ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η παρουσίαση του βιβλίου «Φυτικές βαφές από τους θησαυρούς της κρητικής γης» τον Δεκέμβριο του 2006

0

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗ

Τον Δεκέμβριο του 2006 το Κέντρο Λαϊκής Τέχνης (γνωστότερο ως ΕΟΜΜΕΧ), το οποίο είχε ιδρύσει η αείμνηστη Νίτσα Παπαδογιάννη και του οποίου μαζί με την Μαρία Τσιριμονάκη διατελούσα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, οργάνωσε παρουσίαση του νεοεκδοθέντος τότε βιβλίου της «Φυτικές βαφές από τους θησαυρούς της κρητικής γης». Η πρωτοβουλία για την εκδήλωση εκείνη ήταν του Κωστή Δασκαλάκη. Είχα την τιμή να είμαι ο παρουσιαστής του εκλεκτού εκείνου πονήματος, γι’ αυτό και καταθέτω εδώ την αδημοσίευτη μέχρι σήμερα εισήγησή μου, ως ελάχιστο θυμίαμα στη μνήμη της.

«Υπάρχουν πολλοί τρόποι να παρουσιάσει κανείς ένα βιβλίο. Στη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου «Φυτικές βαφές από τους θησαυρούς της κρητικής γης» της Μαρίας Τσιριμονάκη θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω έναν δικό της τρόπο. Θα χρησιμοποιήσω τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, εκείνα που είχε εφαρμόσει ήδη στο πρώτο της βιβλίο,  «Απ’ όσα μού ’παν τα βιβλία για την Κρήτη».

Ίσως χρειάζεται να θυμίσω στους νεότερους ότι το βιβλίο εκείνο του 1988 ουσιαστικά αποτελούσε ανάτυπο των άρθρων της που είχαν δημοσιευτεί στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», σε ιδιαίτερη στήλη, με τη διακριτική υπογραφή «αναγνώστης». Εκεί η Μαρία Τσιριμονάκη είχε παρουσιάσει 14 βιβλία, που, όλα πλην ενός, αναφέρονταν άμεσα στην Κρήτη, σε διάφορες ιστορικές στιγμές της.

Ποιο ήταν το νέο στοιχείο, που εισέφερε η ερμηνευτική προσπάθεια της Μαρίας Τσιριμονάκη, στο πρώτο της εκείνο βιβλίο; Ήταν η προσέγγιση των βιβλίων που παρουσίαζε από τη σκοπιά του ήθους. Του ήθους των συγγραφέων τους, αλλά και των ίδιων των βιβλίων, που, φεύγοντας από τα χέρια τους και παραδιδόμενα στα χέρια των εκδοτών και των αναγνωστών τους, αποκτούν αυτόνομη ζωή και χαρακτήρα. Ο όρος ήθος ξεκίνησε, όπως τουλάχιστον μας παραδίδεται από τον Όμηρο, με την έννοια του τόπου κατοικίας και εξελίχτηκε μέσα στο χρόνο στην έννοια του τρόπου ζωής, της βαθύτερης στάσης του ανθρώπου απέναντι στη ζωή.

Στα τρία επόμενα βιβλία της, το «Εν Ρεθύμνω», τους «Ρεθεμνιώτες» και στο «Αυτοί που έφυγαν. Αυτοί που ήρθαν» η συγγραφέας αντιμετώπισε από την ίδια σκοπιά τα θέματά τους. Στα αφηγήματα του «Εν Ρεθύμνω»,  η Μαρία Τσιριμονάκη προσπάθησε να ανιχνεύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επιβίωσαν στους κατοίκους της μικρής μας πόλης, γενιά προς γενιά, εκείνα που πιστεύει ότι συγκροτούν την ανθρώπινη ψυχή, που δεν αλλάζει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, που συγκροτούν αυτό που μένει όταν οι άνθρωποι φύγουν από τη ζωή, το ήθος τους, «το αθέρι» τους, όπως συγκινητικά το διατύπωσε η ρεθεμνιώτισσα τουρκοκρητική πρόσφυγας του τέταρτου κατά σειρά βιβλίου της συγγραφέως.

Ήδη από το βιβλίο αυτό η Μαρία Τσιριμονάκη, ιστορικός πια του Ρεθύμνου, αν και από μετριοφροσύνη ούτε θα διανοούνταν να δεχτεί τέτοιο τίτλο, έδειξε ότι είναι ικανή για μεγάλες υπερβάσεις. Δεν φτάνει που έθιξε ένα θέμα, λίγο πολύ ταμπού για την τοπική και συνολικά την ελληνική κοινωνία, το θέμα της υποδοχής των μικρασιατών προσφύγων, αλλά τόλμησε να το συνδέσει με εκείνο του εξίσου άδικου ξεριζωμού των τουρκοκρητικών συντοπιτών μας, οι οποίοι δεν έτυχαν καλύτερης αποδοχής στα μικρασιατικά παράλια. Τις καταστάσεις που οι δύο εθνοτικές ομάδες έζησαν δεν παρέλειψε να τις τεκμηριώσει, όχι μόνο με συνεντεύξεις με τους πρόσφυγες της Μικρασίας, που κράτησαν σχεδόν είκοσι χρόνια, αλλά και με επιτόπια έρευνα στην απέναντι πλευρά των τειχών, στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Παράδειγμα λαμπρό για τους ιστορικούς, μια γυναίκα προχωρημένης, οπωσδήποτε, ηλικίας, να μη διστάσει να κάνει κουραστικές για την υγεία της επισκέψεις, χωρίς μάλιστα αρχικά καμία απαραίτητη διασύνδεση και με τον κίνδυνο η επιχείρηση να μην την οδηγήσει πουθενά! Κι όλα αυτά για την προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, με την μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα, εκείνη που φωτίζει τις αρχειακές πηγές με το φως των ανθρώπων που διαμόρφωσαν την ιστορία ή υπήρξαν θύματά της, όσων βέβαια βρίσκονταν ακόμη εν ζωή.

Θα μου συγχωρήσετε μια σύντομη αναφορά στη σημερινή εισήγηση σε χαρακτηριστικά της συγγραφέως, πράγμα που δεν θα μου το συγχωρούσε η ίδια αν παρευρισκόταν ανάμεσά μας. Η απουσία της, γεγονός που οφείλεται στην συμφορά που την έπληξε πρόσφατα, μου παρέχει τη δυνατότητα αυτή.

Η αφοσίωση της Μαρίας Τσιριμονάκη στο καθήκον της τεκμηρίωσης των λεγόμενων και πολύ περισσότερο των γραφόμενων, φάνηκε ήδη από τις απαρχές της συγγραφικής της πορείας. Πέραν των ξεκάθαρων αναφορών της στα επιμέρους αφηγήματα των βιβλίων της, δεν δίστασε να δώσει ομιλία στο Λύκειο των Ελληνίδων, που στο μεγαλύτερο τμήμα της αναφερόταν στις πηγές της. Την ομιλία αυτή, με τίτλο «Εν Ρεθύμνω. Οι πηγές» τύπωσε σε ειδικό φυλλάδιο και, αργότερα, επισύναψε στη δεύτερη έκδοση του πονήματός της. Ήδη από τότε, αλλά και από πιο παλιά, όντας μέλος του Δ.Σ. της ΧΕΝ Ρεθύμνου, είχε δείξει ότι ένα έργο, όπως αυτό που παρουσιάζουμε εδώ σήμερα, δεν βρισκόταν εκτός του βεληνεκούς της φαρέτρας της. «Δεν θα μιλήσω, έλεγε, για την αγάπη του ωραίου. Κάθε παλιό ρεθεμνιώτικο σπίτι έχει δείγματα της απαράμιλλης ομορφιάς γυναικείων έργων». Αργότερα, σ’ «Αυτούς που έφυγαν κι αυτούς που ήρθαν», σημείωνε στο εισαγωγικό σημείωμα της συνάντησής της με την Fatma Ozerten, το γένος Χατζημπραϊμάκη: «…Τη συνάντησα σ’ ένα εσωτερικό δυαράκι, σε μια απρόσωπη γειτονιά της Σμύρνης. Θα μπορούσε να το πει κανείς φτωχικό αν οι κουρελούδες με τα αστραφτερά απ’ την καθαριότητα χρώματά τους δεν έστελναν πολύχρωμα, χαρούμενα μηνύματα». Κι αλλού: «Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτά που σήμερα ονομάζομε παραδοσιακή τέχνη και τα θαυμάζομε σαν δείγματα υψηλού πολιτισμού, τα δημιούργησαν γυναίκες χωρίς τη δυνατότητα γραμματικής μόρφωσης, χωρίς υλική άνεση και ασφάλεια, με σκληρή δουλειά μέσα κι έξω από το σπίτι… Μα γι’ αυτές τις γυναίκες, τις γυναίκες της υπαίθρου, για τις γυναίκες της Κρήτης θάχομε άλλες ευκαιρίες να μιλήσουμε πιο διεξοδικά», έγραφε πριν από δεκαέξι χρόνια».

Έτσι λοιπόν, όλοι που περιμέναμε ότι η ρεθυμνιώτικη τριλογία της συγγραφέως θα γινόταν τουλάχιστον τετραλογία, με την υπέρβαση του «αξεπέραστου ιστορικού ορίου του  Β΄ Πολέμου», απογοητευτήκαμε ελαφρά -ποιος άλλος θα μπορούσε να τα κάνει;- αλλά δεν εκπλαγήκαμε: η κυρία Μαρία, το διαισθανόμαστε, κάποιοι το ήξεραν κιόλας, είχε κι άλλα ενδιαφέροντα. Ο λαϊκός πολιτισμός και τα υλικά του έργα, η λαϊκή χειροτεχνία, ήταν οπωσδήποτε μέσα σ’ αυτά. Ήταν, αν θέλετε, ένα στοίχημα με τον εαυτό της, να μπορέσει να ασχοληθεί και με τις ανώνυμες γυναίκες της υπαίθρου, εκείνες που τα χέρια τους δεν άφησαν αποτυπώματα άλλα πέραν των χειροτεχνημάτων τους, αφού, όπως συγκινητικά το τοποθέτησε ο συμπολίτης Γιάννης Κουμεντάκης, τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είχαν σβήσει από την τριβή με την πέτρα των χωραφιών.

Προσωπικά δεν ξαφνιάστηκα και όταν, κατά τη διαδικασία «στησίματος» του βιβλίου διαπίστωσα ότι ένα σεβαστό μέρος του, που υπερβαίνει το 15% είναι αφιερωμένο στις πηγές της, είτε βιβλιογραφία είναι αυτή είτε αναφορά στις «δασκάλες» της, όπως συγκινητικά τις αποκαλεί. Και δεν της έθεσα καν το ερώτημα, αν η αφιέρωση του βιβλίου «στη μνήμη της Μαρίας Αποστολάκη, που τίμησε με το ερευνητικό της έργο το Ρέθυμνο, τη γενέτειρά της» και η επιμέρους αφιέρωση του κεφαλαίου «Αναγνώριση» «Ευγνωμοσύνης ένεκεν» αποτελούσαν πλεονασμό, γιατί ήξερα ότι η αναγνώριση αυτή έβγαινε εκ βαθέων.

Δεν επέστησα την προσοχή της στο σημείο αυτό, γιατί η ευγνωμοσύνη της προέκυπτε από την πρόσθετο λόγο ότι οι γυναίκες αυτές, Άννα Αποστολάκη, Ευαγγελία Φραγκάκη και Ελένη Ανηψητάκη-Δαουράκη, δεν άφησαν τον σπασμένο κρίκο της αλυσίδας που ένωνε τις παλιότερες Κρητικές των υπέροχων υφαντών, τις «παλαιινές» γυναίκες, να αποκόψει την όποια σημερινή γυναίκα ή άνδρα ενδιαφέρεται για τις φυτικές βαφές, να εξαφανίσει μια τεχνογνωσία που χρειάστηκαν αιώνες κι αιώνες για να διαμορφωθεί. Γιατί οι δασκάλες αυτές όχι μόνο φρόντισαν να ερευνήσουν αλλά και κατέγραψαν με ακρίβεια πληροφορίες, παρατηρήσεις και περιγραφές ηλικιωμένων γυναικών, που εδώ και πολλές δεκαετίες δεν βρίσκονται ανάμεσά μας. Και αν το λαογραφικό έργο της Ευαγγελίας Φραγκάκη έχει αρχίσει επιτέλους να αναγνωρίζεται, μετά την απογοητευτική υποδοχή που έτυχε τόσο από την Ακαδημία Αθηνών όσο και από μεμονωμένους πνευματικούς ανθρώπους (θυμάμαι πρόχειρα την άσχημη υποδοχή ενός έργου της από τον φιλικότατο κατά τα άλλα προς τους νέους ερευνητές αείμνηστο Νικόλαο Τωμαδάκη), το έργο της Άννας Αποστολάκη, παρότι δημοσιευμένο, εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο στην πλειοψηφία των ερευνητών. Όσο για την Ελένη Ανηψητάκη-Δαουράκη, αυτή παραμένει δυστυχώς γνωστή μόνο στον λαογραφικό περίγυρο της Ανατολικής Κρήτης. Σε μια εποχή καταιγισμού πληροφόρησης, συχνότατα σε εισαγωγικά, πληροφόρησης άχρηστης, τα εσωτερικά τείχη της Κρήτης φαίνεται ότι είναι ακόμη υπαρκτά. Η προσφορά της κυρίας Ανηψητάκη δεν είναι ευρύτερα γνωστή, τουλάχιστον στη δυτική Κρήτη, αλλά ούτε και το γεγονός ότι αποτελεί ουσιαστικά τον τελευταίο κρίκο που συνδέει το παρελθόν και το παρόν στον τομέα των φυτικών βαφών. Κι ακόμη δεν είναι γνωστό ότι είναι παραπάνω από πρόθυμη να παράσχει στους ενδιαφερόμενους κάθε σχετική πληροφορία και τεχνική, πράγμα που έκανε και με το παραπάνω όχι μόνο με την Μαρία Τσιριμονάκη, αλλά και με τους μη επώνυμους επισκέπτες του Λαογραφικού Μουσείου Σητείας.

Πολλές ακόμη μελέτες περιλαμβάνονται στη βιβλιογραφία τού υπό παρουσίαση σήμερα βιβλίου. Εκείνο, όμως, που προκαλεί έκπληξη είναι η χρήση από τη συγγραφέα του διαδικτύου, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως τον «σφυγμό» του σύγχρονου ανθρώπου. Και είναι εξόχως θλιβερό το γεγονός ότι την εισαγωγή της στο Internet, όπου είχε μια πλήρη εποπτεία των βαφικών φυτών σε επίπεδο παγκόσμιο, είχε κάνει ο αδικοχαμένος πριν από ένα εξάμηνο Ματθαίος. Θέλω να πιστεύω ότι και την κρίση αυτή θα μπορέσει να την υπερβεί με τον πατροπαράδοτο τρόπο, εκείνον που η ίδια έχει εντοπίσει και αναλύσει: «Όσο για το θάνατο, έγραψε, αυτός είναι για τον Κρητικό φοβερός μα όχι χωρίς ελπίδα. Αποχωρισμός, μα όχι εξαφάνιση. Μεγάλη θλίψη, μα όχι απόγνωση. Και αντιμετωπίζεται με την παρηγοριά και την συμπαράσταση των άλλων γύρω σου που κλαίνε μαζί σου, μοιρολογούν, αναθυμούνται, συντρώγουν και πάντως δε σ’ αφήνουν να αισθανθείς μόνος». Κι εμείς, εμείς όλοι που συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ, είμαστε δίπλα της και δεν θέλουμε να την αφήσουμε να αισθανθεί μόνη…

Σαλόνι Βιβλίου

Επειδή, όμως, η χαρά της ζωής δε πρέπει να υποκύπτει στο πένθος του θανάτου, θα ήθελα να υπενθυμίσω σε όσους γνωρίζουν καλύτερα την Μαρία Τσιριμονάκη την χαρά που συνόδευε κάθε της ανακάλυψη στον τομέα των φυτικών βαφών. Κι αυτό όχι μόνο στην αρχή, αλλά επί σειρά ετών, αφού, και πρέπει να το τονίσουμε εδώ, η απασχόληση της με το θέμα αυτό δεν ήταν σύντομη αλλά πολύχρονη. Οι αποχρώσεις που κατόρθωνε να πετυχαίνει με την τσουκνίδα, με το χαμομήλι, με τους νάρκισσους και με τα λάπαθα τη γέμιζαν χαρά, αντίστοιχη με εκείνη που ακτινοβολούσε όταν είχε γυρίσει από το ταξίδι της στους Τουρκοκρητικούς της Μικρασίας ή όταν παλιότερα είχε εντοπίσει μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών στις «υπηρέτριες και στα υπηρετριάκια», στο βιβλίο της «Ρεθεμνιώτες». Και η χαρά της γινόταν ακόμα μεγαλύτερη όταν μπορούσε να τη μοιραστεί με τους φίλους της, καλώντας τους στο εργαστήρι στο ισόγειο του σπιτιού της και παρουσιάζοντάς τους τις τελευταίες ανακαλύψεις, αλλά και όταν άλλοι φίλοι τής έφερναν από τις εξοχές μερικές ταπεινές ξυνίδες, κάποια βελανίδια με τις κάψες τους ή ένα μάτσο ανθισμένες μαντηλίδες. Τότε η κυρία Μαρία γινόταν πραγματικά κοριτσάκι, έλαμπε από τη χαρά που προσφέρει η ανακάλυψη του απέριττου και εφάρμοζε στο ακέραιο το αγαπημένο, και στα βιβλία της, «φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας».

Μ’ αυτή την έννοια είναι που η συγγραφέας, βαθύτατα οικολόγος, ονομάζει θησαυρούς τα ταπεινά αγριολούλουδα της. Και είναι ευτύχημα που στην πορεία δημιουργίας του βιβλίου ξανασυναντήθηκε με τον Βαγγέλη Παπιομύτογλου, ο οποίος, ας μου το επιτρέψει η σεμνότητά του, έχει εξελιχτεί σε αυτοδίδακτο μεν, αλλά εξαιρετικό βοτανολόγο της κρητικής φύσης, και όχι μόνο. Οι εκδόσεις του, εξ ίσου σεμνές με τον δημιουργό τους, τιμούν το Ρέθυμνο, είτε στην Κρήτη αναφέρονται και στον υλικό και μνημειακό της πολιτισμό, είτε στο τοπίο της, τα φαράγγια και τα ορχεοειδή. Όταν, λοιπόν, ξεκίνησε ο σχεδιασμός του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα, στο μυαλό όλων, της δημιουργού του και των φίλων της, του Κωστή Δασκαλάκη -ψυχής του Κέντρου Λαϊκής Τέχνης-, της Μαρίας Δρανδάκη, της Τούλας Σταγάκη, του υποφαινόμενου και του θεολόγου-φιλόλογου καθηγητή Κωστή Παπαδάκη, είχε σχηματιστεί προκαταβολικά η εικόνα ενός απλού χρηστικού τετραδίου. Ήταν ο Βαγγέλης Παπιομύτογλου και οι εκδόσεις του με τον όνομα «Mediterraneo», που εκτίμησαν σωστά το περιεχόμενό του και, με απίστευτο για το μέγεθός του όγκο φωτογραφήσεων (περισσότερων από 130!) και με εξαιρετικά ισορροπημένη αίσθηση του χρώματος, αντίστοιχη εκείνων των παλιότερων υφαντριών-φορέων αισθητικής αιώνων, παρέδωσε στα χέρια όλων μας μια έκδοση-έργο τέχνης.

Από την ίδια αίσθηση ισορροπίας χρώματος και χώρου χαρακτηρίζονται και τα υφαντά της Μαρίας Τσιριμονάκη, μερικά από τα οποία παρατίθενται, εν είδει παραρτήματος, στο τέλος του βιβλίου. Η συγγραφέας δεν αρκέστηκε στη δημιουργία ενός πρακτικότατου τεχνικού εγχειριδίου, είδους εν πλήρη ανεπαρκεία στη χώρα μας, των ατέρμονων προθέσεων και της μηδενικής πρακτικής. Δεν αρκέστηκε στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων των αναζητήσεών της, των χρωματισμένων νημάτων, που στο σύνολό τους αποτελούν από μόνα τους μια αισθητική πρόταση. Προβληματίστηκε για το ποιες σημερινές ανάγκες θα μπορούσαν τα δημιουργήματά της να ικανοποιήσουν και πειραματίστηκε με τη δημιουργία χρηστικών χαλιών. Ακόμη και μια πρόχειρη ματιά στα επτά χαλιά που παρατίθενται στην έκδοση, μπορεί να δείξει στους ερευνητές ότι η Μαρία Τσιριμονάκη αποτελεί έναν από τους ελάχιστους πια φορείς του παραδοσιακού υλικού πολιτισμού. Μέσα από την πλούσια γκάμα που της προσφέρουν η ποικιλία των φυτών που χρησιμοποιεί αλλά και οι διαφορετικοί χρόνοι βαφής των νημάτων, επιλέγει όμορφες κλίμακες, σωστή έκταση, πυκνότητα ή αραίωση και επανάληψη του κάθε χρώματος στο χώρο, στον τόνο του και στο φόντο πάνω στο οποίο παρουσιάζεται. Γνωρίζει καλά το φαινόμενο των «τροποποιήσεων της εντύπωσης» και παράγει χειροτεχνήματα αρμονικά, κοσμήματα ενός σύγχρονου σπιτιού, που έρχεται να ικανοποιήσει τις διαφορετικές σήμερα ανάγκες και αισθητικές απαιτήσεις των κατοίκων του.

Η Μαρία Τσιριμονάκη μας προσέφερε ένα ακόμη εξαιρετικό, στον τομέα του, έργο. Χρειάστηκαν γι’ αυτό ατέλειωτες ώρες μελέτης, αναζήτησης προσώπων και χειροτεχνημάτων, αναζήτησης υλικών, καλλιέργειας φυτών, πειραματισμών και απασχόλησης στον αργαλειό. Το έκανε με απέραντη τρυφερότητα για τις ταπεινές πρώτες ύλες που χρησιμοποίησε, για τις ανώνυμες λαϊκές δημιουργούς και τα δημιουργήματά τους και για τις δασκάλες της. Δεν κράτησε την εμπειρία που απέκτησε για τον εαυτό της αλλά πάσχισε να μας την αφήσει σε έντυπη, διαχρονική μορφή. Όλα αυτά με αφάνταστη μετριοφροσύνη, όπως και στο συνολικό της έργο, με αγάπη για τη φύση και τους ανθρώπους, με παιδαγωγικότητα για τις επόμενες γενιές. Όπως και η δασκάλα της, Άννα Αποστολάκη, τίμησε επανειλημμένα και, είμαστε βέβαιοι, θα εξακολουθήσει να τιμά με το έργο της το Ρέθυμνο, τη γενέτειρά της.

Υ.Γ. Ύστερα από έντεκα χρόνια θα μπορούσα να προσθέσω πολλά στα παραπάνω. Επιφυλάσσομαι εδώ να γράψω ότι η ενασχόληση της Μαρίας Τσιριμονάκη με τον παραδοσιακό κρητικό πολιτισμό δεν σταμάτησε με το βιβλίο της «Φυτικές βαφές» αλλά συνεχίστηκε με δύο ακόμη: «Ο Κρητικός Κουσκουσές. Η σκουλάτη πατανία της Κρήτης», που κυκλοφόρησε το 2007 και τα «Τελειώματα», που κυκλοφόρησαν το 2009. Το σύνολο των τριών βιβλίων θα παρουσιάσει η Κατερίνα Τσακάλη-Δομαζάκη, μέλος του Δ.Σ. του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης, την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018 σε Ημερίδα που θα πραγματοποιήσουμε στη μνήμη της στο «Σπίτι του Πολιτισμού».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ