ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το ρεθεμνιώτικο New Deal του Μεσοπολέμου του Χάρη Στρατιδάκη

0

Ιστορικές περιηγήσεις

(μέρος Ι)

 

Χάρης ΣτρατιδάκηςΔρ Παιδαγωγικής-Ιστορικός Ερευνητής-Συγγραφέας[email protected]

 

Μεταφερόμαστε στον Μεσοπόλεμο. Η αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάστακτες και απαράδεκτες οικονομικές υποχρεώσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν οδήγησε μόνο στον εθνικοσοσιαλισμό. Οδήγησε και στην παγκόσμια οικονομική κρίση, σε συνδυασμό βέβαια με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης την «μαύρη Τρίτη» 29 Οκτωβρίου 1929.

Η Ελλάδα, χώρα εξαγωγής γεωργικών προϊόντων και εισαγωγής βιομηχανικών, δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί από τη διεθνή κρίση. Με πρόσφατες ακόμα τη μικρασιατική εκστρατεία και στη συνέχεια καταστροφή και τα χρέη που είχαν δημιουργήσει, η κυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932) προσπάθησε απεγνωσμένα να εξασφαλίσει διεθνές δάνειο 30 εκατομμυρίων δραχμών και όταν αυτό κατέστη αδύνατο, τον Μάιο του 1932 κήρυξε στάση πληρωμών. Η τρίτη κατά σειρά ελληνική χρεωκοπία ήταν γεγονός.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η κυβέρνηση Ρούσβελτ προσπάθησε από το 1933 να ανατρέψει την οικονομική ύφεση (εκτεταμένη ανεργία, κατάρρευση τραπεζών κ.λπ.) με ένα πλέγμα μέτρων, που είναι γνωστά με το όνομα «New Deal» (Νέα Συμφωνία). Περιλάμβανε μέτρα τόσο χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα όσο και οικονομικών παροχών για ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, αλλά κυρίως έναρξης σειράς κατασκευής δημοσίων έργων, με τα οποία δόθηκε δουλειά σε 8,5 εκατομμύρια ανέργους.

Η Νέα Συμφωνία αφορούσε επίσης την κοινωνική ειρήνη, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη συμμετοχή τους σε συνδικάτα, ορίζοντας το μέγιστο των ωρών εργασίας σε 44 ανά εβδομάδα και καθιερώνοντας κατώτερο μισθό, ενώ απαγόρευσε την παιδική εργασία (Πράξεις Κοινωνικής Ασφάλειας, Εθνικών Εργασιακών Σχέσεων και Δίκαιων Προτύπων Εργασίας).

Αντίθετα όμως με την Αμερική που αντιμετώπισε την κρίση μετατοπιζόμενη προς τα αριστερά, η Ευρώπη το επεδίωξε μετατοπιζόμενη προς τον αυταρχισμό και την ακροδεξιά. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου αντί να πάρει μέτρα ζήτησε ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και περιορισμό της ελευθεροτυπίας και, όταν δεν τα εξασφάλισε, παραιτήθηκε. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να καταλάβουμε πώς η κρίση του Μεσοπολέμου οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά...

Το Ρέθυμνο ήδη από την δεκαετία του 1920 διήνυε τη δική του παρακμή, την οποία εξέφρασε καλύτερα από τον καθένα ο Παντελής Πρεβελάκης με «Το χρονικό μιας πολιτείας». Το 1900 είχε 7958 κατοίκους, ενώ το 1928 μόλις 8632, παρά την άφιξη 4000 περίπου μικρασιατών προσφύγων. Το απίστευτο είναι ότι για κάποια χρόνια, από την Ένωση το 1913 και μέχρι το 1923 ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 15-16.000 κατοίκους, αφού σ’ αυτήν είχε μετοικήσει το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού της υπαίθρου.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου, σε συνεννόηση με τον Δήμο Ρεθύμνης, την τοπική Εκκλησία και φιλοβενιζελικούς επιχειρηματίες προσπάθησαν να ανατρέψουν την κατάσταση με μια σειρά έργων, δημόσιων και ιδιωτικών. Και παρά τα όσα γράφει ο Πρεβελάκης, ο οποίος θυμόταν το Ρέθυμνο του 1926, η κατάσταση είχε αρχίσει δειλά να αλλάζει, μέχρι που ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε να το πάει πίσω το Ρέθυμνο κατά πολλές δεκαετίες. Στην πραγματικότητα λοιπόν η γνωστή έκφραση «παντέρμο Ρέθεμνος!» αναφέρεται στην μεταπολεμική και όχι στην προπολεμική κατάσταση πραγμάτων.

Είχε προηγηθεί η  ίδρυση με Βασιλικό Διάταγμα τον Οκτώβριο του 1923 του «Εθνικού Ορφανοτροφείου Αρρένων Ρεθύμνης», προκειμένου να δοθεί φροντίδα και περίθαλψη στα δεκάδες ορφανά των Βαλκανικών Πολέμων, του Α΄ Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για την ανέγερση κτηριακού συγκροτήματος επιλέγηκε, με απόφαση του τότε νομάρχη Γ. Γαλάνη και ύστερα από συνεννόηση με τους τοπικούς φορείς, το οικόπεδο και το οικοδομικό υλικό του τεκέ Χασάν Μπαμπά, στα πλαίσια ασφαλώς της «αποοθωμανοποίησης» του Ρεθύμνου. Ο προϋπολογισμός του έργου έφτανε τις εκατό χιλιάδες δραχμές και το έργο κατασκεύασε η εταιρεία Δερμιτζάκη, η σημαντικότερη τότε της Κρήτης.

Με τον όρο «αποοθωμανοποίηση» εννοώ την κατάργηση των συμβόλων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πρακτική που είχε εφαρμοστεί ήδη από το 1898 σ’ ολόκληρη την Κρήτη. Και επειδή τα κατεξοχήν διοικητικά σύμβολα στο Ρέθυμνο, το Νομαρχιακό Μέγαρο δηλαδή και οι Στρατώνες, δεν ήταν δυνατό να εξαφανιστούν, επιλέγηκαν τα θρησκευτικά σύμβολα, οι μιναρέδες των τζαμιών, οι τεκέδες και τα μουσουλμανικά νεκροταφεία. Μ’ αυτή την υπόρρητη λογική απαλλοτριώθηκε το 1919 το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμανικών νεκροταφείων, με επίσημη όμως δικαιολογία την δημιουργία δημοτικού «Αγροκηπίου». Κάποια στιγμή τη σειρά των διορισμένων δημάρχων της πόλης ανέλαβε ο Τίτος Πετυχάκης, εκλεγμένος από τους Ρεθεμνιώτες και ρέκτης του πρασίνου, με τη γνωστή συνέχεια.

Ένα άλλο μεσοπολεμικό έργο ήταν εκείνο της οικοδόμησης του 2ου Δημοτικού Σχολείου, που διήρκεσε από το 1931 μέχρι το 1933, σε οικόπεδο τριών περίπου στρεμμάτων, που είχε παραχωρήσει ο Δήμος Ρεθύμνης, έχοντάς το αγοράσει προς εκατό χιλιάδες δραχμές από τα ανταλλάξιμα κτήματα της Εθνικής Τράπεζας.. Ήταν ένα μεγάλο για τα μέτρα του Ρεθύμνου έργο, μελετημένο από τον Πάτροκλο Καραντινό, που έτυχε όμως δυσμενούς κριτικής από την κοινή γνώμη της πόλης τόσο εξαιτίας της τοποθέτησής του στο εμπρόσθιο μέρος του οικοπέδου όσο και εξαιτίας της ίδιας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του. Να σημειώσουμε ότι το αρχικό κτήριο στεγαζόταν με κεραμοσκεπή και ότι η ανέγερσή του στοίχισε 800.000 δραχμές.

Ένα άλλο σημαντικό έργο ήταν εκείνο της οικοδόμησης του διδακτηρίου του 3ου Δημοτικού Σχολείου Ρεθύμνης. Το σχολείο αυτό είχε ιδρυθεί το έτος 1924, ως προσφυγικό, με την άφιξη των μικρασιατών προσφύγων και με δεδομένη την αδυναμία των άλλων δημοτικών σχολείων του Ρεθύμνου να δεχτούν μεγαλύτερο αριθμό μαθητών. Το σχολείο μεγεθύνθηκε πολύ περισσότερο απ’ ότι προϋπολογιζόταν, αφού ήδη το 1929 είχε προαχθεί σε πεντατάξιο. Το κτήριο αναγέρθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, ξεκινώντας το 1932 και αποπερατούμενο το 1933. Το οικόπεδο, εμβαδού 1.400 τ.μ., δωρήθηκε από τον  Δήμο Ρεθύμνης, ο οποίος το είχε αγοράσει για τον σκοπό αυτό έναντι 81.000 δραχμών. Η ανέγερσή του κόστισε 715.000 δραχμές.

Το ιστορικό του Γυμνασίου Θηλέων υπήρξε διαφορετικό. Εδώ το ισόγειο θεμελιώθηκε το 1925 και αποπερατώθηκε το 1927, με έξοδα αποκλειστικά της Μοναστηριακής Επιτροπείας Ρεθύμνης, σε οικόπεδο που προσφέρθηκε από τον Δήμο Ρεθύμνης. Το έτος 1936 η Επιτροπεία, αδυνατώντας να ανεγείρει δεύτερο όροφο στο κτήριο, όπως το είχε προγραμματίσει, το δώρισε στη Σχολική Εφορεία του Γυμνασίου Θηλέων, οπότε ο όροφος αυτός ανεγέρθηκε με έξοδα βασικά του Υπουργείου Παιδείας.

Ο Γυμνάσιο Αρρένων θεμελιώθηκε το έτος 1928 και εγκαινιάστηκε το 1932. Οικοδομήθηκε με σχέδια του Π. Σούρσου σε οικόπεδο οκτώ στρεμμάτων, το οποίο παραχωρήθηκε από τον Δήμο Ρεθύμνης. Η ανέγερση χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας με 1.000.000 δραχμές), από το Εφεδρικό Ταμείο με 1.500.000 δραχμές και από άλλες μικρότερες δωρεές. Ήταν το τρίτο μεγαλύτερο κτήριο της πόλης, μετά τους Στρατώνες και τη Νομαρχία.

Η οικοδόμηση των δύο εντυπωσιακών για το Ρέθυμνο διδακτηρίων θα πρέπει να πιστωθεί βασικά στον τότε επίσκοπο Τιμόθεο Βενέρη. Γιατί εκείνος ήταν που επέβαλε ουσιαστικά στην Μοναστηριακή Επιτροπή την ανάληψη του κόστους κατασκευής του Παρθεναγωγείου. Και ήταν το παράδειγμά του, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα του νομάρχη Ανδρέα Μάρκελου και την επιμονή του γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκη, που έφεραν τους άρρενες μαθητές από τα θλιβερά εκπαιδευτήρια, όπως είχαν καταντήσει από τον χρόνο, της πλατείας του μητροπολιτικού ναού στον επιφανή «Οίκο Παιδείας» στις παρυφές της πόλης. Η εντύπωση που προξενούσε το κτήριο αυτό στους επισκέπτες της πόλης, όπως έρχονταν με τα πλοίο, περιγράφεται χαρακτηριστικά από την Λιλίκα Νάκου στην «Κυρία Ντορεμί».

Θα συνεχίσουμε όμως την επόμενη εβδομάδα, εξετάζοντας επτά ακόμα μεγάλα μεσοπολεμικά κτήρια μέσα στην πόλη, 124 στην ύπαιθρο (!) και το βασικό οδικό δίκτυο του νομού Ρεθύμνης, που διανοίχτηκε και σκυροστρώθηκε εκείνη ακριβώς τη δύσκολη περίοδο.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ