ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

«Φτώχεια και ντροπή» του Εμμανουήλ Ακουμιανάκη

0

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΑΚΟΥΜΙΑΝΑΚΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ M.Sc.

E-mail: [email protected]

http://soixantedix.blogspot.com/

Η δικιά μας η γενιά δεν μεγάλωσε μέσα στις ανέσεις. Δεν είχαμε τηλεόραση στα παιδικά μας χρόνια και όταν αποκτήσαμε μια ασπρόμαυρη Phillips στο σπίτι κάναμε σαν τρελοί από χαρά. Τα συσκευασμένα τρόφιμα που αγοράζαμε ήταν ελάχιστα. Μερικά κουτιά γάλα εβαπορέ, ζάχαρη, μακαρόνια, αλάτι και κανένα αλλαντικό αραιά και που. Μια συγγενής μας οδοντίατρος μας είχε κάνει δώρο οδοντόβουρτσες και οδοντόκρεμες. Έτσι μάθαμε να πλένουμε τα δόντια μας σε σχέση με το παρελθόν που η γιαγιά μου τα ξέπλενε με αλατόνερο. Για να αγοράσουμε καινούρια παπούτσια έπρεπε να ξεφτίσουν τα παλιά. Όταν αγοράζαμε καινούρια ρούχα τα προσέχαμε και τα φορούσαμε μόνο σε γιορτές, σχολικές εκδρομές και αργίες. Για να πάμε στο σχολείο επιβιβαζόμασταν ξημερώματα σε εκείνα τα παλιά λεωφορεία που μύριζαν αλουμίνιο με νικοτίνη κι είχαν εκείνες τις σιχαμερές νάιλον σακούλες για τον έμετο στα λιγδιασμένα δίχτυα που υπήρχαν στις πλάτες των καθισμάτων. Σηκωνόμασταν και παραχωρούσαμε τη θέση μας αγόγγυστα σε ηλικιωμένους, ιερείς και σε έγκυες γυναίκες. Όταν παίρναμε τα σχολικά βιβλία από το σχολείο τα «ντύναμε» με αυτοκόλλητο πλαστικό, βάζαμε ετικέτα με το όνομά μας και την τάξη μας και τα προσέχαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Μαζευόμασταν για γεύμα και δείπνο στο τραπέζι, κάναμε το σταυρό μας και τρώγαμε όλοι μαζί νιώθοντας έντονα τη ζεστασιά και την ασφάλεια της οικογένειας. Οι γείτονες μας έφερναν ένα πιάτο καλούδια κι εμείς πάντα τους το επιστρέφαμε γεμάτο με κάτι άλλο δικό μας. Μύριζε αξιοπρέπεια παντού παρότι ο περισσότερος κόσμος δεν ευημερούσε. Και θυμάμαι ακόμα και τώρα, σα να ήταν χτες, πως κάθε φορά που το φαγητό ήταν λιγοστό, η μάνα μας έλεγε πως δεν πεινούσε.

Έτσι μαθητεύσαμε, σπουδάσαμε, ανδρωθήκαμε, μεγαλώσαμε, ωριμάσαμε. Έτσι μάθαμε να συμπεριφερόμαστε στους άλλους. Με προσοχή στις ανάγκες τους. Με σεβασμό στο ρόλο τους. Με θαυμασμό στην ιδιότητά τους. Με δέος στην αξία τους. Και με αγάπη στις αδυναμίες τους. Ήμασταν τα παιδιά που γεννήθηκαν μέσα στη δικτατορία και μεγάλωσαν στην Μεταπολίτευση. Ήμασταν η γενιά που γνώρισε και την άλλη όψη της Ελλάδας, την αγροτική οικονομία, την απουσία επιδοτήσεων, την πραγματικότητα πως αν δεν έχεις μισθό ή μεροκάματο, πρέπει να παράξεις ο ίδιος την τροφή που θα φας. Το σιτάρι σου, το λάδι σου, το κρέας σου, τα αυγά σου, τα φρούτα σου, το ψωμί σου εν γένει. Το μπακάλικο -γιατί τότε δεν υπήρχαν super markets- ήταν για να προμηθευτείς μόνο εκείνα που δεν παρήγαγες και όχι το σύνολο των αγαθών που χρειαζόσουν για να ζήσεις. Παρέλαση κάνουν πάλι στο μυαλό εκείνες οι αναμνήσεις.

Ναι, η φτώχεια είναι υποφερτή με την έννοια πως είναι εξασφαλισμένα τουλάχιστον τα απαραίτητα. Είναι όμως ντροπή και κρίμα να δοθεί η χαριστική βολή στους φτωχούς Έλληνες μετά από μια πενταετία άγριας οικονομικής τους αφαίμαξης, για την οποία σίγουρα δεν ευθύνεται η σημερινή κυβέρνηση. Είναι παραλογισμός η προσωπική ταπείνωση των πολιτών σε συνδυασμό με τη διεθνή ανυποληψία ενός επίσημα χρεοκοπημένου κράτους. Είναι όνειδος το ξεροστάλιασμα ηλικιωμένων συνταξιούχων στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης μετρητών των τραπεζών. Είναι μίζερα τα χαμόγελα για τον ψόφο της κατσίκας του γείτονα, ότι τάχα μαζί τη δική μας καταστροφή θα καταρρεύσουν οι διεθνείς αγορές. Είναι πράξη ανευθυνότητας η προϊούσα κοινωνική αναταραχή εξαιτίας ενός απερίσκεπτου δημοψηφίσματος. Είναι κατάσταση πολέμου το μίσος αλλήλων και η δοκιμασία των δημοκρατικών θεσμών που ψηφίστηκαν το 1974. Είναι τέλος ακραίας υφής η ρητορική που παραπέμπει στον Νέο Εμφύλιο μέσα σε συνθήκες κλιμακούμενης κοινωνικής εξαθλίωσης. Γιατί «Ναι» η φτώχεια μόνη της αντέχεται. Η Ντροπή όμως «Όχι».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ