ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Υπέρμαχοι των δημοσκοπήσεων του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Πολιτικές δημοσκοπήσεις

Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις ισχυρίζονται ότι εκφράζουν όχι μόνο την «πραγματική» γνώμη των πολιτών, αλλά επίσης, όπως είδαμε, τις προθέσεις ψήφου, μέχρι το σημείο μάλιστα που ορισμένοι μπόρεσαν μέχρι και να αναρωτηθούν αν άραγε είναι ακόμη χρήσιμο να πηγαίνουμε να ψηφίσουμε, καθώς και μήπως είναι οικονομικότερο και «δημοκρατικότερο» να βάζουμε να ψηφίσει τακτικά μόνο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του εκλογικού σώματος.

Αν μια τέτοια υπόθεση φαίνεται ακόμη και σήμερα ουτοπική, από την άλλη μεριά, σε κάθε προσφυγή στις κάλπες εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, η επέκταση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων για τις προθέσεις ψήφου είναι τόσο μεγάλη, ώστε βλέπουμε να επανεμφανίζεται συνεχώς, στα μέσα, ο δημόσιος διάλογος γύρω από τις δημοσκοπήσεις στην πολιτική, με τις ίδιες ανταλλαγές επιχειρημάτων.

Από την μια μεριά, οι υπέρμαχοι των δημοσκοπήσεων (όσοι τάσσονται «υπέρ»), οι πολιτικολόγοι, αλλά και μεγάλα τμήματα των πολιτικών κύκλων καθώς και των κύκλων των μέσων, που θέλουν να είναι «εκσυγχρονιστικοί» και «φιλελεύθεροι»: υπερασπίζονται αυτή την τεχνική, την οποία θεωρούν «δημοκρατική» και «επιστημονική» και η οποία, όπως διατείνονται, θα συνέβαλλε στη βελτίωση του πολιτικού δημόσιου διαλόγου, εφόσον αυτές οι δημοσκοπήσεις δίνουν στους «πολίτες» και στους πολιτικούς αξιόπιστες πληροφορίες, που τους επιτρέπουν να εκφράσουν τη γνώμη τους έχοντας γνώση των γεγονότων.

Κατά των δημοσκοπήσεων

Από την άλλη μεριά, υπάρχουν οι αντίπαλοι (όσοι τάσσονται «εναντίον»), που επίσης βρίσκονται στους πολιτικούς και στους δημοσιογραφικούς κύκλους, αλλά κυρίως στον κύκλο των διανοούμενων.

Οι λόγοι που επικαλούνται αυτοί, επίσης επιστημονικής και πολιτικής φύσης, εμφανίζονται το ίδιο γερά θεμελιωμένοι: [οι διανοούμενοι] αμφισβητούν την αξιοπιστία αυτών των δημοσκοπήσεων, των οποίων επικρίνουν το υπερβολικά μικρό μέγεθος των δειγμάτων, τις αμφίβολες διορθώσεις, τα ερωτήματα που τίθενται με λάθος τρόπο, τις καταχρηστικές ή έξωθεν επιβεβλημένες ερμηνείες των απαντήσεων (για να μην αναφερθούμε στο πώς εκτίθενται πολιτικά κάποιοι ιθύνοντες ινστιτούτων δημοσκοπήσεων).

Εξηγούν δε ότι αυτές οι δημοσκοπήσεις, που κάποτε είναι χαλκευμένες ή ακατάλληλες, διαταράσσουν τη γαλήνη του εκλογέα τη στιγμή της ψηφοφορίας και συμβάλλουν στο να μεταβάλλεται το «κανονικό» αποτέλεσμα της κάλπης. Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τους μεν οι δημοσκοπήσεις ενσωματώνονται απρόσκοπτα στη δημοκρατική πολιτική ζωή, ενώ σύμφωνα με τους δε την αλλοιώνουν με ουσιαστικό τρόπο.

Ευνοϊκές ή δυσμενείς

Αν οι πολιτικοί, ή τουλάχιστον μεταξύ αυτών, οδηγήθηκαν στο να αμφισβητήσουν την πολιτική ουδετερότητα και την επιστημονική εγκυρότητα των δημοσκοπήσεων, αυτό έγινε στη βάση άμεσα πολιτικών συμφερόντων και όχι στη βάση επιστημονικών λόγων, αφού η τάση των πολιτικών να αμφιβάλλουν για τις δημοσκοπήσεις ή να πιστεύουν στην εγκυρότητά τους εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από το βαθμό στον οποίο αυτά τα στοιχεία συγκυριακά είναι ευνοϊκά ή δυσμενή γι’ αυτούς.

Έτσι, για παράδειγμα, ο τάδε πολιτικός, που στην αρχή της προεκλογικής εκστρατείας πρόβαλε τη σειρά που είχε στις δημοσκοπήσεις ως μείζον επιχείρημα υπέρ του («πρέπει να ψηφίσουμε υπέρ του, γιατί έχει την προτίμηση… στην καρδιά των ψηφοφόρων»), το βράδυ του πρώτου γύρου, με την κάλπη να μην έχει επιβεβαιώσει τις προσδοκίες του, ήταν αυτός που καταφερόταν βιαιότερα ενάντια στα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων.

Ταυτόσημη είναι και η στάση των δημοσιογράφων, οι οποίοι, αφού πρώτα είχαν συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στο να τεθούν οι δημοσκοπήσεις στο κέντρο της προεκλογικής εκστρατείας, γρήγορα σήμαναν υποχώρηση, στις τηλεοπτικές εκπομπές, υπενθυμίζοντας τις προφυλάξεις κατά την παρουσίαση των δημοσκοπήσεων (τα περιθώρια λάθους, το στιγμιαίο χαρακτήρα της δημοσκόπησης , που τάχα είναι έγκυρη μόνο κατά τη στιγμή κατά την οποία διενεργείται, κτλ.), προφυλάξεις που ουδόλως είχαν τηρήσει προηγουμένως και που έπαψαν να τηρούν λίγο αργότερα.

Τα έβαλαν με το εκλογικό σώμα, που κατηγορήθηκε πως είχε γίνει υπερβολικά «ασταθές» και «αναποφάσιστο», οπότε, με τη «μη τυπική» συμπεριφορά του. Μάλιστα, στο τέλος της βραδιάς, έδιναν τα αποτελέσματα μιας «δημοσκόπησης εξόδου από τις κάλπες», που υποτίθεται ότι έδινε τις προθέσεις ψήφου.

Μια αγορά που επεκτείνεται

Αυτό το ενδιαφέρον των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των πολιτικών σχολιαστών για τις δημοσκοπήσεις, οφείλει ίσως πολλά στο γεγονός ότι αυτές ρητά επινοούνται και προσαρμόζονται ώστε να απαντούν ευθέως στα πιο άμεσα και στα πιο ενδιαφέροντα από τα ερωτήματά τους. Έστω και κακές ως σύλληψη και άσχημα ερμηνευμένες, αυτές οι δημοσκοπήσεις τούς προσφέρουν δεδομένα διαρθρωμένα σύμφωνα με τη λογική του πολιτικού πεδίου, έχουν δε προγνωστική αξία που είναι, κατ’ αρχήν, κατά πολύ ανώτερη από τις δικές τους διαισθητικές και χωρίς μέθοδο εκτιμήσεις.

Είναι προφανέστατο ότι οι πολιτικοί αποτελούν τους εκλεκτούς πελάτες των ινστιτούτων δημοσκοπήσεων. Αυτά τούς παρέχουν εμπιστευτικά δεδομένα ώστε να εκπονήσουν πολιτικές στρατηγικές, ή δημοσκοπήσεις προορισμένες να δημοσιευτούν για να προκαλέσουν πολιτικό αντίκτυπο.

Οι κατά κυριολεξία δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης επιτρέπουν την κατασκευή δεικτών της «κατάστασης της [κοινής] γνώμης», ή πάλι δημοσιεύονται και χρησιμοποιούνται ως συγκεκριμένο πολιτικό εργαλείο όταν πρόκειται, για παράδειγμα, να αφήσουν να πιστέψει [το σώμα των πολιτών] ότι η πλειοψηφία των πολιτών επιδοκιμάζουν την τάδε γνώμη ή το δείνα μέτρο που υπερασπίζεται ο τάδε πολιτικός ηγέτης (φαινόμενο νομιμοποίησης).

Ως προς τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, αυτές επιτρέπουν να «ελεγχθούν» οι πιθανότητες [επιτυχίας] των πολιτικών ηγετών στις εκλογές και συμβάλλουν στην επιλογή των υποψηφίων (εργαλείο πρόγνωσης ή προσομοίωσης).

Προεκλογικές στρατηγικές

Άλλωστε είναι γνωστό ότι τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο για να προσανατολίζουν, σε καθημερινή βάση, την κυβερνητική πολιτική (τουλάχιστο σε ό,τι αφορά τη ραδιοτηλεοπτική της διάσταση) καθώς και τις [προ-]εκλογικές εκστρατείες των διαφόρων κομμάτων. Επιστρέφουν κυρίως να παρακολουθήσει κάποιος το «διάγραμμα» των υποψηφίων σε συνάρτηση με τις «επιδόσεις» τους στα μέσα, καθώς και να καθοριστούν τα θέματα τα οποία, επειδή συνενώνουν περισσότερους εκλογείς, μπορούν να αποκτήσουν προνομιακή θέση στα πολιτικά προγράμματα.

Οι δημοσκοπήσεις μπορούν επίσης να χρησιμέψουν για να δώσουν στα επιτελεία των κομμάτων ακριβή ιδέα των προβλέψιμων πολιτικών συσχετισμών δυνάμεων και με αυτό τον τρόπο συμβάλλουν στο να οριστούν στρατηγικές ανασύνταξης δυνάμεων ή συγχώνευσης [κομμάτων].

Μολονότι η εισαγωγή της δημοσκόπησης έχει μεταβάλει την παραδοσιακή αναπαράσταση για την πολιτική δραστηριότητα, ωστόσο αυτή η πρακτική εντάσσεται στη λογική της πιο συνηθισμένης πολιτικής εργασίας, που συνίσταται, κυρίως, στο μετατρέπονται οι επιλογές και οι προτιμήσεις που επινοούνται και χαλκεύονται στον περιορισμένο περίγυρο των επαγγελματιών της πολιτικής.

Σε προτάσεις που μπορούν να αποσπάσουν την ευρύτερη δυνατή συγκατάθεση μεταξύ των εκτός του «ιερατείου», ή, ακριβέστερα, των κατηγοριών του πληθυσμού στις οποίες στοχεύουν οι κομματικές οργανώσεις, λαμβανομένης υπόψη της θέσης τους εντός του πεδίου.

Έτσι η πολιτική δημοσκόπηση εντάσσεται σε μια γενικότατη διαδικασία εκλογίκευσης της πράξης («βοήθειας στην απόφαση», όπως λένε οι δημοσκόποι), που χρησιμοποιεί κυρίως τα μέσα που προσφέρουν οι κοινωνικές επιστήμες.

Πολιτικό μάρκετινγκ

Μολονότι πολυάριθμες, αυτές οι δημοσκοπήσεις που παραγγέλνουν τα πολιτικά επιτελεία δεν είναι αυτές που αποτελούν το αντικείμενο του δημόσιου διαλόγου γύρω από αυτό το ζήτημα.

Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες από αυτές τις δημοσκοπήσεις τις αγνοεί το μεγάλο κοινό, ακόμη και οι δημοσιογράφοι, επειδή αρκετές από αυτές παραμένουν εμπιστευτικές και προορίζονται για τους ειδικούς του πολιτικού μάρκετινγκ, οι οποίοι, μέσα σε όλα τα κόμματα τώρα πια, προετοιμάζουν και παρακολουθούν την εκστρατεία των υποψηφίων.

Δεν είναι η περίπτωση των δημοσκοπήσεων που παραγγέλνονται από τον τύπο και προορίζονται ρητά όλες για δημοσίευση και για σχολιασμό. Όμως, αν η πολιτική δημοσκόπηση γνώρισε στα μέσα [ενημέρωσης] (κυρίως τα οπτικοακουστικά μέσα) επιτυχία που δεν είναι μικρότερη από αυτή που γνώρισε μεταξύ των πολιτικών παραγόντων, απεναντίας, το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δημοσιεύονται προκαλεί στο πολιτικό παιχνίδια επιπτώσεις, αν όχι σπουδαιότερες, τουλάχιστον πολύ πιο ορατές.

Η επιτυχία των πολιτικών δημοσκοπήσεων στους δημοσιογράφους εδράζεται κατ’ αρχάς, όπως και στην περίπτωση των πολιτικών, στην ίδια πολιτική άποψη: αυτός ο τύπος έρευνας είναι στην πραγματικότητα εξίσου «φυσικός» με μια προσφυγή με εκλογές (μια δημοσκόπηση [της κοινής] γνώμης δε μοιάζει πράγματι με δημοψήφισμα, ενώ μια προεκλογική δημοσκόπηση με ψηφοφορία;).

Εξηγείται επίσης από την ίδια πίστη στην επιστημονική τους εγκυρότητα, πίστη που μάλιστα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο ισχνότερη είναι η επάρκεια των δημοσιογράφων στο πεδίο της κοινωνιολογικής έρευνας (η εκπαίδευση στις κοινωνικές επιστήμες, στις σχολές δημοσιογραφίας, παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη ως σήμερα).

Την ίδια στιγμή, τείνει να τους διαφεύγει η πολυπλοκότητα των μεθοδολογικών προβλημάτων που κατ’ ανάγκη θέτει κάθε έρευνα, και μάλιστα επειδή η δημοσιογραφική λογική ωθεί μάλλον προς την απλούστευση, ή τουλάχιστο προς μιας πολιτική ερμηνεία αυτών των δημοσκοπήσεων.

Γραφική απεικόνιση

Επιπρόσθετα, ο τύπος έρευνας αποτελεί «προϊόν» ιδιαίτερα καλά προσαρμοσμένο στους καθαυτό τεχνικούς και στους πολιτικούς περιορισμούς, οι οποίοι, στην πλειονότητα των μεγάλων μέσων [ενημέρωσης], βαρύνουν σήμερα στην παραγωγή της πληροφορίας.

Σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη βιασύνη και ανταγωνισμό, οι δημοσκοπήσεις [της κοινής] γνώμης επιτρέπουν να συνδυαστεί η ταχύτητα με τη φαινομενική επιστημονικότητα, κάτι που δε συμβαίνει με τα παραδοσιακά «πηγαδάκια». Συγκεκριμένα, η παρουσίαση με αριθμούς έχει υπέρ της την επίφαση της αντικειμενικότητας και της ακρίβειας: φαίνεται αυτάρκης και μπορεί, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, να υπάρξει και χωρίς τους μακροσκελείς τεχνικούς σχολιασμούς.

Από την άλλη, μια δημοσκόπηση μπορεί να παρουσιαστεί υπό μορφή γραφικής απεικόνισης, που είναι εντυπωσιακή και επιτρέπει πιο «ανάλαφρη» σελιδοποίηση. Άλλωστε, εφόσον οι δημοσκοπήσεις προσφέρουν τη δυνατότητα να χαλκεύουμε «γεγονότα» ή να ψαρεύουμε «λαβράκια» σχεδόν κατά βούληση έχουν μια ευελιξία που επιτρέπει την προσαρμογή τους στις επιταγές της επικαιρότητας. Στο πολιτικό πεδίο, επιτρέπουν στους δημοσιογράφους να παρεμβαίνουν στο δημόσιο διάλογο έχοντας τις κατ’ επίφαση εγγυήσεις της κοινής γνώμης επιβάλλονται στους ίδιους τους πολιτικούς.

Εκτός ιερατείου

Σε ό,τι αφορά τις δημοσκοπήσεις για τις προθέσεις ψήφου, αυτές επιτρέπουν, κατά τη διάρκεια μιας [προ]εκλογικής εκστρατείας, να δημιουργηθεί αμείωτη η προσοχή των αναγνωστών και των τηλεθεατών, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τον πολιτικό δημόσιο διάλογο, με τις πολύπλοκες, δύσκολες και συνεπώς ανιαρές, για τους εκτός του «ιερατείου», πλευρές του.

Κυρίως καθιστούν δυνατή την παρουσίαση του πολιτικού αγώνα κατά το, πιο οικείο στο «μεγάλο κοινό», πρότυπο του αθλητικού αγώνα ή της αντιπαράθεσης προσωπικοτήτων, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους των μεγάλων μέσων να παρεμβαίνουν στο δημόσιο διάλογο επικεντρώνοντας τις συνεντεύξεις με τους πολιτικούς ηγέτες λιγότερο στα προγράμματα ή στις πολιτικές τους ιδέες.

Κάτι που προϋποθέτει επάρκεια και νομιμοποίηση που δε διαθέτουν όσοι παίρνουν συνεντεύξεις, ούτε όλοι ούτε πάντοτε- και περισσότερο στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, καθώς και στη θέση που κατέχει ο εκάστοτε προσκεκλημένος στις συνεντεύξεις στον «εκλογικό αγώνα δρόμου».

Πολιτική και επιστημονική κριτική

Αν οι αντιδράσεις στην ανάπτυξη αυτής της πρακτικής ήταν ήδη εξαρχής αρκετά ισχυρές, ο κριτικός λόγος που αναπτύχθηκε παράλληλα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη σύγχυση, με τις πιο δικαιολογημένες παρατηρήσεις να τις έχει τρόπον τινά πνίξει ένα σύνολο από επικρίσεις λίγο πολύ αφελείς, περιθωριακές ή ανεκδοτολογικές.

Οι πιο θεμελιωμένες αντιρρήσεις συχνά δε γίνονται σωστά κατανοητές από τους πολιτικο-δημοσιογραφικούς κύκλους, ενώ έτσι ή αλλιώς σχεδόν πάντοτε ξεχνιούνται γρήγορα από τους διάφορους παράγοντες του πολιτικού παιχνιδιού. Αναμφίβολα, κατά μεγάλο μέρος, τα συμβολικά και οικονομικά διακυβεύματα που υπολανθάνουν στον πραγματικό εμπορικό ανταγωνισμό που υφίσταται ανάμεσα στα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων, καθώς και ανάμεσα στα ερείσματά τους στον τύπο, είναι που εξηγούν γιατί ο αυστηρός σχολιασμός αυτών των ερευνών ελάχιστα εισακούεται, εφόσον είναι χωρίς ενδιαφέρον/συμφέρον τόσο για τους μεν όσο και για τους δε.

Είναι αλήθεια ότι το επιστημονικό σχόλιο, με τους περιορισμούς, τις προφυλάξεις και την άρνηση της εντυπωσιοθηρίας που το χαρακτηρίζουν, βρίσκεται στους αντίποδες της απλουστευτικής λογικής που συνήθως κυριαρχεί σε αυτό το πεδίο, τόσο στα μέσα [ενημέρωσης] όσο και στον ίδιο τον πολιτικό αγώνα.

Οι περισσότερες από τις συνηθισμένες κριτικές τείνουν, στην λογική του αποδιοπομπαίου τράγου, να μην υποδεικνύουν παρά μόνο έναν κατά τα φαινόμενα ένοχο –τους δημοσκόπους, ενώ αυτό μεν που πρέπει να εξηγηθεί είναι η ίδια η επιτυχία αυτής της πρακτικής, που βρίσκει την αφετηρία της στους μετασχηματισμούς του συνόλου του πολιτικο-μιντιακού πεδίου.

Οι δημοσκόποι δεν είναι παρά το πιο ορατό μέρος ενός πολύ αχανέστερου συνόλου, που συμβάλλει σήμερα στο να αποδίδεται βαρύτητα στις δημοσκοπήσεις και εξηγεί γιατί αυτές πολλαπλασιάζονται ακατάπαυστα, σε πείσμα των αρνητικών αντιδράσεων που προκαλούν. Με άλλα λόγια, μια αυστηρά τεχνική ανάλυση των δημοσκοπήσεων, δηλαδή η εξέταση της αξιοπιστίας τους, προσπερνά το ουσιώδες, που είναι το να κατανοήσουμε το καθαυτό κοινωνικό ενδιαφέρον για τις δημοσκοπήσεις, καθώς και τα θεμέλια της εξουσίας την οποία τους αποδίδουν ή τους αναγνωρίζουν οι διάφοροι συμμετέχοντες στο πολιτικό παιχνίδι – δημοσιογράφοι, πολιτικοί, πολιτολόγοι των μέσων κτλ.

Πηγή: «Η κατασκευή της κοινής γνώμης» Patrick Champagne,

εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ