ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Θρυμματισμένοι καιροί του Μανώλη Σκαρσούλη

0

Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι

Στους «θρυμματισμένους καιρούς» που ζούμε, στον τόπο της ανθρωπιστικής κρίσης που εξελίσσεται σε τραγωδία, πυκνώνουν οι στρατιές των ανθρώπινων υπάρξεων χωρίς όρους ύπαρξης, που οδηγούνται στην φτώχεια, στην εξαθλίωση. Το καπιταλιστικό σύστημα, στη βαθιά παρακμή του σήμερα, εντείνοντας τρομακτικά τις κοινωνικές ανισότητες, έχει μετατραπεί σε μια μηχανή «παραγωγής κοινωνικού αποκλεισμού».

Παράγει σε μεγάλη κλίμακα ανθρώπους που τους αντιμετωπίζει σαν «απορρίμματα», σαν σκουπίδια, ανθρώπους «για πέταμα», ταπεινωμένους, βασανισμένους, περιφρονημένους, δυστυχισμένους, που ωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο και στην καταστροφή.

Άνεργοι, άστεγοι, οροθετικοί, τοξικομανείς, αλκοολικοί, ψυχασθενείς, μετανάστες και άλλοι «παρίες» βιώνουν την κρίση σαν μια τραυματική κατάσταση διαρκείας, ένα συνεχές στρες.

Όλοι αυτοί, ξαφνικά, λόγω της κρίσης χάνουν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, βουλιάζουν στη φτώχεια, και στη στέρηση, δεν έχουν πια πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας.

Σαν μετανάστες γίνονται αποδέκτες της πιο ωμής βίας από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου, μπαίνουν στην ουρά για το συσσίτιο της φιλανθρωπίας, ψάχνουν στα σκουπίδια για κάτι φαγώσιμο, στρέφονται στην κόλαση των ουσιών «για να ξεφύγουν», αισθάνονται ταπεινωμένοι, χωρίς αξιοπρέπεια και ντρέπονται γι’ αυτό.

Αυτή η ντροπή, ως συλλογικό συναίσθημα, στο οποίο ενσταλάζεται, επίσης συλλογικά και η ενοχή, γίνεται όπλο στα χέρια της εξουσίας για να κρατά ανήμπορους και αδρανείς, βυθισμένους στη σιωπή και στη δυστυχία, όλους τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους.

«Επιδίωξη της βιοπολιτικής διακυβέρνησης είναι η διαμόρφωση μιας κουλτούρας της κρίσης χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της ατομικής ευθύνης, που αποβλέπει στη νομιμοποίηση του πολιτικού λόγου της όλο και πιο σκληρής λιτότητας.

Τα κανονιστικά σχήματα ντροπής και χρέους, τρόμου και σωτηρίας, που εμπεδώνονται στα συμφραζόμενα της κρίσης, επιζητούν να μας εκπαιδεύσουν στο πώς να ζούμε την κρίση, πώς σαν συντονιζόμαστε με τις νόρμες και φόρμες της».

Φταίμε όλοι γιατί μαζί τα φάγαμε ή πρέπει όλοι να κάνουμε θυσίες για να σωθεί η χώρα. Είναι τα στερεότυπα αυτής της κουλτούρας της κρίσης, που θεμελιώνεται στη στρατηγική του φόβου, της ενοχής και της ντροπής, στη στρατηγική «της παραγωγής υποκειμένων ως ξένων, ενδεών, περιττών, ασύμβατων και αβίωτων, με γνώμονα έμφυλες, σεξουαλικές, φυλετικές, ταξικές, εθνικές και εθνοτικές νόρμες, που ορίζουν ποιες μορφές ζωής λογίζονται ως κοινωνικά βιώσιμες και αξιοβίωτες».

Η ντροπή που μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε κατάσταση συνδέεται με ταπεινωτική βία κάθε μορφής προς ένα πρόσωπο, την οικογένειά του, την ομάδα στην οποία ανήκει, εθνοτική ή άλλη. Η ταπεινωτική βία μπορεί να σχετίζεται με πολλές αιτίες, οικονομικές, κοινωνικές, συμβολικές, ψυχολογικές, σωματικές και άλλες».

Ο φαύλος κύκλος της ντροπής

Η ταπείνωση «παράγεται από δύο στοιχεία: την εργαλειοποίηση και την απουσία αμοιβαιότητας. Η διαδικασία της εργαλειοποίησης συνίσταται στην άρνηση να δεις τον άλλον ως έναν άνθρωπο, ισότιμο με τους άλλους, στην αντιμετώπισή του ως αντικείμενο, ως εργαλείο που το χρησιμοποιείς όταν το έχεις ανάγκη και το βάζεις παράμερα όταν δεν σου χρησιμεύει πια.

Η απουσία αμοιβαιότητας ισοδυναμεί με την απουσία σεβασμού και δημιουργεί μια κατάσταση βίας και αποκλεισμού». Η ταπείνωση λοιπόν είναι μια διαδικασία ακραίας βίας, που αποβλέπει στην καταστροφή του ψυχικού κόσμου του άλλου.

Η ντροπή ανήκει και αυτή στα «μη λεπτά», αυτά για τα οποία δεν μιλά κανείς, τα κρατά μέσα του, αφήνοντας τα να δηλητηριάζουν τον ψυχισμό του και να παραλύουν κάθε αντίδραση.

Έτσι γίνονται και αυτά ένα όπλο καταστολής στα χέρια της βιοεξουσίας, η οποία, ταπεινώνοντας και εξευτελίζοντας τους καταπιεσμένους, αναπαράγει σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα τον φαύλο κύκλο της ντροπής για να τους εκμηδενίσει ψυχολογικά και να εξουδετερώσει κάθε δυνατότητα εξέγερσης. Γίνεται δηλαδή και η ντροπή ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου.

Η ντροπή περιλαμβάνει δύο έννοιες, που αναφέρονται: α) σε μια πράξη, που υφίστανται το άτομο από το εξωτερικό περιβάλλον και β) σε ένα βίωμα του υποκειμένου με πυρήνα το οδυνηρό αίσθημα της απαξίωσής του.

Έτσι η μελέτη της ντροπής ανάγεται σε μελέτη πάνω στην αξιοπρέπεια, στην τιμή, στην περηφάνια του ανθρώπου. Ανάγεται, δηλαδή, σε μελέτη του «ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο».

Εννοιολογία της ντροπής

Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη η λέξη ντροπή ορίζεται ως εξής: «Η λέξη ντροπή και τα συνώνυμά της κατανέμονται σημασιολογικά σε δύο πόλους. Δηλώνουν α) το δυσάρεστο συναίσθημα (ενοχής, τύψεων, εξευτελισμού) για κάτι κακό που διέπραξε κάποιος σε ηθικό ή κοινωνικό επίπεδο, με κυμαινόμενες μορφές επιτίμησης, β) το συναίσθημα φόβου και δειλίας από υπερβολική ταπεινοφροσύνη και ευγένεια ή και από υπερεκτίμηση των άλλων σε διάφορες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς.

Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι λέξεις ντροπή, αιδώς, όνειδος, αισχύνη, αίσχος, καταισχύνη και τσίπα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι λέξεις ντροπαλότητα, συστολή, ντροπή και αιδημοσύνη.

Είναι απαραίτητο λοιπόν να διακρίνουμε πάντα τη συστολή από την ντροπή, αφού η συστολή, η αιδώς, αποβλέπει στην ανατολή της εκδήλωσης της ντροπής (ιδιαίτερα σε σχέση με τα σεξουαλικά ζητήματα).

Η συστολή (pudeur, pudor) σημαίνει , με βάση το λεξικό, «ένα συναίσθημα φόβου απέναντι σ’ αυτό που μπορεί να πληγώσει τον αυτοσεβασμό μας. Πιο ειδικά, πρόκειται για ένα συναίσθημα ενόχλησης που δοκιμάζουμε όταν κάνουμε, σχεδιάζουμε ή γινόμαστε μάρτυρες μίας πράξης σεξουαλικής φύσης».

Ορισμένοι συγγραφείς χαρακτηρίζουν τη συστολή ως ένα πέπλο που έρχεται να καλύψει επίμαχα σημεία ή ζητήματα που έχουν σχέση με την ηθική του ατόμου. Αποβλέπει στην αναστολή της ανάδυσης της ντροπής, ιδιαίτερα σε σχέση με σεξουαλικά ζητήματα. Η συστολή προστατεύει από μια καταστροφή, ενώ η ντροπή αποδεικνύει ότι η καταστροφή έχει ήδη συντελεστεί.

 

Στα κοινωνικά πρότυπα

Η ντροπή μπορεί να λειτουργήσει και ως μορφή άμυνας του ψυχισμού, υποχρεώνοντας το υποκείμενο να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του Ιδανικού του Εγώ και στα κοινωνικά πρότυπα.

Με αυτή την έννοια, η ντροπή αποτελεί και μια μαρτυρία αντίστασης στην καταστροφή. Αυτή είναι η ντροπή που σώζει. Υπάρχει επίσης και η καταστροφική ντροπή.

Στην πρώτη περίπτωση το υποκείμενο μιλά για την ντροπή του, συνειδητοποιώντας ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αλλάξουν στη ζωή του.

Στη δεύτερη περίπτωση αρνείται να μιλήσει, αφήνοντας την ντροπή να σκοτώσει όλα τα θετικά του συναισθήματα και να διαβρώσει βαθιά τον ψυχισμό του.

Ο Φρόυντ στην Ερμηνεία των ονείρων αναφέρεται σ’ ένα νεανικό βίωμα. Πρέπει να ήμουν δέκα ή δώδεκα ετών, όταν ο πατέρας μου άρχισε να με παίρνει μαζί του στους περιπάτους του και σε συζητήσεις να μου αναπτύσσει τις απόψεις του για τα πράγματα αυτού του κόσμου. Μια φορά, θέλοντας να μου δείξει ότι μεγαλώνω σε μια εποχή πολύ καλύτερη από τη δική του, μου διηγήθηκε: όταν ήμουν νέος φόρεσα ένα Σάββατο τα καλά μου καθώς και ένα καινούργιο σκουφί από γούνα και περπατούσα στους δρόμους της γενέτειρας σου.

Περνάει τότε ένας χριστιανός, μου δίνει ένα χτύπημα και ο σκούφος μου βρίσκεται στη λάσπη ενώ ο ίδιος μου φωνάζει: «Κατέβα από το πεζοδρόμιο, Εβραίε»! «Και τι έκανες εσύ;» «Πήγα στο οδόστρωμα και σήκωσα το σκούφο», ήταν η ήρεμη απάντησή του.

Αυτό δεν μου φάνηκε ηρωικό εκ μέρους του μεγαλόσωμου και δυνατού άντρα, που εμένα τον μικρό με οδηγούσε κρατώντας με από το χέρι. Σε αυτή την κατάσταση, που δεν με ικανοποιούσε, αντιπαρέθετα μια άλλη, που ανταποκρινόταν καλύτερα στα συναισθήματά μου, τη σκηνή όπου ο πατέρας του Αννίβα, ο Αμίλκας Βάρκας, βάζει το γιο του να ορκιστεί μπροστά στον οικιακό βωμό ότι θα εκδικηθεί τους Ρωμαίους. Από τότε ο Αννίβας είχε τη θέση του στις φαντασιώσεις μου».

Βίωμα ντροπής

Ο Ζαν-Πώλ Σάρτρ που βίωσε έντονα αισθήματα ντροπής στην παιδική του ηλικία. Είχε στραβισμό. Διαθέτει όμως δυσανάλογα μεγάλες γνώσεις για την ηλικία του και θεωρούνταν παιδί-θαύμα. Όπως γράφει ο ίδιος, όταν ήταν επτά ετών, σε κάποια στιγμή που έκανε υπερβολική επίδειξη γνώσεων με τερατώδη ψέματα, μια φίλη της μητέρας του του είπε: «Πρέπει να ξέρεις, φίλε μου, πως δεν είναι ενδιαφέρον αυτό που λέει κανείς παρά μόνο όταν είναι ειλικρινής». Τότε ένιωσε ταπεινωμένος και ντράπηκε. «Νόμισα πως θα πέθαινα επί τόπου.

Την ντροπή βίωσε επίσης στα παιδικά του χρόνια και ο μεγάλος συγγραφέας του 20ου αιώνα, ο Αμπέρ Καμύ, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, τη φτώχεια που ταπεινώνει και στιγματίζει.

Άνθρωποι – σκιές, υπάρξεις ταπεινωμένες και καταφρονεμένες, βουτηγμένες στην ντροπή, περιφέρονται ανέστιες στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης. Νέα παιδιά που δεν ξέρουν να παίζουν άλλο παιχνίδι παρά μόνο τη ρώσικη ρουλέτα με τη ζωή τους. Και χάνουν τόσο εύκολα σ’ αυτό το παιχνίδι.

Σήμερα, προπαντός, που θερίζουν τα «ναρκωτικά της κρίσης», το σίσα, το κροκοντίλ, το μεθ, αλλά και το σκάγκ και τόσα άλλα. Σκελετωμένα σώματα, συχνά άρρωστα, ψυχές πονεμένες, άνθρωποι γεμάτοι φόβους, ενοχές και ντροπή. Ντροπή που μεγαλώνει όταν το βλέμμα των άλλων, επικριτικό και χλευαστικό, καρφώνεται πάνω τους. Ντροπή καταχωνιασμένη μέσα τους, στρώματα ντροπής το ένα επάνω στο άλλο, από τότε που ήρθαν στο κόσμο μέχρι τώρα, που η τοξικομανία τους κάνει δακτυλοδεικτούμενους, αποδέκτες τρομακτικής ταπείνωσης και καταφρόνιας.

Καταγραφή μαρτυριών

Η Ελευθερία

Βρίσκεται τώρα στη φάση της κοινωνικής επανένταξης και συμμετέχει στις ομάδες ψυχοθεραπείας, χοροθεραπείας, θεάτρου, ψυχοδράματος. Επεξεργάζεται την ντροπή της και μιλά γι’ αυτή. Μιλά για τις σχέσεις με τους γονείς, για την ντροπή που ένιωθε απέναντι στους γείτονες γιατί οι γονείς τσακώνονταν τόσο πολύ και κλειδώνονταν μέσα στο σπίτι για να μην ακούγονται οι φωνές τους. «Μου είναι πολύ οικείο να βλέπω τη ζωή από την κλειδαρότρυπα.

Μεγάλωσα σε ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον και καταπίεζα το γυναικείο στοιχείο μου γιατί ο πατέρας μου ήθελε αγόρι – και μάλιστα για πολλά χρόνια με φώναζε Λευτέρη. Μου έλεγε ότι αν είμαι πολλή γυναίκα θα με πουν πουτάνα. Διαμόρφωσα τη ζωή μου με τα δικά του θέλω. Ένιωθα πιο πολύ γυναίκα αλλά σαν να του έλεγα «δεν πειράζει εγώ είμαι εδώ για σένα», λέει στην ομάδα ψυχοδράματος.

Η Ντίνα

Βίωσε την ντροπή στα πρώτα παιδικά της χρόνια, για πρώτη φορά μετά το «ατύχημα» και την παραμόρφωσή της. πάνω σε αυτή την ντροπή συσσωρεύτηκε μία άλλη, αυτή της σωματικής κακοποίησης από τους γονείς, που την έκανε να πηγαίνει στο σχολείο μαυρισμένη από το ξύλο ή κουρεμένη άσχημα από τη μητέρα της.

Στη συνέχεια προς-τέθηκε η ντροπή της χρήσης, η ντροπή ότι έγινε «πρεζάκι» και την έδειχναν με το δάχτυλο οι γείτονες και η ενοχή για το θάνατο του αδελφού. Ντροπή και ενοχή αναμείχθηκαν μέσα της.

Η Αντιγόνη

Την ντροπή τη γνώρισα από την ηλικία των οκτώ χρόνων, όταν πέθανε ο μπαμπάς μου, με φώναζαν όλοι ορφανό, που δεν ξέρει να μιλάει, να ντύνεται, να φέρεται σαν γυναίκα, όταν με φώναζαν «νταλικέρη». Ένιωθα ντροπή όταν έβγαινα με αγόρια, όταν οι γνωστοί και οι φίλοι έλεγαν ότι ‘’λέρωσα’’ το όνομα του πατέρα μου, όταν έκανα έκτρωση στα δώδεκα χρόνια μου, μετά το βιασμό μου από τον πατριό μου, όταν έκλεβε ο αδελφός μου και το έπαιρνα πάνω μου. Όμως το έκανα γιατί έπρεπε, αφού όλοι έλεγαν ότι αυτός είναι άντρας και μοναχογιός.

Ντράπηκα όταν γέννησα την κόρη μου και την άφησα για να πάω στην πιάτσα. Ντρέπομαι για όσα έκανα στη φυλακή, γιατί έκλεψα, έκανα πορνεία για να εξασφαλίσω τη δόση μου. Δεν θέλω με τίποτα να «ξαναπιώ» για να μην ξανακάνω αυτά που έκανα στη χρήση. Δεν θέλω να ξανανιώσω ντροπή, λέει στην ομάδα ψυχοδράματος.

Η Γιώτα

«Η οικογένειά μας δεν με δέχτηκε, ούτε εμένα ούτε τον αδελφό μου, ήμασταν γι’ αυτούς η ντροπή. Τα παιδιά του μπαμπά μου από τον πρώτο του γάμο μας έκαναν πόλεμο. Βέβαια, η μαμά και ο μπαμπάς προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν την κατάσταση και μας έλεγαν ότι μας τον έκαναν από αγάπη. Εγώ, όμως, ντρεπόμουν.

Ύστερα, είχα μεγάλη ντροπή για το ότι δεν πέρασα στις πανελλήνιες, για το χωρισμό των γονιών μου ακόμα και τη χρήση. Την είχα υποτιμήσει τη χρήση και δεν το έλεγα, είχα άσχημη συμπεριφορά, και επιτέθηκα και έκλεψα… πολλά… Ξεκινάει από μια ντροπή που δεν είναι δική μου, αλλά την κουβαλάω.

Είμαι άγαμη μητέρα – ακόμα και αυτό είναι πολλή ντροπή. Πάντα έλεγα στον μπαμπά μου ότι εγώ θα κάνω ένα παιδί εκτός γάμου. Δεν το επιδίωξα ποτέ βέβαια αλλά έτυχε. Πιστεύω ότι η ντροπή ήταν μέσα στην οικογένεια και καθετί πάνω μου είχε γίνει σημάδι ντροπής.

Η Κυβέλη

Στα δεκαπέντε της άρχισε τη χρήση αλκοόλ, χασίς, LSD και άλλων παραισθησιογόνων για να αντέχει τις στερήσεις, την πείνα, τις κακουχίες στο δρόμο και προπαντός την ντροπή που είχε γίνει μόνιμη σύντροφός της από τότε που η μητέρα της έγινε αλκοολική.

Στα δεκαοχτώ της, μια θεία της την πούλησε σε εμπόρους που έκαναν trafficking γυναικών προς Ευρώπη και έτσι έφτασε στην Ελλάδα. Εδώ, προσπάθησε να ξεφύγει από τα κυκλώματα, ενώ συνέχιζε να κάνει χρήση ουσιών, μπαίνοντας παράλληλα και στη χρήση ηρωίνης.

Έζησε αφάνταστες ταλαιπωρίες, βιασμούς, πορνεία για τη δόση της. Έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα παιδί. ο πατέρας του παιδιού ήταν και αυτός χρήστης και η σχέση τους διακόπηκε οριστικά. Δεν έχει έγγραφα νομιμοποιητικά της παραμονής στην Ελλάδα και γι’ αυτό συνελήφθη πολλές φορές και παρέμεινε στο Τμήμα Μεταγωγών μαζί με τη κόρη της.

 

Πηγή: «Γυναίκες τοξικομανείς»

Κατερίνα Μάτσα

Εκδόσεις Άγρα

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ