ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

το ταξίδι

0

Της Κατερίνας Βοτζάκη

 

H Aργυρώ ξύπνησε από το θόρυβο που έκανε το ξύλινο εξώφυλλο του παραθύρου. Άναψε το φως, πέντε ήταν ακόμα η ώρα.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι για να πάει να το κλείσει, τράβηξε την κουρτίνα, άνοιξε το τζάμι και η παγωνιά πλημμύρισε το σπίτι.

Άνοιξε το εξώφυλλο που το είχε κλείσει ο αέρας, συνήθως το άφηνε ανοιχτό, έβαζε δύο πέτρες πάνω στο παντζούρι,

μα ο δυνατός αέρας τις είχε ρίξει στην αυλή. Το χιόνι ήταν μια πήχη ακόμα έξω. Ζόρικος ο χειμώνας φέτος, χιόνιζε και έβρεχε συνεχώς

και το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα ξύλα στο υπόγειο, λιγόστευαν και αν συνέχιζε έτσι ο καιρός έπρεπε να γνοιαστεί να αγοράσει. Γερνώ,

σκέφτηκε η Αργυρώ, γερνώ, άλλες χρονιές μοναχή μου τα κουβάλουνα, μα φέτο δεν μπορώ, δεν έχω δυνάμεις και αυτός ο πόνος

στη κοιλιά, δεν με ξεχνά, μόλις λειώσει το χιόνι θα πάω στο Ρέθεμνος, στο γιατρό να δω τι είναι αυτός ο πόνος που έχω τον τελευταίο καιρό.

Ποτέ δεν είχε αρρωστήσει μέχρι τώρα, πάντα δούλευε σκληρά και δεν είχε χρόνο για ασχοληθεί πολύ με τον εαυτό της.

Το πρώτο παιδί της οικογένειας, από δέκα χρονώ μεγάλωνε τα μικρότερα αδέρφια της και δεν ήταν και λίγα, κάθε χρόνο

γεννούσε η μάνα σαν την κουνέλα, θεός σχωρέστην, λες και δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει, λες και δεν κουραζόταν όλη μέρα στα χωράφια. Η Αργυρώ, πήγε μέχρι την πέμπτη του δημοτικού και μετά τη σταματήσανε, γιατί τη χρειαζότανε στο σπίτι. Από μικρή έμαθε να ζυμώνει, να πλύνει στο ποτάμι τα ρούχα, να κουβαλάει νερό, να ταΐζει και να ξεσκατίζει τα αδέρφια της. Ποτέ δεν παραπονέθηκε

για τίποτα, πάντα ήταν με το χαμόγελο και μεγάλωνε και ομόρφαινε κάθε μέρα πιο πολύ. Ψιλόλιγνη με καστανά μαλλιά που φτάναν μέχρι τη μέση της και μεγάλα πράσινα μάτια. Τα προξενιά ερχόταν όλο και περισσότερα, μα ο πατέρας και η μάνα όλο κουσούρια

βρίσκανε στους γαμπρούς και διώχνανε τους προξενητάδες και δεν την ένοιαζε την Αργυρώ, μέχρι που συνάντησε στο δρόμο της τον Μάρκο. Ξενοχωριανός που βρέθηκε

στα μέρη της, όταν τον είδε στη στράτα, εθάριε πως θα φύγει η καρδιά από τη θέση της. Μα και ο Μάρκος το ίδιο έπαθε, δεν είχε δει ωραιότερο πλάσμα στη ζωή του. Ερωτευτήκαμε με τα μάτια και χωρίς να έχουνε αλλάξει κουβέντα, πήγε να τη γυρέψει από τον πατέρα της. Τον διώξανε κακήν κακώς, προσβάλλοντας τον άσκημα, που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του στην κόρη τους και μόλις έφυγε ο Μάρκος την έκαμαν μαύρη στο ξύλο επειδή κοίταξε άντρα και της είπαν να τα ξεχάσει αυτά, η θέση της και η δουλειά της είναι στο σπίτι και στο μεγάλωμα των αδερφών της. Το πήρε απόφαση η Αργυρώ πως πάντα θα ήταν η υπηρέτρια όλης της οικογένειας και δεν ξανασκέφτηκε γάμους και δικά της παιδιά. Μεγάλωσαν τα αδέρφια της, ετοίμασε τους γάμους τους, έζησε τα γεννητούρια των παιδιών τους, πάντα εκεί για όλους και για αυτήν κανένας. Όλοι θεωρούσαν ότι ήταν υποχρεωμένη να τους υπηρετεί, έτσι είχαν μάθει. Πέθαναν οι γονείς, τα ανήψια της μεγάλωσαν και αυτή γερνούσε μέρα με τη μέρα. Ποτέ δεν έζησε δική της χαρά, άδικα πήγε η ζωή της, δεν ξαναερωτεύτηκε, δεν παντρεύτηκε, δεν μεγάλωσε δικά της παιδιά. Αν γινόταν μάνα δε θα αδικούσε ποτέ τα παιδιά της, δεν θα ήταν ο δυνάστης στη ζωή τους, θα τα αγαπούσε, θα τα προστάτευε, θα τα άφηνε να ζήσουν τη ζωή τους, όπως θέλουν. Ενώ οι δικοί της οι γονέοι...Θεός σχωρέστους και τους δυό, σκέφτηκε, θεός σχωρέστους κατά τα έργα τους... Τα εξήντα θα έκλεινε τον άλλο μήνα και ένοιωθε σαν εκατό και τώρα τελευταία, δεν είχε όρεξη ούτε να φάει γιατί αυτός ο πόνος στην κοιλιά δεν έλεγε να την αφήσει.

Τον τελευταίο καιρό ένοιωθε μια μεγάλη επιθυμία να φύγει από το χωριό, να ταξιδέψει κάπου αλλού να δει και άλλα μέρη και όλο και πιο συχνά ερχόταν στο μυαλό της ο Μάρκος, που να ήταν, τι να έκανε, παντρεύτηκε, ζούσε, πέθανε? Ποτέ δεν είχε πάει μακρύτερα από το Ρέθεμνος και τώρα ήθελε να το κάνει.

Λειώσανε τα χιόνια και μπήκε στο λεωφορείο να πάει στο γιατρό, να της δώσει κανένα παυσίπονο, να βρει την υγειά της.

-Πρέπει να κάνουμε εξετάσεις κυρία Αργυρώ να δούμε τι έχεις της είπε ο γιατρός.

Μια εβδομάδα στα νοσοκομεία και βγήκε το πόρισμα. Καρκίνο. Λιγοζώητη, τρεις μήνες το πολύ.

-Να πας στην Αθήνα, της είπε ο γιατρός οι τρεις μήνες μπορεί να γίνουν ένας χρόνος.

-Πρέπει να ετοιμαστώ για το ταξίδι μου γιατρέ, πρέπει να βιαστώ...είπε η Αργυρώ, αυτό μόνο.

Ένας μήνας πέρασε και η Αργυρώ είχε ετοιμάσει τα πάντα για το μεγάλο της ταξίδι. Χαρούμενη ήτανε και ο πόνος είχε λιγοστέψει

η τον είχε συνηθίσει. Απόψε ήταν πολύ ήρεμη, ήθελε να κοιμηθεί, μια παράξενη υπνηλία ένοιωθε από το απόγευμα. Μόλις ξάπλωσε την πήρε αμέσως ο ύπνος....

Ήταν ντυμένη στα άσπρα και ένα τεράστιο πλοίο την περίμενε στο λιμάνι, ήταν νέα και όμορφη. Γύρω

της η γαλάζια θάλασσα και το αεράκι ανέμιζε τα μακριά καστανά μαλλιά της. Ένας άντρας ντυμένος και εκείνος στα λευκά πέταξε το χέρι του να την βοηθήσει να μπει στο καράβι. Σήκωσε το βλέμμα της να τον ευχαριστήσει και τότε τον είδε!! Ο Μάρκος ήταν εκεί, τον είχε ξαναβρεί. Χαμογέλασε και του έδωσε το χέρι της.

Έτσι την βρήκαν το πρωί οι γειτόνισσες, με ένα τεράστιο χαμόγελο στο παγωμένο της πρόσωπο.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ