ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ρεμπέτες και καπανταήδες του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Παρουσιαστικό. Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μάλιστα αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.

Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.

Ενδυμασία. Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.

Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.

Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.

Όπλα. Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.

Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.

Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.

Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).

Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.

Οι ρεμπέτες την αρχαϊκή πιστόλα την αποκαλούσαν χαμομήλω και το πιστόλι κούφιο. Το άλλο όπλο τους (το όπλο που δεν σκοτώνει) είναι η μαγκούρα. Η μαγκούρα μοιάζει με μπαστούνι, αλλά είναι αφάνταστα πιο επικίνδυνη. Φτιαγμένη από χοντρό αγκαθωτό κλαδί παλιουριάς (ή μαυραγκαθιάς) ήτανε σκληρότερη κι από ατσάλι.

Την μαγκούρα την κρεμάγανε, επιδεικτικώς, στο αριστερό μπράτσο. Το πέρασμα της μαγκούρας στο δεξί χέρι ήταν, ήδη, μια απειλή. Θα πρέπει να τονίσω ότι, οι μαγκουροφόροι ήσανε τραμπούκοι και μπράβοι διαφόρων πολιτικάντηδων της Δεξιάς. Οι καβγάδες γινόντουσαν κυρίως τη νύχτα, σε απόμερα σκοτεινά δρομάκια. Δεν έλειπαν, όμως, και οι σκοτωμοί μέρα-μεσημέρι στο κέντρο της πόλης. Ένας αναξιοπρεπής καβγάς άρχιζε πάντα με χορταστικές βρισιές, σε γνήσιο ομηρικό στυλ. Μια δολοφονία δίχως προειδοποίηση εθεωρείτο μπαμπεσιά.

Ο καβγάς είχε μια δικιά του τεχνική. Οι αντίπαλοι τύλιγαν στο αριστερό μπράτσο το σακάκι κι έτσι αποκτούσαν ένα είδος ασπίδας, όπως περίπου και οι μεσαιωνικοί ξιφομάχοι. Αυτή την ασπίδα-μαξιλάρι την έλεγαν καβάτζα. Στην σημερινή αργκό η λέξη καβάτζα σημαίνει: κρυφώνας, παρακαταθήκη. Κανείς τρίτος δεν είχε το δικαίωμα να χωρίσει δυο εξαγριωμένους μάγκες που είχαν τραβήξει μαχαίρια.

Γι’ αυτό, στην φυλακή χτυπάγανε με μαχαιριές τον κάθε ανόητο που (αγνοώντας τον άγραφο κώδικα) έμπαινε ανάμεσα στους δυο εχθρούς. Τα μαχαίρια των φυλακισμένων ήσανε αυτοσχέδια, φτιαγμένα άλλοτε από μια μεταλλική λάμα (βγαλμένη, βέβαια, από κάποιο κρεβάτι) κι άλλοτε από μιαν ουρά τηγανιού. Έξω από την φυλακή οι ρεμπέτες διέθεταν δίκοπες διακοσμημένες με χαραγμένα στιχάκια και με λαβή φτιαγμένη από μαύρο κέρατο, από ελεφαντόδοντο, από γιούσουρι, από μαλλιαρό λαγοπόδαρο (που έφερνε γούρι).

Η αργκό. Η αργκό των ρεμπέτηδων στηρίζεται στην γραμματική και στο συντακτικό της νεοελληνικής γλώσσας. Το λεξιλόγιο, που βασικά ανήκει στην νεοελληνική, είναι ισχυρότατα εμπλουτισμένο με τούρκικες και βενετσιάνικες λέξεις. Οι ρεμπέτες είχαν μεγάλες σχέσεις με τους ναυτικούς. Μες στην νεοελληνική αργκό συναντάς λίγες αρβανίτικες και λίγες αράπικες λέξεις, ενώ τα σλάβικα απουσιάζουν εντελώς.

Η νεοελληνική αργκό έχει διάφορα επίπεδα, που αρχίζουν από ένα βαρύ, ή ειδικευμένο, γλωσσάριο και τελειώνουν σε μια χαμηλή λαϊκή γλώσσα. Η αργκό των ρεμπέτηδων είναι, φωνητικώς, η ωραιότερη νεοελληνική διάλεκτος. Οι ρεμπέτες μιλάγανε αργά και συλλαβιστά, προσθέτοντας φωνήεντα και συλλαβές σε πολλές λέξεις. Υπάρχει ένα περίεργο φαινόμενο: όσο ο ρεμπέτης ανεβαίνει στην ιεραρχία της Φάρας του, τόσο και εγκαταλείπει την αργκό. Ο τσιρίμπασης δεν μιλάει ποτέ του στην αργκό.

Ο ερωτισμός. Αναμφίβολα ο ρεμπέτης ήταν ερωτύλος και παθιάρης. Τα μισά ρεμπέτικα είναι τραγούδια αγάπης. Ωστόσο, ο σεξουαλικός ερωτισμός απουσιάζει απ’ αυτά τα τραγούδια. Ο ρεμπέτης του ρεμπέτη είχε δύο πόλους: την γυναίκα και τον έφηβο. Ο ρεμπέτης χαρακτηριζότανε, ερωτικώς, από μια ριζοσπαστική δραστηριότητα. Μισούσε τον γάμο. Στις σχέσεις του με την γυναίκα προτιμούσε τον ελεύθερο έρωτα. Στον ρεμπέτικο κόσμο η μοιχεία δεν εθεωρείτο έγκλημα (όπως προέβλεπε ο ποινικός κώδικας) – ούτε καν αμάρτημα. Όταν ένα ζευγάρι έστηνε νοικοκυριό το έκανε δίχως την βοήθειά του παπά και του ληξίαρχου. Αυτή η μόνιμη σχέση λεγότανε καπατμάς.

Ο ρεμπέτης ευνοούσε και τις ομοσεξουαλικές σχέσεις. Είχε πάντα ερωτικές σχέσεις μ’ ένα αρρενωπό αγόρι. Το αγόρι αυτό, παρά τον γυναικείο ρόλο που κράταγε, διατηρούσε την αρρενωπότητά του. Ο κάθε τσιρίμπασης είχε στο σπίτι μια γυναίκα και στο στέκι ένα ογλάνι. Η τούρκικη λέξη oglan σημαίνει: παιδί, υπηρέτης, πούστης. Ο τσιρίμπασης φρόντιζε για το ογλάνι του: του άνοιγε μια δουλειά, του αγόραζε σπίτι, το πάντρευε με κάποιο καλό κορίτσι, του βάφτιζε τα παιδιά κτλ., κτλ. Εξάλλου, στις φυλακές οι μεν μικροί ρεμπέτες διατηρούσαν πρόσκαιρες σχέσεις  με ορισμένους κατάδικους, ενώ ο τσιρίμπασης είχε μια σουλτάνα – δηλαδή ένα ωραίο αγόρι.

Το χασίσι. Οι μουσουλμάνοι, θεωρητικώς, δεν έπιναν το απαγορευμένο κρασί. Ωστόσο, διόλου δεν περιφρονούσαν το ρακί που δεν το είχε προβλέψει το Κοράνιο. Έτσι εξηγείται η αγάπη των καπανταήδων για το ρακί – μια αγάπη που εκληρονόμησαν και οι ρεμπέτες της Ελλάδας. Το χασίσι, επίσης, κατείχε μια σημαντικότερη θέση.

Το χασίσι είναι το πανάρχαιο φυσικό/ φυτικό παραισθησιογόνο που αναπτύσσει την κοινωνικότητα, την φιλία, την κοκεταρία, τον ερωτισμό. Το χασίσι δεν προκαλεί εθισμό και ανέκαθεν ήτο πάμφηθο. Ποτέ δεν γινόντουσαν καβγάδες μέσα σε τεκέδες, γιατί ο μαστούρης δεν είναι προκλητικός. Το χασίσι δεν είναι ναρκωτικό.

Οι καπανταήδες κι οι ρεμπέτες θεωρούσαν τα παραγεμιστά τσιγάρα πρόχειρο μέσο για να φουμάρουν χασίσι. Τα ρεμπέτικα σπάνια αναφέρονται στα τσιγαριλίκια, ενώ ο αργιλές (στα τούρκικα nargile) τιμήθηκε με μια σειρά τραγουδιών. Το φουμάρισμα χασισιού με ναργιλέ ήτανε μια αληθινή ιεροτελεστία. Ο ναργιλές έκανε το κάπνισμα πολύ πιο ελαφρύ, αφού μεσολαβούσε το νερό που ενεργούσε σαν φίλτρο. Μερικοί εφουμάριζαν με τον ναργιλέ γεμάτο γάλα.

Η σχηματοποίηση της μορφής του κουτσαβάκη, ενώ ξεπηδάει μέσα από αντικειμενικά στοιχεία, είναι αντιρεαλιστική. Στην τρέχουσα καθημερινή ζωή ο ρεμπέτης ήταν ένα μωσαϊκό αλλοπρόσαλλων ιδιοτήτων. Γιατί ο ρεμπέτης εμφανίστηκε σαν φορέας στοιχείων που ερχόντουσαν από διάφορες εποχές, από διάφορες κοινωνικές τάξεις, από διάφορες ράτσες, από διάφορες κάστες. Αυτά τα στοιχεία μας παρουσιάζονται σχεδόν ατεκμηρίωτα και ταλαντευόμενα, και, συνεπώς, δεν έχουν απόλυτην αξία.

Ο ρεμπέτης του 1890 φόραγε ρεμπούμπλικα, σε αντίθεση προς τα ψηλά και ημίψηλα των μπουρζουάδων, σε αντίθεση προς τις σκούφιες της φτωχολογιάς και τις ψάθες των γεωργών. Ο ρεμπέτης είναι ντυμένος (κατ’ αρχήν) σαν μπουρζουάς, αλλά με τις μετατροπές που επιφέρει στο αστικό κουστούμι καταλήγει να είναι μια καρικατούρα του μπουρζουά. Αναλογικώς, οι γκάγκστερς του Σικάγου γελοιοποιούν το μπουρζουάδικο κουστούμι του 1930.

Αυτή περίπου την εποχή ο ρεμπέτης έχει καθιερώσει την τραγιάσκα. Είναι τα χρόνια των μεγάλων πολιτικών συγκεντρώσεων στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη, όπου όλοι μεν οι αστοί φοράγανε μπορσαλίνα και παγιασόν, όλοι δε οι προλετάριοι τραγιάσκες. Τότε οι ταξικές διαφορές άρχιζαν από το καπέλο. Δεν θα μάθουμε ποτέ γιατί οι ρεμπέτες εγκατέλειψαν το αστικό καπέλο, που άλλωστε το στραπατσάριζαν με τρόπο ακατανόητο για την αισθητική μας. Το ενδυματολογικό γούστο του ρεμπέτη είναι βίαιο και ασκείται με βία.

Ερωτική βία. Βίαια και αντιφατικά είναι τα ερωτικά φερσίματα του ρεμπέτη. Στα ρεμπέτικα τραγούδια ο άνδρας ικετεύει την γυναίκα, που συνήθως την προσαγορεύει τσαχπίνα και σατράπισσα. Κι όμως (παρά το φραστικό μαζοχισμό), ο ρεμπέτης ήταν φαλλοκράτης. Ο ρεμπέτης δεν κράταγε αγκαζέ καμιά γυναίκα, γιατί περιφρονούσε (επισήμως!) τις γυναίκες.

Τα στέκια του ρεμπέτη ήσανε η ταβέρνα, το καφενείο, η χαρτοπαιχτική λέσχη, ο τεκές. Οι γυναίκες και οι πούστηδες δεν είχαν δικαίωμα εισόδου σ’ αυτά τα άβατα άντρα. Η περίπτωση παρουσίαζε δύο εξαιρέσεις: τον πουστόμαγκα και την ρεμπέτισσα, που αμφότεροι κυκλοφορούσαν στα επίκεντρα των ρεμπέτηδων.

Ο πουστόμαγκας ήταν ένας παθητικός ομοφυλόφιλος που είχε αντρίκια φερσίματα και που ήταν ενσωματωμένος σε κάποιο σινάφι (π.χ. των πορτοφολάδων). Ο πουστόμαγκας δεν κάρφωνε στην αστυνομία. Ο πουστόμαγκας τράβαγε μαχαίρι. Ο πουστόμαγκας άντεχε την φυλακή. Για όλ’ αυτά ο πουστόμαγκας ήταν αποδεκτός και από τους ρεμπέτες και από τον υπόκοσμο. Σήμερα δεν υπάρχουν πουστόμαγκες.

Οι ρεμπέτισσες επιζούν ακόμη, αλλά δεν είναι πια νταήδισες. Δεν πρέπει να μπερδέβεις τις ρεμπέτισσες με τις πόρνες. Η ρεμπέτισσα είναι η πιο ελεύθερη γυναίκα που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα. Μπροστά στην ρεμπέτισσα οι σημερινές φεμινίστριες είναι κωμικά πρόσωπα. Η ρεμπέτισσα εχάριζε την ερωτική της εύνοια σ’ όποιον άντρα γουστάριζε, αν και (καμιά φορά) εκδήλωνε λεσβιακές ορέξεις. Η ρεμπέτισσα φουμάριζε χασίσι και χόρευε θαυμάσια. Εξάλλου η ρεμπέτισσα ήξερε να προστατέψει και το κορμί της και την αξιοπρέπειά της.

Μουστάκι. Για τον ρεμπέτη το σημαντικότερο έπιπλο του προσώπου του είναι το μουστάκι. Ρεμπέτης δίχως μουστάκι μοιάζει σαν μια γάτα χωρίς ουρά. Ρεμπέτης άνευ μύσταξ είναι κάτι το ακατανόητο. Πάνω στο μουστάκι είναι εδραιωμένο ένα μεγάλο μέρος του κύρους του ρεμπέτη.

Η Φάρα ξέρει να τιμά τόσο την ουσιαστική δύναμη, όσο και το κύρος. Η αυξομείωση της ουσιαστικής δύναμης ενός τσιρίμπαση αντιμετωπίζεται σαν φυσιολογικό γεγονός. Οι μικροί ρεμπέτες (δίχως δύναμη, αλλά) με κύρος θεωρούνται πολύτιμοι άνθρωποι και χρησιμοποιούνται από την Φάρα σαν συμβουλάτορες σαν διαιτητές, σαν λαϊκοί δικαστές.

Κάθε φυλακή είχε έναν τσιρίμπαση, ή και δύο. Σε κάθε φυλακή υπήρχαν και σώφρονες ρεμπέτες (δίχως εξουσία, αλλά) με μεγάλο και γενικώς αποδεκτό κύρος. ο τσιρίμπασης για να μην κηλιδώσει το κύρος του σπάνια απομακρυνότανε από το στέκι του (στην φυλακή δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από το κελί στην αυλή), δεν απειλούσε ποτέ, δεν έβριζε, δεν μίλαγε (καθώς είπα) στην αργκό, δεν έτρεχε ποτέ, δεν χαχάνιζε ποτέ (μόνο χαμογελούσε), δεν σχολίαζε, εκφραζότανε λακωνικά και διφορούμενα.

Ήταν γενναιόδωρος και συγκαταβατικός, βοήθαγε τους αδύναμους χωρίς να απαιτεί ανταλλάγματα, απέφευγε τις ακρότητες, δεν προκαλούσε φασαρίες, αλλά και δεν οπισθοχωρούσε μπρος στους εχθρούς. Ο ικανός τσιρίμπασης δεν ήταν μήτε άδικος, μήτε αχόρταγος, μήτε προσβλητικός. Το κύρος ενός τσιρίμπαση μπορούσε να στραπατσαριστεί με στερεότυπους τρόπους: άλλοτε έβαζαν ένα ασήμαντο τσογλάνι να τον χαστουκίσει δημόσια κι άλλοτε ορμάγανε πάνω του πεντέξι νέα παλικάρια και τον γαμούσαν διαδοχικά. Ο πολλαπλός σαδομισμός είναι γνωστή ποινή μεταξύ των καταδίκων όλου του κόσμου.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρω την ποινή που οι ρεμπέτες εφάρμοζαν στην περίπτωση της προδοσίας, οπότε ο εκτελεστής αναλάβαινε να κατεβάσει την μάπα του προδότη. Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο χάραζαν, αιφνιδιαστικά, με μια λάμα το αριστερό μάγουλο του χαφιέ. Η ουλή που έμενε για πάντα έδειχνε ποιον έπρεπε να αποφεύγει η Φάρα. Οι ρεμπέτες θα πήραν αυτό το έθιμο από την Καμόρα. Οι καραβανάδες και οι γερμανοί φοιτητές ήσανε περήφανοι για τις σπαθιές στο πρόσωπο, αλλά για τους ρεμπέτες ένα τέτοιο σημάδι ήτο έμβλημα προδοσίας.

Ιστορικά. Μόνο εικασίες δικαιούμαστε να κάνουμε πάνω στο άλυτο πρόβλημα της γένεσης του ρεμπέτικου. Τα παλιά άγνωστα ρεμπέτικα του δεύτερου ημίσεος του 19ου αιώνα τα λέγανε μουρμούρικα. Στην νεοελληνική αργκό η λέξη μουρμούρης είναι συνώνυμο της λέξης ρεμπέτης. Στην τούρκικη αργκό των καπανταήδων συναντάμε την ταυτόσημη λέξη mirmir που αποτελεί το πρότυπο του νεοελληνικού μουρμούρης. Τα μουρμούρικα είναι τα πιο πούρα και τα πιο ωραία ρεμπέτικα τραγούδια.

Μερικοί ερευνητές κοπιάζουν για να ανακαλύψουν ιδέες μέσα στα ρεμπέτικα. Η Φάρα δεν έχει μήτε ιδεώδη, μήτε ιδεολογία. Οι ρεμπέτες διοργάνωναν την ζωή τους με κάποιον ιδιάζοντα τρόπο – κι αυτό είναι όλο κι όλο. Τα ρεμπέτικα τραγούδια μας χαρίζουν το αντιφατικό πανόραμα του ρεμπέτικου τρόπου ζωής, που αποτύπωσε ένα μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας κατά του κοινωνικού μοντέλου μας εποχής. Οι ρεμπέτες δεν μπορούσαν να είναι επαναστάτες.

 

Πηγή: «Ρεμπετολογία», Ηλία Πετρόπουλου,

εκδόσεις Νεφέλη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ