ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ουρές πεινασμένων στον εμφύλιο της Ισπανίας του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Ουρές πεινασμένων στην Ελλάδα των μνημονίων και της 13ης σύνταξης

Έτσι την ονομάτισαν οι μέγιστοι των δημαγωγών για να παραπλανήσουν άλλη μια φορά τον λαουτζίκο που δεν τον ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός της. Την εκλαμβάνει σαν βοήθημα και έτσι την παίρνει. Την έχει απόλυτη ανάγκη και δεν έχει την πολυτέλεια να την αρνηθεί, άσχετα κι αν αντιπροσωπεύει ένα ελάχιστο ποσοστό των απωλειών που έχει υποστεί.

Οι δημαγωγοί που αυτοαποκαλούνται αριστεροί, είναι χειρότεροι από τους δεξιούς του ίδιου φυράματος γιατί κοροϊδεύουν ασύστολα τους ανθρώπους που τους στήριξαν.

Η πείνα με δάγκωνε ασταμάτητα. Τη νύχτα με έκανε να τινάζομαι και να ξυπνάω. Πολλές φορές άρχισα να πλάθω με τη φαντασία μου ένα τεράστιο καρβέλι, ένα καρβέλι στρογγυλό και μεγάλο σαν τον κόσμο, ένα καρβέλι που μέσα του κολυμπούσαμε όλοι μας.

Τις περισσότερες φορές από τις πέντε το πρωί στην ουρά, η μητέρα μου και ο αδελφός μου γύριζαν με άδεια χέρια από τις «ουρές». Ο αδελφός μου διαμαρτυρόταν γιατί εγώ έμενα στο σπίτι, ενώ αυτός ξεροστάλιαζε ώρες και ώρες περιμένοντας.

Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε και οι τρεις. Έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στις δύο «ουρές» της γειτονιάς μας –η μια ήταν για βερίκοκα και η άλλη για βολβούς. Διαλέξαμε τα βερίκοκα. Είχαμε σηκωθεί από τις πέντε τα χαράματα, μα βρήκαμε κιόλας ένα σωρό κόσμο να περιμένει. Πολλοί είχαν περάσει τη νύχτα τους εκεί, μόλο που έκανε κρύο. Το μαγαζί άνοιξε περασμένες έντεκα.

Ένα μουρμούρισμα απογοήτευσης έφτασε κοντά μας από τις πρώτες σειρές. Τα βερίκοκα ήταν άγουρα. Σε λίγο ένα δεύτερο μουρμούρισμα, ανησυχίας αυτή τη φορά, μας έκανε να ξεχάσουμε το πρώτο: η «Μπάντα Νέγκρα!» Έτσι έλεγαν στη γειτονιά μας μια ομάδα γυναίκες και παιδιά, που ορμούσαν πάνω στις «ουρές» και χώνονταν πρώτοι. Προχωρούσαν όλοι μαζί, σαν τείχος, και μόλις έφταναν στην αρχή της «ουράς», την ανάγκαζαν να υποχωρήσει. Όλοι ήταν οπλισμένοι με μπαστούνια και τα χρησιμοποιούσαν με μεγάλη επιδεξιότητα. Τα χτυπήματα έπνιγαν κάθε διαμαρτυρία. Μια γριά πλάι μου δέχτηκε μια μπαστουνιά και σωριάστηκε κατάχαμα. Η μητέρα μου φώναξε αγανακτισμένη.

- Αλήτες!

Μια χοντρή αγριογυναίκα από την «Μπάντα» στάθηκε μπροστά της με τις γροθιές στη μέση, χυδαία και προκλητική:

- Για κοιτάχτε τη τη βρώμα! Μούτρα που τάχει το φασιστόμουτρο! Φασίστρια δεν είσαι κούκλα μου;

Η μητέρα μου ζάρωσε κάτω από το τρομερό, γεμάτο μίσος βλέμμα της. Ξαφνικά, η χοντρή άρχισε να τη χαστουκίζει. Όρμησα πάνω της, τεντώθηκα και τη δάγκωσα στο μπούτι. Έχωσα τα δόντια μου και τα κράτησα εκεί σφιγμένα. Η χοντρή ούρλιαζε. Η γροθιά της έπεσε με μανία πάνω στο κεφάλι μου. Η έλλειψη αέρα και ο πόνος από το χτύπημα με ανάγκασαν να ξεσφίξω τα δόντια. Ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει, να γυρίζει σαν τρελό. Άνοιξα το στόμα για να πάρω ανάσα και να μπήξω τις φωνές, μα την ίδια στιγμή μια τεράστια παλάμη μου στρίμωξε το πρόσωπο. Κάποιος μου γέμισε το στόμα με αλογίσια κοπριά.

- Φάε, μικρέ, φάε! Δεν είναι νόστιμη; Καλή όρεξη, αγόρι μου!

Ασφυξία… αηδία… Η αλογίσια κοπριά έχει πολύ δυσάρεστη γεύση, κυρίως όταν είναι φρέσκια σαν αυτή που μου χώσανε στο στόμα. Η αναγούλα έγινε σε λίγο εμετός. Το χέρι που με έπνιγε τραβήχτηκε αμέσως. Νόμιζα πως όλα τα σωθικά θα μου βγαίνανε από το στόμα. Το στομάχι μου χόρευε σαν παλαβό. Λιποθύμησα.

Την άλλη μέρα η μητέρα μου αποφάσισε να αλλάξει γειτονιά. Ο αδελφός μου και εγώ θα πηγαίναμε να ζητήσουμε συσσίτιο από τους στρατιώτες. Η μητέρα μου σύστησε στον Εμίλιο -έτσι λένε τον αδελφό μου- να με φροντίζει και να μη με αφήνει καθόλου μόνο. Ξεκινήσαμε με μια καραβάνα κι ένα κουτάλι ο καθένας.

Είχε μια «ουρά» ατέλειωτη. Ο Εμίλιο βρήκε ένα φίλο του, που στεκόταν σε θέση καλύτερη από τη δική μας, και κατάφερε να γλιστρήσει πλάι του. Με διέταξε να μην  κουνηθώ. Μείναμε έτσι πάνω από τέσσερις ώρες. Μοναδική σκέψη όλου του κόσμου ήταν αν υπήρχαν ή όχι απομεινάρια από το συσσίτιο. Ένα γεροντάκι έδειχνε μεγάλη απαισιοδοξία. Τρεις μέρες, έλεγε, ερχόταν συνέχεια στο στρατώνα και δεν είχε δει ακόμα ούτε σταλιά σούπας.

Ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό διέτρεξε την «ουρά». Τέσσερις στρατιώτες διασχίζανε την αυλή του στρατώνα κι έρχονταν προς το μέρος μας, κουβαλώντας δυο τεράστια αχνιστά καζάνια. Για μια στιγμή όλα τα ρουθούνια ανοίξανε διάπλατα. Η «ουρά» στριμώχτηκε, σφίχτηκε από την κοινή αγωνία. Βρισκόμουνα σφηνωμένος ανάμεσα σε έναν τεράστιο πισινό, ιδιοκτησία μιας γυναίκας με πληθωρικές σάρκες, και στο απογοητευμένο γεροντάκι, που θα υπόφερε ασφαλώς από αδυναμία της κύστης, γιατί βρωμοκοπούσε κάτουρο. Και ο πισινός της γυναίκας σκόρπιζε γενναιόδωρα δυσάρεστες οσμές. Μου ερχόταν λιποθυμία.

Μια φωνή κυκλοφόρησε από αυτί σε αυτί και επιτάχυνε τη δραστηριότητα των γαστρικών μας υγρών: «Μοιράζουν φακές! Μιάμιση κουτάλα στον καθένα».

Στο τέλος της «ουράς» η ανησυχία μεγάλωνε.

- Είναι πολύ μιάμιση κουτάλα! Δε θα φτάσει για όλους!

Η «ουρά» άρχισε να σαλεύει. Όσοι είχαν πάρει κιόλας τη μιάμιση κουτάλα με τις φακές τους, απομακρύνονταν, ακολουθούμενοι από εκατοντάδες βλέμματα γεμάτα ζήλια.

Στο τέλος της «ουράς» η ανησυχία είχε γίνει πια απελπισία. Μια γριά φώναξε σε τρεις κοπέλες, που έφευγαν με γεμάτα τα κατσαρολάκια τους:

- Θα σας πιάσει κόψιμο με τόσο φαϊ! Σκρόφες! Τα ψήσατε με τους πολιτοφύλακες! Λέτε πως δεν το ξέρουμε;

Η «ουρά» ταράχτηκε σπασμωδικά. Κυκλοφορούσε η κακή είδηση:

- Από δω και πέρα μια κουτάλα στον καθένα…

Η χοντρή μπροστά μου άρχισε να προσεύχεται γρήγορα γρήγορα:

¯...τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον…

Ο γεροντάκος δε μιλούσε πια. Τα πόδια μου είχαν γίνει μούσκεμα, καθώς ακουμπούσαν στα παντελόνια του.

Από πίσω μας έσπρωχναν. Φώναζαν και βλαστημούσαν θεούς και δαίμονες.

¯…γεννηθήτω το θέλημά σου…

Την ίδια στιγμή η ουρά εξαρθρώθηκε. Τεράστιο πλήθος όρμησε προς τα καζάνια με ταχύτητα χιονοστιβάδας. Όλοι προσπαθούσαν να ανοίξουν πέρασμα, χτυπώντας τους άλλους με τους αγκώνες, δίνοντας γύρω τους γροθιές και κλοτσιές. Όλοι ύψωναν τα κατσαρόλια και τις καραβάνες τους και τα άπλωναν στους πολιτοφύλακες φωνάζοντας: «Εμένα! Εμένα!»

Οι πολιτοφύλακες άρχισαν να αδειάζουν τις κουτάλες τους πάνω από αυτό το μπερδεμένο δάσος των κεφαλιών. Ένας φώναξε με όλη του τη δύναμη:

- Με τη σειρά! Με τη σειρά! Δείξτε λίγη αξιοπρέπεια!

Μια γυναίκα ούρλιαξε:

- Μπάσταρδε, Έχεις γεμάτη την κοιλιά και γι’ αυτό μας μιλάς για αξιοπρέπεια!

Τελικά οι πολιτοφύλακες άδειασαν τις τελευταίες κουτάλες τους στα κατσαρόλια που τους άπλωναν τα πιο κοντινά πυρετικά χέρια.

Ένα παιδί καμιά δεκαριά χρονών κατάφερε να πάρει λίγες φακές σε αυτές τις ύστατες στιγμές της διανομής και απομακρυνόταν τρεχάτο, σφίγγοντας δυνατά στο στήθος του το κατσαρολάκι. Είδα τότε τον γεροντάκι να ρίχνεται από πίσω του. Έφτασε το παιδί και του έδωσε μια γροθιά. Το κατσαρολάκι έπεσε κάτω και οι φακές σκόρπισαν στο χώμα. Ο γεροντάκος και το παιδί ρίχτηκαν με τα μούτρα ποιος να τις πρωτομαζέψει. Ο αγώνας ανάμεσά τους έγινε σε λίγο μανιασμένος.

Το πλήθος φώναζε:

-Λίγο ψωμί! Ε, πολιτοφύλακα, ρίξε μου μια κόρα ψωμί! Λυπήσου με, πολιτοφύλακα, λίγο ψωμάκι!

Κάποιος πολιτοφύλακας πέταξε ένα πορτοκάλι πάνω από τα κάγκελα. Ογδόντα, εκατό χέρια τεντώθηκαν προς το μέρος του. Ένα αγοράκι άρπαξε στα πεταχτά το πορτοκάλι, το έχωσε κάτω από το πουκάμισό του και το κρατούσε γερά και με τα δυο του χέρια, για να το προστατεύσει. Μετά το πορτοκάλι πετάχτηκαν κομμάτια ψωμί, πατάτες, κρεμμύδια.

Πραγματικό μάννα εξ ουρανού! Κλοτσιές, βρισιές, κραυγές, βλαστήμιες! Σαράντα, ογδόντα, εκατό άτομα έπεφταν πάνω σε ένα κομμάτι ψωμί,  έσπρωχναν, αναποδογύριζαν, ποδοπατούσαν, δάγκωναν ο ένας τον άλλο. Το ψωμί εξαφανιζόταν και οι ξυλιές έπεφταν πολλή ώρα ακόμα!

Η μάχη έπαυε για να ξαναρχίσει μόλις έφτανε ένα κομμάτι ψωμί ή ένα καινούριο πορτοκάλι.  Πραγματικός εφιάλτης, θύμιζε κόλαση! Κλοτσιές, γροθιές, τρικλοποδιές, δαγκωνιές βροχή από άκρη σε άκρη. Μια πατάτα με χτύπησε στο μάτι (δεν ξέρω πάλι, ίσως το μάτι μου να έπεσε πάνω σε κάποιο παπούτσι, που πετούσε στον αέρα).

Βούτηξα μέσα σε αυτό το δάσος των ποδιών -αγώνας ψηλά στον αέρα μου ήταν απαγορευμένος- ελπίζοντας να ανακαλύψω κανένα κομμάτι ψωμί, που θα επιζούσε από την αρπακτικότητα τόσων και τόσων είδα ανάμεσα στα πόδια μου ένα κομματάκι βούτυρο, που κάποιο θαύμα το είχε φέρει ως εκεί.  Έπεσα πάνω του σαν αστραπή. Αλίμονο! Κάποιο χέρι με είχε προλάβει. Σήκωσα την καραβάνα μου και την κατέβασα με όλη μου τη δύναμη πάνω στο κεφάλι του παρείσακτου –ήταν ένα παιδί της ηλικίας μου και το είδα αμέσως να σωριάζεται φαρδύ –πλατύ στο χώμα. Άρπαξα το κομματάκι το βούτυρο και το έχωσα στην τσέπη μου.

Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν τρομερό καβγά. Οι νοικάρηδες του ισογείου είχαν φάει το γάτο της γειτόνισσας από το πλαϊνό διαμέρισμα.

- Αν με είχες ακούσει και τον είχες μαγειρέψει, της φώναζε ο πατέρας της, δε θα το παθαίναμε αυτό το κακό!

Η κόρη του όμως δεν τον άκουγε. Ήταν πολύ απασχολημένη με τις βρισιές που φώναζε στους κλεφτογατάδες. Για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους εκείνοι, διαβεβαίωναν πως ο γάτος δεν τους είχε αφήσει ούτε ένα ποντικό, για να βάλουν κάτι στο στόμα τους.

Έτσι έμαθα πως τα ποντίκια είναι φαγώσιμα.

Πηγαίναμε κάθε μέρα στους στρατώνες. Και κάθε μέρα ο Εμίλιο και εγώ γυρίζαμε με το πρόσωπο πρησμένο από τα χτυπήματα. Έμαθα γρήγορα να υπερασπίζω τον εαυτό μου και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις έμενα χωρίς να βάλω κάτι στο στόμα μου. Η ειδικότητά μου τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα ήτανε να δίνω κλοτσιές στο καλάμι του ποδιού. Είχα πολύ σκληρά παπούτσια και κάθε φορά που χτυπούσα, ο ιδιοκτήτης του ποδιού χοροπηδούσε μισή ώρα πάνω στο άλλο του πόδι, βγάζοντας τόσο άγριες κραυγές πόνου, που θα ακούγονταν ασφαλώς τριάντα χιλιόμετρα γύρω.

Στο σπίτι είχαμε δυο καινούρια στόματα να ταΐζουμε. Δυο άσχημες γυναίκες, ντυμένες με τρόπο φτωχικό και γελοίο. Το ύφος τους ήταν τόσο τρομοκρατημένο, ώστε έδινε κωμικό τόνο στα πρόσωπά τους. Ήξερα πως ήταν καλόγριες, γιατί η μητέρα μου τις φώναζε πάντα: «αδελφές μου», πράγμα που τους προκαλούσε καινούριο κύμα τρόμου. Η μητέρα μου έβαζε τότε το χέρι στο στόμα της και ζητούσε συγνώμη.

Στην πρώτη μας κιόλας επαφή, μια απ’ αυτές τις καλόγριες, ή λιγότερο μουστακαλού, είχε απλώσει τα χέρια προς το μέρος μου. Εγώ έκανα αμέσως μια κίνηση άμυνας και τότε είδα ξαφνικά κάτι καταπληκτικό: η γυναίκα χαμογελούσε. Κατάλαβα πως ήθελε να με χαϊδέψει.

Ο Εμίλιο τις μισούσε, γιατί έπρεπε να μοιραζόμαστε μαζί τους τα λίγα τρόφιμα, που κατάφερνε να βρει η μητέρα μου περιμένοντας στις ουρές. Οι ίδιες δε ριψοκινδύνευαν να βγουν στο δρόμο και η κάμαρά μας ήταν πάντα βυθισμένη στο σκοτάδι.

Το βράδυ έπρεπε να απαγγέλλουμε όλο το ευχολόγιο. Ήμουνα τόσο κουρασμένος, ώστε πάντα με έπαιρνε ο ύπνος. Η μια καλόγρια, αυτή με το μεγαλύτερο μουστάκι, συνήθιζε να με ξυπνάει με τσιμπιές. Ένα βράδυ, η τσιμπιά ήταν τόσο δυνατή, που με έκανε να μανιάσω και να ξεστομίσω μια βλαστήμια. Η καλόγρια ψιθύρισε: «Ιησού Χριστέ!» με ύφος τρομοκρατημένο και ύστερα μου έδωσε ένα χαστούκι. Της έσυρα και εγώ τότε όλο το ρεπερτόριό μου – όσες βλαστήμιες μου είχε μάθει ο θείος Ζαν και είχα ακούσει στις ουρές. Η καλόγρια με άρπαξε από τα μαλλιά και με το άλλο της χέρι άρχισε να μου δίνει ασταμάτητα χαστούκια από τα δεξιά προς τα αριστερά και από τα αριστερά προς τα δεξιά. Αυτό κράτησε ως τη στιγμή που χρειάστηκε και τα δυο της χέρια για να πιάσει το καλάμι του ποδιού της. Της φώναξα απελπισμένος:

- Αν ξαναρχίσεις να με χτυπάς, θα σας μαρτυρήσω.

Ακολούθησε μια στιγμή γενικής κατάπληξης. Ξαφνικά η μητέρα μου όρμησε πάνω μου και με χτύπησε με μανία.

Η ξαδέλφη μου Αντρέα ήρθε να μείνει μαζί μας. Ήταν ορφανή, δώδεκα χρονών, με τεράστια μάτια, σκουρογάλαζα, σχεδόν μπλε, που μέσα τους η έκπληξη ήταν αδιάκοπα αγκυροβολημένη. Η φωνή της ήταν γλυκιά και τρυφερή. Ωστόσο μιλούσε λίγο και φαινόταν σαν να γεννήθηκε μόνο για να κοιτάζει. Ήταν τόσο λεπτή, τόσο ντελικάτη, ώστε ο βάναυσος τρόπος που της φερνόταν ο Εμίλιο με γέμιζε αγανάκτηση. Και η Αντρέα πήγαινε στις «ουρές». Με έπιανε λύπη, όταν φανταζόμουνα την Αντρέα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ήταν τόσο διαφορετική από τους άλλους!

Την πρώτη μέρα που με άφησαν να σηκωθώ, η Αντρέα με βοήθησε να περπατήσω. Ήμουν τόσο αδύνατος, ώστε τα πόδια μου δεν μπορούσαν να σηκώσουν το κορμί του. Η  Αντρέα γελούσε:

- Δεν ξέρεις να περπατάς!

Προσπαθούσε να με κάνει να διασκεδάζω. Μα μέρα μου έκανε μια θαυμάσια πρόταση:

- Θέλεις να παίξουμε;

Τι να παίξουμε; Τη ρώτησα.

Μείναμε συλλογισμένοι. Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα:

Παίζουμε το φαγητό;

Αμέσως η Αντρέα άρχισε να κάνει τη μαγείρισσα. Μου έλεγε:

- Πρόσεχε το κοτόπουλο. Μην το αφήσεις να καεί! Το έχω βάλει στο φούρνο βλέπεις; Τώρα τηγανίζω τις πατάτες. Μην έρχεσαι κοντά, για να μην πεταχτεί το λάδι πάνω σου!

Παρακολουθούσα με ενθουσιασμό τις κινήσεις της. Όλα έμοιαζαν σαν ιεροτελεστία, σαν να ετοιμαζόταν μεγάλο συμπόσιο. Η όσφρησή μας ευφραινόταν από τόσες και τόσες φανταστικές μυρουδιές! Σε λίγο τα φαγητά ήταν έτοιμα και η Αντρέα με φώναξε στο τραπέζι. «Τρώγαμε» με τόση πεποίθηση, ώστε δεν ξέραμε πια που τέλειωνε το παιχνίδι, και που άρχιζε η πραγματικότητα. Όταν τελειώσαμε, όμως, η πείνα, αυτή η γνωστή, πιστή, βασανιστική πείνα, η πείνα μας όλων των ημερών, όλων των στιγμών, ήρθε να συντρίψει το όνειρό μας. Η Αντρέα έκανε μια προσπάθεια να μην υποκύψει.

- Πεινάς ακόμα; με ρώτησε.

- Ναι, λιγάκι.

Η Αντρέα έκανε τότε κάτι ηρωικό. Έβγαλε από ένα συρτάρι το μόνο αγαθό που είχε στον κόσμο: έναν μικρό κολυμβητή από σελιλόιντ, που τον περιέβαλλε με κωμική σχεδόν τρυφερότητα.

- Θα τον φάμε για φρούτο!

Δάγκωσε ένα χέρι του κολυμβητή και εγώ ένα πόδι του.

-Είμαστε κανίβαλοι! φώναξα με παραφορά:

Η ιδέα μας συνεπήρε τόσο πολύ, ώστε αρχίσαμε αμέσως να ετοιμάζουμε έναν κατάλογο των γειτόνων που θα τρώγαμε. Η γειτόνισσα από το κάτω πάτωμα, μια χοντρούλα που θα μπορούσε να σπάσει όλες τις πλάστιγγες, συγκέντρωσε πρώτη τις προτιμήσεις μας. Είχε πολύ κρέας και θα μας χόρταινε μια χαρά. Το σχέδιο ρίζωσε τόσο βαθιά μέσα μας, ώστε και μόνο η παρουσία αυτής της γυναίκας ήταν αρκετή για να συγκινήσει τα γαστρικά υγρά μας. Δυστυχώς το σχέδιο έμεινε πάντα σχέδιο.

 

 

Πηγή: «Εσωτερική εξορία», Μιγκουέλ ντε Σαλαμπέρτ, Εκδόσεις Θεμέλιο

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ