ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

«Περπατώντας» του Εμμανουήλ Ακουμιανάκη

0

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΑΚΟΥΜΙΑΝΑΚΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ M.Sc.

E-mail: [email protected]

http://soixantedix.blogspot.com/

«Με είδαν, με προσπέρασαν όσοι αγαπάω.

Μόνος απόμεινα κι έρημος πάω».

[«Δρόμος» - Κωνσταντίνος Γ. Καρυωτάκης]

Αποφάσισα χτες να κάνω μια πρωινή βόλτα στην πόλη. Πεζός. Κι αφού ξεκίνησα αυτό το παράτολμο εγχείρημα σκέφτηκα να μην κοιτάζω την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων και των αντικειμένων, αλλά την εσωτερική. Αποφάσισα να μην εστιάσω στο «φαίνεσθαι», αλλά στο «είναι». Μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον να κοιτάξω μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων και όχι στις κόμες τους. Επιχείρησα να κοιτάξω μέσα από τους τοίχους κι όχι την εξωτερική διακόσμηση των κτιρίων. Ήθελα να βλέπω κάτι με τα μάτια και να τα κλείνω μετά στιγμιαία για να του δώσω κάποια άλλη διάσταση. Δεν κόλλησα πουθενά, έκανα μικρές μόνο στάσεις. Δεν κάθισα όπου με κάλεσαν, δεν είχα όρεξη για συζήτηση. Αρνήθηκα ευγενικά την προσφορά όσων θέλησαν να με κεράσουν, δεν είχα ανάγκη να πιω κάτι.

Και είδα. Γλάστρες στα μπαλκόνια με νεκρά λουλούδια. Σκέτα ξερά ξύλα. Και τις φαντάστηκα σαν φέρετρα λουλουδιών. Είδα ανθρώπους καλοντυμένους κι ευυπόληπτους. Κι έκλεισα τα μάτια και διαπίστωσα πως οι ζωές τους είναι μίζερες, τα γέλια τους ψεύτικα και η εικόνα που βγάζουν προς τα έξω φτιαχτή. Άκουσα φωνές στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Κι ένιωσα τις κραυγές μιας γυναίκας έρμαιο στη βία του συζύγου της, ο οποίος όταν βγαίνει έξω απαιτεί σεβασμό και αναγνώριση. Άκουσα αυτοκίνητα να μου κορνάρουν καθώς διέσχιζα τις διαβάσεις. Κι ερμήνευσα τα κορναρίσματα σαν κοχλάσματα σε καζάνια ανθρωποφάγων. Κι ένιωσα πως οι οδηγοί εκείνοι που δεν σέβονται τους πεζούς δεν έχουν παιδεία, δεν έχουν ανατροφή. Καβαλάνε ένα αυτοκίνητο κι ο δρόμος είναι δικός τους. Κατάλαβα πως όταν προκαλέσουν ένα ατύχημα δεν θα φταίει καμιά κακιά στιγμή, γιατί αυτοί την κακιά την ώρα την έχουν μέσα τους.

Κι αντιλήφθηκα. Το υποτιμητικό βλέμμα όσων με κοίταζαν με περιφρόνηση επειδή περπατούσα. Και μπήκα μέσα στο μυαλό τους κλείνοντας πάλι στιγμιαία τα μάτια. Πίστευαν πως δεν έχω λεφτά για βενζίνη, πως δεν έχω αυτοκίνητο, πως είναι ντροπή να περπατάς πεζός. Μου φώναξαν κάποιοι να με πάνε κάπου. Εγώ έγνεψα αρνητικά γιατί δεν ήξερα που πάω. Μόνος περπατούσα, το επέλεξα. Κι ένιωθα το σκοτάδι κι ας υπήρχε φως. Μέρα ήταν.

Κι εκεί που περπατούσα είδα μια αχτίδα. Είδα δυο νέους να φιλιούνται με πάθος στον περιφερειακό δρόμο. Κι όταν χώρισαν τα χείλη τους έμοιαζαν ματωμένα. Σαν κεράσια που τα ξεκόλλησε κάποιος. Είδα μετά μια γυναίκα να αποθέτει με ευλάβεια μια σακούλα με φαγητό δίπλα σε ένα κάδο. Σταμάτησα και κοίταζα αλλού. Μετά από λίγο ένας δυστυχής πέρασε και το πήρε. Κοίταξα εκείνη τη γυναίκα ξανά. Τον είχε δει. Έκλεισα τα μάτια και είδα εκείνη την ικανοποίηση στο πρόσωπό της, που έδειχνε πως η καλή της πράξη έπιασε τόπο. Και την είδα με τα μάτια της ψυχής μου να δακρύζει. Κι ένιωσα πως δεν κλαίει για τα τωρινά, αλλά για τα μελλούμενα. Λίγες τελικά οι πράξεις και πολλά τα κρατούμενα.

Κι άκουσα λόγια. Για την πολιτική, για το μνημόνιο, για τη γειτόνισσα. Ψέματα πολλά, κουτσομπολιά, ιδεοληψίες περιχυμένες κάτω. Και εννόησα πως η αλήθεια είναι ακριβή και πως έχουν το σπάνιο προνόμιο να την ανακαλύπτουν μόνο οι εκλεκτοί, οι φωτισμένοι άνθρωποι. Πως τα όμορφα λόγια δεν είναι αληθινά γιατί οι άνθρωποι είναι εγωπαθείς κι η αλήθεια κοστίζει εγωισμούς ολόκληρους. Και σκέφτηκα πως ο άνθρωπος όταν θέλει να κάνει κακό, του δίνει όψη να αρέσει. Μια πένθιμη πομπή που πέρναγε εκείνη την ώρα με τράβηξε από τις σκέψεις μου. Ένας οριζόντιος νεκρός που η απουσία του βάραινε στον ώμο τεσσάρων όρθιων ζωντανών. Ουρά τα αυτοκίνητα πίσω. Τώρα δεν κόρναρε κανείς. Σταυροκοπήθηκα με θλίψη κι ανακούφιση συνάμα. «Έχει ελπίδα αυτός ο κόσμος», σκέφτηκα. Και κάπως έτσι η βόλτα μου έλαβε τέλος.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ