ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Βεραμιαρέ (φυματική) της Ευγενίας Ζαμπετάκη

0

Περνούσανε οι μέρες πότες στο σκοινοπλοκάδικο και πότες στο κονάκι τ’αφεντικού. Έκανε όλες τσι βαριές δουλειές δίχως να παραπονάται, μόνο το νεροκουβάλημα τον εξεθέωνενε.

Κάθα πρωί με τη μεγάλη στάμνα εκουβάλιενε νερό απ’ τη βρύση για να πίνουνε και για τη λάτρα του σπιθιού. Το μεσημέρι μετά το φαητό , εφόρτωνενε στον ώμο ν-του την μεγάλη στάμνα και κουβάλιενε νερό για να κάνει μπάνιο η κερά ν-του. Ετουτονά το νεροκουβάλημα το μεσημεριανό όξω απού το γ-κόπο ήτανε και μεγάλη μπουνταλέ(2) «Άκουε κάθα μέρα μπάνιο; Εβαττολάλιενε μοναχός του. Μα είντα χενε το κορμί τζη μουζουδές;». Η μάνα ν-του κάνενε μπάνιο μόνο τσι μεγάλες σκόλες απού μεταλάβαινενε. Ήθελε να φύγει μα δε τον άφηνενε η μάνα ν-του. Όντε τον ‘επιανε το παράπονο ετραγουδούσενε αποσίγανα κι έλεγενε:

Καλλιά ‘χω ‘γω στο σπίτι μας ελιές και παξιμάδι

Παρά στα ξένα ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι

Ο Θεός τού δωκενε ένα μεγάλο χάρισμα, την όμορφη γλυκιά φωνή ν-του. Όντε ν-ετραγούδιενε τα βράδια τσι ρούγες και τσ’ οβγοράδες(1) του χωριού εξεστένεντονε ο ντουνιάς. Έπλεκενε απού το νου ν-του στίχους ετραγούδιενε μαντινάδες, ριζίτικα αλλά και ερωτόκριτο απού του μάθενε ο παππούς του ο Μανούσος. Ήτανε ντελικαλής(3), μαυροπιθέματος(4) ψηλός όμορφος τέθοιο λούμακα(5) δε ν-είχεν άλλο το χωριό. Ήτανε περιζήτητος τσι παρέες και στα γλέντια.

Μια ν-αργαδινή(6) δεν είχενε όρεξη, εξέκοψενε απού τη μπαρέα, επόρισενε στο γ-κήπο κι έκατσενε κάτω από ‘να δεντρό. Ενοιωθεν ένα ψυχοπλάκωμα κι αρχίνηξενε να τραγουδεί από σίγανα, τραγούδια για τον έρωντα, για τη μοναξιά, για τη ματαιότητα του κόσμου…

Ξαφνικά άκουσενε ανάλαφρα βήματα. Εστράφηκενε προς τη σκιανιάδα τω δεντρώ. Μια γυναικεία μορφή, αέρινη, άυλη, σαν φάντασμα, μ’ένα μακρέ άσπρο φουστάνι με ριγμένα μακριά μαλλιά ίσαμε τη μέση τση ράχης, εξεπρόβαλενε μπροστά ν-του. Τη ξεδιάκρινε αχνά στο σύθαμπο του φεγγαριού και τω ν-αστεριώ.΄Οντενε εκοντοσίμωσενε αρχίνηξενε να ξεδιανερίζει(7) τα πιθέματά(8) τζη. Δυο βαθυγάλανα σα ν-τη θάλασσα μάθια, γεμάτα γλύκα και θλίψη στόλιζαν το σκελετωμένο προσωπάκι τζη. Τα ματόκλαδα μακρέ και μεταξένια. Τα μάγουλα τραβηγμένα τα χειλάκια άχρωμα, σχεδόν άσπρα.

Ο Αντρουλής αποσβολώθηκενε(9)! Δε ν-εκάτεχενε αν εθώριενε νεράιδα γη μια αγία σα ν-αυτές που προσκύνανε τσ’ εικόνες τσ’ εκκλησιάς. Ετρομαριάστηκενε! Εκόπηκενε η γι-εμιλιά ντου.

Τοτεσιδά του πενε ψιθυριστά-αποσίγανα:

-Είμαι η Αρετή, η κόρη του Στελιανάκη, κατέβηκα ν’ακούσω το τραγούδι σου, σ’εχω ακούσει πολλές φορές, τραγουδάς τόσο όμορφα, έλα τραγούδησε για μένα… δε θέλεις… Σε παρακαλώ…

Δε ν-εμπρόκαμενε ο Αντρουλής να συνεφέρει απού το ξάφνιασμα και χάθηκενε απού τα μάθια ντου. Απήτις(10) ήρθενε η καρδιά στο ν-τόπο τση, αναρωτήθηκενε που κρύβουντανε στ’ αλήθεια, η κοπελιά τ’ αφεντικού ν-του. Πάνε μερικά χρόνια που δε τη ν’έχει θωρώντας μούτε στο δρόμο, μούτε στη ν’ εκκλησιά, στα γλέντια, τσι παρέες ακόμη και στο σπίτι. Αναστοράται(11) τσι κουβέντες τω γυναικώ τα βράδια τσι βεγγέρες: «Εγίνηκενε άφαντη απού το χωριό» «Μήμπα ναναι αρρωσταρέ;» «Στη χώρα θα ΄ναι και μαθαίνει μοδίστρα» Απού τη ν-οικογένεια δε μπορούσανε να μάθουνε πράμα. Ο Αντρουλής είχενε τα δικά ν-του βάσανα, έκανενε παρέα με τ’ αδέρφια τζη, αλλά ποτές του δε ν-ερώτηξενε για τη ν-αδερφή ντωνε.

Εδά εριζώθηκενε η μορφή τζη στη σκέψη ντου, τον έτρωενε η αγωνία, ήτανε άραγε πλάσμα ζωντανό γη μια εικόνα τση φαντασίας του; Αρχίνηξενε να τη ψάχνει παντού. Με τη έγνοια τζη εξύπνανε το πρωί, αυτή εντουσούντιζενε μόλις άνοιγενε τα μάθια ντου, με το ντουσουλμέ(12) τζη εξαγρύπνανε τα βράδια. Όσο περνούσανε οι μέρες η μορφή τσ’ Αρετής εθέριευενε μέσα ν-του. Πως ήθελενε να τη ξαναδεί , να τση μιλήσει, να χαϊδέψει τα όμορφα τζη μαλλιά, να φιλήσει τ’ άχρωμα χείλη τουτησάς τση Θεάς απού δεν έμοιαζενε με κιαμιά κοπελιά του χωριού, με κιαμιά γυναίκα στο γ-κόσμο!

Μια ν-αργαδινή δε τον έπαιρνε ο ύπνος. Αρχίνηξενε να καταστρώνει ένα σχέδιο. Ξημέρωνε Κυριακή το πρωί. Οι καμπάνες τσ’ εκκλησιάς εχτυπούσανε και καλούσανε τσι Χρισθιανούς στη λειτουργιά. Όλη η γ-οικογένεια τ’ αφεντικού ετοιμάστηκενε. Ο Αντρουλής είπενε πως επόνιενε η κεφαλή ντου και παράμεινε στο σπίτι, ακουμπισμένος στο καναπέ τση κουζίνας κι έκανε το ν-αρρωστάρη. Απής εφύγανε ούλη, ανέβηκενε την εσωτερική ξύλινη σκάλα κι έφταξενε τσι κρεβατοκάμερες.

Ο χώρος αυτός ήταν απαγορευμένος γι’αυτόν. Η καρδιά του εχτύπανε απού την αγωνία. Επαδά ήτανε σίγουρος πως εκρύβουντανε η κόρη. Έψαξενε γρήγορα τα κρεβάθια δε τη ν-είδενε ποθές. Απογοητεύτηκενε!

Σικιλντισμένος (13), σχεδόν βέβαιος ότι είδε φάντασμα αρχίνηξενε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Γυναίκα φάντασμα ερωτεύτηκα, ηγούγια μου και κουρέματά μου α δε νετροζάθηκα(14). Έριξε μια τελευταία μαθιά στο χώρο. Ξαφνικά είδε μια σιδερένια σκάλα μικρή, την ανέβηκενε και βρέθηκενε στο δώμα του σπιτιού, μπροστά σε μια μικρή σιδερένια πορτούλα. Αναθάρρεψενε! Η πόρτα όμως ήτανε κλειδωμένη.

Σάικα(15) επαδά ‘τανε κλειδωμένη η κόρη. Εκατέβηκενε κάτω στο γ-κήπο, εξάνοιξενε το δώμα, δε ν-εξεχώριζενε άλλη δροσιά(16) όξω μόνο τα σύρματα τ’ απλωτού και τα μανταλάκια στ’απλωμένα ρούχα. Δε ν-εμπόριενε να ησυχάσει τονε βασάνιζενε η γι-αγωνία, γιάντα η πόρτα ’τανε κλειδωμένη ποιο μυστικό εκρύβεντονε από πίσω απού τη κλειδωμένη πόρτα;

Έφυγενε οντενε γιαείρανε τ’ αφεντικά και πήγαινε στη μάνα ν-του.

Αρχίνηξενε να τη ρωτά για τη ν-εγγονή του παπά Νικόλα. Εκείνη τού δωσε τη πληροφορία που κυκλοφορούσενε στο χωριό, από στόμα σε στόμα.

- Έφυγενε και πήγε στη χώρα και μαθαίνει μοδίστρα παιδί μου. Εκμυστηρεύτηκενε στη μάνα ν-του πως τη ν-είδενε μια ν-αργαδινή στο γ-κήπο και κείνη τονε βεβαίωσενε πως σίγουρα την ονειρεύτηκενε.

Συνεχίζεται

1 οβγοράδα= θέα, ορατότητα

2 μπουνταλέ= τρέλα

3 ντελικαλής= νεαρός(Τουρκ delikanli)

4 μαυροπιθέματος=μελαχροινός

5 λούμακας= ψηλόλιγνος

6 αργαδινή= βράδυ

7 διανερίζω= διακρίνω αμυδρά

8 πιθέματα= τα χαρακτηριστικά του προσώπου

9 αποσβολώνομαι= μένω άφωνος

10 απήτις= χρον. συνδεσμος, αφού, αφότου

11 αναστοράται= θυμάται

12 ντουσουλμέ= σκέψη

13 σικιλντισμένος= πλαντασμένος (Τουρκ ρ sikilmak)

14 ετροζάθηκα= ετρελάθηκα

15 σάικα= επιρρ σίγουρα

16 δροσιά= τίποτα

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ