ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και οι φόροι μου του Αθανάσιου Τσολιά

0

Τετάρτη 1η Ιουλίου, ώρα 4:30 τα ξημερώματα. Βαδίζω αργά, πεζός από την πλατεία των Τεσσάρων Αγίων Μαρτύρων, διασχίζω την καρδιά του Ρεθύμνου. Μια παρέα μεθυσμένων φοιτητών, με τα πρόσωπά μελανιασμένα, χλωμά από το νοθευμένο αλκοόλ, συζητούν μεταξύ τους με αυτή την υπέροχη ανοησία που χαρακτηρίζει την άγουρη νιότη. 

- «Αυτός, ο πως τον λένε ρε μ..., ο Σαμαράς ακόμη προσπαθεί να μας πείσει. Δεν κουράστηκε».

- «Αυτούς ρε συ δεν τους νοιάζουν τα χρήματα, έχουν ψωνιστεί όλοι τους και δεν την παίρνουν χαμπάρι ότι μας χαντακώνουν. Είναι τόσο πολύ στον κόσμο τους που στα αλήθεια νομίζουν πως προσπαθούν να μας βοηθήσουν».

Στο παρκάκι απέναντι, οι ταξιτζήδες στη σειρά. Σε μισή ώρα τελειώνει η 12ωρη βάρδιά τους. Κάποιοι κοιμούνται αποκαμωμένοι πάνω στο τιμόνι. Κάποιο άλλοι καθισμένοι στο παγκάκι, προβληματισμένοι, συζητούν πως, από τις 5  το απόγευμα, έκαναν μόλις 50 χιλιόμετρα και πως, για μία ακόμη μέρα, δεν έκαναν είσπραξη, πως είναι όλη μέρα στους δρόμους δουλεύοντας για το τίποτα. Είναι αυτοί που γνωρίζουν τα πάντα για όλους εμάς. Αυτοί που μας παρατηρούν κάθε στιγμή της ημέρας, δίχως να το αντιλαμβανόμαστε. Είναι αυτοί που, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, κορνάρουν για να μας χαιρετήσουν, που χαμογελαστοί μας λένε μια καλημέρα.

Αν και νωρίς τα ξημερώματα, η μέρα αυτή δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Μοιάζει περίεργη, σχεδόν καταστροφική. Ένα απαλό βοριαδάκι επιχειρεί να συμβάλλει στο απότομο ξύπνημα, χαϊδεύει τα μαλλιά, αγγίζει και φεύγει, κρύβεται στα κάθετα στενά της Λεωφόρου Κουντουριώτου, όπως και οι ανησυχίες των Ρεθεμνιωτών για τη νέα μέρα που ανατέλλει. Τίποτα δεν θυμίζει πως σε λίγη ώρα θα βγει ο ήλιος και θα ζεστάνει, πως θα φωτίσει τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα γραφικά σοκάκια της πόλης.

Βυθισμένος στις σκέψεις μου, παρατηρώ με κάθε λεπτομέρεια ό,τι ξανοίγεται μπροστά μου· από τα συνθήματα στους τοίχους και τα πανό που προτρέπουν τους ψηφοφόρους για το δημοψήφισμα της Κυριακής μέχρι τα σκουπίδια που χορεύουν κυκλωτικά, αγκαλιά με το αεράκι, στα κατεστραμμένα πλακάκια, τον ξεθωριασμένο κόκκινο τάπητα του ποδηλατόδρομου.

Με αυτά και με αυτά, η ώρα πήγε 5 τα ξημερώματα, ώρα να χτυπήσω την κάρτα στην δουλειά, μα, πριν προλάβω να το κάνω, ένας συνάδελφος μου αποσπά την προσοχή.

- «Θανάση, τι λες να γίνει; Θα χρεοκοπήσουμε;»

- «Ηθικά ή οικονομικά;», του απαντώ μα δεν το 'πιασε. Είναι βλέπεις περίεργη και η ώρα.

- «Εδώ δεν ξέρουν αυτοί που αποφασίζουν, θα ξέρω εγώ;» του λέω και συνεχίζω:« Εγώ, πάντως, θα πάω να βγάλω τα χρήματα που έχω στην τράπεζα»

- «Έχεις πολλά;» με ρωτά παίρνοντας αυτό το γνώριμο ύφος της παντρεμένης με την αφέλεια συμπάθειας.

- «Δυόμιση ευρώ» του απαντώ και φεύγω.

Τρεις ώρες αργότερα, οι συνταξιούχοι έχουν ήδη σχηματίσει ουρές έξω από την Εθνική Τράπεζα, δίπλα από το Δημαρχείο. Τριάντα, σαράντα ηλικιωμένοι, ανήσυχοι, κάνουν πηγαδάκια και συνομιλούν για να περάσει η ώρα. Μια ζωή στην ουρά, είναι βλέπεις μαθημένοι. Στη σειρά για να ψηφίσουν αυτούς που τους στήνουν στην ουρά για να πάρουν τη σύνταξη, στη σειρά παίζοντας υπομονετικά το κομπολόι τους στον προθάλαμο του γραφείου του τοπικού βουλευτή, περιμένοντας να του πουν τη χαζομάρα τους μπας και βολέψει το κοπέλι σε καμιά οκτάωρη αναπαυτική καρέκλα...

Παλιά πόλη, ώρα 13:30. Υπάλληλοι και επιχειρηματίες κοιτιούνται στα μάτια με απορία. Δεν μιλούν. Στα στενά σοκάκια λιγοστοί τουρίστες πηγαινοέρχονται, περπατούν νωχελικά με το σακίδιο στην πλάτη, με τη φωτογραφική μηχανή να απαθανατίζει εικόνες που προσπερνούμε αδιάφορα καθημερινά. Βασιλεύει η γκρίνια και η κατήφεια· για το ποιος φταίει, για το τι θα γίνει και πότε θα στρώσουν τα πράματα. Κι αυτό το συννεφόκαμα, κι αυτή η υγρασία και η ζέστη να σου υπνωτίζει το μυαλό, να σε εξουθενώνει.

Απόγευμα, βράδυ... Στους δρόμους τα αυτοκίνητα λιγοστά. Οι μετακινήσεις περιορισμένες. Κανείς δεν διακινδυνεύει να ξοδέψει βενζίνη άσκοπα. Κανείς δεν περιμένει πως θα πληρωθεί ή θα πληρώσει. Υπομονή και προγραμματισμός μόνο για τα βασικά. Τσιγάρα, λίγα ψώνια από το σούπερ- μάρκετ, κανένα δεκάρικο για βενζίνη κι έχει ο Θεός.

Κουρασμένος από τις μίζερες παραστάσεις της ημέρας, από την αγωνία και τις ιδρωμένες καλοκαιρινές ελπίδες μήπως και μετριαστεί η φετινή χασούρα στον τουρισμό, κλείνω την τηλεόραση, βάζω μια κούπα κρασί με λίγο ανθότυρο. Σκέφτομαι ότι μπορεί να με χρεοκοπήσουν. Πως μπορεί ακόμη να τους χρεοκοπήσω κι εγώ. Η μέρα φεύγει, μια άλλη θα την διαδεχθεί. Και ίσως αυτό από μόνο του να είναι αρκετό, να ξυπνήσω πάλι με όρεξη, να ξαναπερπατήσω ανάμεσα στους φοιτητές και τους ταξιτζήδες, ίσως αύριο να δω τις ανθισμένες μπουκαμβίλιες και να θέλω να τις φωτογραφίσω κι εγώ.

 

 

Αθανάσιος Τσολιάς‏

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ