ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Μεγάλο Τάξιμο - Η γέννα της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Μια ξέκαλη μέρα του Μαγιού ταχινωπά(1) επιάσανε οι πόνοι τη μ-Παγώνα. Επρεμαζωχτήκανε οι συγγενείς. Το κουμάντο κάνανε η μάνα και η πεθερά τζη. Ο Κανάκης έσφαξενε ένα ν-αρνί να το τρώει η λεχώνα να δυναμώσει και να βγάνει γάλα για το μωρό. Η αγωνία ντου δε ν-ενταγιαντίζεντονε(2), θα ’ναι αγόρι γή θα γεννηθεί και πέμπτη κοπελιά; Επέταξενε τη χολή τ’ αρνιού στη ν-αμμένη παρασιά κι ανίμενενε(3) με αγωνία. Την ιδιαμένη ώρα(4) έσκασενε η χολή κι ακούστηκενε ένας δυνατός κρότος.

  • Αγόρι! Αγόρι! Εφώναξε χαρούμενος και πόρισενε όξω ν’ αποτελειώσει το σφαχτό.

Φωνάξανε τη μαμή κι έφτασενε γιαμιάς πλυμένη και παστρικιά(5). Εμπήκενε στη κρεβατοκάμερα κι έδωσενε κουράγιο στη τοιμόγενη.

  • Άντε, άντε μ’ ένα πόνο θα κάνεις το γιό, θα δεις… Τ’ αγόρια είναι λιγόψυχα και βγαίνουνε γρήγορα!

Εχαζίρεψενε(6) η μαμή δυο ξύλινες βαριές καρέκλες κοντά τη μία δίπλα στην άλλη. Έστρωσε ανάμεσα ν-τωνε μάλλινες μαλακές κουβέρτες και ’στρωσενε από πάνω ένα κάτασπρο, παστρικό και σιδερωμένο σεντόνι. Πήρενε από ’να πανέρι τα εργαλεία τζη, έριξε οινόπνευμα στο ψαλίδι, άναψεν’ ένα σπίρτο κι έδωσενε φωτιά στο οινόπνευμα.

Ετσιδά το καυτηρίασενε να μη ν-έχει μικρόβια. Επήρενε το κουβάρι με τη μεταξωτή κλωστή, τ’ ακούμπησενε στο πανέρι, τυλιγμένο μαζί με το ψαλίδι σε μια παστρικιά, σιδερωμένη, άσπρη πετσέτα.

Η μάνα κι πεθερά παραστέκανε και βοηθούσανε τη μαμή, τη δύσκολη ώρα τση γέννας. Η μαμή εταχτοποίησε τη μ-Παγώνα ανάμεσα τσι καρέκλες, τον ένα πόδα στη μια καρέκλα και το ν-άλλο στη ν-άλλη. Από πίσω τηνε κράτανε σφιχτά η μάνα τζη. Όντε ήρχουντανε οι πόνοι με τη συμβουλή της μαμής έσπρωχνε με δύναμη.

Η πεθερά τση ’δινενε κουράγιο και με άσπρη πετσέτα τση σκούπιζενε τρυφερά τον ιδρώτα. Η Παγώνα εγένανε στο σπίτι τζη κοντά τσ’ αγαπημένες τση, που τση δείχνανε αυτή τη δύσκολη ώρα, πολλή αγάπη και στοργή.

Απού τη μια η αγωνία αν είναι γιος κι απού την άλλη οι φωνές τση γυναίκας του, εστενοχωρούσανε το γ-Κανάκη και πλάνταζενε(7) στο σπίτι ν-του, επήρενε το κλαδευτήρι είπενε σε είντα λιόφυτο θα πάει να κλαδεύγει κι άφηκενε παραγγελιά μόλις γεννηθεί το μωρό να του πέψουνε το χαμπάρι(8) μ’ ένα γ-κοπέλι.

Μετά από πολλές ώρες ωδίνης γεννήθηκε το πολυπόθητο αγοράκι. Το φαλόκοψε(9) η μαμή και ειδοποιήσανε το μ-πατέρα. Η χαρά ουλονώ ήτανε μεγάλη. Ο Κανάκης όμως εχάρηκενε πλια πολύ απ’ όλους.

Μόλις άκουσενε για το γιο επέταξενε το κλαδευτήρι κι ήρθενε τσιριτιχτός(10) στο σπίτι. Η ευτυχία πλημμύρισενε τη γ-καρδιά ν-του, ένας κόμπος συγκίνησης εστάθηκενε στο λαιμό ν-του, ανέβηκε στα όμορφα ν-του αμάθια και τα δάκρυά ν-του κυλήσανε στα γεμάτα αγωνία μούτρα ν-του. Αρχίνηξενε να βατταλεί(11) αμοναχός του «Πως θα το αντικρίσω; Θε μου σ’ ευχαριστώ, να ’ναι γερό. Τουτονά το αγοράκι θέλω μόνο και πράμα(12) ’λλο. Θε μου άκουσες τσι προσευχές μου. Σ’ ευχαριστώ».

Η Παγώνα έδειξενε το φασκιωμένο(13) μωρό πεντακάθαρο και πανέμορφο! Ο πατέρας τ’ αγκάλιασενε, το φίλησενε και το κανάκεψενε(14), εξεδιάκρινενε τα σουσούμια(15) ντου στο μουτσουνάκι(16) του γιου ν-του, αγαλίασενε η ψυχή ν-του, εδόξασενε το Θεό, εγίνηκενε το πεθύμιο ν-του, δε ν-ήθελενε άλλο μ-πράμα στη ζωή ν-του. Έπαιξενε μερικές μπαλωτές ν’ ακουστεί το μαντάτο.

Το κοπέλι μεγάλωνε κι ήτανε γουμανό(17) κι ομορφοπιθέματο(18), το καμάρι τση οικογένειας! Η Παγώνα είχενε μεγάλο ντουσουλμέ όσο κόντευενε ο καιρός που θα κλεινε τα δυο ν-του χρόνια το παιδί. Η υποχρέωση απέναντι στο Θεό είναι μεγάλη, πρέπει να θυσιάσει το μωρό.

Όντενε θώριενε το πατέρα να παίζει με το γιό και να κουζουλένεται στα γέλια δε ν-το νταγιάντανε(19) να του πει ότι θα τ’ ασφεντουρίξει(20) από το καμπαναριό του μοναστηριού.

Όσο κι αν επίστευγε ότι ο Θεός θα κάμει το θαύμα ντου άλλο τόσο ο λοϊσμός(21) τση ’βανε πώς α μπέσει το κοπέλι από τοσονά ύψος θα σκορπίσει… Ήτανε δυστυχισμένη κιαμιά χαρά δε ν-είχενε μπλιό(22).

Σε κιανένα δε ν-εφανέρωνενε το νταλγκά(23) τζη μήτε στη μάνα που τηνε γέννησενε.

Όσο εύκολο τση φαινότανε να το θυσιάσει προτού να το γνωρίσει, τόσο δυσβάσταχτο ήτανε να πετάξει το ξανθόμαλλο αγγελούδι τζη εδά που το βύζαξενε, το νανούρισενε, το κανάκεψενε, άκουσενε τα πρώτα του λογάκια και χάρηκενε τη μ-πρώτη του περπατησιά!

(συνεχίζεται)

1 ταχινωπά = πρωινή ώρα

2 ενταγιαντίζεντονε = υποφέρετο, εντέχετο (Τουρκ dayanmak)

3 ανίμενενε = περίμενε

4 την ιδιαμένη ώρα = αμέσως

5 παστρικιά = καθαρή

6 εχαζίρεψενε = ετοίμασενε (Τουρκ hazin)

7 επλάνταξενε = έχει δυσφορία, δυσκολεύεται στην αναπνοή

8 χαμπάρι = είδηση

9 το φαλόκοψενε = έκοψε με το ψαλίδι τον ομφάλιο λώρο και έδεσε με μεταξωτή κλωστή το φάλι

10 τζιριτιχτός = τρεχάμενος

11 βατταλαλεί = φλυαρεί

12 πράμα άλλο = τίποτ’ άλλο

13 φασκιωμένο = τυλιγμένο με φασκιές

14 κανάκεψενε = εχάιδεψενε

15 σουσούμια = ομοιότητες

16 μουτσουνάκι = προσωπάκι

17 γουμανό = καλοθρεμμένο

18 ομορφοπιθέματο = όμορφα χαρακτηριστικά

19 νταγιάντανε = άντεχε (Τουρκ dayanmak)

20 ασφεντουρίξει = να πετάξει με δύναμη

21 λοϊσμός = λογισμός

22 μπλιό = πλέον

23 νταλγκάς = εσωτερικός πόνος (Τουρκ dalga)

 

Ευγενία Ζαμπετάκη Σπαντιδάκη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ