ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η έσχατη ασχήμια που μας περιμένει του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Προσεγγίσεις για τα γηρατειά

Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έγιναν σημαντικές πρόοδοι για τη μελέτη των δομών που έχουν δημιουργηθεί από και για υπερήλικες, καθώς και με την παραχώρηση του βήματος της ιστορίας σε υπερήλικες παρελθουσών κοινωνιών. Αυτό το ενδιαφέρον για τα γηρατειά αντιστοιχεί και σε ένα γενικότερο ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες σχετικά με την παρατηρούμενη ταχεία γήρανση του πληθυσμού και με τις συνέπειές της στο σύστημα υγείας, στην κοινωνική πρόνοια  και στην οικονομία.

Η μελέτη των πράξεων των ηλικιωμένων ανθρώπων και των αντιδράσεων απέναντι τους στο παρελθόν επιτρέπει στους ιστορικούς να αποκαλύψουν μεγάλο μέρος των κρυμμένων κοινωνικών δυναμικών που ενώνουν τα άτομα σε οικογένειες, κοινότητες και εθνικές ομαδοποιήσεις. Τα πρότυπα της ιδιοκτησίας γης και οι κανόνες της κληροδότησης διαμορφώνουν το νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να αναλυθεί η οικονομική δύναμη των γεροντότερων.

Η δημογραφική ανάλυση των δομών, του νοικοκυριού αποκαλύπτει πολλά για τα οικογενειακά δίκτυα των γεροντότερων. Η φιλανθρωπική και νομοθετική φροντίδα των εξαρτημένων γερόντων αποκαλύπτει στοιχεία για τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ανάγκης, περί εγκατάλειψης και περί ευθύνης. Η αλλαγή των ιατρικών προσεγγίσεων απέναντι στα φυσικά προβλήματα των ηλικιωμένων, τα οποία έχουν θεωρήσει κατά καιρούς τη γήρανση από φυσικό και αποδεκτό στάδιο της ζωής έως θανάσιμη αρρώστια, λέει πολλά τόσο για τις θεραπευτικές πρακτικές όσο και για την κοινωνική κατασκευή της ασθένειας,

Η αναπαράσταση των ηλικιωμένων στην τέχνη, στη λογοτεχνία και στον λαϊκό πολιτισμό -είτε ως μαγισσών είτε ως σοφών- δείχνει πώς οι διάφορες κοινωνίες ταξινομούν, κατατάσσουν και περιχαρακώνουν τις κοινωνικές ομάδες. Οι πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους οι ηλικιωμένοι αντιλαμβάνονται το νόημα της ζωής αποκαλύπτεται από τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και την κοινωνική θέση που θεωρούν ότι τους ανήκουν.

Για να δοθεί ένα οργανωμένο πλαίσιο από τον αρχαίο κόσμο μέχρι τον εικοστό αιώνα οι συγγραφείς το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες:

  1. Συμμετοχή Αφορά τόσο στην παρουσία των ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας, όσο και στις ιδιωτικές τους (οικογενειακές και κοινωνικές) δραστηριότητες που έχουν σχέση με την παραγωγή αλλά και την κατανάλωση. Γενικά αναφέρεται στην ενεργό συμμετοχή των ηλικιωμένων στην οργανωμένη κοινωνία.
  2. Ευημερία Καλύπτει την οικονομική άνεση (ή την έλλειψή της) και την παροχή οικονομικής βοήθειας από την οικογένεια, αλλά και από επίσημους ή ανεπίσημους δημόσιους θεσμούς, καθώς και την καλή φυσική κατάσταση των ηλικιωμένων, μαζί με τη θεραπευτική αγωγή όταν αρρωσταίνουν. Γενικά σχετίζεται με την παθητική περίθαλψη των ηλικιωμένων από μια πολιτισμένη κοινωνία.
  3. Κοινωνική θέση Καλύπτει τη θέση που κατέχουν οι ηλικιωμένοι στην κοινωνία, ως άτομα και ως ομάδα, όπως προσδιορίζεται από τους πολιτικούς, νομικούς, ιατρικούς και πολιτισμικούς κανόνες και έθιμα. Γενικά σχετίζεται με τις κατηγοριοποιήσεις των ηλικιωμένων, αλλά και με τις κατηγοριοποιήσεις που εκπορεύονται από τους ίδιους, στην πολιτισμένη κοινωνία.

Ορισμός των «γηρατειών» και του «γηράσκειν»

Συχνά στις αναλύσεις που γίνονται στις μέρες μας εμφιλοχωρούν ασάφειες και συγχύσεις ως προς τις έννοιες και τις σημασίες που δίνονται στους όρους «γηρατειά» και «γερνάω», κυρίως επειδή χρησιμοποιούνται για την περιγραφή τόσο μιας κατάστασης όσο και μιας διαδικασίας, που μπορούν να είναι είτε ατομικές είτε κοινωνικές.

Οι κοινωνίες μπορούν να γίνουν νεότερες ή γηραιότερες, ανάλογα με τους ρυθμούς γεννήσεων και θανάτων που επιδρούν στην ηλικιακή σύσταση του πληθυσμού. Από την άλλη τα άτομα στην πορεία της ζωής τους μόνο να γεράσουν μπορούν, μολονότι ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για το τελευταίο στάδιο της ζωής, ενώ για να δηλωθεί η διαδικασία αυτή στα προηγούμενα στάδια χρησιμοποιούνται όροι όπως «αναπτύσσομαι», «ενηλικιώνομαι» ή «ωριμάζω»,

Το πότε ακριβώς η ατομική πορεία γήρανσης κάνει έναν ενήλικα «γέρο» ή «ηλικιωμένο» εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες και από το νομικό και διοικητικό, καθεστώς. Η θεσμοθέτηση τον 20ό αιώνα, ιδιωτικών και δημοσίων συστημάτων συνταξιοδότησης που αποδίδουν οφέλη από καθορισμένες ηλικίες και εξής, ο αντίστοιχος προσδιορισμός της ηλικίας συνταξιοδότησης και η διαμόρφωση πολλών άλλων ηλικιακών κατωφλίων για την είσοδο ή τον αποκλεισμό από συγκεκριμένες ομάδες, δραστηριότητες ή δικαιώματα, είχαν μέχρι τη δεκαετία του 1970 δημιουργήσει ένα πλέγμα κοινωνικών συμβάσεων ότι τα γηρατειά αρχίζουν στα 60 ή στα 65 και σήμερα πάνω από τα 67.

Πράγμα καθόλου παράξενο, η ιστορική έρευνα για τα γηρατειά και συγκεκριμένα η έρευνα που εστιάζει στα στοιχεία της κοινωνικής πολιτικής έτεινε επίσης να υιοθετήσει τους ίδιους αυτούς ηλικιακούς προσδιορισμούς. Παραδείγματος χάρη, ο Ρίτσαρντ Σμιθ (Richard Smith) εστιάζει το ενδιαφέρον του σε άτομα ηλικίας 61 ετών και άνω, παρά το γεγονός ότι

αναγνωρίζει τόσο το αυθαίρετο όσο και το σχετικό αυτού του ηλικιακού κατωφλιού, καθώς συγκρίνει την αντιμετώπιση αυτής της πληθυσμιακής ομάδας με εκείνη των ατόμων κάτω των 50 ετών.

Η άποψη του Σμιθ δεν είναι ότι τα 60 ήταν το σημείο καμπής της ζωής, όπου τα άτομα μεταβαίνουν από την ωριμότητα στο γήρας, αλλά ότι το ηλικιακό αυτό κατώφλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεθοδολογικά από τον ερευνητή που θέλει να προσδιορίσει τις μεταβαλλόμενες συνιστώσες στη συνάρτηση μεταξύ ηλικίας και δημοσιονομικής πολιτικής.

Αυτό επιτρέπει να εξεταστεί χωριστά η επίδραση της ηλικίας στο δικαίωμα του ατόμου να συνταξιοδοτηθεί βάσει του Νόμου προστασίας των Απόρων από τις επιδράσεις του φύλου, της οικογενειακής ή της οικονομικής κατάστασης και ως εκ τούτου δίνει τη δυνατότητα στον ιστορικό να εξάγει συμπεράσματα από τη συμπεριφορά των διαχειριστών του εν λόγω νόμου σχετικά με τις αντιλήψεις τους περί δυνατοτήτων ή αδυναμιών ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών.

Αν και η υιοθέτηση των 60 ή 65 ως κατωφλιού ηλικίας για τα γηρατειά στην ιστορική έρευνα μπορεί να φαίνεται ότι δείχνει μια άκριτη χρήση κάποιων προσδιορισμών του 20ού αιώνα, γνωρίζουμε καλά ότι τέτοιου είδους γενικευμένα κατώφλια έχουν πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες.

Παρατηρεί ότι σε μεσαιωνικά νομικά κείμενα η αρχή των γηρατειών οριζόταν σχεδόν πάντα κάπου μεταξύ των 60 και των 70, ηλικία στην οποία οι άντρες απαλλάσσονταν από την υποχρέωση της στράτευσης, από τη φύλαξη σκοπιάς στην πόλη και από την πληρωμή φόρων ή την υποχρεωτική εργασία.

Οι γυναίκες γενικά δεν είχαν σχέση με αυτές τις υποχρεώσεις και συνεπώς δεν αναφέρονται στις πηγές, ωστόσο σύμφωνα με τους κανονισμούς όποιος είχε περάσει το κατώφλι των 60 δικαιούνταν ελαφρότερη ποινή.

Για τους πολιτισμικούς ιστορικούς των γηρατειών, οι διαφορετικές σημασίες που μπορεί να αποδοθούν σε κάθε συγκεκριμένο χρονολογικό κατώφλι γίνονται αντικείμενο μελέτης μάλλον παρά μεθοδολογικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί ή να λυθεί.

Η ηλικιακή κατηγορία των γηρατειών κατασκευάστηκε σε ηθική βάση, τόσο για να υμνήσει όσο και για να καταδικάσει τρόπους συμπεριφοράς που θεωρούνται κατάλληλοι ή ακατάλληλοι, όπως ακριβώς έχει κατασκευαστεί και ανασκευαστεί τον εικοστό αιώνα, σύμφωνα με κάποιους κοινωνιολόγους, και η σύγχρονη αντίληψη για τη σύνταξη ώστε να εξυπηρετεί τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των καπιταλιστικών αγορών εργασίας.       Τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, η ηλικιακή δόμηση της διάρκειας της ζωής καθορίστηκε κυρίως από την επίδραση των θεσμών, ειδικότερα των κρατικών θεσμών, κεντρικών και περιφερειακών, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους, όπου μεγαλύτερη σημασία είχαν οι πνευματικές επιρροές.

Σε μια συζήτηση για τη στάση απέναντι στα γηρατειά και στους γέρους, αμφιλεγόμενες και αντιδιαμετρικές αναπαραστάσεις των γηρατειών

στις εικαστικές τέχνες, στη λογοτεχνία, στο θέατρο και στην ποίηση απαντούν σε κάθε ιστορική περίοδο και είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς η σημασία τους κάθε φορά.

Κάποιες μπορεί να ανταποκρίνονται στην τρέχουσα κάθε φορά πραγματικότητα - όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο δημιουργός τους -, άλλες όμως μπορεί να είναι ειρωνικές, ρομαντικές ή και μεταφυσικές, να εκφράζουν φόβους, ελπίδες ή πεποιθήσεις περί του πώς θα είναι ή πώς θα έπρεπε να είναι τα γηρατειά.

Αυτές οι πηγές υποδεικνύουν ότι σε κάθε χρονική στιγμή συνυπάρχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις για το γήρας, από τις οποίες καθένας μπορεί να αντλήσει τις δικές του προσδοκίες για την πορεία της ζωής, ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιορίσει κάποιος κατά πόσον μία ομάδα αντιλήψεων επικρατεί των άλλων.

Παρ' όλα αυτά είναι δυνατόν να εντοπιστούν περίοδοι κατά τις οποίες κάποιες ομάδες αντιλήψεων για τα γηρατειά ενισχύονται δραστικά. Στη Γαλλία του δέκατου όγδοου αιώνα, τα γηρατειά, από αντικείμενο λοιδορίας, γίνονται αντικείμενο σεβασμού. Από το 1900 και εξής οι ηλικιωμένοι έχουν μετατοπιστεί από τις παρυφές στο κέντρο των υγειονομικών συστημάτων. Τούτη η τάση του εικοστού αιώνα είναι ίσως ενδεικτική της κοινωνικής και πολιτικής ανόδου των ηλικιωμένων, αλλά εξίσου καλά μπορεί να θεωρηθεί και ενδεικτική ενός αυξανόμενου κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού των ηλικιωμένων από τις πολιτισμένες κοινωνίες.

Οι όροι «γηρατειά» και «γερνάω» είχαν πολλές και διαφορετικές σημασίες στο παρελθόν, ενώ οι διαδικασίες της αλλαγής των σημασιών ήταν πολύπλοκες και κάθε άλλο παρά γραμμικές. Η ιστορική έρευνα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες είχε προσεγγίσει και είχε ενημερωθεί από τις μεταβαλλόμενες σημασίες αυτών των όρων.

Παρ' όλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στη δουλειά των ιστορικών που εξετάζουν τη μεταβολή των εννοιών με την προσεκτική ανάλυση των ιδεών και της αυτοεικόνας των ατόμων και εκείνων που ασχολούνται μόνο με τους ορισμούς που προκύπτουν από τους κανόνες και τη δράση των κοινωνικών θεσμών.

Το κατά πόσον η στάση απέναντι στα γηρατειά, σε κάθε χώρα ή χρονική περίοδο, προσδιορίζει τις πράξεις ή, αντίθετα, οι υλικές συνθήκες και η δράση είναι υπεύθυνες για τη διαμόρφωση της στάσης, παραμένει κομβικό σημείο διαμάχης στην ιστορική εξέταση των γηρατειών και της γήρανσης και καθοριστικός παράγοντας του τρόπου με τον οποίο οι ιστορικοί προσεγγίζουν το θέμα.

Συμμετοχή

Ο λόγος περί της κοινωνικής και οικονομικής θέσης των ηλικιωμένων στη σύγχρονη κοινωνία εμπεριέχει την πεποίθηση ότι ο εικοστός αιώνας υπήρξε μάρτυρας μιας σημαντικής περιθωριοποίησης των ηλικιωμένων. Αυτό γίνεται πολύ πιο κατανοητό στις συζητήσεις για την πτωτική πορεία που έχει η ζήτηση μεγάλων σε ηλικία εργαζομένων στην αγορά εργασίας, καθώς η συνταξιοδότηση έχει διαμορφωθεί ως ο θεσμός-κλειδί για την έξοδο από το εργατικό δυναμικό.

Παρόμοιες απόψεις προκύπτουν και από τη συζήτηση για τη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία - ότι η έμφαση που δίνει στους νεαρούς αγοραστές, προϊόντα και εικόνες συντείνει στην υποτίμηση των ενδιαφερόντων των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων, το σώμα των οποίων δεν είναι πια νεανικό.

Ο βαθμός στον οποίο οι ηλικιωμένοι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας στην αρχαιότητα ή, αντίθετα, ο βαθμός αποκλεισμού τους από αυτή ήταν προσωπική υπόθεση του καθενός από αυτούς. Ο ηλικιωμένος δεν αποκλειόταν εντελώς, εφόσον ήταν σε θέση να εκτελεί κάποιες χρήσιμες λειτουργίες, είτε στην πολιτεία ως αξιωματούχος είτε στο σπίτι μεγαλώνοντας τα παιδιά.

Σε ένα μεγάλο βαθμό, συνεπώς, οι άνθρωποι χαρακτηρίζονταν γέροι όχι σύμφωνα με τη χρονολογία γέννησής τους αλλά σύμφωνα με την ικανότητά τους να είναι χρήσιμοι. Βεβαίως, υπήρχαν και τα στερεότυπα των γηρατειών (γκρίζα μαλλιά, σκυφτό βάδισμα, τρεμουλιαστή φωνή), τα οποία διασταυρώνονταν με τους καθαρά χρηστικούς ορισμούς της ικανότητας προσφοράς έργου και αποτελούσαν τη βάση των προκαταλήψεων έναντι των ηλικιωμένων.

Η μετατροπή των γερόντων από αντικείμενο κοροϊδίας σε αντικείμενο σεβασμού, η αλλαγή της προς τα έξω εικόνας τους είχε μια διαμορφωτική επίπτωση στην πρακτική, με το να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο

έβλεπαν οι δημόσιοι υπάλληλοι την καριέρα τους, καθώς και τις απόψεις τους για τα γηρατειά και τη σύνταξη.

Από εκείνη τη στιγμή, οι δημόσιοι υπάλληλοι άρχισαν να συγκροτούν, σταθερά και αποτελεσματικά, την αντίληψη περί δικαιώματος στη συνταξιοδότηση, ανοίγοντας έτσι ένα μονοπάτι που ακολούθησαν έκτοτε και όλοι οι υπόλοιποι πολίτες των δυτικών κοινωνιών.

Στον αρχαίο κόσμο, όπως και στον σύγχρονο, τα οικονομικά μέσα

έδιναν σε κάποια άτομα τη δυνατότητα να αναπληρώνουν τη σωματική αδυναμία που συνοδεύει τη μεγάλη ηλικία και να διατηρούν ένα επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής, το οποίο ήταν απρόσιτο σε πολλούς οι οποίοι ήταν νεότεροι και πιο ενεργοί οικονομικά αλλά ταυτόχρονα και πιο φτωχοί.

Η μαζική συνταξιοδότηση του εικοστού αιώνα αντικατοπτρίζει μία εξάπλωση των οικονομικών μέσων των γηραιότερων, η οποία έχει δώσει τη δυνατότητα σε όλο και αυξανόμενους αριθμούς να παραμένουν ενεργοί στην πολιτισμένη κοινωνία, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίσημη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Ευημερία

Παλαιότερα, ουδέποτε υπήρξε κάποιο θεσμoθετημένο σύστημα απόσυρσης από την ενεργό δράση ή συνταξιοδότησης· η φροντίδα των

ηλικιωμένων ήταν αποκλειστική υπόθεση της οικογένειάς τους, ενώ σε κάποιες κοινωνίες όπως στην Αθήνα της κλασικής περιόδου, η ηθική αυτή υποχρέωση είχε λάβει και νομική έκφραση. Στη Βρετανία, στις αρχές της σύγχρονης εποχής, πολύ πριν από την εμφάνιση των επίσημων συντάξεων των δημόσιων υπαλλήλων, φαίνεται ότι υπήρχε ένα ιδιαίτερα εξαπλωμένο σύστημα δημόσιων παροχών για αναξιοπαθούντες γέροντες.

Η λεπτομερής μελέτη των ατομικών περιπτώσεων πολλών φτωχών προέρχεται από τη σύνδεση με την οικογένεια του καθενός, μέσα από τα αρχεία ενοριών σε συνδυασμό με καταγραφές σχετικές με τις παροχές που όριζε ο Νόμος προστασίας των Απόρων, και ανατρέπει πολλές εύκολες πεποιθήσεις σχετικά, με τη σημασία της οικογενειακής βοήθειας προς τους γέροντες και με τη σχετικά πρόσφατη εμφάνιση της έννοιας του «δικαιώματος» στην κοινωνική βοήθεια.

Αποδεικνύεται ότι σε πολλές περιπτώσεις το 40 με 50 τοις εκατό των ηλικιωμένων μπορεί να μην είχαν γιο ή κόρη και ότι το 30 με 40 τοις εκατό δεν είχαν κανένα παιδί. Επιπλέον, ένεκα του μοντέλου οι γονείς παντρεμένων παιδιών άρχιζαν να χάνουν το εισόδημα από τα παιδιά τους και να χηρεύουν, την εποχή ακριβώς που τα παιδιά τους άνοιγαν το δικό τους σπιτικό και συνεπώς βρίσκονταν κάτω από αρκετή οικονομική πίεση. Ακόμα και όταν οι άμεσοι απόγονοι ζούσαν σε μικρή απόσταση από τους γονείς, δεν υπήρχε κανένα εχέγγυο ότι κάποια έσοδα των γονιών θα προέρχονταν από τα παιδιά.

 

Πηγή: "Τα γηρατειά από την αρχαιότητα"

Paul Johnson

Εκδόσεις "Πολύτροπον"

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ