ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Κατά των αθλίων μνημονιοφόρων ημών παρά του λαού αιτησόμεθα του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Πρακτικές αξιοπρεπούς Ευθανασίας (αρχαίες)

Η ευθανασία είναι λέξη ταυτόσημη με τον ανώδυνο θάνατο, χρησιμοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα σαν ένας τεχνικός όρος. Δηλώνει το θάνατο ο οποίος προκαλείται ή επισπεύδεται με τη βοήθεια της Ιατρικής, ώστε άνθρωποι με ανίατες ασθένειες να φεύγουν από τη ζωή όσο γίνεται πιο ανώδυνα.

Η αντίληψη της ευθανασίας είναι τόσο παλαιά όσο και τα ομηρικά έπη. Στην Οδύσσεια ο γρήγορος κι ανώδυνος θάνατος αυτών που ζουν χωρίς αρρώστιες και πεθαίνουν φυσιολογικά από γηρατειά, χαρακτηρίζει τους κατοίκους ενός ουτοπικού νησιού που ονομάζεται Συρίη.

Στην κλασική εποχή οι κάτοικοι της Κέας, ενός υπαρκτού νησιού με υγιεινό κλίμα στο οποίο όφειλαν τη μακροβιότητά τους, επέβαλλαν στους εαυτούς τους ένα παρόμοιο είδος ευθανασίας. Τερμάτιζαν τη ζωή τους με σχετικά γρήγορο κι ανώδυνο τρόπο, αφού πρώτα εξασφάλιζαν την έγκριση των συμπολιτών τους.

Πριν καλά καλά γεράσουν κι αρρωστήσουν ή υποστούν κάποια σωματική ή πνευματική αναπηρία, αυτοκτονούσαν με ορισμένο δηλητήριο παρουσία των δικών τους και άλλων μαρτύρων.  Έπιναν ομαδικά ή ατομικά όπιο ή κώνειο κι αποχωρούσαν από τη ζωή, λες και έπιναν κρασί, μέσα σε ατμόσφαιρα συμποσίου ή εορταστικής θυσίας.

Η ευκολία με την οποία αυτοκτονούσαν αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποχωρούσαν από τη ζωή σα να πίναν κρασί, σχετίζεται πιθανότατα έμμεσα με το γεγονός ότι στην Κέα οι ενήλικοι μετά το θάνατό τους αφηρωίζονταν (περνούσαν δηλαδή στη σφαίρα των ηρώων).

Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή σε άλλα μέρη της Ελλάδας απεικονίζουν με ανάλογο τρόπο ανώνυμους κι επώνυμους ήρωες να αποχωρούν από τη ζωή ή να συνεχίζουν την ύπαρξή τους στον άλλο κόσμο, δηλ. σα να πίνουν κρασί κατά τη διάρκεια συμποσίου.

Το νησί με το υγιεινό κλίμα, του οποίου οι κάτοικοι, κυρίως οι γυναίκες, απολάμβαναν μακροζωία, ήταν το αιγαιοπελαγίτικο νησί της Κέας.  Όταν γερνούσαν οι μακρόβιοι κάτοικοι του νησιού αυτού, πριν ακόμη αρρωστήσουν ή υποστούν κάποια αναπηρία (όχι μόνο σωματική – απώλεια όρασης, ακοής κ.λπ., αλλά και πνευματική, όπως π.χ. η εξασθένηση της μνήμης) αυτοκτονούσαν με δηλητήριο, άλλοι με παπαρούνα, άλλοι με κώνειο. Σχετικές πληροφορίες παρέχει ένας ιστορικός του 2ου αι. π.Χ., ο Ηρακλείδης Λέμβος.

Για να εξάγουν το χυμό της παπαρούνας χάραζαν την ημιώριμη κάψα (= τη θήκη του καρπού η οποία περιέχει τα σπέρματα) της παπαρούνας με τρόπο που γίνεται για πρώτη φορά αρχαιολογικά αντιληπτός στο υστερομινωικό πήλινο είδωλο της θεάς των Μηκώνων. Από το στέμμα στο κεφάλι της θεάς υψώνονται τρεις παπαρούνες με κατακόρυφες χαρακιές στις κάψες τους. Το σχήμα της κάψας είχαν και τα μικρά πήλινα φιαλίδια μέσα στα οποία μεταφερόταν από χώρα σε χώρα το ακατέργαστο όπιο σε υγρή μορφή.

Στην ιστορική τουλάχιστον εποχή έπιναν το όπιο διαλυμένο σε ποτό, συνήθως γλυκό κρασί, επειδή η γεύση του είναι πικρή. Το ίδιο έκαναν προφανώς και στην Κέα, όταν το χρησιμοποιούσαν όπως κι αλλού ως υπνωτικό ή καταπραϋντικό. Κατ’εξαίρεση όμως οι γέροντες της Κέας το χρησιμοποιούσαν ως δηλητήριο με το οποίο αυτοκτονούσαν.

Η θανατηφόρος δράση του οφείλεται στη μορφίνη, ένα από τα αλκαλοειδή συστατικά του. Η μορφίνη επιδρά πάνω στο κεντρικό νευρικό σύστημα και φέρνει ύπνο. Η υπερβολική δόση οπίου ρίχνει το χρήστη σε κώμα. Ο θάνατος, φαινομενικά ειρηνικός κι ανώδυνος, προξενείται από την παράλυση της αναπνοής.

Όσο για το κώνειο, πρόκειται για το λεγόμενο κώνειο το στικτό (conium maculatum) το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκαιδανθή ή σκιαδιοφόρα. Το φυτό, για το οποίο υπάρχει ακριβής περιγραφή στον Διοσκουρίδη, ονομάζεται έτι εξαιτίας των πορφυρών στιγμάτων στα χαμηλότερα μέρη των μίσχων του.

Η ντοπιολαλιά βρωμόχορτο οφείλεται στη βαριά οσμή του. Όλα τα μέρη του, αλλά κυρίως τα φύλλα (ιδιαίτερα πριν ωριμάσουν) κι ώριμοι καρποί, περιέχουν αλκαλοειδή από τα οποία τοξικότερα είναι η κωνειίνη και η κωνεικεϊνη. Όπως κι η μορφίνη, η κωνειίνη παραλύει το νευρικό σύστημα. Ο θάνατος προέρχεται τελικά από ασφυξία, ο χρήστης όμως διατηρεί ως το τέλος επαφή με το περιβάλλον.

Είναι έθιμο των Κείων, όσοι από αυτούς έχουν φθάσει σε βαθιά γεράματα, σα να προσκαλούν ο ένας τον άλλον σε επίσημο γεύμα ή εορταστική θυσία, να συγκεντρώνονται, να βάζουν στεφάνια και να πίνουν κώνειο. Έτσι κάνουν όταν συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να εργαστούν προς όφελος της πατρίδας κι ότι αρχίζουν πια να ξεμωραίνονται κάπως λόγω ηλικίας.

Φημολογείται ότι είχε θεσπισθεί κάποτε νόμος, τον οποίο αναπολεί ο Μένανδρος, (με τους στίχους) ωραίο το έθιμο των Κείων, Φανία, αυτός που δεν μπορεί να ζήσει όμορφα, δε ζει άσχημα, γιατί πρόσταζε όπως φαίνεται ο νόμος όσους είχαν περάσει τα εξήντα να πίνουν κώνειο, για να επαρκεί στους άλλους η τροφή κι όταν κάποτε ήταν πολιορκημένοι από τους Αθηναίους, ψήφισαν, λέγουν, να πεθάνουν (με κώνειο) οι γηραιότεροι ανάμεσά τους, ορίζοντας μάλιστα στη συγκεκριμένη ηλικία.

H απόφαση να πεθάνουν οι γεροντότεροι, κατά τη διάρκεια αυτής της παλαιότερης μάλλον πολιορκίας της Ιουλίδας, δεν εκτελέστηκε προφανώς επειδή οι Αθηναίοι, έλυσαν στο μεταξύ την πολιορκία. Ψηφίσματα που εκδόθηκαν κάτω από την πίεση επικείμενης εχθρικής εισβολής αλλά παρέμειναν ανεφάρμοστα, εξαιτίας της απρόσμενης μεταβολής των καταστάσεων, δεν είναι άγνωστα.

Η πολιορκία αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας οι κάτοικοι της Ιουλίδας αποφάσισαν να απαλλαγούν από τα άχρηστα στόματα θυμίζει ένα περιστατικό από την περσική ιστορία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στην (δεύτερη) πολιορκία της Βαβυλώνας από τους Πέρσες (ύστερος 6ος αι. π.Χ.) οι επαναστατημένοι Βαβυλώνιοι συγκέντρωσαν κι έπνιξαν όλες τις γυναίκες εκτός από τις μανάδες τους και μια γυναίκα την οποία κράτησε καθένας για να του ετοιμάζει το φαγητό του.

Ανθρωπολογικά παραδείγματα από την αρχαιότητα, τα οποία στηρίζονται σε άγραφους νόμους, θυμίζουν τον υποτιθέμενο νόμο της Ιουλίδας που διέταζε τη θανάτωση όσων είχαν συμπληρώσει τα εξήντα. Υπήρχε πραγματικά η συνήθεια να θανατώνονται οι γέροντες (και οι ασθενείς) κυρίως σε ινδοευρωπαϊκούς λαούς, υπαρκτούς ή μυθικούς.

Μια κυρία της ανώτατης αριστοκρατίας, εξαιρετικά μεγάλης ηλικίας, αιτιολόγησε στους συμπολίτες της γιατί έπρεπε να φύγει από τη ζωή. Είχε αποφασίσει να πιει δηλητήριο και πολύ υπολόγιζε στην παρουσία του συγκλητικού Πομπηίου για να γίνει ο θάνατός της πιο λαμπρός. Εκείνος, που τον κοσμούσαν όλες οι αρετές, μαζί κι η αναγνώριση του ανθρωπισμού του, δεν μπόρεσε να αποκρούσει την πρόσκλησή της.

Την επισκέφθηκε και με πειστικότατα λόγια, τα οποία ανάβλυζαν από το στόμα του σαν από κάποια ευλογημένη πηγή ευφράδειας, προσπάθησε επί πολλή ώρα να την αποτρέψει από αυτό που σκεπτόταν, μάταια όμως. Δέχθηκε τότε να την ακολουθήσει στο έσχατο εγχείρημά της.

Η κυρία, η οποία είχε συμπληρώσει τα ενενήντα και διατηρούσε απόλυτα τη σωματική και ψυχική της ισορροπία, έτσι τουλάχιστον διέκρινε κανείς, ξαπλωμένη σε μικρή κλίνη στρωμένη με περισσή κι όχι καθημερινή φροντίδα και στηρίζοντας το κεφάλι στον αγκώνα είπε: Σέξτε Πομπήιε, να σε ανταμείψουν οι θεοί, ιδίως αυτοί που αφήνω παρά αυτοί στους οποίους πηγαίνω, επειδή δεν απαξίωσες ούτε την ενθάρρυνσή σου να ζήσω, ούτε την παρουσία σου στο θάνατό μου.

Άλλωστε, επειδή προσωπικά γνώρισα πάντοτε το χαρούμενο πρόσωπο της μοίρας, ας μη δω τι θλιμμένο της από απληστία για ζωή. Ανταλλάσσω ότι υπολείπεται να ζήσω με το ευτυχισμένο τέλος μου.

Πίσω μου αφήνω δυο κόρες κι ένα πλήθος εγγόνια που θα ζήσουν. Έπειτα η κυρία παρότρυνε τους δικούς της σε ομόνοια, τους μοίρασε την έγγειο περιουσία της και στη μεγαλύτερη κόρη έδωσε τα κοσμήματά της και τις ιερές εικόνες του σπιτιού.

Η ίδια έπιασε σταθερά με το δεξί της χέρι το ποτήρι στο οποίο είχε αναμιχθεί το δηλητήριο, πρόσφερε λίγες σταγόνες στον Ερμή, επικαλέσθηκε τη βουλή του για να την οδηγήσει με ήρεμη πορεία στο καλύτερο μέρος του κάτω κόσμου, και ρουφώντας πρόθυμα κατάπιε το θανατηφόρο ποτό.

Με όσα έλεγε φανέρωνε και ποια μέλη τους σώματός της κυρίευε η ακαμψία. Τη στιγμή που εκστόμισε ότι η ακαμψία κυριεύει τα σωθικά και την καρδιά της, ζήτησε από τις κόρες της το ύστατο καθήκον, να της κλείσουν τα μάτια με τα χέρια. Στους δικούς μας, αν και είχαν μείνει άφωνοι από το πρωτόφαντο θέαμα, με μάτια γεμάτα δάκρυα, είπε να αποχωρήσουν.

Με παρόμοιο τρόπο τετρακόσια περίπου χρόνια πριν (το 399 μ.Χ.) είχε πεθάνει με κώνειο ο Σωκράτης. Όπως η αριστοκράτισσα της Ιουλίδας, έτσι κι ο Σωκράτης παίρνει την κύλικα από το χέρι του δεσμοφύλακα και πίνει πρόθυμα κι εύκολα το δηλητήριο, αφού προηγουμένως ρωτά αν μπορεί να κάνει από το ποτό του μια σπονδή. Επειδή όμως η απάντηση του δεσμοφύλακα είναι έμμεσα αρνητική, προσεύχεται απλά μόνο στους θεούς να γίνει ευτυχισμένη η μετοικεσία του στον άλλο κόσμο.

Ο Σωκράτης ωστόσο δεν είναι ξαπλωμένος σε μικρή κλίνη όταν παίρνει στο χέρι του την κύλικα, όπως η αριστοκράτισσα της Ιουλίδας. Είναι μάλλον καθισμένος ανάμεσα στους μαθητές του. Κι όταν πίνει το δηλητήριο, σηκώνεται κι αρχίζει να περπατά πάνω κάτω, ωσότου αισθάνεται τα σκέλη του βαριά και ξαπλώνει, όπως του έχει υποδείξει ο δεσμοφύλακας.

Εκεί παραμένει σκεπασμένος με κουβέρτα ή κάλυμμα. Ανακοινώσεις για τη δράση του δηλητηρίου κάνει στην περίπτωση αυτή ο ίδιος ο δεσμοφύλακας. Αρχίζει να εξετάζει και να πιέζει τα πόδια και τις κνήμες του Σωκράτη για να διαπιστώσει αν πάγωσαν και παρέλυσαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του όταν τα συμπτώματα αυτά φθάσουν στην καρδιά, τότε ο Σωκράτης θα πεθάνει.

Όταν πράγματι παγώνει σχεδόν η περιοχή γύρω από την καρδιά, ο Σωκράτης ξεσκεπάζει το κεφάλι του για να εκφράσει την τελευταία του επιθυμία. Λίγο αργότερα κινείται και ο δεσμοφύλακας τον ξεσκεπάζει για να διαπιστώσει το θάνατό του.

Στην ελληνική αποικία της Μασσαλίας χρησιμοποιούσαν ένα δηλητήριο (αγνώστου συστάσεως) με ανάμιξη κωνείου. Το δηλητήριο αυτό φυλαγόταν δημόσια από την ίδια την πολιτεία η οποία το χορηγούσε σε όποιον εξέθετε ενώπιον της Βουλής των Εξακοσίων τους λόγους για τους οποίους επιθυμούσε να πεθάνει.

Δηλητήριο με ανάμιξη κώνειου φυλάγουν στην πολιτεία αυτή δημόσια και το προορίζουν για κείνον που εκθέτει ενώπιον των Εξακοσίων –αυτό είναι το αντίστοιχο όνομα της συγκλήτου- τις αιτίες για τις οποίες πρέπει να του είναι επιθυμητός ο θάνατος. Η διαδικασία είναι αξιοπρεπής, καλοπροαίρετη, δεν επιτρέπει να φύγει κανείς από τη ζωή αυθαίρετα, ενώ παρέχει, σε όποιον είναι βέβαιος ότι επιθυμεί να αφήσει τη ζωή, ένα γρήγορο μέσο θανάτου.

Η Μασσαλιώτικη Βουλή των Εξακοσίων αναφέρεται για πρώτη φορά σε τιμητικό ψήφισμα των Λαμψακηνών χρονολογημένο στο 196 π.Χ. δεν είχε ακόμη πιθανότατα συσταθεί την εποχή του Αριστοτέλη. Πληροφορίες για τη Βουλή αυτή παρέχει ο Στράβων. Τα ισόβια μέλη της εκαλούντο τιμούχοι. Προήδρευαν 15 οι οποίοι διεχειρίζοντο τα τρέχοντα, ενώ τρεις, οι πιο ισχυροί, προήδρευαν των δεκαπέντε. Τιμούχος δεν μπορούσε να γίνει ένας από αυτούς τους τρεις αν δεν είχε παιδιά ή αν δεν καταγόταν από ανθρώπους που ήταν επί τρεις γενιές πολίτες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία ευθανασίας στη Μασσαλία ήταν αξιοπρεπής γι’ αυτόν που είχε λόγους να πεθάνει και καλοπροαίρετη εκ μέρους αυτών που του παρείχαν το θανατηφόρο μέσο. Κανείς δεν έφευγε αυθαίρετα από τη ζωή, ενώ αντίθετα, όποιος έπρεπε να φύγει, είχε πρόσβαση σε ένα μέσο γρήγορου θανάτου, με την έγκριση πάντοτε των αρχών δηλ. της Βουλής των Εξακοσίων.

 

Το «καλώς θανείν» στην αρχαία Ελλάδα

Ο θάνατος, ως ξεχωριστό χαρακτηριστικό, αλλά και αδιαχώρηστο από την ανθρώπινη φύση, αποτελεί τη δεύτερη -και συμμετρικά ισοδύναμη με τη ζωή- δύναμη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Ένα επιτάφιο επίγραμμα από την Αυτοκρατορική Εποχή θέτει το αξίωμα ότι «οὐ μόνον εἶναι τόν θάνατον θνητοῖς ου κακόν, αλλ’ ἀγαθόν», για τους θνητούς ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά καλό.

Ο κανονικός θάνατος, που οφείλεται είτε σε φυσικές αιτίες είτε σε δολοφονία, είναι αναπότρεπτος. Ένα παράδοξο είδος θανάτου είναι η αυτοκτονία. Η αυτοκτονία ορίζεται ως θάνατος τραγικός, τον οποίον επιλέγουν εκείνοι, που πιεσμένοι από την ανάγκη, τους βρίσκει «ο αβάστακτος πόνος μιας αδιέξοδης δυστυχίας». Κανείς δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στο θάνατο, η αυτοκτονία, όμως, δίνει τη δυνατότητα στον αυτόχειρα να καθορίζει το χρόνο του θανάτου του. Με την αυτοκτονία του κανείς τιμωρεί, ανακουφίζει, δημιουργεί ή βάζει τέλος σε μίασμα, σώζει ή καταστρέφει κοινότητες, διαφυλάσσει ή όχι το κύρος της προσωπικότητάς του.

Η «ευθανασία», μια λέξη που προέρχεται από τα ελληνικά, χρησιμοποιείται ως έκφραση, για να διασαφηνισθεί, ο θάνατος και η σημασία του. Το πρόθεμα «ευ» είναι το επίρρημα «εὖ» που σημαίνει «καλός, ωραίος, γενναίος, ευγενής». Το δεύτερο μέρος της λέξης αποδίδει την ελληνική έκφραση για το φυσικό θάνατο, «θάνατος». «Ευθανασία», λοιπόν σημαίνει τον ωραίο θάνατο, το «καλῶς θνεῖν» της Αντιγόνης του Σοφοκλή, το «θάνατο για την αρετή», «ένας αξιοζήλευτος θάνατος στην Ελλάδα». «Ευθανασία», όμως, είναι και ο γενναίος θάνατος, η ηρωική αυτοκτονία στο πεδίο της μάχης.

Η έννοια, που αποδίδεται στον αρχαιοελληνικό όρο «ευθανασία» από τις γραμματειακές πηγές, σε αντίθεση με τη σημερινή του χρήση, δε σήμαινε ποτέ το πρόωρο τέλος μιας αναξιοπαθούς ή μιας απελπισμένης και επώδυνης ζωής. Ο όρος «ευθανασία» δεν εξισωνόταν ποτέ με τη σημερινή έννοια της «βοήθειας προς θάνατο». «Ευθανασία» στην αρχαιότητα σήμαινε τον «καλό θάνατο». Ποιος θάνατος, όμως, χαρακτηρίζεται ως «καλός» στα αρχαία κείμενα;

Χρονολογικά ο όρος «ευθανασία» παρουσιάζεται με τους εξής γραμματικούς τύπους: α) το επίρρημα ευθανάτως, β) το επίθετο ευθάνατος, γ) το ρήμα ευθανατέω, (ευθανατείν, του ευθατούντος, ευθανατήσαι, ευθανατούσιν) και ευθανατίζειν, και δ) τα ουσιαστικά ευθανασία και το ευθάνατον.

α) το επίρρημα ευθανάτως

«οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθών εἰς χρόνον».

Μετάφραση: «δεν πέθανε με καλό θάνατο, αυτός ου έζησε επί μακρόν».

β) το επίθετο ευθάνατος

«γῆρας ἄμοχθον καί εὐθάνατον».

Μετάφραση: «γηρατιά χωρίς βάσανα και με καλό θάνατο».

γ) το ρήμα εὐθανατέω

«Εὐγηρεῖν τε μόνον καί εὐθανατεῖν τόν σπουδαῖον

Εὐγηρεῖν γάρ εἶναι τό μετά ποιοῦ διεξάγειν κατ’ ἀρετήν,

εὐθανατεῖν δέ τό μετά ποιοῦ θανάτου κατ’ ἀρετήν τελευτᾶν».

Μετάφραση: «Καλό γήρας σημαίνει να περάσει κανείς τα γηρατειά του με αρετή, και καλός θάνατος (εὐθανατεῖν) σημαίνει ένα τέλος με αρετή».

δ) το ουσιαστικό εὐθανασία

«Ὧν τοῖς θεοῖς ἄνθρωπος εὔχεται τυχεῖν

τῆς εὐθανασίας κρεῖττον οὐδέν εὔχεται».

Μετάφραση: «ό,τι κυρίως ένας άνθρωπος εύχεται να κερδίσει από τους θεούς. Τίποτε άλλο καλύτερο δεν εύχεται από την ευθανασία».

Το ευθάνατον

Συναντάνται μόνο στον νεοπλατωνικό Δαμάσκιο (γενν. 458 μ.Χ.).

«ποιεῖ δέ τό ἄνοσον καί τό εὐθάνατον καί τό μή ταχυθάνατον ἡ τῶν ὡρῶν καί τῶν στοιχείων εὐκρασία».

Μετάφραση: «δημιουργεί δε την ανοσία και τον καλό θάνατο και την μη γρήγορη θανή η ευκρασία των εποχών και των στοιχείων».

Κίνητρα της αυτοκτονίας

Η πράξη της αυτοκτονίας στην αρχαιότητα ήταν ελεύθερη και άμεση. Μεγάλη σημασία έχουν τα κίνητρα, που ωθούσαν στην αυτοκτονία. Οι αρχαίοι αυτοκτονούσαν:

  1. Για να αποφύγουν τη δυσφήμιση («δύσκλεια») και να διατηρήσουν μια έντιμη φήμη («εύκλεια»),
  2. Για να αποφύγουν περαιτέρω βάσανα –η αυτοκτονία γίνεται εγγυήτρια της προσωπικής ελευθερίας,
  3. Για να δώσουν ένα τέλος στο άλγος, και
  4. Για να θυσιαστούν για το κοινό καλό, επιτελώντας το καθήκον («χρέος»), δηλαδή αυτοκτονούν για χάρη ανώτερων, υψηλών, πατριωτικών ιδεωδών.

Οι Έλληνες θεωρούσαν την αυτό-θυσία, που έσωζε την κοινωνία ως χρηστή. Η υποταγή μέχρι αυτοκτονίας στις διαταγές σε καιρό μάχης ήταν επαινετή. Η θεσμοθετημένη αυτοκτονία, παρά την πολυπλοκότητά της, δε φέρει κανένα στίγμα. Η αυτοκτονία λόγω αιδούς ή ενοχής ή φόβου δύσκλειας είναι ηρωικό μέσο για την απόσεισή της και αξιέπαινη, ενώ η αυτοκτονία λόγω ανανδρίας και δειλίας είναι κατακριτέα.

Η αυτοκτονία, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τιμής κάποιου, είναι γενικά και κοινωνικά αποδεκτή. Η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν απεκήρυσσε την αυτοκτονία και δεν έθετε καμία αιώνια τιμωρία σε εκείνους, που εθελούσια πέθαιναν. Στα δόγματά της δεν περιέχεται η πίστη για μια αθάνατη ψυχή, για την οποία οι άνθρωποι πρέπει να δίνουν λογαριασμό στο δημιουργό τους. Έτσι, νόμοι και θρησκεία άφηναν τον αρχαίο γιατρό ελεύθερο να πράξει σύμφωνα με τη συνείδησή του.

 

Πηγές: Αγγελική Πετροπούλου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Αφροδίτη Α. Αβαγιανού, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ