ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο ερωτευμένος αναλώνεται σαν αθλητής του Μανόλη Σκαρσούλη

0

ΑΣΚΗΤΕΙΑ. Ο ερωτευμένος, είτε επειδή αισθάνεται ένοχος απέναντι στο αγαπημένο πλάσμα, είτε επειδή θέλει να το εντυπωσιάσει επιδεικνύοντας τη δυστυχία του, σχεδιάζει μιάν αυτοτιμωρητική, ασκητική συμπεριφορά τρόπος ζωής, ενδυμασία και τα λοιπά.

Αφού είμαι ένοχος για τούτο και για τ' άλλο και έχω ή εφευρίσκω χίλιους δυό λόγους για να είμαι, θα τιμωρήσω τον εαυτό μου, θα αφανίσω το σώμα μου: θα κόψω τα μαλλιά μου πολύ κοντά, θα κρύψω το βλέμμα μου πίσω από μαύρα γυαλιά, θα μπω σε μοναστήρι, θα αφοσιωθώ στη σπουδή μιας σοβαρής αφηρημένης επιστήμης. Θα σηκώνομαι νωρίς νωρίς, με τα σκοτάδια, σαν καλόγερος, για να εργαστώ.

Θα είμαι υπομονετικός, κάπως μελαγχολικός, με μιά λέξη αξιοπρεπής, όπως ταιριάζει στον άνθρωπο που μνησικακεί. Θα αποτυπώσω υστερικά το πένθος μου το πένθος, που υποθέτω πώς έχω στα ρούχα, στο κόψιμο των μαλλιών, στην κανονικότητα των συνηθειών μου. Θα 'ναι μιά ήπια υποχώρηση. Αυτή ακριβώς η ελάχιστη υποχώρηση που χρειάζεται για να λειτουργεί σωστά ή διακριτική περιπάθεια.

Η ασκητεία ο πρόσκαιρος πόθος της ασκητείας απευθύνεται στον άλλον: γύρνα, κοίταξέ με, δες πως με κατάντησες. Πρόκειται για εκβιασμό: στήνω μπροστά στον άλλον το σχήμα του ίδιου μου του αφανισμού, αυτού που σίγουρα θα προκύψει αν εκείνος δεν ενδώσει.

ΑΝΑΜΟΝΗ. Σφοδρό κύμα άγχους που προκαλείται από την αναμονή του αγαπημένου πλάσματος, λόγω μικροκαθυστερήσεων (ραντεβού, τηλεφωνήματα, γράμματα, επιστροφές).

Προσμένω μιά άφιξη, μιά επιστροφή, ένα σημάδι που μου υποσχέθηκαν. Μπορεί να είναι κάτι ασήμαντο ή κάτι άκρως περιπαθές. Μιά γυναίκα περιμένει τον εραστή της, νύχτα, στο δάσος. Εγώ περιμένω απλώς ένα τηλεφώνημα, αλλά το άγχος είναι ίδιο. Τα πάντα ενέχουν επισημότητα: δεν έχω την αίσθηση των αναλογιών.

Υπάρχει μιά σκηνογραφία της αναμονής: την οργανώνω, τη χειραγωγώ, κόβω ένα κομμάτι χρόνου, στη διάρκεια του οποίου θα μιμηθώ την απώλεια του αγαπημένου προσώπου και θα δημιουργήσω όλα τα εφφέ ενός μικρού πένθους. Το πράγμα παίζεται λοιπόν σαν θεατρικό έργο.

Το σκηνικό παριστάνει το εσωτερικό ενός καφενείου. Έχουμε ραντεβού κι εγώ περιμένω. Στον Πρόλογο, όπου μόνος ηθοποιός του έργου είμαι εγώ, διαπιστώνω, καταγράφω την καθυστέρηση του άλλου. Η καθυστέρηση αυτή δε συνιστά προς το παρόν μαθηματική, μετρήσιμη οντότητα. Ο Πρόλογος τελειώνει με μια βιαστική απόφαση: αποφασίζω να "συγχυστώ", πυροδοτώ το άγχος της αναμονής. Τότε αρχίζει η Πρώτη Πράξη. Σ' αυτήν κυριαρχούν οι υποθέσεις: κι αν έγινε παρεξήγηση ως προς την ώρα ή τον τόπο; Επιχειρώ να ξαναφέρω στη μνήμη μου τη στιγμή που κλείστηκε το ραντεβού, τις διευκρινίσεις που δόθηκαν. Τί να κάνω (άγχος για το πώς θα φερθώ); Να πάω σε άλλο καφενείο; Να τηλεφωνήσω; Κι αν όσο λείπω έρθει ο άλλος; Μη βλέποντάς με μπορεί να φύγει, κτλ.

Η Δεύτερη Πράξη είναι η πράξη του θυμού. Μέμφομαι δριμύτατα τον απόντα: "Όπως και να 'ναι, (αυτός, αυτή)..." θα μπορούσε κάλλιστα...", "Ξέρει καλά (αυτός, αυτή)..." "Αχ! ας γινόταν να ήταν εδώ (αυτός, αυτή) για να μπορούσα να (του, της) τα ψάλω που δεν είναι εδώ!".

Στην Τρίτη Πράξη φτάνω (κατακτώ;) το καθαρό άγχος: το άγχος της εγκατάλειψης. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο περνώ από την απουσία στο θάνατο. Ο άλλος είναι σαν νεκρός: έκρηξη πένθους: γίνομαι εσωτερικά πελιδνός. Αυτό είναι το έργο. Ο άλλος, με την άφιξή του, μπορεί να το συντομεύσει.

Αν φτάσει κατά τη διάρκεια της Πρώτης Πράξης, η υποδοχή είναι ήρεμη. Αν έρθει όσο κρατάει η Δεύτερη, έχουμε "σκηνή". Αν καταπλεύσει κατά τη διάρκεια της Τρίτης, έχουμε την αναγνώριση και την Ευχαριστία: ανασαίνω βαθιά σαν τον Πελλέα όταν βγαίνει από της γης τα βάθη και ξαναβρίσκει τη ζωή και την οσμή των ρόδων.

Το άγχος της αναμονής δεν είναι συνεχώς σφοδρό, έχει και τις θαμπές στιγμές του. Περιμένω, κι όλος ο περίγυρος της αναμονής μου προσλαμβάνει ξαφνικά μιάν εξωπραγματική διάσταση: παρατηρώ, μέσα στο καφενείο, τους άλλους που μπαίνουν, σαχλαμαρίζουν, αστειεύονται, διαβάζουν ήσυχα ήσυχα: αυτοί δεν περιμένουν.

Η αναμονή είναι μιά γητειά: έλαβα διαταγή να μην κινηθώ. Έτσι, η αναμονή ενός τηλεφωνήματος υφαίνεται γύρω από απειροελάχιστες απαγορεύσεις που κλιμακώνονται επ' άπειρον και φτάνουν σε σημεία ανομολόγητα: αποφεύγω να βγω από το δωμάτιο, να πάω στην τουαλέτα, ακόμα και να τηλεφωνήσω (για να μην απασχολώ το τηλέφωνο)· υποφέρω όταν μου τηλεφωνούν (για τον ίδιο ακριβώς λόγο)· τρελαίνομαι στη σκέψη ότι σε λίγο θα πρέπει να βγω, διακινδυνεύοντας έτσι να χάσω την ευεργετική κλήση, την επιστροφή στη Μητέρα.

Όλοι αυτοί οι περισπασμοί που με προκαλούν πρέπει να αποτελούν μάλλον στιγμές νεκρές για την αναμονή, πρέπει να συνιστούν μη καθαρές στιγμές άγχους. Γιατί το άγχος της αναμονής, στην αμιγή του μορφή, επιτάσσει να μένω καθισμένος σε μιά πολυθρόνα, δίπλα στο τηλέφωνο, μην κάνοντας τίποτε.

Το πλάσμα πού περιμένω δεν είναι πραγματικό. Όπως και ο μαστός της μητέρας για το βρέφος που θηλάζει, "το πλάθω και το ξαναπλάθω ακατάπαυστα με βάση την ικανότητά μου να αγαπώ, με βάση την ανάγκη που έχω γι' αυτό": ο άλλος έρχεται εκεί όπου τον περιμένω, εκεί όπου τον έχω ήδη πλάσει. Κι αν δεν έρθει, παραισθάνομαι πως ήρθε: η αναμονή είναι ένα παραλήρημα. Και πάλι το τηλέφωνο. Σε κάθε κουδούνισμα αρπάζω με βιάση το ακουστικό, πιστεύω ότι το αγαπημένο πλάσμα είναι που με καλεί (αφού οφείλει να με καλέσει).

Μιά μικρή προσπάθεια, και "αναγνωρίζω" τη φωνή του, αρχίζω το διάλογο, με κίνδυνο να ξεσπάσω αργότερα εναντίον του οχληρού που με έβγαλε από το παραλήρημά μου. Έτσι και στο καφενείο: κάθε νεοεισερχό­μενος, που παρουσιάζει την ελάχιστη εξωτερική ομοιότητα, αναγνωρίζεται, σε πρώτη φάση, κατά τον ίδιο τρόπο.

Για πολύ καιρό μετά από τον κατευνασμό της ερωτικής σχέσης, διατηρώ τη συνήθεια να παραισθάνομαι το πλάσμα που αγάπησα: μερικές φορές νιώθω και πάλι άγχος για ένα τηλεφώνημα που καθυστερεί και, σε κάθε απρόσκλητο τηλεφωνικό συνομιλητή, νομίζω πως αναγνωρίζω τη φωνή που αγαπούσα: είμαι ένας ακρωτηριασμένος που εξακολουθεί να του πονά το κομμένο του πόδι.

"Είμαι ερωτευμένος; - Ναι, αφού περιμένω" Ο άλλος δεν περιμένει ποτέ. Μερικές φορές θέλω να υποδυθώ αυτόν που δεν περιμένει· επιχειρώ να απασχοληθώ κάπου αλλού, να φτάσω καθυστερημένος. Μα στο παιχνίδι αυτό βγαίνω μονίμως χαμένος.

Ό,τι κι αν κάνω, στο τέλος αποδείχνομαι και πάλι αναπασχόλητος, συνεπής στο ραντεβού - και μάλιστα πριν από την καθορισμένη ώρα. Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δεν είναι άλλη απ' αυτήν: είμαι αυτός πού περιμένει.

Όπου υπάρχει αναμονή, υπάρχει και μετάθεση: εξαρτώμαι από μιά παρουσία που μοιράζεται και κάνει ώρα για να μου δοθεί - σαν να 'θελε να κάνει τον πόθο μου να καταπέσει, και την ανάγκη μου να αμβλυνθεί. Σέ κάνω να περιμένεις: διαρκές προνόμιο κάθε εξουσίας.

Ένας μανδαρίνος ερωτεύτηκε μιάν εταίρα. "Θα γίνω δική σου" του είπε εκείνη, "αφού πρώτα θα 'χεις περάσει εκατό βραδιές περιμένοντάς με, στον κήπο μου, καθισμένος σ' ένα σκαμνάκι, κάτω από το παράθυρό μου". Την ενενηκοστή ένατη βραδιά ό μανδαρίνος σηκώθηκε, πήρε το σκαμνί του υπό μάλης και απήλθε.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ