ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ιερά Λείψανα και Δεισιδαιμονίες επί Βυζαντίου - Τελετουργικές ιεροτελεστίες προβολής του Μανώλη Σκαρσούλη

0

Η αναζήτηση των αγίων λειψάνων, η οποία άρχισε στο πρώτο - το μισό του 4ου αιώνα, με παρότρυνση της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, της ευσεβούς αυτοκράτειρας Ελένης, συνεχίστηκε, χωρίς διακοπή, ενθαρρυνόμενη και ενισχυόμενη οικονομικά από τους αυτοκράτορες ή για ν’ ακριβολογήσουμε από τις αδελφές τους και τις γυναίκες τους, φανατικές της νέας πίστεως. Τον αιώνα των Κομνηνών, η Κωνσταντινούπολη είχε γίνει η πιο πλούσια αποθήκη του κόσμου, ιερών θησαυρών.

Προσπάθησαν, κυρίως, να συγκεντρώσουν, όσο το δυνατόν περισσότερα αντικείμενα, απ΄αυτά που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιησούς Χριστός, από τη γέννησή του και μετά το θάνατό του. Κατόρθωσαν, λοιπόν, να συγκεντρώσουν στην Κωνσταντινούπολη τα σπάργανα του Χριστού, το πουκάμισό του, την εσθήτα του, τη ζώνη του, τα σαντάλια του, το χιτώνα που του αφήρεσαν στον Γολγοθά, το σεντόνι που τον τύλιξαν. Το αίμα του διατηρήθηκε σ’ ένα φιαλίδιο.

Τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για το μαρτύριό του, βρέθηκαν όλα ή σχεδόν όλα. Ο τίμιος σταυρός, τα καρφιά, το ακάνθινο στε­φάνι, ο σπόγγος, το σίδερο της λόγχης. Και ο στύλος της μαστιγώσεως. Και η σανίδα πάνω στην οποία τοποθέτησαν τον Κύριο, όταν τον κατέβασαν από το σταυρό, και όπου μπορούσε να διακρίνει κανείς τα δάκρυα της μάνας του «λευκά σαν σταλαγματιές λαμπά­δας».

Επίσης τη λεκάνη στην οποία ο Ιησούς είχε πλύνει τα πό­δια των μαθητών του και το πανί που είχε χρησιμοποιήσει για να τα σκουπίσει. Ακόμη τα δώδεκα πανέρια, στα οποία είχαν βάλει τους άρτους που αυτός ο ίδιος είχε πολλαπλασιάσει, καθώς και το στόμιο του πηγαδιού, στο οποίο συναντήθηκε με τη Σαμαρίτιδα. Αλλά το πιο εντυπωσιακό απόκτημα υπήρξε, αναμφίβολα, μια αυτόγραφη επιστολή του Χριστού, που την είχε απευθύνει στον Άβγαρο και που την έφεραν στην Κωνσταντινούπολη το 1032, ύστερα από την κατάληψη της Έδεσσας από τον Γεώργιο Μανιάκη.

Από την Παναγία διατήρησαν το γάλα της, το χιτώνα, τη ζώνη και τον μανδύα της. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν αντιπρο­σωπευόταν παρά μόνο με τμήματα λειψάνων. Το κεφάλι του, το στήθος του, ένα πακέττο ματωμένα μαλλιά, ένα δάκτυλο, ένα δόντι, ένα φρύδι (ένα μόνο, το άλλο δεν ξέρουμε τι έγινε), το δεξί του χέρι με το οποίο έχρισε το νέο βασιλέα και τη ράβδο του, που στην άκρη της ήταν ο σταυρός, με τον οποίο τον ευλόγησε.

Αυτή η αποσπασματική παρουσίαση των λειψάνων των Αγίων και των Αποστολών είχε πάρει μεγάλη διάδοση. Παρουσίαζαν το κεφάλι του Αγίου Παύλου, του Αγίου Ματθαίου, το γόνατο του Α­γίου Σίμωνος, το καλάμι του ποδιού του Αγίου Πέτρου, το δεξί χέρι του Αγίου Στεφάνου, το χέρι του Αγίου Μεγάλου Ιακώβου, του Α­γίου Κλήμη, του Αγίου Βλάση. Τα δόντια (ένα-ένα), του Αγίου Φιλίππου, του Αγίου Τιμοθέου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Χριστοφόρου, το δάκτυλο του Αγίου Θωμά, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Μαργαρίτας.

Σύμφωνα με την πρωτόγονη νοοτροπία, υπάρχει μια «δύναμη» μυστική, απρόσωπη, ένα είδος αόρατου ρευστού, που ενυπάρχει στα πράγματα. Υπάρχουν ορισμένοι ξεχωριστοί τόποι αυτής της δυνάμεως, όπως είναι το αίμα, απ΄όπου πηγάζει η ιδέα της χριστιανικής λειψανολατρείας. Το πολυτιμότερο από τα λείψανα των αγίων είναι η κάρα.

Για την ιδέα αυτή στην αρχαία Ελλάδα γράφει κι ο Νίλσον. «Η λατρεία (των ηρώων) ήταν δεμένη στον τάφο τους και η δύναμή τους στα λείψανά τους που ήταν θαμμένα στον τάφο. Αυτός ήταν ο λόγος που κάποτε ξέθαβαν τα κόκκαλά τους από τη γη και τα μετέφεραν αλλού. Έτσι ο Κίμων μετέφερε τα λείψανα του Θησέως από τη Σκύρο στην Αθήνα και οι Λακεδαιμόνιοι βρήκαν με κάποια δυσκολία τα κόκαλα του Ορέστη, κάτω από ένα σιδεράδικο στην Τεγέα και τα έφεραν στη Σπάρτη, όταν χρειάστηκαν τη βοήθειά τους στον πόλεμο με τους Αρκάδες». Και πιο κάτω: «Η ομοιότης των αρχαίων ηρώων με τους αγίους της καθολικής Εκκλησίας είναι χτυπητή και έχει συχνά τονιστεί. Η δύναμη των αγίων, όπως και των ηρώων, είναι δεμένη με τα λείψανά τους και όπως ακριβώς τα λείψανα των αγίων μεταφέρονται από το ένα μέρος στο άλλο, το ίδιο γινόταν και με τους ήρωες.

Η Παλαιά Διαθήκη δεν είχε παραμεληθεί .Στην εκκλησία, που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, προστάτη Άγγελο του Βυζάντιου, μπορούσε να δει κανείς τη βέργα, με την οποία ο Μωϋσής έσκισε τη θάλασσα, το κλίμα που φύτεψε ο Νώε ύστε­ρα από τον κατακλυσμό, τον κλάδο της ελιάς που είχε μεταφέρει το περιστέρι, τις σάλπιγγες που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιησούς του Ναυί, για να γκρεμίσει τα τείχη της Ιεριχούς...

Τα ευρήματα αυτά βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην Αγία - Σοφία, αλλά, ωστόσο και οι άλλες εκκλησίες δεν ήταν παραμελημένες. Γενικά, κατά κάποιο τρόπο, όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα, εκκλησιαστικά ή μοναστηριακά, φρόντιζαν να έχουν τη δική τους «αποκλειστικότητα», της οποίας η παρουσίαση συνέτεινε πολύ στην ανύψωση του κύρους τους.

Συνέβαινε συχνά, δύο εκκλησίες να έ­χουν το ίδιο ιερό αντικείμενο. Έτσι η τράπεζα που είχε χρησιμο­ποιήσει ο Χριστός για το δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης, βρισκόταν και στην Αγία Σοφία και στην εκκλησία της Παρθένου Πατρικίας. Ποια άραγε να ήταν η αληθινή; Και οι δυο ίσως.

Η Βυζαντινή Εκκλησία χρωστούσε ένα μεγάλο μέρος της υλικής της ευημερίας σ’ αυτή τη θαυμαστή απόκτηση των ιερότερων λειψάνων της χριστιανοσύνης. Αλλά το σημαντικότερο ήταν, ότι η συνετή εκμετάλλευσή τους της επέτρεπε να στερεώνει τα θεμέλια της πίστεως στους πιστούς. Το κάθε λείψανο πιστευόταν ότι διέθετε θαυματουργή δύναμη.

Αυτά τα θαύματα, που είχαν με επιμέλεια καταγραφεί και τακτοποιηθεί σε καταλόγους, γίνονταν γνωστά στις μάζες με πολυάριθμες διδακτικές αφηγήσεις. Δεν περιορίζονταν, όμως, στο να εκθειάζουν τα θαύματα του παρελθόντος. Σοφίζονταν τρόπους για να προσφέρουν στο λαό θαύματα, στα όποια μπορούσε να ήταν αυτόπτης μάρτυρας.

Αλλά δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς απ’ αυτό. Αν ο βυζαντι­νός κλήρος ήταν υποχρεωμένος να εκμεταλλεύεται όσο μπορούσε πιο πολύ την ευπιστία των ανθρώπων, αυτό το έκανε γιατί, όπως και ο ειδωλολατρικός κλήρος της Ρώμης, είχε πλήρη συναίσθηση, ότι ο θρησκευτικός ζήλος των μαζών δεν θα μπορούσε να τροφοδοτεί­ται μόνο από την προπαγάνδα των αφηρημένων διδασκαλιών της θρησκείας που υπηρετούσε. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αληθινό για το Βυζάντιο, όπου η ειδωλολατρεία παρέμενε ισχυρά ριζωμένη στα λαϊκά στρώματα, πολύ καιρό ύστερα από τον επίσημο θρίαμβο τού χριστιανισμού.

Ο ειδωλολατρισμός χρωστούσε αυτή τη σταθερή επιβίωσή του, στην εξαιρετική ευκολία με την οποία τα δόγματά του αφο­μοιώνονταν από τα απλά μυαλά και στην εξαιρετική ικανότητα που έδειχναν οι ερμηνευτές του, στο να αξιοποιούν προς όφελος τους την πρακτική του υπερφυσικού.

Στον τότε κόσμο, το κύρος και η κινητήρια δύναμη μιας θρη­σκείας μετριόταν από την ικανότητά της να αξιοποιεί το υπερφυσι­κό στοιχείο με τη μορφή των θαυμάτων. Κάθε νέα θρησκεία για να επιβληθεί, ήταν υποχρεωμένη να ριχτεί σ’ ένα σκληρό ανταγωνισμό σ’ αυτόν τον τομέα, γι’ αυτό δεν έπρεπε να διστάσει να δανει­στεί από την ειδωλολατρική πίστη, στοιχεία που της έδιναν δύναμη και ζωτικότητα.

Αυτό το είχαν καταλάβει οι μεγάλοι εμψυχωτές του χριστιανι­σμού, τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει λοιπόν, το ότι η Εκκλησία, ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, ακο­λουθώντας τις μεθόδους της ειδωλολατρίας οικειοποιήθηκε την τεχνική της και επιδίωξε να κεντρίσει το συναίσθημα των νεοφωτίστων με μεθόδους προορισμένες περισσότερο να καταπλήξουν παρά να πείσουν.

Ήρθατε για προσκύνημα στην Κωνσταντινούπολη και σκε­πτόσαστε να επιχειρήσετε μια συστηματική επίσκεψη στους ιερούς της τόπους. Θα αρχίσετε ασφαλώς από την Αγία Σοφία.

Στο εσωτερικό της εκκλησίας, κοντά στην είσοδο, υπάρχει μια μεγάλη εικόνα του Σωτήρος, από μωσαϊκό. Του λείπει το μικρό δάκτυλο από το δεξί χέρι. Αν ρωτήσετε γιατί, ο οδηγός σας θα αναλάβει να σας το εξηγήσει.

Ο καλλιτέχνης όταν σχεδόν είχε τελειώσει το έργο του, φώ­ναξε κοιτώντας την εικόνα: «Κύριε, σε ζωγράφισα, όπως όταν ή­σουν ζωντανός». Τότε ο ζωγραφισμένος Χριστός του είπε: «Και πότε με είδες; Και γιατί καυχιέσαι; Δεν είσαι συ που με ζωγρά­φισες έτσι, αλλά εγώ που το θέλησα. Εσύ από δω και μπρος δεν θα ξαναζωγραφίσεις». Ο καλλιτέχνης έχασε τη μιλιά του και πέθανε. Έτσι το δάκτυλο έμεινε ατέλειωτο.

Μια άλλη εικόνα του Χριστού, που φαίνεται να είναι αν­τικείμενο ιδιαίτερης ευλάβειας. Η αιτία είναι η εξής: «Ένας Ι­ουδαίος μπαίνοντας στην Αγία - Σοφία και βλέποντας αυτή την- εικόνα, έβγαλε το ξίφος του και την τρύπησε. Μια ρανίδα αίματος ανάβλυσε από την εικόνα και του λέρωσε τα ρούχα.

Τρομαγμένος, αρπάζει την εικόνα, την πετάει σ’ ένα πηγάδι και φεύγει. Ένας Χριστιανός, βλέποντας τα ρούχα του ραντισμένα με αίμα τον συλ­λαμβάνει. Ο Ιουδαίος ομολογεί την κακή του πράξη και δείχνει το πηγάδι, όπου έρριξε την εικόνα. Την έβγαλαν από μέσα. Το ξίφος ήταν ακόμη μπηγμένο σ΄ αυτή και ήταν ολόκληρη ποτισμένη από το θεϊκό αίμα.

Η εικόνα που οι Βυζαντινοί είχαν διαμορφώσει για την Παρ­θένο (σημειώνουμε ότι αυτή η ονομασία δεν χρησιμοποιόταν καθό­λου στο Βυζάντιο· ο όρος Θεοτόκος χρησιμοποιούμενος για να προσ­διορίσει τη Μαρία υπογραμμίζει σαφώς την ιδέα του τοκετού), δια­φέρει αισθητά από την εικόνα που είχαν γι΄ αυτή οι Δυτικοί.

Η ελληνική λέξη «Θεοτόκος», δείχνει πιο πλήρης και είναι περισσό­τερο σφραγισμένη από τη μητρότητα. Αλλά επίσης και πιο αν­θρώπινη, πιο κοντά στους κοινούς θνητούς απ’ ό,τι είναι ο φοβερός Υιος, ο Παντοκράτωρ, με τη σκυθρωπή και συνοφρυωμένη όψη. Ο λαός του Βυζαντίου διάλεξε θαρραλέα για προστάτρια τη Θεοτόκο επιφορτίζοντάς την να τον οδηγήσει στα πεπρωμένα του.

Από το 431, που η σύνοδος της Εφέσσου διακήρυξε το δι­καίωμα της Μαρίας να ονομάζεται «Θεομήτωρ», άρχισαν να της α­φιερώνουν εκκλησίες και η λατρεία της επεκτάθηκε γρήγορα. Η γυναίκα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β', Ευδοξία, κατά τη διάρ­κεια του προσκυνήματός της στην Ιερουσαλήμ, ανακάλυψε μια ει­κόνα της Μαρίας, που την βεβαίωσαν ότι την είχε ζωγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

Έστειλε την εικόνα στη θεοσεβούμενη κουνιάδα της Πουλχερία, η οποία διέταξε να κτισθεί μια εκκλησία αφιερωμένη στην οδηγήτρια, για να τοποθετηθεί αυτή η εικόνα, που έγινε η πιο ιερή εικόνα της πόλεως. Την είχαν τοποθετήσει μέσα σ΄ένα σιδερένιο κιβώτιο και την εξέθεταν μια φορά την εβδομάδα σε δημόσιο προσκύνημα, σε μια γειτονική προς την εκκλησία πλατεία.

Για να μπορεί η λατρεία των λειψάνων να δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα, χρειαζόταν η Εκκλησία με μια συνεχή και ακού­ραστα επαναλαμβανόμενη δράση, να είναι σε θέση να διατηρεί στον ίδιο βαθμό τη λαϊκή ευπιστία, πείθοντας το λαό, ότι έπρεπε να γί­νει δεκτό το θαύμα που του προσέφερε, χωρίς αμφισβητήσεις, χω­ρίς να υπάρχει λόγος να εξηγηθεί και χωρίς να συμφωνεί με τη λο­γική και την κοινή αντίληψη.

Έτσι, από το γεγονός ότι το υπερφυσικό έπαιρνε το χαρακτή­ρα φυσικού φαινομένου, ο τομέας της εφαρμογής του πλάταινε πα­ράδοξα. Από τη στιγμή που κάθε ύλη ήταν σε θέση να δημιουργήσει θαύματα, θεωριόταν σαν τελείως περιττό να ζητήσουν να μάθουν αν αυτά είχαν την επιβεβαίωση της Εκκλησίας. Τις περισσότερες φορές μάλιστα δεν ενδιαφέρονταν ούτε να τα διαπιστώσουν με τα δικά τους μάτια. Αρκούσε να τα πληροφορηθούν από ανθρώπους «καλά πληροφορημένους», ή να έχουν ακούσει να τα λένε «οι πα­λαιοί».

Όπως στη Ρώμη υπήρχε η συντεχνία των οιωνοσκόπων που εξηγούσαν τους οιωνούς και τα θαύματα, έτσι και στο Βυζάντιο σχηματίστηκαν οι ειδικοί του είδους. Αυτοί ήταν πολυάριθμοι και η έκταση των αρμοδιοτήτων τους εποίκιλλε, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση.

Αν οι αστρολόγοι κατόρθωσαν να επιβληθούν σ’ όλη την κλί­μακα της βυζαντινής κοινωνίας, το όφειλαν στη φρόνηση που είχαν ν΄ απογυμνώσουν την επιστήμη τους από ορισμένα κατάλοιπα της ειδωλολατρίας και να την μπάσουν στην τροχιά της χριστιανικής ιδεολογίας. Ένα τραστ των επτά πλανητών, θεωριόταν ότι εξουσίαζε την τύχη των ζωντανών πλασμάτων.

Οι πλανήτες διαμένουν αλληλοδιαδόχως μέσα σε «ουράνια σπί­τια», δώδεκα τον αριθμό, που το καθένα έχει τις ιδιαίτερες αρμοδιότητές του. Αυτά που ρωτούσαν οι Βυζαντινοί τους πλανήτες αφορούσαν:

1) Μακροβιότητα. 2) Περιουσία και κληρονομιά. (3) Σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας. 4) Θάνατος, αναζήτηση κρυμμένων θησαυρών. 5) Ευτυχία, επιτυχία, παιδιά. 6) Αρρώστειες, απώλειες χρημάτων, δικαστικές διώξεις. 7) Γάμος, γηρα­τειά, αρρώστειες της κύστεως και των ποδιών. 8) Ατιμωτικός θά­νατος. 9) Θρησκευτικές υποθέσεις, στάση που πρέπει να κρατηθεί απέναντι στις διοικητικές αρχές, σχέσεις με φίλους. 10) Δόξα, γά­μος, τιμητικές διακρίσεις. 11) Καλές ελπίδες, γεννήσεις. 12) Τεκνοποιήσεις, βάσανα, κίνδυνοι, διάφορα κακά.

 

Πηγή: «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο»

Gerard Walter

Εκδόσεις Παπαδήμας

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ