ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Μαρίνα της Μεγάλης Χίμαιρας (1) του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Μια ολόκληρη μέρα ταξίδεψε η Μαρίνα μέσα σε όνειρο από φως και χρώματα. Όταν την αυγή βγήκε στο κατάστρωμα, η θάλασσα μόλις ξυπνούσε, σκοτεινή ακόμα όπως το μυστήριο της νύχτας. Στο βάθος, η ανατολή φλογιζόταν απαλά.

Ο κάβος με το ρημοκκλήσι και τη γλυκόλαλη καμπάνα ήταν ο Μαλέας, η νοτιότερη άκρη της Λακωνίας. Δεξιά, κατά το νοτιά, τα Κύθηρα μόλις αχνοφαίνονταν. Τώρα, έμπαιναν στο Αιγαίο, με πλώρη προς τις Κυκλάδες. Σε λίγο, θα φαινόταν η Μήλος.

Όλ’ αυτά τα ονόματα τραγούδησαν στ’ αυτιά της σα φθόγγοι άρπας αιολικής: Λακωνία, Κυκλάδες, Κύθηρα, Μήλος, Δήλος.

Καινούργιο φως αδυσώπητο πληγώνει τα μάτια της. Δεν είναι νησί αυτό. Είναι ο ίδιος ο ήλιος, μισοβουλιαγμένος στα νερά της θάλασσας. Πάνω στην ηλιακή του ύλη η θνητή γυναίκα γέννησε το θεό του Ήλιου, που τον φύτεψε στα σπλάχνα της ο αχτινοβόλος σπόρος του Δία, του Λαμπερού. Πάλι σπαρτάρησε η καρδιά της. «Απόλλων! Φοίβε! Δείξου ίλεως! Δείξου!» Έμεινε ακίνητη. Περίμενε την απόκριση του Θεού.

Άκουσε το μελτέμι να δονίζει ηχηρά τα σκοινιά των άρμπουρων, ωσάν τεράστια, υπερκόσμια δάχτυλα να έκρουγαν τις χορδές λύρας ιωνικής. Έσκυψε το κεφάλι: «Άλλοι θεοί κυβερνούν, τώρα, το ριζικό μου. οι θεοί που δοκίμασαν σκληρά τη Μήδεια, την Κλυταιμνήστρα, την Ιοκάστη, τη Φαίδρα. Πρέπει να χαλυβδώσω την καρδιά μου. να εξυψώσω την ψυχή μου και τα πάθη της. πρέπει να είμαι έτοιμη, ως το στερνό κύτταρό μου. Έχω ν’ αναμετρηθώ με θεούς πανέμορφους, πανέξυπνους, πανύψιστους και φοβερούς. Με τους θεούς της Ελλάδας.»

Νύμφη στον Ελικώνα

Η φαντασία της ξεστρατίζει σε οράματα. Βλέπει μια μορφή πάγκαλη, που λάμπει ολάκερη, σαν ένα κομμάτι του ήλιου. Είναι ένα πνεύμα. Ένας θεός φωτεινός, γεννημένος από ανάερη νύμφη μέσα στα στα κλαδιά μιας ροδοδάφνης του Ελικώνα. Γιος του Δία ή του Απόλλωνα, με τη μοναδική ομορφιά της αφθαρσίας στα μάτια, με το χαμόγελο των αθανάτων στα χείλη.

Καθώς κοιμόταν αμέριμνος κάτω από ‘να πλατάνι, στο φαράγγι των Τεμπών, οι σκανταλιάρες οι Αύρες κι ο παιγνιδιάρης ο Ζέφυρος τον ανάγειραν σιγανά, δίχως να νιώσει τίποτα, και τον έφεραν στη χώρα του Βοριά. Ήθελαν να παίξουν, να γελάσουν μαζί του οι πονηρές Αύρες κι ο χαδιάρης Ζέφυρος. Ήθελαν να διασκεδάσουν με το ξάφνιασμά του, όταν θα ξυπνούσε κάτω από μια μηλιά με λουλούδια μουσκεμένα από την ατέλειωτη βροχή των ατλαντικών συννέφων.

Κι αλήθεια, όταν ξύπνησε, ο θεός καμώθηκε τάχα πώς θύμωσε με το καλόκαρδο αστείο. Τράβηξε το αυτί του Ζέφυρου, κι απείλησε τις Αύρες πώς θα τις παραδώσει στα χάδια των τραγοπόδαρων σατύρων με την πλακουτσωτή μύτη και τα κίτρινα μάτια. Κι αυτές, κρυμμένες μέσα στα λουλούδια της μηλιάς, ξεκαρδίζονταν πονηρά, γαργαλεμένες από την εικόνα της αποτρόπαιης ηδονικής απειλής.

Έξαφνα ο θεός είδε, μέσα στο παχύ χορτάρι του ισόπεδου κάμπου, μια γυναίκα, μια κοπέλα ξανθή, με κάτασπρο δροσερό κορμί και μάτια καταγάλανα, που ατένιζαν τα χαμηλά αργοκίνητα σύννεφα τ’ ουρανού. Κι ήταν τόσο αλλιώτικα όμορφη, που ο Έλληνας θεός αποφάσισε γυρνώντας στη φωτεινή του πατρίδα, να την πάρει μαζί του.

Οι δίνες του φθινοπώρου

Το φθινόπωρο προχωρεί σιγά, νωχελικά προς το χειμώνα. Αργοπορεί όσο μπορεί σ’ αυτές τις θάλασσες, σε τούτα τα νησιά, πριν ξεκινήσει για το ταξίδι του προς τα μέρη του Νότου. Δεν του κάνει καρδιά να φύγει. Καθημερινά ξαπλώνει τη θαλπωρή του πάνω στους γυμνούς βράχους, στ’ άσπρα σπίτια, στ’ αχνογάλανα κυματάκια.

Τα πρωινά περιπλέκεται με τις γαλατένιες στεκάμενες καταχνιές, που εξαϋλώνουν τους ορίζοντες στα ολόγυρα νησιά την απιθανότητα παρθενικού ονείρου. Το μεσημέρι κυλιέται στα φτερά του γλυκόπνοου μπάτη, παίζει με τον ήλιο, ρίχνει μάγια στις αχτίδες του και τις κάνει βαθύχρυσες. Τόσο βαθύχρυσες, που θερμαίνουν πιότερο την ψυχή παρά το σώμα. Το δειλινό κάθεται ώρες ατέλειωτες και ρεμβάζει, με μάτια στυλωμένα στην ποσφυρόχρυση και μενεξελιά δόξα τ’ ουρανού. Τη νύχτα πάλι προστάζει τους ανέμους να συμμάξουν τα φτερά τους, για να βασιλέψει παντού η εντέλεια της γαλήνης.

Για να μπορέσουν οι καρδιές των ανθρώπων κι η καρδιά του σκοταδιού να συνταιριάσουν τον παλμό τους. Κι όταν προβάλλει ο σκληρός, ο αδέκαστος, ο μοχθηρός και κακοποιός Εωσφόρος πάνω απ’ τον Τσικνιά, τότε το Χινώπορο αναστενάζει με πίκρα. Γιατί ξέρει πώς κάποτε πρέπει να φύγει για τις χώρες του Νότου, να παλέψει με το Καλοκαίρι, και σύντομα να νικηθεί.

Ξαπλωμένη στη βεράντα, περικυκλωμένη από το Αιγαίο και λουσμένη στον ήπιο και θερμόχρωμο ήλιο του μεσογειακού χειμώνα διάβαζε, ώρες ολόκληρες, από την πρωτόγονη μεγαλοφυΐα του Ομήρου και την τεκτονική σύλληψη του Αισχύλου, ως τον αισθητικό λυρισμό του Θεοκρίτου και την παραμελημένη χάρη του Λόγγου.

Ακόμα κι ο Αριστοφάνης –που τόσο την σύγχυζε άλλοτε η βωμολόχος και ξετσίπωτη σάτιρά του- τώρα έβρισκε έλεος στα μάτια της, τα συνεπαρμένα από καινούργιο φως και νέα χρώματα. Αλλά κι η σημερινή της νοοτροπία, θεμελιωμένη στη γνώση της αισθησιακής χαράς, την έκανε να παραδέχεται πολλά, που άλλοτε μονάχα οργή κι αηδία της προκαλούσαν.

Οι άνθρωποι των νησιών

Οι Συριανοί είναι άνθρωποι ευγενικοί και πρόσχαροι. Όπως όλοι οι νησιώτες έχουν χαρακτήρα μαλακό, πάθη συγκρατημένα από την πολιτιστική αγωγή του που τους χάρισε η γειτονιά της θάλασσας. Οι βιολόγοι απέδειξαν πως η ζωή γεννήθηκε στο αρμυρό νερό, για να ξεστρατίσει αργότερα στη στεριά. Το ίδιο κι οι κοινωνιολόγοι επιμένουν ότι ο χερσαίος άνθρωπος έγινε αμφίβιος και χίμηξε στη θάλασσα, να βρει τον πολιτισμό. Πώς ό,τι ωραίο κι ανώτερο κερδίσαμε, η θάλασσα μας το ‘δωσε: ο μεγάλος τούτος δρόμος της πανανθρώπινης επικοινωνίας, που μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης.

Στη Σύρα, ο φτωχός κόσμος ζει ξένοιαστα, με γλύκα και χαρά. Οι άντρες δουλεύουν για το ψωμί τους με το χαμόγελο στα χείλη, και γλεντούν με την αμεριμνησία της ευκολοχόρταστης ψυχής.

Οι γυναίκες πάλι έχουν τη χάρη από τα τόσα αίματα που κυλάν στις φλέβες τους: αίμα ελληνικό της ειδωλολατρίας και του βυζαντινού χριστιανισμού. Αίμα λατινικό, γεμάτο ορθολογισμένη θέληση. Αίμα σαρακηνό, φλογισμένο στους άμμους της Αφρικής. Αίμα ιταλικό, ποτισμένο με ύπουλο αισθησιασμό. Αίμα φράγκικο, περήφανο κι ερωτιάρικο.

Είναι μικρόσωμες, πλούσια σαρκωμένες, με ψυχή παιγνιδιάρα. Μεγάλη τους φροντίδα είναι ο έρωτας, ο πιο σύμφωνος με τη φυσιολογική του σημασία, δηλαδή τη χαρά των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όλη η περιορισμένη νοημοσύνη τους αφιερώνεται σε τούτο το σπαρταριστό παιχνίδι.

Οι στοχασμοί, οι ώρες της μέρας και της νύχτας, οι κουβέντες, ολόκληρη η βιοτική τους δραστηριότητα, δεν έχουν άλλο σκοπό. Περί το βράδυ, στις κάτασπρες ανηφοριές, τις χρωματισμένες από το βαθυγάλανο της ερχόμενης νύχτας, θα ιδείτε τα ζευγαράκια να περιδιαβάζουν τη σμιχτή τους ευτυχία.

Σύρα: Οι αισθήσεις κυβερνούν

Στη Σύρα, τα πάθη του κορμιού είναι παντοδύναμα. Οι λιγοστές ικμάδες του άδροσου βράχου έχουν ποτίσει τους ιστούς των ανθρώπων. Έχουν κορέσει τις σάρκες, αφήνοντας την πέτρα κατάξερη. Οι αισθήσεις κυβερνούν. Παρεπόμενη συνέπεια του κυρίαρχου αισθησιασμού είναι τα αισθήματα.

Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου, ηθική γραμμή υποκειμενική ή αντικειμενική. Η γυναίκα που επιθυμεί έναν άντρα πιστεύει πως τον αγαπάει και του δίνεται απλά, πρόσχαρα, δίχως μεγάλο προηγούμενο αισθηματικό έλεγχο, σαν να εκτελεί κάτι το ψυχικό, το αναπότρεπτο.

Έτσι, τα ερωτικά μικροδράματα, οι μικροτραγωδίες του πάθους, της ζήλιας και του πληγωμένου εγωισμού δεν έχουν μετρημό. Τα πάντα όμως περνούν απαρατήρητα κι ασχολίαστα μέσα στο ρέμα της αμέριμνης κι ηδονιστικής ζωής, που δικαιολογεί τα πάντα.

Ο απατημένος παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες. Η μοιχαλίδα, τις πιότερες φορές, ξαναγυρνά συχωρεμένη στο νόμιμο κρεβάτι. Κι όλα τελειώνουν άχρωμα σε συνέπειες, ενώ είχαν αρχίσει με γεγονότα γεμάτα χρώματα δυνατά.

Οι Κασιώτες της Σύρας

Το μεγάλο εμπόριο έφερε στην Ερμούπολη μια πανσπερμία από Έλληνες, διαφορετικούς σε καταγωγή και κοινωνική εξέλιξη, μα που τους ένωσε ο κοινός σκοπός του κέρδους. Χιώτες κουτοπόνηροι, Αντριώτες δουλευταράδες κι αφελείς, Μοραΐτες σκοτεινοί και δίβουλοι.

Οι Κασιώτες απλοϊκοί και τίμιοι κρατούν, κατά κάποιο τρόπο, τις τοπικιστικές φατρίες τους. Ενώθηκαν σε σύνολο ρευστό κι απροσδιόριστο, με βασικό κριτήριο το χρήμα. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς που η μόρφωση και κάποια ψυχική ανωτερότητα ξεχώρισε απ’ τη μάζα, οι άλλοι θεοποίησαν την οικονομική τους δύναμη και κανόνισαν πάνω σ’ αυτή τις ηθικές αξίες της ζωής. Δημιούργησαν μια κοινωνική ζωή βασισμένη στην επίδειξη του πλούτου, που δίνει ξώπετση εντύπωση πολιτισμού.

Εργάζονται σκληρά κι ευσυνείδητα στα βαπόρια τους και τα γραφεία τους της Σύρας, του Πειραιά και του Λονδίνου, ακριβώς όπως μοχθούσαν οι πατεράδες τους στα καραβόσκαρά τους. Και περιμένουν την ώρα τους υπομονετικά, απόλυα βέβαιοι πως κάποτε θα φτάσει.

Κοντινές εκδρομές

Μετά την Σύρα γνώρισε την Τήνο, την Άντρο, τη Μύκονο και τη Δήλο. Καθένα από αυτά τα νησιά είχε το δικό του χαρακτήρα μέσα στην κοινή αιγαιοπελαγίτικη ατμόσφαιρα που τα ένωνε. Η Άντρος ξεχώριζε για τα βλαστερά φαράγγια των βουνών της, όπου ανάμεσα στους πυκνόφυτους λεμονόκηπους ξεπρόβαλαν τα γαλανοασβεστωμένα νοικοκυρόσπιτα των κατοίκων, για τις βαθιές ρεματιές, με το λιγοστό κρυσταλλόνερο, που κελάριζε στα χρυσόχρωμα τροχάλια.

Για τους φράχτες των ψηλών ανεμόδαρτων κυπαρισσιών, που προστάτευαν τα μποστάνια από τους βίαιους ανέμους του πελάγου. Για τους ανθρώπους της με το πράο χαρακτήρα, το μυαλό και την καλομετρημένη τόλμη, που γέμισαν τις θάλασσες με τα καράβια τους και τα πουγγιά τους με χρυσάφι.

Η Τήνος παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Το φαινόμενο της Παναγίας. Είχε ακούσει πολλά και διάφορα για τη θαυματουργή εικόνα και την επιρροή της φήμης στις μεγάλες μάζες των ορθοδόξων. Ένα ηλιόλουστο πρωινό ξεμπάρκαρε στο μουράγιο της Τήνος με τη φαντασία πολύ ξαναμμένη. Ανέβηκε τον ανηφορικό πλακόστρωτο δρόμο με κόπο, έχοντας ν’ αντιπαλαίσει το δυνατό μελτέμι, που κατέβαινε απ’ το βουνό με άταχτες ριπές. Ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό που υπόθετε πως θα έβλεπε, γιατί το θέμα της ήταν γνωστό απ’ τις μελέτες της. πίστευε ότι η δογματική διαφορά του ορθόδοξου χριστιανού απ’ τον καθολικό δεν ήταν τόσο σημαντική. Θυμόταν και τη θρησκευτική ιστορία του ελληνικού λαού, από την εποχή των Αιγαίων ως το γκρέμισμα του Βυζαντίου με τις τεράστιες εναλλαγές πίστης και σκεπτικισμού, ψυχικής ανάτασης προς το νόημα του θείου και χαμηλής δεισιδαιμονίας, φωτισμένης ενατένισης των μεταφυσικών προβλημάτων και στενοκέφαλου φανατισμού.

Η παλιά Μύκονος

Στη Μύκονο πέρασε δέκα μέρες βαφτισμένες στη δυσκολοεξήγητη γοητεία του ξερού αυτού νησιού. Σαν φυσική διαμόρφωση, δεν παράλλαζε πολύ από το βραχνιασμένο έδαφος και το λιγοστό χώμα της Σύρας. Η μικρή όμως πολιτεία, που διατήρησε ολάκερο τον αιγαιοπελαγίτικο χαρακτήρα της, δεν έχει μεγάλες ομοιότητες με την Ερμούπολη, την κατά κάποιον τρόπο εξευρωπαϊσμένη. Ύστερα, η αντιαμφιθεατρική ανάπτυξη της από Νότο προς Δύση και Βοριά είναι ακριβώς αντίθετη από τον ανατολικό αμφιθεατρικό προσανατολισμό της συριανής πρωτεύουσας.

Η ημέρα της Μύκονος είναι όπως του κάθε κυκλαδίτικου νησιού. Μόνο που το μελτέμι, ξεμπουκάροντας πανίσχυρο απ’ τον Τσικνιά, τη σαρώνει και τη συγκλονίζει συθέμελα.

Με τη νύχτα, το δειλινό όνειρο παίρνει άλλη υπόσταση, πιο εξαϋλωτική, σχεδόν παραισθητική, καθώς το φεγγάρι δημιουργεί αυθαίρετες φωτεινές αντιθέσεις στα αναρχικώς τοποθετημένα επίπεδα των λευκών τοίχων. Η πιο απόλυτη σκιά παραστέκεται στο πιο απόλυτο φως, δίχως διαβαθμίσεις τόνων, χωρίς υποψία χρωμάτων.

Αν τις μεταμεσονύχτιες ώρες της βαριάς γαλήνης –πριν σκάσει ακόμα το πρασινωπό μπουμπούκι της χαραυγής στην ανατολή- περιδιαβείς μονάχος κι άσκοπα τον αναρχικό δαίδαλο των στενών σκολιών δρομάκων με τα λευκά σπίτια και το άσπρο πλακόστρωτο, θα μπεις σ’ έναν κόσμο φαντασμαγορικό, όπου βασιλεύει το εξωλογικό κι η φρεναπάτη.

Θα αντικρίσεις τ’ αερικά, τα τελώνια κι όλα τα τρισχαριτωμένα δαιμονικά που κάρπισαν στα σπλάχνα της ελληνικής γης, τα γονιμοποιημένα από το σπόρο της φαντασίας των λαών της. Και δεν θα τρομάξεις, δεν θα φοβηθείς, δεν θα νιώσεις το δέος που γεννάει το υπερφυσικό στην ψυχή του ανθρώπου. Γιατί τούτο το υπερφυσικό δεν βγήκε από ζοφερές φαντασίες, για να γιομίσει με σκοτειδερά παραλάματα κάποιον άφωτο κόσμο.

Σούνιον πέλαγος

Πέρα, στο βάθος, εκεί που άρχιζε ν’ αχνορροδίζει ο ουρανός, ένα περήφανο ακρωτήρι ορθωνόταν και στην κορφή του φύτρωνε ένα μαρμαρένιο θεώρημα αρμονίας, ευρυθμίας και λιτότητας. Ήταν το Σούνιο. Τινάχτηκε όρθια και στύλωσε τα μάτια της στο όραμα της απόλυτης ομορφιάς, που πετυχαίνεται με την εξαΰλωση της ύλης.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σ’ επαφή με τ’ αρχαία κτίσματα – είχε περάσει ώρες ολόκληρες στα ερείπια της Δήλος. Αλλά τούτα τα μάρμαρα ρίζωσαν στη γη της Αττικής, αναδύονταν από το χώμα που ο Θεός το έπλασε πάνω την πιο κεφάτη στιγμή της Δημιουργίας.

Σκυμμένη στην κουπαστή, πάνω από τους αφρούς του Σαρωνικού, είδε την ημέρα να έρχεται πίσω από το νωχελικό τόξο του Υμηττού. Αντίκρισε την άσπρη λαβωματιά στα σπλάχνα της Πεντέλης, απ’ όπου οι άνθρωποι ξερίζωσαν την ύλη για να σμιλέψουν την άυλη ομορφιά.

Η ομορφιά της Καρυάτιδας

Κορμί στητό, κάπως αλύγιστο κάτω απ’ τον πολύπτυχο πλουμιστό ιωνικό χιτώνα. Ο άτεχνος λαιμός, αφύσικα ψηλός και χοντρός. Πάνωθέ του ορθώνεται ένα κεφάλι εξαίρετης πλαστικής ομορφιάς, που την πολλαπλασίαζε η έκφραση κάποιας περήφανης γαλήνης.

Κάτω από το γεωμετρικό ημικύκλιο της βοστρυχωτικής κόμης προβάλει το αψεγάδιαστο μισοφέγγαρο του αμέριμνου μετώπου. Τα μακρόστενα φρύδια τοξεύουν με άνεση τις καμάρες τους, από τη λεπτή ρίζα της μύτης ως τις μπούκλες των κροτάφων.

Τα μάτια, μεγάλα και λοξά, τραβηγμένα προς τους κροτάφους κι αυτά, ατενίζουν μπροστά, με βλέμμα δυνατό και γαλήνιο. Η κοντυλένια και λιγνή μύτη τελειώνει σε ρουθούνια λίγο πλατιά, παλλόμενα από αδιόρατη αισθησιακή διάθεση. Οι παρειές, έντονα πεταχτές στα ζυγωματικά. Το στόμα, με τα καλοσχεδιασμένα, μακριά κι ηδονόφιλα χείλια, που συσπώνται στο αριστερό μάγουλο σε χαμόγελο αλαζονικής ειρωνείας, είναι αριστουργηματικό.

Πηγή: «Μεγάλη Χίμαιρα» Μικέ Καραγάτση

Εκδόσεις: Εστίας 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ