ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένα μύθο θα σας πω

0

Του Μανώλη Σκαρσουλή

Κάθισε στ’ αυγά σου

Μια φορά ήταν ένας κύριος πολύ φτωχός, τόσο φτωχός, που δεν είχε όνομα• τόσο φτωχός, που δεν μπορούσε ν’ αγοράσει ψωμί. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι πολύ μικρό, τόσο μικρό, που δεν είχε τέταρτο τοίχο, τόσο μικρό που το κοιτούσε μόνο προφίλ. Το κρεβάτι του ήταν πολύ στενόχωρο, τόσο στενόχωρο, που δε βολευόταν πάνω του παρά μόνο όρθιος, τόσο στενόχωρο, που το χρησιμοποιούσε και για ντουλάπα και για κατσαρόλα και για ψυγείο και για τηλεόραση.

Πίσω α’ το σπιτάκι υπήρχε κι ένας πολύ μικρός κήπος, τόσο μικρός, που δε χωρούσε παρά μόνο ένα φυλλόδεντρο χωρίς φύλλα κι ένα κοτέτσι χωρίς κο, το οποίο φιλοξενούσε μισή κότα, την Ερνεστίνα, δηλαδή Τίνα. Η Τίνα ήταν τόσο στριμωγμένη, που γεννούσε αυγά σε σκόνη.

Ο ήλιος δεν μπορούσε να φωτίσει κατευθείαν το μέρος και το φώτιζε λοξά, αλλά και πάλι δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να πέσει καμιά σκιά και οι σκιές έμεναν πάντα σε εκκρεμότητα. Έτσι, ο φτωχός κύριος δεν είχε καν αντίληψη του χώρου, αλλά ούτε και του χρόνου, κι αυτό ήταν το μόνο καλό στη μίζερη ζωή του.

Μια μέρα –τρόπος του λέγειν- η μισή κότα, η Τίνα, μισοαποφάσισε να δραπετεύσει από εκείνο το καταθλιπτικό τέτσι και να ψάξει για κάτι καλύτερο.

Βέβαια, θα δυσκολευόταν αφάνταστα να τρέξει φτεροκοπώντας προς την ελευθερία με ένα δεξί πόδι και μια δεξιά φτερούγα – άσχετα αν αυτό δε ήταν σε θέση να το συνειδητοποιήσει με το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου της, αλλά με το αριστερό, που δεν υπήρχε.

Επιπλέον, αντιμετώπιζε κι άλλο ένα πρόβλημα, εξίσου αξεπέραστο: Δεν μπορούσε να κάνει παρά μόνο μισούς συλλογισμούς.

Έτσι, επιχείρησε μισό πήδημα μαζί με μισό φτεροκόπημα έξω από το τέτσι, και μετά, αντί να συνεχίσει την προσπάθεια να απομακρυνθεί, στάθηκε, αφαιρέθηκε και τσίμπησε μισό σκουλήκι που βρήκε μπροστά της.

Όταν μισο-κατάπιε, αφαιρέθηκε πάλι και ονειροπόλησε για λίγο. Θυμήθηκε ένα νεαρό κόκορα μια γαβάθα καλαμπόκι και τα πούπουλα της μαμάς της.

Μετά έκανε πάλι μισό πήδημα μαζί με μισό φτεροκόπημα, και μετά αφαιρέθηκε ξανά κι άναψε τσιγάρο, παρ’ όλο που το ‘χε κόψει.

Ύστερα από μερικές βδομάδες κατέληξε σ’ ένα ευρύχωρο ψητοπωλείο που πουλούσε ολόκληρες αλλά και μισές κότες.

Ένα τίποτα είμαστε

Μια φορά ήταν ένα σκεπτόμενο γουρούνι που ήξερε πολλά και το έλεγαν Μόρτη. Όλη μέρα κυλιόταν στις λάσπες κάνοντας βαθιές, πηχτές, καφετιές και κολλώδεις σκέψεις. «Ένα τίποτα είμαστε…», σκεφτόμασταν και χωνόταν πιο βαθιά στο βούρκο. «Πού πάμε;» σκεφτόταν αμέσως μετά, οπότε σταματούσε τις κουτρουβάλες κι έμενε ασάλευτο.

Τ’ άλλα ζώα της κλειστής κοινωνίας του αγροκτήματος τηρούσαν μια απόσταση σεβασμού από το γουρούνι, γιατί, επειδή ήξερε πολλά.

Μια μέρα το σκεπτόμενο γουρούνι ξύπνησε σκεφτικό. Κάτι στον αέρα του έλεγε πως η σημερινή μέρα θα ήταν η πιο σημαντική της ζωής του. Έκανε ένα μάλλον ανόρεχτο πλονζόν στη λάσπη και έμεινε ακίνητο, χωρίς να σκέφτεται τίποτα, για να μην προκαλεί τη μοίρα.

Ο ήλιος φώτισε λαμπρός τα λαμπρά προτεταμένα του οπίσθια και μετά, σκοντάφτοντας σε μια καρπουζόφλουδα και σε κάτι ανομολόγητα λύματα, συγχύστηκε κι άρχισε ένα ανέντιμο παιχνίδι φωτοσκιάσεων.

Το γουρούνι αποφάσισε να σκεφτεί κάτι και να προκαλέσει τη μοίρα. Σκέφτηκε πως θα ήθελε να κάνει μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του. Και κάτι για τον κόσμο.

Ο χασάπης ήρθε στις οχτώμισι.

Δεκαοχτώ άνθρωποι που έφαγαν απ’ τα λουκάνικα του σκεπτόμενου γουρουνιού παρουσίασαν υψηλά επίπεδα χοληστερίνης κι αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν τρόπο ζωής.

Ένας απ’ αυτούς (που καταβρόχθισε επιπλέον και τεράστιες ποσότητες από τη νοστιμότατη πηχτή του) ήταν ο δήμαρχος –πολιτικός με ήδη βεβαρημένο παρελθόν-, ο οποίος και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Ο διάδοχος του, ένας σοβαρός χορτοφάγος, άλλαξε πολλά πράγματα στην περιοχή.

Άβυσσος η ψυχή τ’ ανθρώπου

Μια μέρα ήταν μια τρύπα μεσαίου διαμετρήματος, η οποία όμως δεν ήταν συνηθισμένη τρύπα. Ξεκινούσε ύπουλα από μια καφέ κάλτσα εγκαταλελειμμένη εδώ και χρόνια σ’ ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, περνούσε επιφυλακτικά στο σανίδι του πατώματος ακριβώς από κάτω της, τρυπούσε αποφασιστικά το τσιμέντο κι έβγαινε θριαμβευτικά στο ταβάνι του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου.

Εκεί άλλαζε πορεία και κατευθυνόταν μ’ ένα νοητό άλμα ΒΔ, προς το μπαλκόνι. Εμφανιζόταν πάλι (λίγο μικρότερη) στον πάτο μιας γλάστρας με βασιλικό, τρυπούσε το μάρμαρο, πηδούσε στο πεζοδρόμιο, διαπερνούσε τις πλάκες και συνέχιζε (αρκετά μεγαλύτερη) ακολουθώντας το σωλήνα της αποχέτευσης.

Η πρόθεσή της ήταν προφανής: Φιλοδοξούσε να φτάσει στους αντίποδες, περνώντας από το κέντρο της γης, κι από εκεί να καταλήξει στον τόπο καταγωγής της, σε μια μαύρη τρύπα του διαστήματος.

Αυτή την ευγενική φιλοδοξία την έχουν όλες οι τρύπες – είναι στη φύση τους -, καθώς όμως σπανίως περνάνε για μεγάλη απόσταση απαρατήρητες λίγες είναι αυτές που τα καταφέρνουν.

Η συγκεκριμένη τρύπα πάντως εκτός από τη θέληση είχε και τις προϋποθέσεις: η καφέ κάλτσα από την οποία ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ανήκε σ’ έναν σοφό, σ’ έναν βαθύ μελετητή της ανθρώπινης φύσης. Η τρύπα είχε μάθει πολλά με το να απορροφά αυτά που διέφευγαν από τον κάτοχο της κάλτσας.

Ο σοφός την είχε χάσει πριν από χρόνια, πάνω σ’ ένα μεθύσι. Από τότε, όπως ήταν αναμενόμενο, υπέφερε από φοβερούς πονοκεφάλους κι είχε γίνει μισάνθρωπος, γιατί δεν του διέφευγε πια τίποτα.

Ο σοφός κι η τρύπα του συνέχιζαν τώρα παράλληλα το μοναχικό τους δρόμο, με μηχανικό πείσμα κι οι δύο, και θα τον συνέχιζαν, ο μεν σοφός για άλλα δεκάξι χρόνια, η δε τρύπα μέχρι τη συντέλεια του κόσμου (δεν έχει δοθεί ακριβής ημερομηνία) – αν δεν το ‘φερνε η μοίρα να συναντηθούν ξανά και να δοθεί απροσδόκητο τέλος στις αναζητήσεις τους.

Συναντήθηκαν μια Τρίτη πρωί στο μετρό. Η τρύπα, που ήδη είχε προωθηθεί και διαπλατυνθεί ανέλπιστα πολύ, λόγω των δημοσίων έργων, μόλις είδε τον σοφό ταράχτηκε σφόδρα.

Ο σοφός, παρ’ όλο που της είχε ήδη δώσει το αξέχαστο δεξί του πόδι, αφηρημένος όπως πάντα, δεν έδειξε σημεία αναγνώρισης. Μόλις όμως προσπάθησε ενστικτωδώς να διαφύγει, τότε η τρύπα, που ήταν σε συναισθηματική κατάσταση ασταθή και πλημμυρισμένη λάσπες και αναμνήσεις, αναστέναξε βαθιά και αποφάσισε να γίνει και πάλι δικιά του, εγκαταλείποντας κάθε προσωπική φιλοδοξία της.

Οι περαστικοί που έτρεξαν και προσπάθησαν μάταια να βοηθήσουν τον σοφό ανέφεραν στους δημοσιογράφους πως τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν μέσα από την τρύπα ήταν: «Αχά! Μια μαύρη τρύπα!»

Ο χρόνος είναι κρίμα

Μια φορά ήταν ένας κύριος που καυχιόταν πως τα έχει όλα. (Είχε όλα του τα μαλλιά, όλα του τα δόντια και το μεγαλύτερο κατάστημα με είδη δώρων στην πόλη). Όλοι οι φίλοι του (κι αυτούς τους είχε όλους) ήταν πολύ στενοχωρημένοι, γιατί ήθελαν να του κάνουν στα γενέθλιά του δώρο κάτι που να μην το έχει, και είχαν μαζευτεί στο σπίτι του πιο έξυπνου για να συζητήσουν το θέμα, μήπως και βρουν κάποια λύση.

Κατ’ αρχήν, απέκλεισαν όλα τα είδη δώρων που είχε ο εορτάζων στο κατάστημά του (κι ήταν 13.457). μετά όλα τα κατοικίδια – τουλάχιστον αυτά που είχαν βάρος από 100 γραμμάρια (χρυσόψαρο) μέχρι 60 κιλά (κοπέλα σε τούρτα κ.λπ.).

«Να του χαρίσουμε ένα ποίημα, ειδικά γραμμένο γι’ αυτόν», πρότεινε ο πιο χλομός.

«Έχει δέκα ολόκληρες συλλογές ποιημάτων ειδικά γραμμένων γι’ αυτόν», αντέκρουσε την πρόταση ο πιο ροδαλός. «Αφού τα γράφει μόνος του.»

«Να του χαρίσουμε εισιτήρια για θέατρο, για συναυλίες, για όπερες, για κρουαζιέρες, για ματς, για το λεωφορείο», δοκίμασε ο πιο χοντρός.

«Τα έχει όλα. Τα προαγοράζει πάντα», ψιθύρισε ο πιο αδύνατος.

«Μα δεν είναι δυνατό να μην υπάρχει κάτι που δεν έχει!» αναφώνησε ο πιο σκεπτικιστής.

«Υπάρχουν πολλά. Δεν έχει αϋπνίες, σπυράκια, χρέη, προκαταλήψεις, κατσαρίδες, μπελάδες…», γκρίνιαξε ο ζηλιάρης.

«Αυτά όμως είναι θείο δώρο που δεν τα έχει», παρατήρησε ο πιο καλόκαρδος.

«Για σταθείτε! Αν το δούμε έτσι, τότε δεν έχει και χρόνο!» πετάχτηκε ο πιο εύστροφος.

«Επομένως αυτό το δώρο μπορούμε να του προσφέρουμε!» είπαν όλοι με μια φωνή.

«Εγώ έχω άφθονο χρόνο! Θα μπορούσα…», μουρμούρισε ο πιο αργόσχολος.

«Όχι, δεν πρέπει να είναι μεταχειρισμένος, είναι για δώρο…», τόνισε ο πιο καθωσπρέπει.

«Μα πώς μπορούμε να δωρίσουμε κάτι που δεν κατανοούμε την αληθινή του φύση; Κάτι που είναι σχετικό;» αναρωτήθηκε ο πιο διανοούμενος.

«Όπως μπορούμε να δωρίσουμε και κάτι άσχετο! Για παράδειγμα, κατανοούμε την αληθινή φύση ενός σετ με είδη καπνιστού; Το πρόβλημα είναι μόνο πώς θα τον συσκευάσουμε», έθεσε ορθά το θέμα ο πιο ορθολογιστής.

«Ας μη χάνουμε το χρόνο μας. Ελεύθερο χρόνο θα του προσφέρουμε, άρα θα του τον δώσουμε χύμα!» επενέβη ο πιο ανυπόμονος.

«Δηλαδή;» ρώτησε ο πιο αργόστροφος.

Ήταν ο μόνος που δεν είχε καταλάβει. Του εξήγησαν.

«Μα είναι κρίμα…», έκανε μόνο.

Αυτός Που Τα Είχε Όλα, μετά το γενναίο ξυλοδαρμό του, μπόρεσε να απολαύσει στο νοσοκομείο το δώρο του ελεύθερου χρόνου.

Πηγή: «ΜΥΘΟΙ» ΚΕΔΡΟΣ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ