ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Σε εκδήλωση για τη νεανική επιχειρηματικότητα ο Γιάννης Κεφαλογιάννης

0

Γιάννης Κεφαλογιάννης σε εκδήλωση για τη νεανική επιχειρηματικότητα: Οι νέοι άνθρωποι μπορούν να τραβήξουν όλη την κοινωνία έξω από το τέλμα

Στην εκδήλωση της ΔΑΠ –ΝΔΦΚ Τρίπολης με θέμα τη νεανική επιχειρηματικότητα και τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της χώρας συμμετείχε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Ρεθύμνου Γιάννης Κεφαλογιάννης. Ο Ρεθεμνιώτης Βουλευτής από κοινού με τον πρόεδρο του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου κ. Δημήτρη Θωμάκο, τον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου Αρκαδίας κ. Γιάννη Μπουντρούκα και την καθηγήτρια του Ι.Ε.Κ. Τρίπολης κ. Ουρανία Σιοροβίγκα, προσπάθησαν να περιγράψουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που επηρεάζουν άμεσα την νέα γενιά της χώρας μας.

Ξεκινώντας την τοποθέτησή του ο κ. Κεφαλογιάννης, θεωρώντας ως σταθερά το γεγονός ότι δεν θα μπορούμε να στηριζόμαστε στον υψηλό εξωτερικό δανεισμό, όπως συνέβαινε επί τρεις δεκαετίες έως το 2010, καθώς και ότι θα πρέπει να αλλάξουμε το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών, παρουσίασε με τη μορφή νοητικής άσκησης, δυο βασικές επιλογές που έχει η χώρα μας αναφορικά με τη δομή που μπορεί να προσλάβει η ελληνική οικονομία τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια:

Στην πρώτη επιλογή, ο τομέας που παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, κοινώς που ευνοεί τις εξαγωγές, θα παραμένει στάσιμος, ενώ θα γίνονται προσπάθειες να αυξηθεί η παραγωγή στις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες, όπως είναι υπηρεσίες του κράτους, επαγγέλματα υγείας, δικηγόροι, καφενεία, κατασκευές, με τη μεσαία τάξη να είναι μικρή και να περιορίζεται σε επαγγέλματα που είναι προστατευμένα και πολιτικά ισχυρά, προκειμένου να βελτιώνουν αυτοί την ποιότητα ζωής τους, σε μια καταναλωτική πίτα στάσιμη, όπου όλοι οι άλλοι θα χάνουν.

Στη δεύτερη επιλογή ανάπτυξης, η μεταποίηση, οι τεχνολογικές υπηρεσίες και άλλοι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι όπως η γεωργία, ο τουρισμός και η ναυτιλία θα μεγαλώνουν σταθερά. Η αυξημένη παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών θα οδηγήσει και σε μεγαλύτερη δυνατότητα κατανάλωσης για το σύνολο της κοινωνίας, με τη μεσαία τάξη να είναι μεγάλη και να έχει διαφορετική σύνθεση επαγγελμάτων από αυτήν της μεταπολίτευσης.

Στη συνέχεια, τονίζοντας πως είναι ξεκάθαρο ποια επιλογή οφείλουμε να ακολουθήσουμε, ανέπτυξε τρεις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της νεανικής επιχειρηματικότητας:

  1. Η πρώτη είναι η γνώση, η ειδική τεχνογνωσία, κάτι δηλαδή που οι νέοι γνωρίζουν καλύτερα από τους ανταγωνιστές και που αποτελεί τη βάση για το προϊόν που θα προσφέρουν. Με δεδομένο ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα παράγονται ερευνητικά αποτελέσματα που έχουν δυνητικά μεγάλη αξία, είναι ξεκάθαρη η ανάγκη για μια καλύτερη και οργανωμένη διασύνδεση των πανεπιστημίων με την πραγματική οικονομία.
  2. Η δεύτερη είναι το απαιτούμενο κεφάλαιο. Η πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, από κοινού με τη δημιουργία μηχανισμών χρηματοδότησης οι οποίοι θα θέτουν ως προϋπόθεση της χρηματοδότησης τη χρηματοοικονομική καθοδήγηση και την εκπαίδευση είναι πραγματικά απαραίτητη.
  3.  Η τρίτη προϋπόθεση υπό την οποία επιχειρούν οι νέοι σήμερα είναι το δίκτυο. Οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τη δημιουργία τοπικών πυρήνων επιχειρηματικής δραστηριότητας και δικτύων συνεργασίας μεταξύ τοπικών επιχειρηματιών, φορέων και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων καθώς και την ανάπτυξη ενός ευρύτερου περιφερειακού επιχειρηματικού οικοσυστήματος που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από σχήματα ευρύτερης διακυβερνητικής συνεργασίας.

Συνεχίζοντας την τοποθέτησή του ξεκαθάρισε ότι η βαριά φορολογία επηρεάζει την επαγγελματική συμπεριφορά της μεσαίας τάξης, καθώς και τις επενδυτικές επιλογές του κεφαλαίου. Αυτά με τη σειρά τους διαμορφώνουν τη δομή της οικονομίας και την κατανομή του εισοδήματος. Έτσι, σε ένα φορολογικό περιβάλλον όπου τα στελέχη κοστίζουν ακριβά, αν έρθουν να επενδύσουν στην Ελλάδα μεγάλες επιχειρήσεις, θα το κάνουν μόνο για τους φυσικούς πόρους και για τη φτηνή, ανειδίκευτη εργασία. Θα χρησιμοποιούν ελάχιστους υπαλλήλους με εμπειρία και εξειδίκευση, εκτός αν είναι ξένοι και φορολογούνται αλλού. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Endeavor, χρειάζονται δέκα χιλιάδες νέες επιχειρήσεις στα επόμενα χρόνια που θα δοκιμάσουν και θα πετύχουν σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, μαζί με τις τρεις χιλιάδες δυναμικές εταιρείες που ήδη υπάρχουν, για να βρουν καλές δουλειές οι περισσότεροι νέοι και να περιοριστεί σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία. Χρειαζόμαστε δηλαδή περίπου 100.000 ανθρώπους. Το 2% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Εκατό χιλιάδες μπορούν να ξαναβάλουν ένδεκα εκατομμύρια πολίτες στον χάρτη του ανεπτυγμένου κόσμου.

Κλείνοντας την ομιλία του, τόνισε ότι η τωρινή κυβέρνηση έχει κάνει μεγάλη ζημιά σε αυτό το πεδίο, αφού, με το δημοψήφισμα του 2015, έδιωξε από τη χώρα πολλούς που, ενώ είχαν δουλειές και σκέφτονταν να τις επεκτείνουν, είπαν «δεν μπορώ να ζω σε μια χώρα που μπορεί να ξεκόψει από την Ευρώπη μέσα σε μία νύχτα», ενώ, απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους, επεσήμανε πως «οι νέοι άνθρωποι μπορούν να τραβήξουν όλη την κοινωνία έξω από το τέλμα, και θα το κάνουν μόνο όταν οι πολιτικοί πάψουν να τους υπονομεύουν και να τους απειλούν και όταν η υπόλοιπη κοινωνία αναγνωρίσει ότι τους χρειαζόμαστε».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Κεφαλογιάννη:

«Θέλω να ευχαριστήσω τη οργάνωση της ΔΑΠ –ΝΔΦΚ Τρίπολης για την ευκαιρία που μου δίνει να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς γύρω από το ζήτημα της νεανικής επιχειρηματικότητας και τη συμβολή που μπορεί να έχει τόσο στην  οικονομική ανάκαμψη της χώρας μας όσο – κυρίως- στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου, το οποίο θα καταστήσει την όποια ανάκαμψη βιώσιμη στο χρόνο. Θα ξεκινήσω λίγο «ανάποδα» την προσέγγιση μου γύρω από αυτό το ζήτημα, επιχειρώντας μαζί σας μια νοητική άσκηση, μια προβολή στο μέλλον, της μορφής μπορεί να προσλάβει η ελληνική οικονομία τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια.

Η άσκηση αυτή είναι νομίζω απαραίτητη αν θέλουμε να κατανοήσουμε ποιες μορφές επιχειρηματικότητας πρέπει να στηρίξουμε και ποια είναι η ιδιαίτερη συμβολή που η νέα γενιά μπορεί να έχει στην ανάπτυξη αυτών. Τα σενάρια είναι προφανώς πολλά, αλλά είναι χρήσιμο να τα ταξινομήσουμε σε δύο βασικούς τύπους αναπτυξιακού μοντέλου. Οι δύο τύποι έχουν ένα κοινό στοιχείο, που είναι αποτέλεσμα της κρίσης: δεν θα στηρίζονται σε όλο και υψηλότερο δανεισμό από το εξωτερικό, όπως συνέβαινε επί τρεις δεκαετίες έως το 2010.

Και στους δύο τύπους, θα μπορούμε να εισάγουμε μόνο όσα προϊόντα μπορούμε να πληρώσουμε από τα έσοδα που μας φέρνουν οι εξαγωγές μας. Συμπληρωματικά μπορούμε να πληρώνουμε μερικές εισαγωγές από τα όσα ξένα κεφάλαια έρχονται για επενδύσεις σε επιχειρήσεις και ακίνητα. Και στους δύο τύπους, η κατανάλωση θα αυξάνεται μόνο στον βαθμό που αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι στον πρώτο τύπο, ο τομέας που παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, κοινώς που ευνοεί τις εξαγωγές θα  παραμένει στάσιμος.

Αντίθετα Θα γίνονται προσπάθειες να αυξηθεί η παραγωγή στις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες, όπως είναι υπηρεσίες του κράτους, επαγγέλματα υγείας, δικηγόροι, καφενεία, κατασκευές. Αλλά τα εισοδήματα από αυτές δεν θα μεταφράζονται στο σύνολο της οικονομίας ούτε σε περισσότερα βασικά καταναλωτικά προϊόντα, ούτε σε είδη πολυτελείας, ούτε σε φάρμακα και μηχανήματα για τα νοσοκομεία.

Η μεσαία τάξη σε αυτό το μοντέλο, ο κορμός δηλαδή της κοινωνίας θα είναι μικρή, και θα περιοριστεί στα επαγγέλματα που είναι προστατευμένα και πολιτικά ισχυρά. Θα είναι μερικά στελέχη του Δημοσίου, καθώς και γιατροί, δικηγόροι, και εργολάβοι, αλλά πολύ λιγότεροι από πριν, όταν τα δάνεια απέξω γίνονταν εισοδήματα για πολλούς. Για να βελτιώνουν αυτοί την ποιότητα ζωής τους, σε μια καταναλωτική πίτα στάσιμη, όλοι οι άλλοι θα χάνουν. Ετσι, η στενή σχέση με την πολιτική εξουσία θα είναι προϋπόθεση για την οικονομική ευμάρεια. Κολλητός ή κομματικός θα είναι για ακόμη μια φορά τα εφόδια της επιτυχίας.

Στον δεύτερο τύπο ανάπτυξης, η μεταποίηση, οι τεχνολογικές υπηρεσίες και άλλοι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι όπως η γεωργία ο τουρισμός και η ναυτιλία θα μεγαλώνουν σταθερά. Η αυξημένη παραγωγή  διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών  σημαίνει και μεγαλύτερη δυνατότητα κατανάλωσης για το σύνολο της κοινωνίας. Η μεσαία τάξη μπορεί να είναι μεγάλη, αλλά θα έχει άλλη σύνθεση επαγγελμάτων από αυτήν της μεταπολίτευσης. Πολύ περισσότεροι θα μετέχουν σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, και γι’ αυτό κάθε μέρα θα κάνουν μικρές ή μεγάλες αλλαγές στη δουλειά τους, θα στύβουν το μυαλό τους, θα νιώθουν άλλοτε νικητές κι άλλοτε χαμένοι. Προφανώς θα υπάρχει λιγότερη ρουτίνα, λιγότερο ρουσφέτι, αλλά περισσότερη δημιουργία, στατιστικά περισσότερο εισόδημα, αλλά και μεγαλύτερη διακύμανση.

Είναι προφανές νομίζω από τα παραπάνω ποια μορφή επιχειρηματικότητας  πρέπει να στηρίξουμε.  Και είναι εξίσου προφανές σε ποια μορφή επιχειρηματικότητας πρέπει να στραφεί η νέα γενιά. Το πρώτο ερώτημα είναι: υπάρχουν νέοι διαθέσιμοι να ασχοληθούν με αυτή τη μορφή επιχειρηματικότητας; Υπάρχουν ρυάκια ελπίδας μέσα σε αυτό το τέλμα που βρισκόμαστε; Τι είναι αυτό που τους κινητοποιεί, όταν οι περισσότεροι γύρω τους είναι αποκαρδιωμένοι, ή έτοιμοι να μεταναστεύσουν; Και τι μπορεί να κάνει η οργανωμένη πολιτεία για να τους στηρίξει;

Καταρχάς, υπάρχουν. Οι έρευνες επιχειρηματικότητας δείχνουν ότι οι νέοι αυτοί είτε βλέπουν ευκαιρία για μια μεγάλη επιτυχία στο επιχειρείν, είτε δεν βλέπουν ευκαιρίες αλλού, ενώ δεν θέλουν για προσωπικούς λόγους να μεταναστεύσουν. Οι έρευνες επιχειρηματικότητας ονομάζουν τις δύο αυτές περιπτώσεις επιχειρηματικότητα «ευκαιρίας» και «ανάγκης». Υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή η κατηγορία των νέων ανθρώπων σήμερα κινητοποιείται; Το πρώτο είναι η γνώση. Πιστεύουν ότι έχουν μια ειδική τεχνογνωσία, κάτι δηλαδή που γνωρίζουν καλύτερα από τους ανταγωνιστές και που αποτελεί τη βάση για το προϊόν που θα προσφέρουν.

Συνήθως η γνώση έχει παραχθεί σε κάποιον οργανωμένο θεσμό όπου έγινε η προεργασία. Στην Ελλάδα έχουμε τέτοιους θεσμούς. Στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα παράγονται ερευνητικά αποτελέσματα που έχουν δυνητικά μεγάλη αξία. Τα πανεπιστήμια διαμορφώνουν δεξιότητες και αξίες για τη μεσαία τάξη, γι’ αυτό και θα επηρεάσουν την έκβαση στο σταυροδρόμι όπου βρισκόμαστε. Μέχρι πρόσφατα αυτά τα αποτελέσματα δεν τα αξιοποιούσαμε επιχειρηματικά. Τώρα βλέπουμε όλο και περισσότερους ερευνητές να σκέπτονται την εμπορική εφαρμογή του έργου τους.

Απαιτείται λοιπόν, προκειμένου η γνώση αυτή να αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική, μια καλύτερη και οργανωμένη διασύνδεση των πανεπιστημίων με την πραγματική οικονομία. Και αυτό προϋποθέτει την εξοικείωση των φοιτητών με την εφαρμογή project. Η δεύτερη προϋπόθεση υπό την οποία επιχειρεί αυτή η κατηγορία των νέων ανθρώπων σήμερα είναι το κεφάλαιο. Χρησιμοποιούν αποταμιεύσεις, όσο έχουν. Αξιοποιούν ακίνητα ή κτήματα ή εξοπλισμό που είχε αγοραστεί για άλλη χρήση. Σπάνια, ίσως βρουν κάποια χρηματοδότηση από τράπεζα ή επενδυτές. Αν είναι ερευνητές, ίσως έχουν βρει πόρους από προγράμματα της Ε.Ε.

Αλλά το κεφάλαιο γενικά λείπει, και γι’ αυτό τα επιχειρηματικά σχέδια είναι πολύ φειδωλά σε επενδύσεις: δεν απαιτούν ακριβά μηχανήματα, ούτε πολύ προσωπικό. Αυτό περιορίζει πολύ τις επιλογές. Και εδώ είναι που πρέπει να παρέμβει η Πολιτεία. Με ποιο τρόπο; Καταρχάς με πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.  Ειδικά σήμερα που η τραπεζική χρηματοδότηση είναι μειωμένη και μέχρι αυτή να αποκατασταθεί, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να παρέχονται φορολογικά και άλλα κίνητρα προς εταιρείες διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων (private equity), επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital)  για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών που δημιουργούν εναλλακτικές πηγές κεφαλαίων. Είναι επίσης απαραίτητο να αξιοποιηθούν στο έπακρο με στοχευμένες δράσεις για τους νέους επιχειρηματίες τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Αλλά ούτε και αυτό αρκεί.  Η χρηματοδότηση προς τους νέους επιχειρηματίες που στερούνται βασικών χρηματοοικονομικών γνώσεων είναι «πεταμένα λεφτά». Κατ΄επέκταση, οι κυβερνήσεις πρέπει να δημιουργήσουν, με κρατική διαχείριση ή υποστήριξη, μηχανισμούς χρηματοδότησης οι οποίοι θα θέτουν ως προϋπόθεση της χρηματοδότησης τη χρηματοοικονομική καθοδήγηση και εκπαίδευση. Η τρίτη προϋπόθεση υπό την οποία επιχειρούν οι νέοι σήμερα είναι το δίκτυο. Μην πάει ο νου σας στο κακό.

Για να ξεκινήσει ένας νέος σήμερα την περιπέτεια του επιχειρείν, πρέπει να έχει χτίσει κάποιες συνεργασίες. Συνεταίρους, προμηθευτές, δυνητικούς πελάτες. Οι πιο ικανοί και φιλόδοξοι προσβλέπουν στη διεθνή αγορά και έχουν δίκτυο στο εξωτερικό. Έχουν επίσης γύρω τους ανθρώπους με παρόμοιες ιδέες και αξίες, που παρέχουν άτυπη αλλά απαραίτητη στήριξη. Η κρίση έχει αποψιλώσει τα εγχώρια δίκτυα, αλλά τα έχει κάνει πιο ισχυρά. Δηλαδή έχουν λιγοστέψει οι άνθρωποι, γιατί πολλοί έφυγαν ή αποτραβήχτηκαν απελπισμένοι, αλλά όσοι υπάρχουν επικοινωνούν και συνεργάζονται περισσότερο.

Τα δίκτυα αυτά πρέπει να τα ενισχύσουμε, να τα εκκολάψουμε. Πως; Οι κυβερνήσεις πρέπει να ενθαρρύνουν τη δημιουργία τοπικών πυρήνων επιχειρηματικής δραστηριότητας και δικτύων συνεργασίας μεταξύ τοπικών επιχειρηματιών, φορέων και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Και αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο σοβαροί,  για να ευδοκιμήσουν οι προσπάθειες αυτές, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι ανάγκη να ενταχθούν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου περιφερειακού επιχειρηματικού οικοσυστήματος που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από σχήματα ευρύτερης διακυβερνητικής συνεργασίας. Εδώ  έχω στο νου μου για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο προάγει την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία το Ισραήλ.

Η τέταρτη προϋπόθεση – και ίσως η πιο σημαντική - υπό την οποία αυτοί οι νέοι σήμερα κινητοποιούνται είναι η διάθεση. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν καταφέρει να απομονώσουν τον θόρυβο της δημόσιας σφαίρας για να εστιάσουν στο δικό τους σχέδιο, ή, εναλλακτικά, μετέχουν προσεκτικά σε αυτή, και αντλούν δύναμη από αντίδραση. Η αυτοπεποίθηση, η τεχνογνωσία και το δίκτυό τους είναι τα στηρίγματά τους. Η σχετική σιγουριά τους κλονίζεται όμως από ακραίες καταστάσεις, όπως το δημοψήφισμα  και τα capital controls, ή από τη φορολογική τρέλα, όταν αυτή τους ακουμπά. Θα σταθώ λίγο σε αυτή την τελευταία για να δούμε μέσα από μια ευρύτερη οπτική γωνία πως αποθαρρύνει την νεανική επιχειρηματικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων γύρω από αυτή. Δεν είναι μόνο ότι οι εξωφρενικοί συντελεστές δεν αποφέρουν σε σταθερή βάση περισσότερα έσοδα στο κράτος, γιατί ωθούν σε φοροδιαφυγή και σε φοροαποφυγή. Η ζημιά που κάνουν είναι πολύ βαθύτερη.

Η βαριά φορολογία επηρεάζει την επαγγελματική συμπεριφορά της μεσαίας τάξης, καθώς και τις επενδυτικές επιλογές του κεφαλαίου. Αυτά με τη σειρά τους διαμορφώνουν τη δομή της οικονομίας και την κατανομή του εισοδήματος. Ένας ικανός νέος, με πτυχίο πανεπιστημίου  έχει δικαίωμα να ελπίζει ότι στα σαράντα του θα μπορεί να δαπανά για την οικογένειά του δύο ή τρεις χιλιάδες ευρώ τον μήνα, όπως ήδη κάνει περίπου μία στις τέσσερις ελληνικές οικογένειες. Το ποσό αυτό δεν τον κατατάσσει στην ολιγαρχία, αλλά στη μεσαία τάξη, και ούτε καν στα ανώτερα κλιμάκιά της.

Για να το εισπράττει από μισθό ή από ελεύθερο επάγγελμα, δηλωμένο όλο στην εφορία, πρέπει ο εργοδότης του ή οι πελάτες του να πληρώνουν διπλά ή τριπλά χρήματα. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, έχει άλλες επιλογές για να πετύχει τον στόχο του. Μπορεί να ιδρύσει μια μικρή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, και να εισπράττει νόμιμα το εισόδημα ως μέρισμα, με μικρότερο φόρο και χωρίς ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές. Ή μπορεί ο ίδιος νέος να γίνει ελεύθερος επαγγελματίας αν μπορεί να φοροδιαφεύγει, όπως κάνουν τόσοι άλλοι. Κάθε μια από αυτές τις συμπεριφορές αφαιρεί ανθρώπινο κεφάλαιο από εκεί που είναι πιο παραγωγικό και κοινωνικά χρήσιμο: στις οργανωμένες επιχειρήσεις που δηλώνουν όλο το κόστος τους και τα έσοδά τους.

Εκεί υπάρχει η μακροχρόνια συνεργασία των καλών στελεχών που καταλήγει σε αποδοτική παραγωγή, σε διεθνείς πωλήσεις και σε διαρκείς βελτιώσεις του προϊόντος. Και είναι αυτό που λείπει πρωτίστως από την οικονομία της χώρας μας σήμερα. Σε ένα φορολογικό περιβάλλον όπου τα στελέχη κοστίζουν τόσο ακριβά, αν έρθουν να επενδύσουν στην Ελλάδα μεγάλες επιχειρήσεις, θα το κάνουν μόνο για τους φυσικούς πόρους και για τη φτηνή, ανειδίκευτη εργασία. Θα χρησιμοποιούν ελάχιστους υπαλλήλους με εμπειρία και εξειδίκευση, εκτός αν είναι ξένοι και φορολογούνται αλλού. Με αυτό τον τρόπο όμως ο βαρύς φόρος στο εισόδημα οδηγεί σε μια οικονομία χωρίς γνώση, χωρίς δεξιότητες και χωρίς στελέχη.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια συνάντηση που είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με νέους επιχειρηματίες αυτό που του είπαν είναι ότι είναι πιο συμφέρον για μια επιχείρηση να μισθοδοτεί τρεις υπαλλήλους που αμείβονται με 700 ευρώ έκαστος παρά έναν υπάλληλο που λαμβάνει 2.000 ευρώ μηνιαίως. Νομίζω λοιπόν ότι αν θέλουμε να ξεκινήσουμε να συζητάμε σοβαρά για τις πολιτικές ενίσχυσης της νεανικής επιχειρηματικότητας σήμερα θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την οπτική  των νέων ανθρώπων που επιχειρούν σήμερα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον. Μια ομάδα ανθρώπων που είναι ταυτόχρονα ελίτ και κυνηγημένη «μειονότητα».

Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτές τις σκέψεις μου με ένα ερώτημα. Πόσους από αυτούς τους νέους χρειαζόμαστε σήμερα; Ποια είναι δηλαδή η κρίσιμη μάζα που απαιτείται προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα νέο επιχειρηματικό παράδειγμα; Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Endeavor, χρειάζονται δέκα χιλιάδες νέες επιχειρήσεις στα επόμενα χρόνια που θα δοκιμάσουν και θα πετύχουν σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, μαζί με τις τρεις χιλιάδες δυναμικές εταιρείες που ήδη υπάρχουν, για να βρουν καλές δουλειές οι περισσότεροι νέοι, και να περιοριστεί σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία. Μαζί με αυτούς που θα δοκιμάσουν και θα αποτύχουν στους ίδιους κλάδους, χρειαζόμαστε συνολικά περίπου πενήντα χιλιάδες επίδοξους και φιλόδοξους νέους επιχειρηματίες που θα ξεκινήσουν και θα επιμείνουν μέσα στις δυσκολίες. Δίπλα τους, άλλους τόσους επιστήμονες, μηχανικούς και στελέχη που θα ρισκάρουν καριέρες, αλλά και δημόσιους λειτουργούς που θα κινήσουν, σε μερικά κομβικά σημεία, το δυσκίνητο κράτος.

Χρειαζόμαστε δηλαδή περίπου 100.000 ανθρώπους. Το 2% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Εκατό χιλιάδες μπορούν να ξαναβάλουν ένδεκα εκατομμύρια πολίτες στον χάρτη του ανεπτυγμένου κόσμου. Δεν είναι νεοφιλελεύθερη ούτε ελιτίστικη η άποψη αυτή. Δεν πρόκειται για κεφαλαιοκράτες, ούτε αποκλειστικά για γόνους μεγαλοαστών. Μπορεί να είναι αγρότες, βιοτέχνες, σχεδιαστές, δάσκαλοι. Είναι όμως ηγέτες στην οικονομία της γνώσης, σε ομάδες παραγωγών, σε υπηρεσίες υγείας. Πώς θα κινητοποιήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση αλλά θα αρχίσω από τα βασικά.

Για να κρίνει αν αξίζει να προσλάβει  πέντε υπαλλήλους, ένας νέος επιχειρηματίας θα λογαριάσει έσοδα και έξοδα, αλλά στο τέλος θα ζυγίσει την ελπίδα και τον φόβο, την προοπτική του νέου και την ηρεμία της αδράνειας. Όταν επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα, η στενά οικονομική λογική παίζει ακόμα μικρότερο ρόλο στις αποφάσεις. Η διαίσθηση, η ψυχική αντοχή και η κούραση, η όρεξη για περιπέτεια και η ανασφάλεια μας οδηγούν.

Η ελπίδα και ο φόβος πηγάζουν και από άλλα βιώματα, πέρα από την οικονομία: Από τον λόγο των πολιτικών, τη συμπεριφορά της Δικαιοσύνης, την αίσθηση ότι επικρατούν οι σώφρονες ή οι έξαλλοι στη δημόσια ζωή.

Η τωρινή κυβέρνηση έχει κάνει μεγάλη ζημιά σε αυτό το πεδίο. Το  δημοψήφισμα του 2015 έδιωξε από τη χώρα πολλούς που, ενώ είχαν δουλειές και σκέφτονταν να τις επεκτείνουν, είπαν «δεν μπορώ να ζω σε μια χώρα που μπορεί να ξεκόψει από την Ευρώπη μέσα σε μία νύχτα». Αν διαβάσετε τον Πλούτο των Εθνών του Adam Smith που καταπιάνεται με μια εποχή μεγάλων αλλαγών,  θα διαβάσετε για το ήθος, την κοσμοθεωρία, τις ελπίδες και τους φόβους των κοινωνικών ομάδων, και όχι μόνο για τα οικονομικά μεγέθη, την τεχνολογία και τους ρυθμιστικούς νόμους.

Σήμερα λείπει ακόμα από την κοινωνία μας το πνεύμα της εποχής, που θα επιτρέψει σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους να δράσουν ώστε να αλλάξουν τη χώρα, αν και δειλά δειλά, όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες όπως αυτή της Διανέοσις αυτό αλλάζει. Δεν είναι όμως ακόμη πλειοψηφικό ρεύμα. Όπως και να έχει, εκεί έξω και εδώ σε αυτή την αίθουσα  υπάρχουν οι άνθρωποι που μπορούν να τραβήξουν όλη την κοινωνία έξω από το τέλμα. Θα το κάνουν μόνο όταν οι πολιτικοί πάψουν να τους υπονομεύουν και να τους απειλούν και όταν η υπόλοιπη κοινωνία αναγνωρίσει ότι τους χρειαζόμαστε».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ