ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τ’ Ακτούντα και η ιστορία τους

0

Μανώλη Στυλ. Δημητρακάκη

Τ’ Ακτούντα και η ιστορία τους

[Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη, Ρέθυμνο 2017, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 236]

Μια δουλειά, που εμφανώς έγινε με πολύ κέφι και μεράκι και αποτελεί καρπό ερωτικής προς τον τόπο του αγάπης είναι και το βιβλίο του Μανώλη Στυλ. Δημητρακάκη, που γνώρισε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, με τον τίτλο: «Τ’ Ακτούντα και η ιστορία τους».

Το πρώτο που με εντυπωσίασε στο εν λόγω βιβλίο είναι το γεγονός ότι το περιεχόμενό του, απαρχής μέχρι τέλους, αποτελεί, βασικά, καρπό πρωτογενούς έρευνας, χωρίς ο συγγραφέας του να νιώσει ουσιαστικά την ανάγκη να καταφύγει σε ειδική βιβλιογραφική στήριξη ή αναδίφηση εκτεταμένων πηγών. Αυτό, ακριβώς, δείχνει πόσο κάτοχος είναι του «συγκεκριμένου» θέματος, αλλά, περιπλέον, και την ευαισθησία του στο να διασώσει πράγματα που βρίσκονται «απλά» στη μνήμη των συγχωριανών του και που αν δεν σωθούνε, όσο είναι καιρός, και δεν καταγραφούν και δημοσιευθούν εγκαίρως θα χαθούν και θα σβήσουν, αλίμονο, οριστικά και αμετάκλητα από τη θύμηση των ανθρώπων και την αναγκαία, περαιτέρω, γνώση των νεοτέρων.

Το βιβλίο αυτό, επαναλαμβάνω, είναι καρπός αγάπης του συγγραφέα του προς τους συχωριανούς του, πράγμα που γίνεται άμεσα φανερό από το γεγονός, αφενός, ότι όλα τα συγγραφικά του δικαιώματα από τις πωλήσεις ο συγγραφέας τα παραχώρησε στην Ενορία του χωριού του και στους Πολιτιστικούς Συλλόγους αυτού «Ευγορείτης» και «Κουτρουλιανό», και, αφετέρου, από το α΄ πληθυντικό πρόσωπο με το οποίο μιλάει συχνά («ο χωριανός μας», «οι χωριανοί μας»), ενώ νιώθοντας και ο ίδιος ένα κομμάτι του χωριού του, καταφεύγει τακτικά σε πλείστα αυτοβιογραφικά στοιχεία είτε από τη κοινωνική δράση του στο χωριό, είτε, κυρίως, από τη δράση του ως δάσκαλος στο σχολείο του χωριού, δράση που καταλαμβάνει το δεύτερο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Χαρακτηριστικές, στο σημείο αυτό, οι αναμνήσεις του από τη σχολική ζωή, τις θεατρικές παραστάσεις που έδιναν και τις εφημεριδούλες που έφτιαχνε με τους μαθητές του, τα μαθητικά συσσίτια, αλλά και οι γενικότερες, περαιτέρω, αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, τη φτώχεια των ημερών εκείνων, τους γείτονες και τις γειτονιές και τη φρικτή γερμανική κατοχή.

Με ξεχωριστή θέρμη, ο συγγραφέας αναφέρεται, στη συνέχεια, και στους τοπικούς ήρωες, που πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση στους αγώνες του έθνους, αλλά και στις σπουδαίες προσωπικότητες και μορφές που γέννησε το χωριό, όπως τον Αγαθάγγελο Παπαβασιλείου (Ηγούμενο της Ι. Μ. Πρέβελη), τους Εμμανουήλ και Θεόδωρο Παπαδάκη (αγιογράφους), τον Ευάγγελο Φωτάκη (Ανεζηνιώ) (δάσκαλο και γνωστό λαογράφο), τον Αλέκο Καραβίτη (από τους πρωτομάστορες της Κρητικής Μουσικής), αλλά και την κόρη του Υακίνθη, που το έτος 1959 εξελέγη «Μις Ελλάς» και θυμάμαι κι εγώ προσωπικά (δεκάχρονο παιδί τότε), τον πάταγο που έκανε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, στο Ρέθυμνο και στην Κρήτη, γενικότερα, η ανακήρυξή της.

Ακολουθούν οι οικογένειες του χωριού, πόρτα προς πόρτα, αφού ο συγγραφέας κατέβαλλε ειδική προσπάθεια να συγκεντρώσει όλα, κατά το δυνατόν, τα οικογενειακά δέντρα των Ακτουδιανών.

Το μεγαλύτερο, πάντως, μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν τα λαογραφικά στοιχεία, στα οποία ο συγγραφέας φαίνεται αρκετά ειδήμων, με πλούσιες προσωπικές εμπειρίες από τα νεανικά του χρόνια και ειδικό ενδιαφέρον από σχετικές ερευνητικές του εργασίες. Καταγράφονται, λοιπόν, οι ασχολίες των κατοίκων και οι τεχνίτες του χωριού, η παλιά κατοικία, οι χώροι της και τα έπιπλά της, οι παλιές ενδυμασίες, οι κομμώσεις και ο καλλωπισμός, τα παλιά επαγγέλματα, οι λυράρηδες (με πρωτοκορυφαίο, εδώ, τον Καραβίτη), τα ήθη και τα έθιμα και οι λαϊκές παραδόσεις. Όλα αυτά παρελαύνουν αναλυτικά, ενώ ακολουθούν με ευρύτητα πληροφοριών ο επαγγελματικός βίος (ποιμενικός και αγροτικός) και ο κοινωνικός με τα ποικίλα έθιμά του (του γάμου, της βάφτισης, της γέννας και του θανάτου) και τις πάμπολλες παραδόσεις γύρω από τον πνευματικό και θρησκευτικό βίο (βασκανίες, γητειές, δεισιδαιμονίες). Το Γλωσσάριο δε στο τέλος του βιβλίου, ένας μοναδικός θησαυρός της Κρητικής ντοπιολαλιάς, δίνει ελπίδες ότι μόνο με τέτοιους ανθρώπους και παλιούς Κρητικούς, που έζησαν βαθιά μέσα τους τη ζωή στο χωριό, η Κρητική Διάλεκτος μπορεί να διασωθεί από τον σύγχρονο οδοστρωτήρα του τεχνικού πολιτισμού, που με το πέρασμά του φέρνει στα πάντα την ισοπέδωση. Κάποια πράγματα, αν δεν σωθούνε όσο είναι καιρός, θα χαθούνε, αλίμονο, οριστικά και αμετακλήτως από τη γνώση των νεοτέρων.

Πιστεύουμε ότι ο εκλεκτός και δημιουργικά ανήσυχος φίλος συγγραφέας τού παρόντος πονήματος, επιτέλεσε το καθήκον του στο ακέραιο. Η αίσθηση του χρέους απέναντι στους συγχωριανούς του είναι εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειές του και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Είναι, γι’ αυτό, άξιος του «δικαίου επαίνου» όλων για τη μεγάλη αυτή συνεισφορά του στον τόπο που τον γέννησε και για πρώτη φορά αντίκρισε το φως της ζωής. Και αν η πραγματική πατρίδα τού κάθε ανθρώπου είναι τα παιδικά του χρόνια και ο τόπος που πρωτοείδε το φως της ζωής, τότε, με το βιβλίο αυτό του Μανόλη Δημητρακάκη, όλοι οι Ακτουδιανοί σήμερα επιστρέφουν ξανά στις ρίζες τους, επιστρέφουν ξανά στη μικρή τους πατρίδα, στο πολυαγαπημένο τους χωριό, στ’ Ακτούντα του Αγίου Βασιλείου.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ