ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΕΛΛΑΔΑ

Η οικονομική κρίση χτύπησε και την πανεπιστημιακή έρευνα

0

Τα ελληνικά ΑΕΙ πρέπει να αξιοποιηθούν ως βασικοί συντελεστές της ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας για την αντιμετώπιση της κρίσης και την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Η Ανώτατη Εκπαίδευση στις επόμενες δεκαετίες θα πρέπει να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο για τη μετατροπή της εθνικής οικονομίας σε μια παραγωγική οικονομία, βασισμένη στη γνώση και την καινοτομία, για βιώσιμες επιχειρήσεις και ελκυστικά ΑΕΙ που θα παράγουν επιστήμονες με δημιουργικό τρόπο σκέψης, ευρεία μόρφωση και γνώσεις αιχμής σε μια χώρα με υψηλή ποιότητα κοινωνικής ζωής και πολιτισμού, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Αυτή είναι η πρόταση εθνικής στρατηγικής και το όραμα που πρέπει να έχει η Ελλάδα για τα ΑΕΙ την επόμενη πενταετία, όπως αναφέρεται στην ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), η οποία παραδόθηκε στον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση.

Η έκθεση αυτή δίνεται κάθε χρόνο στη Βουλή και έχει στόχο να στηρίξει την πολιτεία στην κορυφαία υποχρέωσή της, δηλαδή στη συγκρότηση εθνικής στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Στην έκθεση γίνεται μια περιγραφική αναφορά σε όλα τα θέματα που απασχολούν σήμερα τα ΑΕΙ, στα θετικά και αρνητικά σημεία τους, αλλά και προτάσεις για την ανάπτυξή τους. Επίσης γίνεται αναφορά και στην ερευνητική δραστηριότητα που παράγεται στη χώρα μας. Οπως τονίζεται, όμως, η οικονομική κρίση έχει πλήξει σοβαρά και την έρευνα στα ΑΕΙ. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η ερευνητική δραστηριότητα των περισσότερων ελληνικών Ιδρυμάτων ανταγωνίζεται επάξια αυτήν των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Οι συνολικές ερευνητικές εργασίες αυξάνονται διαχρονικά μέχρι και το 2014, ενώ το 2015 παρατηρείται μείωση πάνω από 10%. Ενδεχομένως να οφείλεται και στην αριθμητική μείωση των Ελλήνων ερευνητών που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των δημοσιονομικών περιορισμών για προσλήψεις προσωπικού, καθώς και στην αύξηση της «διαρροής» του επιστημονικού δυναμικού από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Σημειώνεται ότι σχεδόν το 85% της ερευνητικής δραστηριότητας προέρχεται από τα ΑΕΙ της χώρας.

Μάλιστα, όπως τονίζεται, με έμφαση τα ελληνικα ιδρυματα, παρολο που υπολειπονται σε ανθρωπινους πορους και κεφαλαια, εχουν να επιδειξουν μια σημαντικη και ανερχομενη επιδοση στην ερευνητικη δραστηριοτητα, η οποια, ομως, πλεον, εμφανιζεται να καμπτεται εξαιτιας της οικονομικης κρισης.

Η Ελλάδα παρουσιάζει τη μικρότερη χρηματοδότηση ανά φοιτητή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες για όλα τα έτη, ενώ διαχρονικά η χρηματοδότηση αυτή καταγράφει πτωτική τάση. Η ίδια τάση παρατηρείται και όταν υπολογίζεται η χρηματοδότηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μάλιστα επισημαίνεται η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης αλλά και η απουσία λεπτομερούς και μακροχρόνιας στρατηγικής σχετικά με τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων.

Τα βασικά σημεία, τα οποία επισημαίνει η έκθεση προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι τα εξής:

•  Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και η ανεπαρκής και διαρκώς μειούμενη χρηματοδότηση από την Πολιτεία, που οδηγεί σε μειωμένο διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, δυσχέρειες πρόσβασης σε διεθνείς βιβλιοθήκες, υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών και της αξίας των πτυχίων, «γήρανση» του διδακτικού προσωπικού, αδυναμία συντήρησης κτιριακών υποδομών και υλικοτεχνικού εξοπλισμού, δυσκολίες κατά τη διεξαγωγή της πρακτικής άσκησης.

• Η υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών, λόγω του μεγάλου αριθμού νεοεισερχόμενων φοιτητών και της έλλειψης δυνατότητας καθορισμού του αριθμού των εισακτέων από τα ίδια τα Ιδρύματα.

• Η υποβάθμιση της ποιότητας σπουδών, λόγω ελλιπούς κατάρτισης των νεοεισερχομένων φοιτητών από τη Μέση Εκπαίδευση.

• Ο μεγάλος διδακτικός και διοικητικός φόρτος του τακτικού διδακτικού προσωπικού κατά περίπτωση.

• Η μη ύπαρξη σαφούς και σταθερής εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση και την έρευνα.

• Η μείωση ρυθμού αποφοίτησης και δημιουργία λιμναζόντων φοιτητών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών.

• Η καθυστέρηση προκηρύξεων και διορισμού νέων μελών τακτικού διδακτικού προσωπικού και η έλλειψη θέσεων διοικητικού προσωπικού.

•  Ο υπερβολικός αριθμός των φοιτητών και η μεγάλη διάρκεια φοίτησης.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ