της φανέρωσης – βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας».

Ο Ακαδημαϊκός π. Ιωάννης Ζηζιούλας γράφει σχετικώς τα εξής περισπούδαστα: «Η αγιότητα για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από το βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. Η αγιότητα δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» και αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με το Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούλησή Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη βούληση του αγιασμένου». Πηγή: «Μέγας Κωνσταντίνος» . Κων/νος Καραστάθης. Εκδόσεις: Μπαρτζιουλάνος

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ