ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Στοχαστής του ρομαντισμού - Θανάσιμη συνάντηση σκιών του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Ένα φιλολογικό πάθημα αναστάτωσε πριν από το 1950 την πνευματική μας ζωή. Ένα περιοδικό, που είχε αδυναμία στις φιλολογικές φάρσες, διηγήθηκε μιαν ιστορία, που ακριβώς επειδή ήταν απίθανη έκαμε ζωηρότατη εντύπωση και έγινε παραπάνω από πιστευτή. Έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, στη βιβλική κοιλάδα  του Αρσίν, σκοτώθηκε ο νεαρός Εβραίος ποιητής Σολομών Κρέλ, πάνω σε μια μάχη με τους Άραβες. Ο Κρέλ χτυπήθηκε κατάστηθα απ’ το ντουφέκι ενός άλλου νεαρού Άραβα ποιητή, του Χουσεϊν Μπέν Μπενάρες, γνωστού από τα τραγούδια του «Ποιήματα στην άμμο», που εκδοθήκανε πέρσι αγγλικά. Φυσικά δεν είχε υπ’ όψη του πως σκότωσε έναν συνάδελφο. Μα όταν – κατά τα έθιμα της φυλής του – του έφεραν τα ρούχα του νεκρού, ο Μπενάρες ανακάλυψε στην τσέπη του Κρέλ ένα βιβλίο του, που πλάι σε κάθε τραγούδι είχε σωρό σημειώσεις ο σκοτωμένος ποιητής. Στο περιθώριο της 17ης σελίδας έγραφε: «Αν πάνω στη μάχη, που θα δώσουμε το πρωί, συναντούσα τον Μπενάρες, θα του φώναζα: Σημάδεψε εδώ, στην καρδιά μου, να μη μάθεις ποτέ πως είμαι ποιητής!». Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε μοιραία: «Μα ωστόσο, σχολιάζει η φιλολογική εφημερίδα των Αράβων «Αρκαντέμ», ο Μπενάρες δεν έκλαψε, γιατί οι Άραβες δεν κλαίνε για το θάνατο. Τρύπησε μόνο την παλάμη του με μια κάμα, στη μνήμη ενός εχθρού ποιητή!». Πώς να μη δακρύσουμε εμείς, που δεν είμαστε Άραβες, για τους νεκρούς του πολέμου;».

Οι πνευματικοί μας άνθρωποι έζησαν πολύ αυτή την ιστορία, κι όχι μόνο δεν μπόρεσαν να την ξεχάσουν, αλλά θέλησαν και να την διαφυλάξουν σε σελίδες ζεστές από τη συγκίνησή σους. Αλλά η ιστορία ήταν πολύ ωραία, δηλαδή ήταν τόσο μοναδική, που δεν μπορούσε να τελειώσει εδώ. Και πριν κλείσει χρόνος, ήρθε το κακό: Μια αθηναϊκή εφημερίδα έκαμε την οδυνηρή αποκάλυψη ότι όλα αυτά, κι ο Κρέλκι ο Μπενάρες και τα «Ποιήματα στην άμμο» και η σημείωση στο περιθώριο της 17ης σελίδας κι ο θάνατος του Κρέλ και το τρύπημα της παλάμης του Μπενάρες με κάμα, δεν ήταν παρά μια … φιλολογική φάρσα!

Η λογοτεχνική φάρσα δεν είναι καινούριο είδος. Έχει την ιστορία της, κι όποιος αποφάσιζε να την διηγηθεί, θα πρόσφερε ένα πολύ διασκεδαστικό ανάγνωσμα με πρώτους και καλύτερους στη σειρά των πρωταγωνιστών του μερικούς από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες μας. Ποιος ξέχασε τα παθήματα των θεατρικών κριτικών μας, όταν ο Ξενόπουλος έδωσε στο θέατρο δικά του έργα με ξένο όνομα; Και ποιος δεν γέλασε με την καρδιά του, όταν δύο-τρεις δημοσιογράφοι – λόγιοι, για να ρίξουν σε παγίδα την πολυμάθεια ενός από τους παλαιότερους τεχνοκρίτες μας, τον ρώτησαν, απάνω σε μια γενική συζήτηση από τις στήλες των εφημερίδων, ποια ήταν η γνώμη του για έναν ανύπαρκτο ξένο ζωγράφο που είχαν σχηματίσει τ’ όνομά του … αναγραμματίζοντας το όνομα του ίδιου του κριτικού, και τον βρήκαν πρόθυμο να δώσει πληροφορίες για τον «περίφημο» αυτόν ζωγράφο και έτοιμο να αξιολογήσει το έργο του…αναγραμματισμένου εαυτού του!

 

Αποκαλύψεις χορού εν έτη 1927

Σε πολλά βιβλία, λογοτεχνικά και άλλα, βρίσκουμε τον άνθρωπο του 1920 ή του 1930 κι ακούμε τη φωνή του, τους ενθουσιασμούς ή τις απορίες του, την αισιοδοξία ή τη θλίψη του. Σπάνια ανακαλύπτουμε κι ένα παραθυράκι που είναι η μεγάλη έκπληξη. Από κει βλέπουμε τι κρύβουν οι μεταβολές, που μας διηγούνται λογοτέχνες και χρονικογράφοι, κι από κει ξεχωρίζουμε κάποιες λεπτομέρειες, που μας διαφωτίζουν πολύ περισσότερο από την περιγραφή μεγάλων και συνταρακτικών γεγονότων. Κι ένα τέτοιο παραθυράκι προσφέρει ένα κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Δημοσιεύτηκε απάνω στην Αποκριά του 1927 κι έχει τίτλο: «Δημόσιος χορός του 1927». Κι ενώ γεμίζει μόνο δύο σελίδες, απλώνεται σ’ ολόκληρη την εποχή και μας εξηγεί πολλές από τις κύριες εκδηλώσεις της.

Φυσικά ο Παπαντωνίου και στο κείμενο αυτό δεν ξεχνάει ούτε μια στιγμή τον αισθητικό. Σχολιάζει το χορό, ένα δημόσιο χορό. Αλλά πως τον σχολιάζει! Στις εντυπώσεις και στις παρατηρήσεις του έχουμε ένα σχόλιο, που θα μπορούσε να το προσυπογράψει κι ένας κοινωνιολόγος.

Αφού εξηγήσει ο Παπαντωνίου πως η μόδα της κοντής φούστας επέβαλε το νόμο της ακόμα και στις γυναίκες που έχουν αδικηθεί από τη φύση στα πόδια και θα έπρεπε να τα κρύβουν όσο μπορούν περισσότερο αντί να τα προσφέρουν στον αμείλικτο έλεγχο, παραδέχεται ότι «μια μόδα είναι ωραία όσο περισσότερο μεταβάλλεται εις δημοκρατικό γεγονός» και συμπεραίνει: «Αυτό το δημοκρατικό γεγονός ευτύχησα να ιδώ προ ημερών σ’ ένα δημόσιον χορό της πρωτευούσης, ο οποίος είναι και το θέμα των γραμμών τούτων. Δήμευσις της χαράς και της ομορφιάς. Στους χορούς αυτούς, τους οποίους άλλοτε ελάχιστοι μπορούσαν ν’ αντικρύσουν, μπήκε τώρα ο λαός με την προχωρημένη προφυλακή του, την γυναίκα του λαού, εντελώς εξισωμένη με τα προνομιούχα θηλυκά της κοσμικής κινήσεως, κουρεμένη καθώς εκείνες, βαμμένη καθώς εκείνες, κοντοφούστανη και χαρούμενη. Φύσις, τάξις, επάγγελμα δεν διακρίνεται. Σήμερα γλεντούν όλοι. Ομοιομορφία και κοινοκτημοσύνη».

Ο χορός πλέον έπαυσε να είναι κοπιαστικός, να έχει μορφή αυστηράν και δυσκολίαν, καθώς άλλοτε. Έγεινεν ένα με τας φυσικάς κινήσεις του ανθρώπου, με το βάδισμα, με τη γυμναστική, με την επίθεση και με την άμυνα. Αν προσθέσωμεν και την υπηρεσίαν που προσφέρεται εις τα ένστικτα των χορευτών από την μουσική, φθάνομεν εις τον επίλογον. Η σημερινή χορευτική μουσική δεν εμάζευσε μόνον τους ρυθμούς από τας σωζομένας φυλάς των αγρίων, αλλά και επλουτίσθη με κρότους, οι οποίοι άλλοτε μόνον από σεισμόν ή άλλο δυσάρεστον γεγονός μπορούσαν να προκληθούν κατά την ιεροτελεστία του χορού. Οι κρότοι, οι οποίοι γίνονται από ξύλα, σκεύη, ή και από ταμπουρλονιάκαρα, είναι η κυρίως μουσική των σημερινών χορών. Αν υποθέσωμεν ότι γίνεται μεταξύ των μουσικών ή των υπαλλήλων του μπουφέ συμπλοκή και σφενδονίζουν τα πιάτα και τα όργανα ο ένας κατά του άλλου, οι χορευτές δεν θα αντιληφθούν τίποτε. Θα εξακολουθήσουν να χορεύουν. Αλλά εάν αυτά τα πράγματα δεν έχουν σχέσιν με την τέχνην, έχουν όμως με την ζωήν και θα είναι άδικος ο περιηγητής που μπαίνει σ’ ένα δημόσιον χορόν του 1927 να μην ομολογήσει ότι υπάρχει εκεί κάτι ωραίο, το οποίο αν δεν είναι η μορφή και τέχνη, είναι η διάδοση της χαράς και του στολισμού σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων».

Και τώρα το 1960 οι «σωζόμενες φυλές» των αγρίων είναι παρούσες στο χορό. Και τώρα μπορούν να σπάσουν τα τζάμια από τους «κρότους» της χορευτικής μουσικής. Αλλά και οι διαφορές δεν είναι λίγες και μικρές.

Με το χορό δεν προσφέρεται πια μεγάλη υπηρεσία στα «ένστικτα των χορευτών». Δεν την χρειάζεται πια ο σημερινός χορευτής, προπάντων ο νέος, αυτή την υπηρεσία. Κι εδώ βλέπω μια διαφορά ανάμεσα στις δύο εποχές και μια μεταβολή, αρκετά σημαντική. Αρχίζω μάλιστα να διαπιστώνω ότι η ερωτική πείνα είναι λιγότερη τώρα παρά στα 1927. Τότε, επικρατούσαν οι χοροί επαφής, το ταγκό ιδίως, τώρα επικρατούν οι έξαλλοι, οι ασυγκράτητοι χοροί, αλλά και οι ¨εξ αποστάσεως» χοροί, που είναι επικίνδυνο γύμνασμα, ακροβασία, κατάργηση, αν θέλετε, της αρμονίας – αν και τούτο δεν μπορείς να το ισχυριστείς, όταν βλέπεις πειθαρχία, κάποιον νόμο, και στους πιο βίαιους στροβιλισμούς – όχι όμως σφίξιμο, όχι σμίξιμο.

 

Περιγραφή ξιφασκίας

Μια μάχη μεταξύ λογοτεχνών που και φίλοι ήταν και αληθινά πολιτισμένοι άνθρωποι. Η μάχη αυτή έγινε την άνοιξη του 1934. Και αντίπαλοι ήταν ο Παύλος Νιρβάνας κι ο Κώστας Ουράνης. Φίλοι παλιοί, φίλοι καλοί, κι όμως ξαφνικά βρέθηκαν με τα ξίφη στα χέρια. Απλή, απλούστατη η αιτία. Ένα χρονογράφημα του Νιρβάνα «Περί σεβασμού», που άρχιζε έτσι:

«Ένας αγαπητός – όχι σεβαστός – συνάδελφος μου έλεγε αυτές τις μέρες:

Δεν καταλαβαίνω τι έχουν πάθει όλοι οι συγγραφείς που μου κάνουν την τιμή να μου στέλνουν βιβλία τους, και με γράφουν στην αφιέρωσή τους «Σεβαστό». Κι αυτό δε συμβαίνει τώρα μόνο, που έχω τέλος πάντων κάποια ηλικία. Γινότανε κι όταν ήμουν πολύ νεώτερος. Και δεν είναι μόνον παιδιά που με γράφουν «Σεβαστό». Με γράφουν έτσι και αρκετοί ηλικιωμένοι. Ακόμη και συνομήλικοί μου. Αλλά τι θα πει «σεβαστός», σε παρακαλώ. Και τι θέλουν να μου δείξουν όλοι αυτοί οι κύριοι γράφοντάς με «σεβαστό»; Θέλουν να με περιποιηθούν ή να με κολακεύσουν; Ποιος κολακεύεται, όμως, όταν του θυμίζουν τα χρόνια του; Διότι τα χρόνια σου σου θυμίζει εκείνος που σε τιτλοφορεί «σεβαστό». Και ο Μαθουσάλας ακόμα, αμφιβάλλω πολύ αν θα δεχόταν ευχαρίστως τον αμφίβολον αυτόν τίτλο. Και όμως, όλοι αυτοί οι κύριοι επιμένουν στο «σεβαστός», σαν να χάθηκαν όλα τα άλλα επίθετα. Φαντάζονται πως κάνουν φιλοφρόνηση, ενώ απλούστατα, κάνουν μια γαϊδουριά.

Αυτά και άλλα ακόμη έγραψε ο Νιρβάνας «περί σεβασμού». Και πριν περάσουν πολλές ημέρες, επήρε απάντηση από τον Ουράνη, που είχε και ειδικό λόγο να του απαντήσει: «Τιτλοφόρησα κι εγώ τον κ. Νιρβάνα «σεβαστό φίλο», έγραψε ο Ουράνης, τόσο σε μια αφιέρωση βιβλίου μου όσο και σ’ ένα μου γράμμα στη «Νέα Εστία» σχετικό με τον Λεμπέγκ. Ομολογώ δε ότι εφανταζόμουν ότι έκανα μια φιλοφρόνηση. Το χρονογράφημά του όμως δε με  έπεισε ότι έκανα μια γαϊδουριά. Και κάτω απ’ την πένα του κ. Νιρβάνα η λέξη αυτή με ξένισε πολύ περισσότερο απ’ ότι με πείραξε».

Ο Νιρβάνας δε θέλησε να ρίξει λάδι στη φωτιά. Και το δεύτερο χρονογράφημά του «Περί σεβασμού», την ανταπάντησή του στον Ουράνη, ετελείωσε έτσι: «Ο καλός μου Ουράνης – έγραφε – με αγαπούσε μια φορά. Είχαμε γνωρισθεί σε πονεμένες μέρες. Και είχαμε για καιρό μια τρυφερή αλληλογραφία. Άξαφνα άρχισε να με «σέβεται». Κι από τη στιγμή που του έγινα «σεβαστός», με πήρε ο διάβολος της κριτικής του. Τώρα του προτείνω ένα φιλικό συμβιβασμό. Να πάρει πίσω το «σεβασμό» του και να μου ξαναχαρίσει την αγάπη του. Τη δική μου δεν έπαψε ποτέ – quand meme – να την έχει».

 

 

Η «ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ»

Ένας καλός φίλος μου εγνώρισε την αυθεντική ιστορία του κοσμαγάπητου τραγουδιού. Μου έδωσε πληροφορίες αποκαλυπτικές, προπάντων όμως παρουσίασε την ίδια την Ανθισμένη Αμυγδαλιά! Έχω την  άδεια του να την παρουσιάσω κι εγώ. Και το κάνω όχι μόνο με πολλή ευχαρίστηση, αλλά και με τη βεβαιότητα ότι ικανοποιώ μια πανελλήνια περιέργεια.

Πληροφοριοδότης μου είναι ο κ. Ν. Πολυχρόνης, γαμπρός της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς, γυναίκας του παλαιού προέδρου του Αρείου Πάγου Μελέτη Μελετόπουλου κι εξαδέλφης του Γεωργίου Δροσίνη, που της αφιέρωσε το τραγούδι του. Πολλά χρόνια, χρόνια αμέτρητα, η Ανθισμένη Αμυγδαλιά δε θέλησε να μιλήσει, μ’ όλη την πίεση συγγενών, φίλων, δημοσιογράφων και ερευνητών. Δεν της άρεσε ο θόρυβος, απέφυγε να ‘ρθει στο προσκήνιο. Έπειτα, την ενοχλούσε πολύ κι ένας στίχος του Δροσίνη: « - Ο ευλογημένος ο Γιώργος, ποιητική αδεία, έβαλε στο τραγούδι του και μιαν ανακρίβειαν. Δηλαδή πως με φίλησε».

Και δεν θα είχαμε ίσως τίποτα περισσότερο απ’ αυτή την τόσο καθυστερημένη και ήρεμη διαμαρτυρία, αν δεν αξιούσε ο δισέγγονός της να μάθει επιτέλους την πραγματική ιστορία της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς. Έτσι η σεβαστή δέσποινα, που σε όλους είχε αρνηθεί, για χάρη του αγαπημένου παιδιού, διηγήθηκε:

« - Στην Αθήνα, εκτός άλλων γνωστών, είχα κυρίως το θείο μου Χρηστάκη Δροσίνη και κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα πήγαινα σπίτι του και περνούσα ωραία, με συντροφιά την εξαδέλφη μου Κάκια και τον αδελφό της Γιώργο Δροσίνη, που μας έκανε το συνοδό στους περιπάτους και στα θεάματα.

»Μια απ’ αυτές τις χρονιές, συνεχίζει η Ανθισμένη Αμυγδαλιά, και δεν αλλάζω λέξη, - θα κόντευα τα 17, - ένας γλυκός χειμώνας, καλή ώρα σαν τον φετινό, έκανε ν’ ανθίσουν πρόωρα οι αμυγδαλιές. Το σπίτι του θείου μου ήταν τότε εκεί που είναι σήμερα χτισμένη η Ιονική Τράπεζα και είχε μεγάλο κήπο. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γιώργος, που ήταν στρατιώτης του μηχανικού με άσπρες γκέττες, μας είπε, μετά το φαϊ, πως θα μας πήγαινε περίπατο. Επειδή ήταν ακόμα νωρίς κι ο Γιώργος είχε κάτι να γράψει στο δωμάτιο του, η Κάκια κι εγώ κατεβήκαμε στο κήπο. Κοριτσόπουλα ήμαστε, στα δεκάξι χρόνια μας. Κάποιο λογάκι μου είπε η Κάκια, κάτι της απάντησα κι έτσι αρχίσαμε το κυνηγητό. Κάποτε σταμάτησα αφήνοντας μακριά την εξαδέλφη μου. Βρέθηκα ανάμεσα σε δύο μικρές ανθισμένες μυγδαλιές. Μα ήταν τόσο όμορφες, που μου κίνησαν θαυμασμό. Αχ! Να μπορούσαν ν’ άκουαν! Να τους μιλήσω, να τις ρωτήσω να μου ειπούν το μυστικό της ομορφιάς. Ήταν τόσο κοντά φυτεμένες, που απλώνοντας τα χέρια μου ένιωσα τα δάχτυλά μου να περιβάλλουν σχεδόν ολόκληρο το μικρό κορμί τους. Σαν απελπισμένη που δεν μ’ απαντούσαν, τις ετίναξα δίχως να καταλαβαίνω κι εγώ το γιατί. Το τι συνέβη ήταν αφάνταστο. Σε δύο δευτερόλεπτα βρέθηκα κάτω από μια καταρρακτώδη ανθορροή, που με μετέβαλε κ’ εμένα σε ανθισμένη μυγδαλιά. Τα μαλλιά μου, οι ώμοι μου, τα μπράτσα μου ήταν γεμάτα από απαλά ανθόφυλλα μυγδαλιάς. Η Κάκια, που είχε καταφθάσει ακριβώς κείνη τη στιγμή, με κοίταζε με θαυμασμό:

» - Μα τι ωραίο, είπε. Στάσου, μην κινηθείς, να φωνάξω τον κηπουρό να σε φυτέψει, να χουμε τρεις μυγδαλιές.

» Ύστερα, αφού μου τίναξε τα’ ανθόφυλλα από τα μαλλιά και το φόρεμα μου και καθίσαμε ακόμα αρκετά στον κήπο μιλώντας για τα νεανικά όνειρά μας, ανεβήκαμε να ετοιμασθούμε για τον περίπατο. Τέλειωσα πρώτη και πέρασα στο σαλόνι, προσμένοντας την Κάκια να κατέβη. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Γιώργος κρατώντας ένα φύλλο χαρτί.

» - Ξέρεις, Δροσίνη, μου είπε παρακολούθησα από το παράθυρο της κάμαράς μου το ανθοστόλισμά σου από το τίναγμα των αμυγδαλιών. Ήταν τόσο ωραίο το θέαμα, που ενεπνεύσθην και το μετέβαλα σε ποίημα, που στο αφιερώνω. Θέλεις να στο διαβάσω;»

Από την αφήγηση της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς μαθαίνομε κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα. Δεν μπορώ όμως να μη δώσω τη χαρακτηριστική αυτή ανάμνηση, που εξηγεί ποια ήταν η «τρίτη μυγδαλιά» στον κήπο της οικογένειας Δροσίνη:

« - Θυμάμαι, διηγείται πάντα η σεβαστή δέσποινα, που με βάλανε τιμωρία στο Αρσάκειο, ακριβώς την ημέρα που ήταν παιδικός χορός και που θα τον τιμούσε ο τότε νεαρός Διάδοχος Κωνσταντίνος. Περιορισμένη στο δωμάτιο μου, έτρωγα τα νύχια μου. Ξαφνικά πήρα την απόφαση. Χτενίστηκα και φόρεσα τα’ άσπρο φόρεμα του χορού κι έτρεξα απαρατήρητη στην αίθουσα. Σε λίγο όμως μια δασκάλα με αναχρονιστικές ιδέες μου φώναξε:

» - Δροσίνη, να πας γρήγορα….

» Μα έμεινε με ανοιχτό το στόμα, γιατί ο Διάδοχος, που με είχε διαλέξει με το βλέμμα του, υπεκλίνετο κιόλας μπροστά μου ζητώντας ν’ ανοίξει το χορό μαζί μου. Υποκλίθηκα και παραδόθηκα σαν υπνωτισμένη στα δυνατά μπράτσα του. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τον εαυτό μου τόσο εξασφαλισμένο όσο στην αγκαλιά του Κωνσταντίνου, που με χόρεψε κείνο το βράδυ τρεις φορές».

Αυτή είναι η ιστορία της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς». Ό,τι ξέραμε ως τώρα ήταν λίγο-πολύ, ο θρύλος.

 

Πηγή  : «Η ζωή και η τέχνη»

              Του  Πέτρου Χάρη – Αθήνα 1963

                Νέα Βιβλιοθήκη Φέξη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ