ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα νοσηρά αποτυπώματα στην καρδιά του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων

          Μια πρωτοπόρα προσπάθεια να εκτιμηθεί η κατάσταση της υγείας των «κανονικών» ηλικιωμένων, με σκοπό την κατανόηση μιας «φυσιολογικής» διαδικασίας γήρανσης, δεν άργησε να ανακαλύψει το «εκπληκτικό γεγονός» ότι

η επαφή με τους ηλικιωμένους στο σπίτι τους φέρνει άμεσα στο φως το γεγονός ότι η οικογένεια είναι θεμελιώδους σημασίας. Αυτό φαίνεται καλύτερα από τον βαθμό στον οποίο ηλικιωμένοι που φαινομενικά ζουν μόνοι... στην πραγματικότητα δεν μένουν καθόλου μόνοι, αλλά βρίσκονται σε στενή και συνεχή επαφή με τα παιδιά τους.

Πάνω από 20 τοις εκατό του δείγματος

ηλικιωμένοι είχαν συγγενείς να ζουν τόσο κοντά που οι περιορισμοί που μπορεί να θέτει η αρχιτεκτονική να ξεπερνιούνται από την οικογενειακή στοργή - σε περιόδους χαλαρές το κάθε νοικοκυριό να ακολουθεί λίγο ως πολύ τον δρόμο του και σε περιόδους δυσκολιών να γίνονται ένα για να τις αντιμετωπίσουν.

Η επαφή μεταξύ των γενιών είχε διάφορες μορφές.

Ένας άντρας 72 ετών, χήρος, ζει μόνος του. Μια κόρη του παντρεμένη ζει στα είκοσι μέτρα πιο πέρα, με μια είσοδο του σπιτιού της στην άλλη πλευρά του κήπου. Ο άντρας φροντίζει μόνος του το σπίτι του, η κόρη του τού ψωνίζει και του φέρνει φαγητό κάθε μέρα, ενώ εκείνος πηγαίνει στο σπίτι της για φαγητό κάθε Κυριακή. Ο άντρας νιώθει μοναξιά, αλλά το προτιμάει. Έτσι διατηρεί την ανεξαρτησία του και δεν αναγκάζεται να περνάει όλη του την ημέρα μέσα σ' ένα σπίτι γεμάτο μικρά παιδιά.

Μια χήρα 70 ετών ζει μόνη της. Συνήθως περνάει την ημέρα της στο σπίτι της παντρεμένης κόρης της, που ζει στον ίδιο δρόμο, και τη βοηθάει στο μεγάλωμα των παιδιών της, πράγμα που της δίνει χαρά και την κάνει να αισθάνεται χρήσιμη. Χρησιμοποιεί το σπίτι της μόνο για τον ύπνο. Σε περίπτωση που είτε η ίδια είτε η κόρη της αρρωστήσουν, φροντίζει η μία την άλλη.

Στο δείγμα το 53 τοις εκατό των αντρών που είχαν χηρέψει και το 51 τοις εκατό των γυναικών που είχαν χηρέψει ζούσαν μόνοι, αλλά με παιδιά που ζούσαν κάπου κοντά. Στο 40 τοις εκατό του δείγματος «η ευτυχία και η οικιακή γαλήνη εξαρτιόταν από τη δυνατότητα πρόσβασης στα παιδιά ή σε άλλους συγγενείς ... κάθε οικογένεια είναι ανεξάρτητη, αλλά σε περίπτωση ασθενείας συνεργάζονται». «Είναι σαφές ότι η απόφαση ενός χήρου ή μιας χήρας να ζήσει μόνος ή μόνη εξαρτάται, στις μισές περιπτώσεις, από το γεγονός ότι συγγενείς, συνήθως παιδιά, ζουν κάπου κοντά».

Το «κοντά» ορίστηκε ως «η απόσταση που μπορεί να μεταφερθεί ζεστό ένα πιάτο φαγητό από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς να χρειαστεί ξαναζέσταμα» ή «όχι παραπάνω από πέντε λεπτά με τα πόδια». Διαπιστώθηκε ότι πολλά γεύματα μεταφέρονταν προς και από τα σπίτια των ηλικιωμένων και ότι οι κόρες μαγείρευαν τακτικά και καθάριζαν τα σπίτια των γονιών τους.

Με αυτό τον ορισμό, το 30 τοις εκατό του δείγματος είχε συγγενείς που ζούσαν «κοντά». Πολλοί περισσότεροι είχαν παιδιά που ζούσαν πέρα από τη στενή αυτή περίμετρο, με τα οποία βρίσκονταν σε στενή επαφή. Παραδείγματος χάρη:

Μια γυναίκα 64 ετών νιώθει μεγάλη μοναξιά, καθώς ζει μόνη της μετά τον πρόσφατο θάνατο του συζύγου της. Έχει τέσσερις γιους που έρχονται τακτικά να τη δουν, ενώ μια εγγονή της 16 ετών έρχεται συχνά και μένει το βράδυ μαζί της. Η γυναίκα επιθυμεί να συνεχίσει να ζει μόνη της και λέει ότι η συντροφιά της εγγονής της την καλύπτει.

Σε εννέα περιπτώσεις, παντρεμένες κόρες «πρέπει να κάνουν τακτικά ταξίδι σημαντικών αποστάσεων για να βοηθούν τους γονείς τους στη φροντίδα του σπιτιού». Όλες τους είχαν προσπαθήσει να μετακομίσουν κάπου κοντύτερα, αλλά δεν τα κατάφεραν, λόγω της έλλειψης σπιτιών μετά τον πόλεμο.

«Το θέμα του ρόλου που παίζουν στην οικονομία του νοικοκυριού ενός ηλικιωμένου τα παιδιά που ζουν σε άλλα σπίτια έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα και αξίζει να μελετηθεί διεξοδικά» και ότι τα προγράμματα υγείας και πρόνοιας πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη.

Ένας αριθμός ηλικιωμένων δεν είχαν στενούς συγγενείς να ζουν είτε κοντά είτε μακριά. «Όπου δεν υπάρχουν οικογενειακοί δεσμοί, γίνεται προσπάθεια να υποκατασταθούν από φιλικούς που είχαν συναφθεί σε όλη την περασμένη ζωή», όπως όταν δύο γυναίκες που είχαν την ίδια απασχόληση, παραδείγματος χάρη νοσοκόμες ή δασκάλες, αποφασίζουν να ζήσουν μαζί όταν αποσυρθούν. Στα μέσα του εικοστού αιώνα, όπως και προηγουμένως, οι ηλικιωμένοι προσπαθούν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους όσο πιο πολύ μπορούν:

Η πλειοψηφία των ηλικιωμένων έχει αναλάβει τη φροντίδα του νοικοκυριού τους και συνεχώς καταβάλλουν παντοίες προσπάθειες για να διατηρήσουν αυτή την κατάσταση πραγμάτων, με αποτέλεσμα το ποσοστό των γυναικών που κάνουν τις οικιακές δουλειές χωρίς βοήθεια να παραμένει σταθερό, μέχρι και την περίοδο των 75 με 79 ετών ηλικίας ... περισσότεροι ηλικιωμένοι φροντίζουν μόνοι τους τον εαυτό τους από όσους είναι εξαρτημένοι από άλλους, [αλλά] όσοι ανήκουν στις ομάδες μεγαλύτερων ηλικιών αρχίζουν να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις νεότερες γενιές και κυρίως από τις κόρες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μέχρι την ηλικία των εβδομήντα πέντε το λιγότερο, οι γυναίκες προσφέρουν στην κοινότητα περισσότερα από όσα παίρνουν στο θέμα της φροντίδας του νοικοκυριού». Όταν ανύπαντρα τέκνα ζουν με τους γονείς τους, οι μορφές αμοιβαιότητας ποικίλλουν: «ένας άλλος συνήθης τρόπος είναι εκείνος της εργαζόμενης κόρης, την οποία φροντίζουν οι γονείς μέσα στη βδομάδα, ενώ εκείνη αναλαμβάνει τις δουλειές του σπιτιού το σαββατοκύριακο». Η σημασία της αμοιβαιότητας και της προσφοράς των ηλικιωμένων στη φροντίδα των άλλων, αντί για το στερεότυπο της παθητικής εξάρτησης, επρόκειτο να γίνει ένα ακόμα σημαντικό θέμα για τη μεταπολεμική έρευνα.

Ένα 7 περίπου τοις εκατό ηλικιωμένων προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, παρ' όλο που η φυσική τους κατάσταση δεν τους το επέτρεπε. Ωστόσο το βασικό του συμπέρασμα ήταν ότι θα ήταν λάθος να αντιμετωπίζει κάποιος τα νοικοκυριά ως ξεχωριστές μονάδες:

Πρέπει να τονιστεί για μια ακόμη φορά ότι εάν θεωρεί κάποιος τους ηλικιωμένους στα σπίτια τους ως μια σειρά ανεξάρτητων εμπειριών, χάνει το κομμάτι που σχετίζεται με τη ζωή τους στην κοινότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η μονάδα είναι η οικογένεια.

Ελάχιστοι μόνο ηλικιωμένοι «αποτραβιούνται σε μια μοναχική διαβίωση». Και

ενώ σημαντικός αριθμός ηλικιωμένων μπορεί φαινομενικά να ζουν μόνοι και έτσι να καταγράφονται στις απογραφές, τα παιδιά τους μπορεί να ζουν τόσο κοντά που οι δύο οικογένειες να λειτουργούν ως μία, όποτε χρειάζεται, με αποτέλεσμα η φράση «ζει μόνος/η» να μην περιγράφει την πραγματική κατάσταση.

 

Σύνταξη και δημοσιονομική πολιτική

Το 1908 η βρετανική κυβέρνηση θέσπισε μια εθνική, μη συμμετοχική σύνταξη γήρατος για όλους τους πολίτες καλής διαγωγής, ηλικίας 70 ετών και άνω, το ετήσιο εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνούσε τις 21 λίρες. Με την πρωτοποριακή αυτή νομική διευθέτηση ήταν η πρώτη φορά που κεντρική κυβέρνηση αναγνώριζε και αναλάμβανε την ευθύνη για την οικονομική ευημερία των ηλικιωμένων Βρετανών και συνεπώς έκτοτε έχει θεωρηθεί ως ένα «δοκιμαστικό και αβέβαιο βήμα» στον δρόμο προς το ολοκληρωμένο «από την κούνια ως τον τάφο» κράτος πρόνοιας που συγκροτήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.

Η εξάπλωση της δημόσιας οικονομικής αρωγής στους ηλικιωμένους και η συνταξιοδότηση συνεπαγόταν επαυξητική επέκταση της κάλυψης σε μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού και σε συνεχώς ολοκληρωμένη βάση. Το 1925 μια συμμετοχική σύνταξη Εθνικής Ασφάλειας για τους χειρώνακτες εργάτες στην ηλικία των 65 προσαρτήθηκε στο αρχικά μη συμμετοχικό ταμείο.

Το 1940 η ηλικία συνταξιοδότησης για τις γυναίκες μειώθηκε από τα 65 στα 60. Το 1948 η συμμετοχική αυτή ασφαλιστική σύνταξη επεκτάθηκε, ως μέρος του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος Beveridge, για να περιλάβει όλους τους πολίτες και όχι μόνο τους χειρώνακτες. Το 1959 εισήχθησαν βαθμιδωτές συμμετοχές για άτομα με υψηλότερες αποδοχές, οι οποίοι στη συνέχεια λάμβαναν υψηλότερη κρατική σύνταξη και το 1975 εγκαινιάστηκε ένα επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο (SERPS) αναλόγως των εσόδων, για να δώσει ένα επιπλέον εισόδημα στους ηλικιωμένους εργάτες που δεν ανήκαν σε κάποιο εργοδοτικό ασφαλιστικό ταμείο.

Ταυτόχρονα με αυτή τη διευρυνόμενη συμμετοχή στη συνταξιοδοτική ασφάλιση ήρθε και μία σημαντική αύξηση του πληθυσμού των ηλικιωμένων. Ο συνδυασμός της ασφαλιστικής επέκτασης με τη δημογραφική αλλαγή αύξησε το ποσοστό του πληθυσμού που δικαιούνταν σύνταξη από λίγο παραπάνω από 3 τοις εκατό του συνόλου πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο στο 20 σχεδόν τοις εκατό σήμερα, με αποτέλεσμα η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις να έχει γίνει ο μεγαλύτερος ενιαίος κωδικός στον κυβερνητικό προϋπολογισμό.

Η διεύρυνση αυτή τον εικοστό αιώνα της δημόσιας συνταξιοδοτικής κάλυψης και δαπάνης αποτελεί φαινόμενο κοινό για τις περισσότερες ανεπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες και μεγάλο μέρος των εξηγήσεων για την τόση εξάπλωση έχει σχέση με την έννοια του «εκσυγχρονισμού».

Μια πρώτη απόπειρα του Βιλένσκι (Wilensky) να αναπτύξει μια συγκριτική ανάλυση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εντόπισε τη «λογική της εκβιομηχάνισης» ως κεντρικό παράγοντα, με τη σύνταξη γήρατος να είναι λίγο ως πολύ μια αυτόματη απάντηση στο αυξανόμενο λειτουργικό πλεόνασμα μεγαλύτερων σε ηλικία εργατών, πλεόνασμα που προέκυψε από τις τεχνολογικές απαιτήσεις της εκβιομηχάνισης.

Άλλοι μελετητές έχουν υποδείξει τις συντάξεις ως αρένα πολιτικής διαμάχης ευρέων ταξικών συμφερόντων, με πολιτικές προτάσεις που αντικατοπτρίζουν περιόδους εκλογικής επιτυχίας για τα κόμματα της αριστεράς, ή ως αρένα διαμάχης στενών οικονομικών συμφερόντων, με πολιτικές προτάσεις που αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στις πολιτικές συμμαχίες που συνάπτονται μεταξύ και εντός των ταξικών διαχωριστικών γραμμών από τις διακυμάνσεις των «ασφαλιστικών φατριών» εντός των κομμάτων.

Η σύνταξη του 1908 μπορεί να ήταν η πρώτη φορά που κεντρική κυβέρνηση μπήκε στο πεδίο της οικονομικής στήριξης των ηλικιωμένων, αλλά ήδη από την αρχή του Νόμου προστασίας των Απόρων οι τοπικές αρχές στήριζαν τους αναξιοπαθούντες ηλικιωμένους, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μάλιστα ο νόμος αυτός έδινε στην ουσία, αν και όχι στο όνομα, συντάξεις στην πλειοψηφία των ανθρώπων που περνούσαν το εβδομηκοστό έτος της ζωής τους.

Η νομοθεσία του 1908 μετέφερε ένα μεγάλο μέρος του κόστους αυτής της οικονομικής δαπάνης από τις κατά τόπους εισφορές (που κατέβαλλαν οι ιδιοκτήτες ακινήτων) στο υπουργείο Οικονομικών, ενώ ένα μέρος του μετακυλίστηκε στους εργαζόμενους μέσα από την αύξηση της φορολογίας στο αλκοόλ και στον καπνό.

Η συνταξιοδοτική επέκταση σε άτομα ηλικίας 65 με 70 το 1925 βασίστηκε εξ ολοκλήρου στο ασφαλιστικό μοντέλο, με τους συνταξιούχους να κερδίζουν το δικαίωμά τους από τις εισφορές των ιδίων και των εργοδοτών τους, επειδή η μη συμμετοχική βάση της αρχικής σύνταξης γήρατος θεωρήθηκε πολύ δαπανηρή για να συνεχιστεί.

Σε εκείνες τις πρώτες εισβολές στην αρωγή δημόσιον συντάξεων οι πολιτικοί είχαν πλήρη συναίσθηση ότι δεν μπορούσαν, για εκλογικούς λόγους, να δώσουν στους συνταξιούχους κενή επιταγή.

Ο Μπέβεριτζ (Beveridge) επίσης ανησυχούσε για το κόστος των συντάξεων. Αναγνώριζε ότι «το πρόβλημα της φύσης και της έκτασης της αρωγής προς τη γερο­ντική ηλικία είναι το πιο σημαντικό και κατά κάποιον τρόπο το πιο δύσκολο από όλα τα προβλήματα της κοινωνικής ασφάλισης», λόγω του αυξανόμενου αριθμού των ηλικιωμένων και του τεράστιου κόστους της παροχής σύνταξης σε όλους.

Πρότεινε ένα ασφαλιστικό μοντέλο συντάξεων γήρατος, που να βασίζεται στον υπολογισμό της ασφαλιστικής βάσης και των ασφαλίστρων και σε ένα αποθεματικό κεφάλαιο, και μια μεταβατική περίοδο είκοσι ετών για την αύξηση της κεφαλαιουχικής αξίας του αρχικού κεφαλαίου.

Η διοικητική και πολιτική πραγματικότητα όμως δεν άργησε να υπονομεύσει την ιδέα αυτή. Ένα αποταμιευτικό κεφάλαιο που θα καθόταν αργό ήταν μεγάλη πολυτέλεια για τις κυβερνήσεις που αντιμετώπιζαν τη λαϊκή απαίτηση για μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, ενώ παράλληλα το να περιμένουν είκοσι χρόνια για να αυξήσουν τις συντάξεις στο ίδιο επίπεδο με τις λοιπές κοινωνικές ασφαλίσεις ήταν εκλογικά αδιανόητο.

Οι συντάξεις καταβάλλονταν «πλήρως» από την πρώτη στιγμή του μεταπολεμικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων το 1948, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ιδέα του αποθεματικού κεφαλαίου είχε εγκαταλει­φθεί και οι κρατικές συντάξεις καταβάλλονταν από τρέχοντα κάθε φορά έσοδα. Αυτή η αλλαγή οικονομικής βάσης του συστήματος κρατικών συντάξεων, ώστε να βασίζεται απόλυτα στις εισφορές των εργαζομένων, εγκαθίδρυσε εκείνο ακριβώς που ήθελε να αποφύγει ο Μπέβεριτζ - την άμεση ανταλλαγή των εισφορών των εργαζομένων με το εισόδημα των συνταξιούχων.

Σε αυτό τον ανταγωνισμό, τα συμφέροντα των εργαζομένων -καλύτερα οργανωμένων, διεκδικητικών και ισχυρότερων εκλο­γικά- θα κυριαρχούσαν επί εκείνων των συνταξιούχων, παρ' όλο που ποτέ δεν τέθηκε δημοσίως το θέμα τόσο ξεκάθαρα.

 

Πηγή:    "Τα γηρατειά από την αρχαιότητα"

Paul Johnson

Εκδόσεις "Πολύτροπον"

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ