ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Αυτοί είναι οι νέοι πολιτικοί επιστήμονες της Κρήτης

0

Οι εκκολαπτόμενοι  πολιτικοί επιστήμονες που θεραπεύουν αυτή την επιστήμη στο τμήμα πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση του Συλλόγου Φοιτητών Πολιτικής Επιστήμης, με τη συνδιοργάνωση του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων (Ε.Ο.Π.Ε.).

Στην ημερίδα, με τίτλο «Αναδιαμόρφωση του Ελληνικού Πολιτικού Συστήματος : Προκλήσεις και προοπτικές μεταρρύθμισης», ομιλητές ήταν η κ. Ήβη - Αγγελική Μαυρομούστακου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου και Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και ο κ. Νεκτάριος Αλεξόπουλος, Καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής και Διοίκησης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εισαγωγική ομιλία πραγματοποίησε ο δημοσιογράφος της ΚΡΗΤΗ TV, Ματθαίος Καπετανάκης, αξιοποιώντας την εργασιακή του εμπειρία και τις γνώσεις του στην κοινωνιολογία και τη δημόσια διοίκηση.

Το πάνελ των ομιλητών συντόνισε η συντονίστρια και Ειδική Γραμματέας της Αντιπροσωπείας του Ε.Ο.Π.Ε - Ε.Ο.ΝΕ.Π.Ε Κρήτης, κ. Δώρα Βαϊντερλή.

Η ημερίδα ήταν ανοιχτή για κάθε ενδιαφερόμενο και δόθηκαν βεβαιώσεις παρακολούθησης.

Σας παραθέτουμε σημεία από τις παρεμβάσεις των ομιλητών, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι οι φοιτητές στο τέλος είχαν την ευκαιρία να απευθύνουν ερωτήσεις.

Η κρίση διακυβέρνησης και το μεταρρυθμιστικό διακύβευμα στην Ελλάδα των μνημονίων

Άρης Αλεξόπουλος, Επ. Καθηγητής Πολιτικής Ανάλυσης, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Βρισκόμαστε ως χώρα και κοινωνία μπροστά σ' ένα τεράστιο έργο αλλαγών που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και δεκαετίες σταδιακά και τώρα πρέπει να πραγματοποιηθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ο αφετηριακός ισχυρισμός ως προς την διάγνωση είναι ότι η βαθιά οικονομική κρίση που βρίσκεται η χώρα μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των κακών επιλογών στο επίπεδο της μακροοικονομικής διαχείρισης, αλλά είναι κυρίως προϊόν της συστηματικής αποτυχίας μας στο θεσμικό επίπεδο της οργάνωσης του κράτους μας. Έχουμε κακούς νόμους, κακές ρυθμίσεις, κάκιστες διοικητικές πρακτικές. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο γιατί η αποτυχία διοίκησης δεν περιορίζεται μόνο στο κράτος, αλλά συχνά επεκτείνεται, σε σαφώς μικρότερο βαθμό, και στον ιδιωτικό τομέα. Οπότε και οι ιδιωτικές εναλλακτικές στην παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών συχνά αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Υπάρχει γενικευμένη αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης μέσων για την επίτευξη στόχων. Μας συμβαίνει αυτό που οι μελετητές του κράτους και ευρύτερα του διοικητικού φαινομένου αποκαλούν κρίση διακυβέρνησης.

Η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας χαρακτηρίζεται από πολλές μεταρρυθμίσεις δημοσίων πολιτικών, που απέτυχαν στη φάση της υλοποίησης. Πολλές μεταρρυθμίσεις εξαγγέλλονται, οι περισσότερες ψηφίζονται στο Κοινοβούλιο, ελάχιστες όμως υλοποιούνται. Η διαχρονική μελέτη, από το 1974 έως σήμερα, των μεγάλων μεταρρυθμιστικών νόμων δείχνει ότι εκδίδεται κατά μέσο όρο μόνο των 45% των προβλεπόμενων εξουσιοδοτικών διατάξεων, απαραίτητων για να λειτουργήσουν οι πρόνοιες της πρωτογενούς νομοθέτησης. Τα ποσοτικά στοιχεία παραπέμπουν σ' ένα αδιαμφισβήτητο συστηματικό έλλειμμα υλοποίησης μεταρρυθμίσεων. Τα ερωτήματα για τον τρόπο ανάσχεσης του γίνονται αδήριτα, ειδικά κάτω από την επιτακτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων για να ξεπεράσουμε την παρούσα κρίση. Με ποιο τρόπο μπορεί μια κυβέρνηση στον τόπο μας να εξασφαλίσει ότι η νομοθετημένη θέληση της θα εφαρμοσθεί όπως ακριβώς την αποτύπωσε στην πρωτογενή νομοθετική της δραστηριότητα; Ποιός φέρνει το κύριο μερίδιο ευθύνης στην αποτυχία: η ίδια η κυβέρνηση ή η δημόσια διοίκηση, από τη στιγμή που αυτή αποτελεί το βασικό φορέα υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών; Ποιό το μερίδιο ευθύνης των εγκατεστημένων συμφερόντων και των πελατειακών σχέσεων;

Στην Ελλάδα από το 1974, με τη διακοπή του 1989-90 και την πρόσφατη συγκυρία, συναντάμε μακρόβιες κυβερνήσεις. Έχουμε σταθερές, μονοκομματικές, πολύ ισχυρές κυβερνήσεις και τη μέση διάρκεια της διακυβέρνησης να είναι περίπου 8ετής. Μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε συμμαχικές κυβερνήσεις, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, που οδηγούν σε χαμηλής συνοχής διακυβέρνηση. Άρα, πρέπει να αναζητήσουμε στο εσωτερικό των κομμάτων που κυβερνούν τι πρόβλημα υπάρχει. Ο ισχυρισμός μου, όπως τον έχω καταθέσει σε άλλα κείμενα μου, είναι ότι η αποτυχία μεταρρυθμίσεων στο πολιτικό μας σύστημα οφείλεται στο ότι τα πολιτικά κόμματα όταν κυβερνούν δεν είναι επίμονα μεταρρυθμιστικά.

Στην περίπτωση μας, το κυβερνών κόμμα, ο παίκτης που διευθύνει την πορεία μιας μεγάλης μεταρρύθμισης, αλλάζει απλά προτιμήσεις πολιτικής ή είναι διαιρεμένο στο εσωτερικό του ως προς το μεταρρυθμιστικό στόχο.

Εντοπίζεται ένα πρόβλημα προσήλωσης τόσο στο τι πάμε να μεταρρυθμίσουμε, όσο και στο περιεχόμενο της μεταρρύθμισης Σημαντικό μερίδιο στο εμφανιζόμενο μεταρρυθμιστικό έλλειμμα υλοποίησης, μπορεί να αποδοθεί και στο γεγονός ότι οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις είχαν απέναντί τους την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση αντίθετη στη συστηματική προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Έτσι η διαπίστωση είναι ότι οι δραστικές αλλαγές δημοσίων πολιτικών στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν ευδοκιμούν, όχι τόσο λόγω του ρόλου της δημόσιας διοίκησης και της ικανότητας των αντιμεταρρυθμιστικών συμμαχιών που αναπτύσσονται στη φάση της υλοποίησης, αλλά λόγω της έλλειψης ικανών μεταρρυθμιστικών πολιτικών ηγεσιών.

Στη σχετική με τη μελέτη του φαινομένου της αλλαγής βιβλιογραφία της ανάλυσης δημοσίων πολιτικών, για την προώθηση μεταρρυθμίσεων καθοριστικό ρόλο παίζουν οι επιχειρηματίες πολιτικής. Οι επιχειρηματίες πολιτικής (policy entrepreneurs) ορίζονται ως τα άτομα (ή και τα συλλογικά υποκείμενα) που με συστηματικό τρόπο, επιμονή και έμπνευση αφιερώνουν χρόνο και ενέργεια για να εισαγάγουν στις νέες συνθήκες καινοτόμες ιδέες, να τις κάνουν δημοφιλείς πείθοντας ότι προάγουν το συλλογικό, δημόσιο συμφέρον, να τις εξειδικεύσουν και να εμπλακούν στην υλοποίηση τους. Είναι αυτό ακριβώς το είδος που σπανίζει και δεν «παράγεται» στην ελληνική πολιτική ζωή. Θεωρούμε ότι στην κάλυψη αυτού του κενού πρέπει να δραστηριοποιηθούν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας, είτε αυτές δραστηριοποιούνται μέσα στο κομματικό σύστημα είτε στις οργανωμένες συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών, λειτουργώντας ως ο «επιχειρηματίας πολιτικής καινοτομίας». Στόχος πρέπει να είναι η οικοδόμηση ενός συνασπισμού προώθησης της πολιτικής καινοτομίας που τόσο χρειάζεται ο τόπος. Όσο πιο ευρύς είναι ο συνασπισμός, με μέλη από όλες της πλευρές της κοινότητας πολιτικής του υπό μεταρρύθμιση πεδίου - με την ιδιότητα του εργαζόμενου, του παραγωγού, του ιδιοκτήτη, του ακαδημαϊκού, του ειδικού, του δημοσιογράφου, του πολιτικού, του ακτιβιστή, του απλού ενδιαφερόμενου πολίτη - και όσο πιο μεγαλύτερη είναι η συμφωνία τους ως προς το αντικείμενο και το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης τόσο  περισσότερες πιθανότητες έχει το    εγχείρημα να πετύχει. Η πολιτική  και η ιδεολογική καινοτομική πρωτοπορία είναι ο μοχλός που θα σπάσει την αναπτυξιακή εμπλοκή στον τόπο μας. Ζητούμενο είναι η παραγωγή κατάλληλων καινοτομικών πολιτικών προτάσεων, ώστε να προωθηθούν, με νέα εργαλεία πολιτικής, νέοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι και πολιτικές με σκοπό την ανατροπή του status quo στη χώρα μας.

Συνοψίζοντας, χρειαζόμαστε σταθερούς, αποτελεσματικούς νόμους, αποτελεσματική διοίκηση που τους εφαρμόζει, αποτελεσματικούς ελεγκτές και δικαστές που διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Πάνω απ' όλα χρειαζόμαστε επίμονα μεταρρυθμιστικές ηγεσίες που θα το επιδιώξουν.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα μέσα από την καθημερινή δημοσιογραφική πρακτική

Ματθαίος Καπετανάκης, Δημοσιογράφος, Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Κοινωνιολογία, Απόφοιτος Δημόσιας Διοίκησης - Δημόσιας Οικονομικής

Εργάζομαι σε περιφερειακά μέσα ενημέρωσης από το 2008 ως ανταποκριτής με έδρα το Ρέθυμνο με μια μικρή διακοπή για την εκπλήρωση των στρατιωτικών μου υποχρεώσεων. Έχω σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση με κατεύθυνση Δημόσια Οικονομική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είμαι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στην Κοινωνιολογία από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ως ανταποκριτής και υπεύθυνος να μεταφέρω ειδήσεις από τη δυτική Κρήτη στο κοινό, όποτε το καλεί η επικαιρότητα, ασχολούμαι και με το πολιτικό ρεπορτάζ και μπορώ να σας μεταφέρω την καθημερινή μου εμπειρία σε σχέση με το θέμα της σημερινής ημερίδας.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι δυναμικό, ιδιαίτερα σε μια μικρή κοινωνία όπως του Ρεθύμνου που ακολουθεί, όμως ταυτόχρονα τα πανελλαδικά τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Επί δεκαετίες η κάλπη ανεδείκνυε κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους από τα δύο άλλοτε κραταιά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και συνήθως περισσότερο ενδιέφερε τους πολίτες να υπάρχει κάποιο πολιτικό πρόσωπο στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις παρά το πόσες ερωτήσεις θα καταθέσει στη βουλή για τα ζητήματα του τόπου. Είναι βέβαια και αυτός ένας γόνιμος τρόπος για να έρθει ο βουλευτής σε επαφή με την εκλογική του περιφέρεια και να αφουγκραστεί τα προβλήματα των πολιτών, όμως χωρίς το κίνητρο κάποιας κοινωνικής εκδήλωσης οι λοιπές συναντήσεις πραγματοποιούνται περισσότερο μέσω επαγγελματικών σωματείων, ιδίως στις πόλεις και στα χωριά από καφενείο σε καφενείο λίγο πριν μιλήσει η κάλπη..

Μέσα από την οικονομική κρίση ήρθαν οι όποιες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα με αλλαγή των προσώπων που κατέχουν βουλευτική έδρα τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο. Είδαμε το ΠΑΣΟΚ να μην κατέχει πια βουλευτική έδρα στο νομό, στο ΣΥΡΙΖΑ να γίνεται βουλευτής και αργότερα υπουργός υγείας ο επί σειρά ετών υποψήφιος, Ανδρέας Ξανθός και στη ΝΔ να αναλαμβάνει καθήκοντα νεότερο μέλος της οικογένειας Κεφαλογιάννη, ο 34χρονος Γιάννης Κεφαλογιάννης. Μπορεί να φαίνεται λίγο οξύμωρο από το συντηρητικό κόμμα ο νέος βουλευτής και από το προοδευτικό ο μεσήλικας, όμως ίσως έτσι ήρθαν σε μια συνισταμένη..

«αποδεκτή» από τους πολίτες, δεδομένου ότι ο απογοητευμένος κόσμος του ΠΑΣΟΚ μπόρεσε ευκολότερα να εμπιστευτεί έναν άνθρωπο που γνώριζε χρόνια μέσα από την ένωση γιατρών ΕΣΥ Ρεθύμνου, τον Ανδρέα Ξανθό και ο κόσμος της ΝΔ τον Γιάννη Κεφαλογιάννη ξεκινώντας από τις μεγαλύτερες ηλικίες που τον γνωρίζουν οικογενειακά και τις νεότερες που θα προτιμούσαν έναν νέο για εκπρόσωπό τους στη βουλή.

Οι αλλαγές που επέφερε η οικονομική κρίση στο πολιτικό σύστημα επηρέασαν και τα μέσα ενημέρωσης. Μπορεί να εξακολουθούσαν να αφορούν τα ΜΜΕ περισσότερο οι γνώριμοι της εκάστοτε πολιτικής παράταξης και αυτούς να προτιμούσαν για κάποια συνέντευξη, ωστόσο άρχισαν να αποχρωματίζονται πολιτικά τα μέσα σε σχέση με το παρελθόν. Έγιναν και τα ΜΜΕ λοιπόν πιο ανοικτά και πολυσυλλεκτικά όπως το κοινοβούλιο, εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής που είχε και τα χαμηλότερα ποσοστά της στην Κρήτη με το απόλυτο μηδενικό στα Ανώγεια, κάτι που και οι ίδιοι οι κάτοικοι υπενθυμίζουν στους πολιτικούς αρχηγούς που συχνά επισκέπτονται την ορεινή κωμόπολη του Ρεθύμνου, ως σημείο αναφοράς.

Η αναδιαμόρφωση λοιπόν του ελληνικού πολιτικού συστήματος έρχεται περισσότερο λόγω των συνθηκών, παρά λόγω κάποιας πρόνοιας επί τούτου ή επειδή αφουγκράστηκαν κάποιες φωνές που είχαν καταλάβει ότι δε θα έβγαινε ο λογαριασμός σε μερικά χρόνια. Κι όμως οι λίγοι παλαιοί βουλευτές που έχουν απομείνει στο κοινοβούλιο, είναι πολλές φορές πιο επιμελείς από τους νεότερους στην παρουσία τους μέσα στη βουλή και ο λόγος τους πολλές φορές ακούγεται πιο νεανικός από το λόγο μικρότερων σε ηλικία. Η κρίση ταυτότητας δεν ακολουθεί μόνο τα κόμματα στο σύνολό τους, αλλά και ξεχωριστά τα μέλη του κοινοβουλίου και αυτό συμβαίνει κυρίως όταν φεύγουμε από το δίπολο μνημόνιο - αντιμνημόνιο και αναζητείται ένα νέο πολιτικό άλλοθι, αντί για κάτι χειροπιαστό και πραγματιστικό με βάση τα δεδομένα.

Ήταν χαρακτηριστικό λοιπόν και παραμένει ότι όσο πιο ακραία προς τη μία ή την άλλη πλευρά είναι η πολιτική θεώρηση κάποιου που ζητούσε ψήφο, τόσο λιγότερα και αφηρημένα ήταν όσα ανέφερε ανεξαρτήτως ηλικίας και παρά μόνο ίσως επικεντρωνόταν σε ζητήματα αναλόγως την ηλικία του, για την εκπαίδευση, την εργασία, την υγεία, την οικονομία. Και τα ίδια όμως τα ΜΜΕ σαν «εκπαιδευμένα» σε αυτή τη ρητορική τις περισσότερες φορές δεν έσπαγαν το καλούπι, αλλά μάλλον γνώριζαν που να απευθύνουν το εκάστοτε ερώτημα για να λάβουν ποια απάντηση και πως να συνεχίσουν τη συζήτηση.

Περισσότερο έχουν αλλάξει τα πράγματα σε επίπεδο διαμαρτυριών και πολιτικών διεκδικήσεων. Συνήθως γίνεται μια απεργιακή συγκέντρωση από ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ και μία ξεχωριστή από το ΠΑΜΕ. Με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, έχουν υπάρξει περιπτώσεις που ολοένα και αυξάνονται, στις οποίες εκπρόσωποι των πρωτοβάθμιων σωματείων θα δώσουν το «παρών» σε διαμαρτυρίες του ΠΑΜΕ που έχουν συνήθως την ίδια δυναμική, ενώ στων ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ παρευρίσκονται πλέον και εκπρόσωποι από το ΠΑΣΟΚ, Το Ποτάμι και τους ΑΝΕΛ, ενώ κάποιοι που προέρχονται από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνονται από τους λοιπούς διαμαρτυρομένους. Είναι σαν να βλέπεις όσα τεκταίνονται στη βουλή, αλλά πιο δυναμικά και γρήγορα μέσα στις λίγες ώρες της κάθε διαμαρτυρίας.

Η πιο «τρομακτική» εμπειρία για έναν δημοσιογράφο που καθημερινά καλύπτει το ρεπορτάζ μέσα σε αυτά τα χρόνια που αναδιαμορφώνεται το πολιτικό σύστημα, ήταν ίσως κατά το ελληνικό δημοψήφισμα, που ζήσαμε τις μέρες κατά τις οποίες ακόμη και τα περιφερειακά μέσα της Κρήτης, σύσσωμα ασπαζόντουσαν το ΝΑΙ. Ήταν η στιγμή ορόσημο κατά την οποία οι κομματικές ταυτότητες των ΜΜΕ διαγράφηκαν και κατόπιν πολύ συγκεκριμένων εντολών το ρεπορτάζ ψεύδονταν, επιφέροντας όμως το ανάποδο αποτέλεσμα εν τέλει, αλλά παραμένοντας ως η στιγμή που άλλαξε τη σκακιέρα των μέσων ενημέρωσης.

Η πρόκληση λοιπόν για το ελληνικό πολιτικό σύστημα που βρίσκεται σε αναδιαμόρφωση λόγω συνθηκών και όχι λόγω ωριμότητας, είναι να καταφέρει να συγκεραστεί η ιδεολογία που πρεσβεύει η κάθε παράταξη με την πρακτική ανάγκη για τη χώρα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που διαμορφώνεται. Όμως το πολιτικό προσωπικό της χώρας περισσότερο ενδιαφέρεται για την επιβίωσή του ο καθένας ξεχωριστά ως βουλευτής και σε δεύτερη μοίρα ως παράταξη κι έπειτα και αν, για μια γόνιμη συνεργασία μέσα στους άξονες ιδεολογία-χώρα-Ευρώπη.

Η πρόκληση για την Ελλάδα ήταν να πάρει τους εκατοντάδες νόμους των μνημονίων και να βρει τον τρόπο να εντάξει την ευρωπαϊκή και διεθνή συνταγή των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε και πρέπει να γίνουν, στην ελληνική πραγματικότητα, με τρόπο όμως όχι άκριτο από τη μία και ψηφοθηρικό από την άλλη, κάτι στο οποίο απέτυχαν παταγωδώς οι τελευταίες κυβερνήσεις. Και μπορεί τις τελευταίες μέρες τα σχόλια να είναι διθυραμβικά για την Ελλάδα, αλλά είναι μάλλον και πάλι κάτι που δεν αποπνέεται από όσα συμβαίνουν εντός της χώρας, αλλά μάλλον υπό τη σκιά του BREXIT αφενός και των εκλογών σε Γαλλία και Γερμανία από την άλλη.

Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη για την Ελλάδα, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις για να βελτιώσει τις προοπτικές σε μια περιφερειακή χώρα του καπιταλιστικού συστήματος στην οποία ο πληθυσμός σε σύνταξη αυξάνεται, παράλληλα με το αποκαλούμενο "brain drain", η ανεργία βρίσκεται αγκιστρωμένη στην κορυφή της Ευρωζώνης, οι επενδύσεις αγνοούνται.

Θα πρέπει λοιπόν οι προκλήσεις που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, να αντιμετωπιστούν καίρια, συνάμα με ψυχραιμία από το πολιτικό σύστημα, με επίγνωση των λαθών του παρελθόντος, μακριά από τον εύκολο λαϊκισμό και με τρόπο δημιουργικής σύνθεσης δυνάμεων, παρά με αντιπαράθεση για ιδίες σκοπιμότητες. Όσο για τις προοπτικές μεταρρύθμισης, θα πρέπει να κρατηθεί το όποιο θετικό κεκτημένο και οι τροποποιήσεις να γίνονται με γνώμονα το αντικειμενικά γόνιμο για τη χώρα και όχι απλά για να θέτει ο εκάστοτε υπουργός τη σφραγίδα του, αγνοώντας και ισοπεδώνοντας τα θετικά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος, για να φτιάξει κάτι νέο από την αρχή και μη βελτιώνοντας την κατάσταση, επιστρέφοντας στον προηγούμενο παρονομαστή και σε χειρότερη όμως κατάσταση αφού έχει χαθεί και πάλι πολύτιμος χρόνος.

Η βάση στην οποία πρέπει να συνεχιστεί λοιπόν η αναδιαμόρφωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος με την οπτική ενός δημοσιογράφου που αφουγκράζεται τις πολιτικές γνώμες όλων, είναι να συντελείται αυτή η αναδιαμόρφωση υπό μια πολιτική κουλτούρα συνέχισης του κράτους, κάτι που δεν έχει καταφέρει η γενέτειρα της Δημοκρατίας, η Ελλάδα, έτσι ώστε οι προκλήσεις και οι προοπτικές μεταρρύθμισης να έχουν σχέδιο και μετρήσιμα αποτελέσματα σε μια χώρα που δοκιμάζεται.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ